Από τον Στέργιο Βολόγκα
Ακούγοντας «ζωντανά» “βλέπε-steaming” μουσική στο διαδίκτυο για να ενημερωθώ, τι καινούργιο κυκλοφορεί ανά τον κόσμο, έπεσα πάνω στον «άγνωστο» για την Ελλάδα και όχι μόνο, Garth Brooks που εν έτει 2018 μοιράζει δωρεάν την μουσική του στο internet.
Στην Αμερική, σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις είναι ο πιο best-seller performer. Η country music στην Αμερική κρατά τα ηνία πολύ γερά και το ακροατήριο της είναι τεράστιο.
Μετά το Garth Brooks -“ Double-Live” του 1998 που έσπασε όλα τα ρεκόρ στην Αμερική σαν διπλός «ζωντανός» δίσκος αλλά και γενικότερα σαν άλμπουμ, περνώντας σε πωλήσεις από το επίπεδου του πλατινένιου στον πολύ-πλατινένιο και μετά στον «διαμαντένιο», για πωλήσεις πάνω από 10 εκατομμύρια, ο Garth Brooks έγινε ο μοναδικός καλλιτέχνης που έχει στην Αμερική (όπου όλα μετρούνται, υπολογίζονται, στατικοποιούνται, φέρνουν διαφημίσεις, κέρδη-τηλεοπτικά, δισκογραφικά, διαδικτυακά και ότι άλλο είδους δικαιώματα, βάζει ο νους του των Αμερικάνων manager-golden boys) επτά (7)!! -σχεδόν συνεχόμενα- «διαμαντένια» άλμπουμ και έτσι «αποκτά» το δικαίωμα να κάνει ότι γουστάρει κοινώς. Πριν από τρείς μήνες (27η Αυγ 2018) κυκλοφόρησε – προς το παρόν τουλάχιστον ψηφιακά και για free downloading, για όσο υπάρχει ζήτηση (sic) (αυτό δεν το κατάλαβα ομολογουμένως, αλλά άγνωστες οι βουλές του επιχειρείν Αμερικάνικα), ο νέος του τριπλός!! Δίσκος με τον αναμενόμενο τίτλο “Triple-Live” με τραγούδια από την τουρνέ του στην Αμερική μεταξύ 2014-2017.
Αυτή η πολλαπλή μουσική φαντασία που έφερε στο νου, παλιές ένδοξες στιγμές της παγκόσμιας δισκογραφίας όπου καλλιτέχνες, συγκροτήματα και όλοι εμείς που συμμετείχαμε σαν θεατές στον υπέροχο αυτό κόσμο του θεάματος στα σπίτια μας, σε δισκάδικα, κέντρα, θέατρα, γήπεδα, φεστιβάλ, εκδηλώσεις κλπ μετατρέπαμε την αυτήκοη απόλαυση με την βοήθεια της μουσικής βιομηχανίας σε δίσκους πολλαπλών άλμπουμ που μας κρατούσαν γύρω από το πικάπ και τα ηχεία με τις ώρες να ακούμε, να χορεύουμε, να σχολιάζουμε, να διαφωνούμε και να ονειρευόμαστε.
Με αφορμή τον ψηφιακό, προς το παρόν, Garth Brooks, μέσα στο 2018 έχουμε τουλάχιστον άλλα δύο τριπλά άλμπουμ, αυτή τη φορά φυσικής ύπαρξης και τα δύο με τον ίδιο τίτλο “Live in Europe”. Πρώτα η «ζωντανή κατάθεση» με την σαγηνευτική jazzy φωνή της Melody Gardot και στην συνέχεια το ακουστικό live του Νορβηγικού Jazz τρίο Gard Nilssen’s Acoustic Unity.
Αναρωτήθηκα μήπως με την όποια «ερπιστροφή» (sic) του βινυλίου επανήλθαν και κάποιες ξεχασμένες παλιές ένδοξες φόρμες του (διπλά, τριπλά, …die-cut, gimmick LPs) που τους βλέπαμε στα δισκάδικα να φιγουράρουν στην βιτρίνα, τους χαζεύαμε και αδημονούσαμε πότε θα συγκεντρώσουμε το απαραίτητο ποσό για να περάσουμε θριαμβευτικά το κατώφλι.
