Καλώς ήρθες αφεντικό: Ο Bruce Springsteen επέστρεψε με ένα έργο-μαμούθ

Ο Bruce Springsteen επέστρεψε με ένα έργο-μαμούθ: το «Tracks II: The Lost Albums», μια συλλογή επτά ακυκλοφόρητων άλμπουμ που ηχογραφήθηκαν μεταξύ 1983 και 2018 και κυκλοφόρησαν στις 27 Ιουνίου 2025. Πρόκειται για 83 τραγούδια, εκ των οποίων τα 74 δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ σε καμία μορφή.

Η συλλογή περιλαμβάνει επτά πλήρη άλμπουμ, το καθένα με ξεχωριστό ύφος και θεματολογία:

Άλμπουμ

Περίοδος

Ύφος

LA Garage Sessions ’83

1983

Lo-fi rockabilly, folk, γέφυρα μεταξύ «Nebraska» και «Born in the U.S.A.»

Streets of Philadelphia Sessions

1993 94

Σκοτεινή pop με drum loops και synths, θεματικά γύρω από σχέσεις και αποξένωση

Faithless

2005 06

Soundtrack για μια ακυκλοφόρητη «πνευματική western» ταινία

Somewhere North of Nashville

1995

Country/americana με pedal steel και honky-tonk διάθεση

Inyo

1996 97

Μεξικανικές επιρροές, mariachi, αφηγήσεις για τη μετανάστευση και τα σύνορα

Twilight Hours

2010 18

Ορχηστρική pop εμπνευσμένη από Burt Bacharach και Hal David

Perfect World

1990s –2010s

Συλλογή από δυναμικά rock κομμάτια με E Street Band αίσθηση

 

Ανάμεσα στους θησαυρούς του «Tracks II: The Lost Albums» ξεδιπλώνεται ένας Springsteen πολυδιάστατος, ανθρώπινος, συγκινητικός. Από γκαράζ ηχογραφήσεις και αστική electronica μέχρι mariachi αφηγήσεις και ορχηστρική ποπ, τα τραγούδια που ξεχώρισες φτιάχνουν μια διαδρομή γεμάτη χαρακτήρες, τοπία, απώλειες και μικρές αναλαμπές ελπίδας. Την έκδοση έχει επιμεληθεί ο Erik Flannigan, μουσικογράφος, αρχειονόμος και παραγωγός με μακροχρόνια σχέση με το έργο του Bruce Springsteen. Έχει διατελέσει επιμελητής αρχειακού υλικού για τον Springsteen και έχει γράψει εκτενείς σημειώσεις για αρκετές κυκλοφορίες του, τόσο επίσημες όσο και αρχειακές. Στο πλαίσιο του «Tracks II: The Lost Albums», ο Flannigan υπογράφει τα δοκίμια και τις σημειώσεις που συνοδεύουν κάθε ένα από τα επτά άλμπουμ της συλλογής, προσφέροντας ιστορικό πλαίσιο, τεχνικές λεπτομέρειες και ερμηνευτικά σχόλια για τα τραγούδια. Εκτός από τη συνεργασία του με τον Springsteen, έχει υπάρξει συντάκτης του Backstreets Magazine, του πιο γνωστού περιοδικού για φαν του Springsteen, και έχει εργαστεί ως στέλεχος στη μουσική βιομηχανία, με ειδίκευση στην επιμέλεια επανεκδόσεων και αρχειακών κυκλοφοριών. Η γραφή του συνδυάζει τεκμηριωμένη έρευνα με προσωπική ματιά, κάτι που τον καθιστά ιδανικό για να φωτίσει τις «χαμένες» πτυχές της δισκογραφίας του Springsteen.

