ΟNeil Diamond θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους και πιο επιδραστικούς τραγουδοποιούς και ερμηνευτές της σύγχρονης μουσικής.
Λίγα σημεία που δείχνουν τη σημασία του:
Τεράστια δισκογραφία: Με καριέρα που ξεπερνά τα 60 χρόνια, έχει γράψει και ερμηνεύσει δεκάδες επιτυχίες.
Διαχρονικά τραγούδια: “Sweet Caroline”, “I Am… I Said”, “Cracklin’ Rosie”, “Song Sung Blue” και πολλά άλλα αποτελούν κλασικά κομμάτια που εξακολουθούν να ακούγονται παντού.
Μοναδική φωνή και συναυλιακή παρουσία: Ξεχώρισε για τη βαθιά, χαρακτηριστική φωνή του και τις συναισθηματικά φορτισμένες ζωντανές εμφανίσεις.
Ικανότητα στη σύνθεση: Έγραψε όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για άλλους καλλιτέχνες, αποδεικνύοντας ευρύτητα και δημιουργικότητα.
Ο Νιλ Ντάιαμοντ (Neil Diamond), ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και επιδραστικούς τραγουδοποιούς της αμερικανικής μουσικής σκηνής, γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 1941 στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης από Εβραίους μετανάστες. Μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που, αν και δεν ήταν πλούσιο, τόνωνε τη δημιουργικότητά του. Η πρώτη του επαφή με τη μουσική ήρθε μέσα από την εφηβική του ενασχόληση με την κιθάρα, η οποία γρήγορα έγινε το βασικό του μέσο έκφρασης. Ήδη από τα μαθητικά του χρόνια άρχισε να γράφει τραγούδια, αναγνωρίζοντας ότι η σύνθεση ήταν γι’ αυτόν τρόπος να δίνει μορφή σε όσα αισθανόταν.
Μετά την αποφοίτησή του από το Erasmus Hall High School, όπου μάλιστα συμμαθητής του ήταν η Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ο Ντάιαμοντ άρχισε να εργάζεται ως επαγγελματίας τραγουδοποιός στη θρυλική Brill Building. Εκεί έγραψε τραγούδια για άλλους καλλιτέχνες, μετριάζοντας το προσωπικό του στυλ ώστε να ταιριάζει στις ανάγκες της δισκογραφίας της εποχής. Η εμπειρία αυτή αποτέλεσε καθοριστική περίοδο μάθησης και ωρίμανσης. Παρά τις δυσκολίες των πρώτων χρόνων, επέμεινε στη δημιουργία πρωτότυπου υλικού και γρήγορα άρχισε να διακρίνεται για την ξεχωριστή του μελωδική αίσθηση και τους βαθιά συναισθηματικούς στίχους του.
Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1966 με το “Solitary Man”, τραγούδι που θεωρείται αυτοβιογραφικό και έκτοτε παραμένει ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα του. Ακολούθησαν οι επιτυχίες “Cherry, Cherry”, “Girl, You’ll Be a Woman Soon” και μια σειρά από τραγούδια που τον καθιέρωσαν ως σημαντική φωνή της ποπ και ροκ μουσικής. Η δεκαετία του 1970 υπήρξε η πιο παραγωγική για τον Ντάιαμοντ. Το “Sweet Caroline” έγινε ύμνος μιας ολόκληρης γενιάς και παραμένει παγκόσμιο φαινόμενο, ενώ τα “Cracklin’ Rosie”, “Song Sung Blue” και “I Am… I Said” κατέκτησαν υψηλές θέσεις στα charts και εδραίωσαν το καλλιτεχνικό του κύρος.
Παράλληλα με τη μουσική του πορεία, ο Ντάιαμοντ ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο. Το 1980 πρωταγωνίστησε στο ριμέικ της ταινίας “The Jazz Singer”, όπου ερμήνευσε και το soundtrack, συμπεριλαμβανομένου του πασίγνωστου “Love on the Rocks”. Αν και η ταινία δεν έτυχε θερμής υποδοχής, η μουσική του σημείωσε μεγάλη επιτυχία και βραβεύτηκε. Το σαφώς προσωπικό, σχεδόν εξομολογητικό ύφος του τον έφερε κοντά στο κοινό, κάνοντάς τον έναν από τους πιο αγαπημένους καλλιτέχνες στις ζωντανές εμφανίσεις. Οι συναυλίες του ήταν πάντοτε έντονες και φορτισμένες, με τον Ντάιαμοντ να επιδεικνύει μια σπάνια ικανότητα επικοινωνίας με το κοινό.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του έχει πουλήσει πάνω από 100 εκατομμύρια δίσκους, γεγονός που τον κατατάσσει στους εμπορικότερους καλλιτέχνες όλων των εποχών. Έχει τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία, ενώ το 2011 εντάχθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame και το 2018 στο Songwriters Hall of Fame, επιβεβαιώνοντας την ιστορική του σημασία ως δημιουργού.
Το 2018 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τις περιοδείες λόγω της διάγνωσης με νόσο Πάρκινσον. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να δημιουργεί μουσική και να ηχογραφεί, παραμένοντας ενεργός όσο του επιτρέπουν οι συνθήκες. Η κληρονομιά του Νιλ Ντάιαμοντ είναι τεράστια: ένας καλλιτέχνης με μοναδική φωνή, αφοπλιστική ειλικρίνεια και μια διαχρονική ικανότητα να γράφει τραγούδια που μιλούν κατευθείαν στην καρδιά.