Αν κάνουμε ένα μικρό ταξίδι στην ιστορία αυτών των πολλαπλών «ζωντανών» ηχογραφημένων από το παρελθόν μέχρι σήμερα, μόνο για τα τριπλά «ζωντανά» άλμπουμ και άνω προς το παρόν, έτσι για την δυσκολία του πράγματος, τα συμπεράσματα, οι απορίες αλλά και οι εκπλήξεις είναι πολύ περισσότερες από όσες νομίζετε για να τα αντιμετωπίσουμε μέσα μας και έξω μας ως απλώς μεμονωμένα περιστατικά.
Για όλα φταίει το φεστιβάλ του Woodstock. Αυτό το ανατρεπτικό για την εποχή μουσικό-κοινωνικό γεγονός μεταξύ 15-18 Αυγούστου 1969 που ίσως άλλαζε τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον άλλαξε την μορφή της μουσικής και την έκανε παγκόσμιο φαινόμενο επιρροής και συμπερασμάτων, είχε σαν αποτέλεσμα σε πρώτη φάση να κυκλοφορήσει το 1970 σε μορφή τριπλού Live δίσκου. Το πρώτο «τριπλό» Live στην ιστορία της μουσικής. Το γεγονός της έκτασης των γεγονότων που το περιέβαλαν, η προσέλευση του κόσμου, ο ενθουσιασμός, η μουσική, η ταινία που έκανε στην συνέχεια τον γύρο του κόσμου και ότι παραλειπόμενο, το συνοδεύει ακόμη και σήμερα, σχεδόν μισόν αιώνα μετά.
Η επιτυχία του Woodstock «άνοιξε» την όρεξη του κόσμου, των διοργανωτών, των καλλιτεχνών αλλά και της μουσικής βιομηχανίας για μεγαλύτερα και πιο δύσκολα εγχειρήματα. Στην επόμενη χρονιά 1η Αυγούστου 1971 με πρωτοβουλία του George Harrison και του Ravi Shankar διοργανώνετε ένα τεράστιο φεστιβάλ στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης για την ανακούφιση των φυσικών καταστροφών, της πείνας και των προσφύγων στο Μπαγκαλαντές. (Σας θυμίζει κάτι από το σήμερα?). Ο τριπλός «ζωντανός» που κυκλοφορεί με το παιδάκι που λιμοκτονεί μπροστά από το άδειο πιάτο γίνεται ανάρπαστος και διάσημος ανά την υφήλιο.
Το επιτυχημένο και «καυτό» μήνυμα που πρέσβευε ο δίσκος, τα ονόματα που πήραν μέρος, η δημοσιότητα αλλά κυρίως το όνομα του George Harrison των Beatles, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε κυκλοφορήσει το δικό πλατινένιο «τριπλό» στούντιο άλμπουμ “All things must pass”, έχοντας κάνει έτσι ήδη το πείραμα πετυχημένο, έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στα γεγονότα.
Είχε έρθει ή ώρα για τα μεγάλα φεστιβάλ, πίσω από τα οποία, μουσική, κοινωνία και καλλιτέχνες πάλευαν κάτω από το μήνυμα «Η φαντασία στην εξουσία», «Κάντε μουσική και όχι πόλεμο», «Κάντε έρωτα και όχι πόλεμο» και πολλά άλλα, αφού η δεκαετία του ’70 ήταν μια δεκαετία τεράστιων αλλαγών σε όλα τα επίπεδα.
Έτσι λοιπόν φεστιβάλ και τριπλός δίσκος πάνε μαζί και όχι χώρια όπως φαίνεται παρακάτω. Δείγματα από χώρες και μέρη όπου κανείς δεν είχε ταξιδεύσει έως τότε έρχονται στην επικαιρότητα, αλλά η μουσική έχει αυτή την μαγεία να σε ταξιδεύει πάντα όμορφα και το σπουδαιότερο με ασφάλεια.
Woodstock, Bangladesh, Stonehenge, Glastonbury, Great Rock Aussie, Fillmore East & West, Atlanta, Monterey, Isle of Wight, Tokyo, Ossiach και ότι άλλος βάλει ό νους σας, παρελαύνει φωτογραφικά εδώ σε τριπλό «ζωντανό» δίσκο και καταναλώνεται ευθύς αμέσως.
Εκτός των φεστιβαλικών εκδηλώσεων και οργανώσεων που γνωρίζουν λαμπρή άνθιση στην δεκαετία του ’70 (Eurovision, San Remo-Italy, Midem-France, Montreux Jazz Festival-Switzerland, Newport folk festival-USA, Φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης κ.α) δειλά δειλά και μεμονωμένοι καλλιτέχνες αρχίζουν να κυκλοφορούν πολλαπλούς «ζωντανούς» δίσκους.
Ηγέτες κατά την γνώμη μου στο κομμάτι των ζωντανών ηχογραφήσεων είναι οι Grateful Dead, που από μόνοι τους είναι μια κατηγορία ξεχωριστή που δεν μας παίρνει ο χώρος και ο χρόνος να την σχολιάσουμε εδώ. Έπονται οι Hawkwind, Tangerine Dream, Yes, Elp, Kiss, Santana, Chicago, Miles Davis, John Coltrane, κυρίως καλλιτέχνες που από τις 365 ημέρες του χρόνου τις περισσότερες βρίσκονται καθ΄οδόν και παίζουν ζωντανά.
Το 1971 οι «άγνωστοι» στην Ελλάδα Chicago βγάζουν σε κυκλοφορία το τετραπλό!! «ζωντανό» άλμπουμ Chicago at Carnegie Hall Volumes I, II, III & IV το οποίο πάει στο Νο3 στο Billboard chart, μένει στον κατάλογο επιτυχιών για 46 συνεχόμενες εβδομάδες, γίνεται χρυσός δίσκος και κάνει τους Chicago στην Αμερική τουλάχιστον ακόμη πιο superstar, ξεκινά από μόνο του μια μόδα, αυτή των πολλαπλών «ζωντανών» ηχογραφήσεων που συζητάμε, γίνεται έως και σήμερα το πιο best-seller τετραπλό άλμπουμ, αφού οι Chicago στην Αμερική είχαν ήδη ξεκινήσει μια «τρελή» κούρσα πωλήσεων αφού είναι το μοναδικό συγκρότημα που ξεκίνησε την καριέρα του βγάζοντας τους τρεις πρώτους δίσκους όλους διπλούς και πετυχημένους εμπορικά για να έρθει το τέταρτο τους, τετραπλό και «ζωντανό» ταυτόχρονα. Την πρωτοκαθεδρία θα την κρατήσουν για 15 ολόκληρα χρόνια μέχρι να έρθει ο “Boss” Bruce Springsteen το 1986 με το πενταπλό!! “-Live 1975-1985” να τους πάρει την σκυτάλη των πωλήσεων. Η Αμερική ήταν πάντα ένα «θέατρο» γεγονότων, πειραμάτων και εγχειρημάτων που εκεί δοκιμάζονταν πάντα νέες επιχειρηματικές τεχνικές σ’ όλα τα επίπεδα.
Μεγαθήρια των γηπέδων, της αρένας και του ευγενούς μουσικού στίβου, η δεκαετία του ’70 ήταν – όπως έλεγαν οι θεωρητικοί αλλά και πρακτικοί της punk φιλοσοφίας – η δεκαετία των δεινοσαύρων, της μουσικής «τερατογένεσης», έτσι τα φαινόμενα αυτά των πολλαπλών «κυήσεων» μάλλον ως αναμενόμενα τα κρίνουμε σήμερα. Αν και όπως θα δούμε πιο κάτω η ζωή και η τέχνη κύκλους κάνει.
Πρώτοι και καλύτεροι οι πτεροδεινόσαυροι YES με το τριπλό “Yessongs” του 1973, που μετά τα πετυχημένα “Fragile” & “Close to the edge” ηχογραφούν «ζωντανά» κομμάτια της περιοδείας στην Βόρεια Αμερική και στο Rainbow Theatre του Λονδίνου και μας παραδίδουν αυτό το τριπλό Live που πάει στο Νο7 στην Αγγλία και στο Νο12 στην Αμερική και γίνεται πλατινένιο. Από κοντά οι τυραννόσαυροι E.L.P. (Emerson Lake & Palmer) με το «τριπλά-φονικό» -“Welcome Back My Friends to the Show That Never Ends” του 1974 που ξεδιπλώνει όλη την μαεστρία και την μανία του Keith Emerson στα πλήκτρα από την περιοδεία τους στην Καλιφόρνια και πάει στο Νο6 στην Αγγλία και στο Νο4 στην Αμερική και γίνεται χρυσό. Οι γνωστοί από το Woodstock Λατίνοι Santana ιδιαιτέρα αγαπητοί και στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη υφήλιο αφού έχουν εντρυφήσει στην μαγεία στην Άπω Ανατολής, της Ινδίας, στις τεχνικές Γιόγκι και ενόρασης μας παραδίδουν το τριπλά-χορταστικό και καθαρτικό-Live από το “Osaka Nenkin Hall” της Ιαπωνίας “Lotus” που αρχικά αν και το προορίζουν μόνο για την Ιαπωνική αγορά κυκλοφορεί τελικά για καλή μας τύχη και στον υπόλοιπο κόσμο με ένα πολύπτυχο και πολύπλοκο εξώφυλλο που ξετυλίγεται σαν «μαγικό» πάλζ. Αλλά και στην δικιά μας γειτονιά οι Ιταλοί progressive P.F.M (Premiata Forneria Marconi) δουλεύουν σκληρά τις κλασσικότροπες ενορχηστρώσεις τους πάνω σε synthesizers, moog & mellotron και κερδίζουν γρήγορα συναδελφική αποδοχή από τους E.L.P. αλλά και τους King Crimson. Με πολλαπλές αλλαγές μελών το 2018 τους βρίσκει ακόμη ενεργούς, τι λέγαμε πιο πάνω η ζωή και η μουσική κύκλους κάνει. Το 1974 κυκλοφορούν το «τριπλό-μαγειρεμένο» “Cook” στην Ευρώπη, γιατί στην Αμερική κυκλοφορεί απλά σαν “Live in USA”, με διαφορετικό «αδιάφορο» εξώφυλλο, αφού πρόκειται για ηχογραφήσεις στον Central Park της Νέας Υόρκης και παραστάσεις από το Τορόντο του Καναδά. Όπως παρατηρούμε η «αγορά» και η διάθεση για πειραματισμό των μουσικών αλλά και των γκρουπ στο πρώτο μισό του ’70, επικουρούμενη από τα όλο πιο εξελιγμένα ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά όργανα καθώς και από τις όλο και αυξανόμενες δυνατότητες των στούντιο, που πλέον μπορούσαν να βγουν με άνεση «στον δρόμο» μέσα σε φορτηγά-βάν ηχοληψίας-ηχογράφησης έδωσαν στην σύγχρονη Rock σκηνή, δυνατότητες που για τα μέχρι τότε standards τρόμαζαν με το μέγεθος αλλά εντυπωσίαζαν με το αποτέλεσμα τους ακροατές αλλά και τους θεατές. Οι Pink Floyd, BJH, Procol Harum, Deep Purple, ELP, Genesis, Yes και άλλοι πάμπολλοι και φανταχτεροί ακόλουθοι τους έδωσαν αυτό το «κακό» όνομα στην «σκηνή» καθώς ο απλός μουσικός με μια κιθάρα και μια φούχτα τραγούδια στην τσέπη του δεν τον πρόσεχε κανείς αν δεν είχε τουλάχιστον, μια δεκαμελή ορχήστρα στην σκηνή να τον συνοδεύει. Αλλά η εκδίκηση των «τριών ακόρντων» δεν ήταν μακριά και θα άλλαζε οσονούπω το τοπίο.
Όσο και να φαντάζει παράξενο στην έκρηξη της ροκ κουλτούρας που μέσα στην δεκαετία 1968-1978 αναπτύχθηκε, διαδόθηκε, έγινε πρωτοσέλιδο και γενικά σημάδεψε όλες τις χώρες του κόσμου αλλά και στόλισε πολύχρωμα με αφίσες, φωτογραφίες ως απόδειξη πλατιάς αποδοχής περιοδικά, εφημερίδες, διαδρόμους, περιφράξεις, εφηβικά και φοιτητικά δωμάτια η μουσική ροκ, που αν και είχε την μερίδα του λέοντος, δεν ήταν η μόνη που εξαπλώνονταν. Η Jazz, η Folk, πρώιμη ηλεκτρονική μουσική και άλλα υποείδη γνωρίζουν επιτυχία.
Η Jazz ήταν πάντα στον αντίποδα ως εναλλακτική πρόταση δημιουργικής έκφρασης και ανάπτυξη νέων ιδεών στην σύγχρονη μουσική σκηνή. Τα «μεγάλα» ονόματα π.χ. Miles Davis, John Coltrane, Charles Mingus, Bill Evans, Chet Baker και άλλοι κάνουν πετυχημένες συναυλίες, συνεργασίες αλλά και «άλματα» σε νέα μουσικά τοπία και αχαρτογράφητα νερά. Έτσι δεν αποτελεί παράξενο, αλλά μάλλον λιγότερα γνωστό, ότι ηχογραφήθηκαν «ζωντανά» και κυκλοφόρησαν Jazz δίσκοι με τριπλά «ζωντανή γεύση» και διάσταση από μεγαθήρια της Jazz που όπως ο «Θεϊκός» John Coltrane και ο «Βαρώνος» Charles Mingus δεν είχε πρόβλημα να βγάζουν διπλούς και τριπλούς «ζωντανούς» δίσκους, περισσότερο από μία φορά και να κάνοντας συγχρόνως και μεγάλες πωλήσεις.
Το 1971 είναι μια χρονιά, όπως είδαμε παραπάνω, με πολλές σημαντικές «ζωντανές» συναυλίες και κυκλοφορίες.
Από το την σκοπιά της Jazz ο Charles Mingus και η America Rec κυκλοφορούν αρχικά στην Γαλλία, το τριπλά «ζωντανό» “The Great Concert of Charles Mingus” που είχε ηχογραφηθεί στο Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων του Παρισιού την 19η Απριλίου του 1964 αλλά κυκλοφόρησε σ’ αυτό το τριπλά-χορταστικό δίσκο το 1971.
Την ίδια χρονιά η Carla Bley, τρανή φιγούρα της Free-Jazz, με την βοήθεια του ποιητή και στιχουργού Paul Haines που γράφει το λιμπρέτο, κυκλοφορεί την «ζωντανή» Jazz-opera “ Escalator over the hill” σε τριπλό Box-set.
Από κοντά ο πολυεθνικής καταγωγής αλλά πολιτογραφημένα Αμερικανός Alan Silva μαζί με μια πλειάδα εκλεκτών Jazz μουσικών που περιλαμβάνουν ενδεικτικά τους Steve Lacy, Lester Bowie & Roscoe Mitchell σε μια ηχογραφημένη και δισκογραφημένη βραδιά στον Παρίσι και πάλι, στην 29 Δεκεμβρίου 1970, σε ένα απίστευτα χαοτικό, εμβριθές, πολυτονικό, ριζοσπαστικό κονσέρτο Free-jazz, παραδίδουν το τριπλό “Seasons” αφήνοντας τον ακροατή κυριολεκτικά άναυδο. Ο «Θεϊκός» John Coltrane μετά από αλλεπάλληλες συναυλίες στην Ιαπωνία, όπου αποθεώνεται από τους «διψασμένους» Ιάπωνες κυκλοφορεί σε διάστημα τεσσάρων ετών δύο (2) τριπλά «ζωντανά» άλμπουμ. Το “Concert in Japan”-1973 & “Second night in Tokyo”-1977.
Αλλά και στα τέλη του ’70 αρχές ’80 κάνουν την εμφάνιση τους «ζωντανοί» μύθοι που είτε γίνονται αμέσως γνωστοί ή κάνουν ανεπάντεχα επιτυχία στα charts ή τελικά τους μαθαίνουμε από το βιβλίο της μουσικής ιστορίας πολύ αργότερα. Το πιο πετυχημένο εγχείρημα με παγκόσμιο αντίκτυπο, μουσικό, τηλεοπτικό, κινηματογραφικό, δημοσιογραφικό αλλά και «φιλολογικό», είναι το αποχαιρετιστήριο κονσέρτο των Band το τριπλά «ολοζώντανο» “The Last Waltz” που δίνεται την ημέρα των Ευχαριστιών, 25η Νοεμβρίου 1976, στο Winter land Ballroom στο San Francisco της Καλιφόρνιας. Με οικοδεσπότες τους Band, που δίνουν το αποχαιρετιστήριο κονσέρτο επί σκηνής , έχοντας καλεσμένους, φίλους, συγγενείς, συνοδοιπόρους μουσικούς και σκηνοθέτη τον Martin Scorsese σε «τρελά» κέφια, το Soundtrack αλλά και το φίλμ που παίζεται μετά παντού, κερδίζει τον κόσμο, τα chart αλλά και μια θέση στην νεώτερη μουσική ιστορία.
Αντίθετα οι Wings του Paul McCartney, το πιο πετυχημένο εμπορικά και καλλιτεχνικά εγχείρημα της μετά-Beatles εποχής, δυο χρόνια πριν, το 1976, κυκλοφορούν μετά το τέλος της παγκόσμιας περιοδείας τους το τριπλά «ζωντανό» “Wings over America”. Το άλμπουμ έχοντας ένα πρωτότυπο σχεδιαστικά εξώφυλλο, φτιαγμένο από τα γνωστά στούντιο Hipgnosis, προτείνεται για Grammy «καλύτερου σχεδιασμού πακέτου-εξώφυλλου» και όσον αφορά τις πωλήσεις πάει στο Νο1 στην Αμερική και στο Νο8 στην Αγγλία και γίνεται αντίστοιχα πλατινένιο και χρυσό. Όσο το μάθατε εσείς που δεν ασχολείστε αλλά τόσο το έδωσαν σημασία και όσοι μουσικόφιλοι ασχολούνταν.
Λίγο αργότερα, μεταξύ 19-23 Σεπτεμβρίου 1979, διοργανώνετε στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης κονσέρτο, με πρωτοβουλία κυρίως των Jackson Browne, Graham Nash, Bonnie Raitt & John Hall, που αντιπροσωπεύουν την“M.U.S.E.” την ανεξάρτητη κίνηση των μουσικών για ασφαλή ενέργεια, ενάντια στα πυρηνικά. Το τετραήμερο sold-out γεγονός συγκεντρώνει όλη την αφρόκρεμα της Rock, Blues, Folk, Pop και Soul μουσικής κάτω από το ανθρώπινο όραμα για ένα καλλίτερο μέλλον πάνω στην Γή. Το κονσέρτο ηχογραφείται και κυκλοφορεί ως τριπλά «ζωντανό» “No Nukes”. Ήταν σαν να πηγαίναμε ένα βήμα μπροστά από το κονσέρτο ενάντια στην πείνα για τον λαό του Μπαγκλαντές αλλά μάλλον στην δεκαετία του ’80 θα γυρίζαμε πίσω πάλι γιατί τα ζητήματα τροφής, στέγασης, νερού και ασφάλειας δεν είχαν τελειώσει. Έτσι στην επόμενη δεκαετία θα είχαμε τα Live-Aid, τα Live-8 και πάει λέγοντας. Εκεί πλέον έχουμε περάσει στην VHS-Video εποχή και τα Live-Aid, Live-8 και ότι άλλο Live βοήθειας και αλληλεγγύης θα βγαίνει όχι πλέον σε πολλαπλό δίσκο αλλά σε πολλαπλό Video και αργότερα, τεχνολογίας βοηθούσης και τσέπης εξυπηρετούσης, σε πολλαπλό Blu-ray και αν θέλετε σήμερα σε ακατάσχετο και ολονύχτιο Downloading.
Θα περίμενε κανείς πως με την έλευση του punk, new wave, η Live εμπειρία θα άρχισε και θα τέλειωνε μέσα στα clubs και τα music-venues. Αυτό ήταν ορθό, αν και πρώτοι οι Clash έσπασαν τις «γραμμές» βγάζοντας το τριπλό “Sandinista”, αν και ήταν μια στούντιο ηχογράφηση. Τα «περίεργα» νέα του new wave ήρθαν από χώρες που δεν περιμέναμε. Οι Nits από την Ολλανδία είναι μια τέτοια περίπτωση. Ένα γκρουπ με ευρύ μουσικό ορίζοντα από την pop, το new wave ως την avant-garde αισθητική, έγιναν ιδιαίτερα αγαπητοί και στην Ελλάδα και την τίμησαν δεόντως με συναυλίες που έμειναν στην μνήμη μας, βγάζουν το 1989 το τριπλό «ζωντανό» “Urk”, μια γεύση από τις συναυλίες τους στην Ευρώπη τον χειμώνα 1988-89. Η μεγάλη όμως έκπληξη έρχεται από την πρώην Γιουγκοσλαβία και τους νεοκυματικούς Azra, που αν και έδρασαν για μόνο δέκα (10) χρόνια, άφησαν έντονα το στίγμα τους στην τότε Γιουγκοσλαβία αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. «Οι ποιητές της αλήθειας», όπως χαρακτηρίστηκαν, της σκηνής του Ζάγκρεμπ, διακατέχοντας από έντονη «μαχητική» διάθεση από πλευράς λόγου και σκηνικής παρουσίας. Στα χρόνια της δράσης τους, αποτύπωσαν την μαχητικότητα τους σε δύο (2) τριπλούς!! – ο ένας «ζωντανός» και έναν τετραπλό!! «ζωντανό» δίσκο από εμφανίσεις τους στο Ζάγκρεμπ και την Λουμπλιάνα.
Στην δεκαετία του ΄80 είχαμε και άλλα υπερμεγέθη δείγματα «ζωντανών» οργασμικών κυκλοφοριών. Όπως του Νιγηριανού ακτιβιστή, πολύ-οργανίστα, σκαπανέα του Afrobeat, χαρισματικού Fela Kuti, που γυρνώντας όλο τον κόσμο δίνοντας συναυλίες, διέδωσε το κοινωνικό μήνυμα της μουσικής αδελφοσύνης με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Αποτέλεσμα αυτού το τετραπλά «ζωντανό» “Live in Detroit 1986”, που κυκλοφόρησε όμως το 2012.
Λίγο νωρίτερα στην Νέα Υόρκη στα 1984, η πολυσχιδής, πρωτοποριακή και εφευρετική Laurie Anderson στην τρίτη μόλις δισκογραφική της παρουσία κυκλοφορεί το πενταπλά!! θηριώδες «ζωντανό» “United States Live”.
Στην δεκαετία του ΄90 έχουμε τους αγέραστους εμφανισιακά, δισκογραφικά και συναυλιακά Paul McCartney και Neil Young να οργώνουν νέες και παλιές ηπείρους δίνοντας εντυπωσιακές συναυλίες βγάζοντας στην συνέχεια «ογκώδη» Live δίσκους. Ο πρώτος το τριπλό “Tripping the Live Fantastic”-1990 και ο δεύτερος το επίσης τριπλό “Arc Weld”-1991.
Όπως βλέπουμε η παλιά φρουρά δεν το βάζει κάτω αφού στις δεκαετίες του ΄90 και ΄00 το ενδιαφέρον του κοινού για περίτεχνες, τεχνολογικά εξελιγμένες και ογκώδεις συναυλίες ανακάμπτει. Τα «βαριά» χαρτιά που στην δεκαετία του ’70 σπιλώθηκαν καλλιτεχνικά και αμφισβητηθήκαν μουσικά, ανακάμπτουν θριαμβευτικά και παίρνουν ρεβάνς.
Πρώτοι και καλλίτεροι οι Καναδοί Rush. Αρχικά με το τριπλά-ζωντανό “Different stages”-1998 και στην συνέχεια με το τριπλά-ολοζώντανο μέσα από το γήπεδο Μαρακανά του Ρίο στην Βραζιλία το “Rush in Rio”-2003. Η συναυλία του Ρίο γίνεται «ακριβή πλατίνα» στην Αμερική και «διαμαντένια-καρφίτσα» στον Καναδά.
Η αγάπη των νεοελλήνων για το metal είναι γνωστή και δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε τις συναυλίες των «παγοθραυστικών» Iced Earth από την Florida-USA, τον Γενάρη του 1999 στο «Ρόδον-Club» στην Αθήνα, που βρίσκουν το συγκρότημα στην καλλίτερη του φάση και αυτό φαίνεται μέσα από το τριπλά-εκρηκτικό “ Alive in Athens” που κερδίζει φανατικούς και μη, κριτικούς και ΜΜΕ και φυσικά τις πωλήσεις σε LPs-CDs-DVDs.
Αν και μετά το 2000 η ψηφιακή τεχνολογία αρχίζει να γλιστρά όλο και περισσότερο στα βαθύτερα μονοπάτια της καθημερινότητας μας και μείς να στραβοπατάμε ελαφρώς πάνω της, χωρίς να είμαστε σίγουροι αν θέλουμε ν΄ ακολουθήσουμε, εκούσια ή ακούσια, «το κακό» είχε αρχίσει να γίνεται. Οι πωλήσεις στις φυσικές μουσικές φόρμες αρχίζουν να φθίνουν, νέες ψηφιακές τεχνικές, φόρμες και πλατφόρμες εμφανίζονται. Οι διαφημιστές «σπάνε» το μυαλό τους και τα κομπιούτερ για να βρουν κάτι «προχωρημένο». Η αναταραχή στην μουσική βιομηχανία είναι φανερή. Έτσι οι μπάντες και οι πάντες γυρίζουν στην σταθερή πηγή εσόδων. Συναυλίες. Όσο περισσότερες τόσο καλύτερα, όσο μαζικότερες τόσο πιο τεχνολογικά εξοπλισμένες και όσα περισσότερα ονόματα τόσες περισσότερες προπωλήσεις. Έτσι μεγαθήρια όπως U2 (360 tour), Rolling Stones (Bigger Bang Tour), AC/DC (Black Ice Tour), Iron Maiden, Metallica, κάνουν την νύχτα-μέρα, τον ήχο αστραφτερότερο και δυνατότερο και τους οπαδούς να παραληρούν από έκσταση. Το D.I.Y επαναστατικό πνεύμα που εξέθρεψε την δεκαετία του ’70 το ξεχνάμε, αφήνουμε την πάλη της «ετικέτας» και πάμε «στο όλα πάνε με όλα». Το progressive σμίγει με την Jazz και το Alternative (τι όρος κι αυτός), το R&B με την electronica και το hip-hop με την rap και την pop.
Οι παλιές καλές μέρες επανέρχονται και τα «μίση» ξεχνιούνται. Οι καθηλωτικοί Pearl Jam δεν αφήνουν πόλη και χωρίο της Αμερικής που να μην κάνουν μια μικρή στάση. Κυκλοφορούν μονά-διπλά και τριπλά Live προσπαθώντας να γίνουν το alter-ego των Grateful Dead. Οι «προκεχωρημένοι» (sic) Dream Theater που με το ένα μάτι κοιτάνε τους Genesis, με το άλλο τους King Crimson και με το τρίτο το πίσω τον Steve Vai, σαρώνουν την υφήλιο από το Auckland της Νέας Ζηλανδίας και το Budokan του Τόκυο έως το Madison Square Garden της Νέας Υόρκης. Από κοντά το supergroup (σας θυμίζει κάτι ο όρος?) των Transatlantic που πάει να γίνει Led Zeppelin στην θέση των Led Zeppelin, που με το αερόπλοιο τους οργώνουν και «γαζώνουν» γή και ουρανό.
Σαν κατακλείδα στην όποια επαναφορά, νέων και παλαιών μορφών marketing και διανομής μουσικής κυκλοφορίας επανεκδίδονται και ξεθάβονται σημαντικά, πετυχημένα ή απλώς διασωσμένα κονσέρτα και κυκλοφορούν με τις ευλογίες των εταιρειών, του ίντερνετ, του discogs, αλλά και τις ευχές των vinyl-junkies ότι τίποτα δεν σταματά ποτέ. Τα συμπεράσματα δικά σας και οι όποιες ευχές για καλύτερη μουσική ευπρόσδεκτες.