Το «LA Garage Sessions ’83» είναι το πρώτο από τα επτά άλμπουμ του «Tracks II: The Lost Albums» και λειτουργεί ως ο χαμένος κρίκος ανάμεσα στο «Nebraska» και το «Born in the U.S.A.». Ηχογραφημένο το 1983 στην Καλιφόρνια, αποτελείται από 18 τραγούδια που ο Bruce Springsteen ηχογράφησε μόνος του, σε κασετόφωνο ή σε βασικό στούντιο setup, με ελάχιστη ή καθόλου παρέμβαση άλλων μουσικών. Όπως λέει ο ίδιος: «Ήμουν ακόμα επιφυλακτικός απέναντι στη φήμη. Δεν ήμουν σίγουρος αν έπρεπε να κυκλοφορήσω αμέσως το «Born in the U.S.A.» μετά το «Nebraska». Πέρασα μεγάλο μέρος της επόμενης χρονιάς στην Καλιφόρνια δουλεύοντας πάνω σε ένα εναλλακτικό άλμπουμ. Αυτές οι ηχογραφήσεις είναι το αποτέλεσμα εκείνης της περιόδου». Το άλμπουμ δεν έχει τη συνοχή ενός ολοκληρωμένου έργου και αυτό είναι μέρος της γοητείας του. Η ποιότητα ήχου κυμαίνεται από home demos μέχρι πιο επαγγελματικές λήψεις, ενώ κάποια τραγούδια εμφανίζονται σε δύο εκδοχές (όπως το «Fugitives Dream» σε ηλεκτρική και μπαλαντική μορφή). Το ύφος είναι εσκεμμένα ακατέργαστο: rockabilly, lo-fi folk, heartland ballads, synth πειραματισμοί. Το «Dont Back Down On Our Love» είναι ένα ζωηρό rockabilly κομμάτι με σκοτεινούς στίχους, ενώ το «Sugarland» αφηγείται την κατάρρευση ενός αγρότη με φόντο ένα ελπιδοφόρο μοτίβο στα πλήκτρα. Το «Little Girl Like You» θυμίζει Everly Brothers, ενώ το «The Klansman» είναι μια σύντομη, ανησυχητική αφήγηση για την παιδική επαφή με το μίσος. Ο Ron Aniello, συμπαραγωγός του box set, αποκάλυψε ότι ήθελε να ξαναδουλέψει το άλμπουμ, αλλά ο Springsteen επέμεινε να μείνει όπως ήταν: «Δεν ήταν πραγματικά παραγμένο. Και είχε δίκιο. Το «LA Garage Sessions ’83» δεν είναι απλώς ένα αρχείο — είναι ένα παράθυρο σε μια στιγμή αβεβαιότητας, πειραματισμού και δημιουργικής ελευθερίας. Ένα άλμπουμ που δεν προσπαθεί να είναι τέλειο, αλλά είναι απόλυτα ειλικρινές.

Ξεκινάμε από το «County Fair», ηχητικά ημερολογιακή καταγραφή μιας καλοκαιρινής νύχτας χωρίς γεγονότα, αλλά γεμάτης συναίσθημα. Ηχογραφημένο τον Ιανουάριο του 1983, στο home studio του Bruce Springsteen, μόνος του με κιθάρα και φυσαρμόνικα, σε τετρακάναλο κασετόφωνο. Εδώ ακούμε τον Bruce όχι να τραγουδά αλλά να ψιθυρίζει, κρατώντας ζωντανή μια ανάμνηση που δεν ήθελε να χαθεί. Όπως γράφει, «ήταν ένα τραγούδι που έγραψα για να θυμάμαι... μια νύχτα που δεν είχε τίποτα μεγάλο, αλλά σήμαινε τα πάντα». Ο Erik Flannigan το αποκαλεί «συναισθηματικό κέντρο του "LA Garage Sessions '83"».

Το «Dont Back Down» αποτελεί την εξωστρεφή του αντίστιξη. Rockabilly ενέργεια με drum machine και κιθάρα, ηχογραφημένο στις 4 Ιανουαρίου 1983, με την τεχνική υποστήριξη του Mike Batlan. Ο Springsteen το περιγράφει ως «ένα τραγούδι για να κρατηθούμε όρθιοι», και αυτό ακριβώς είναι. Μια μικρή ηχητική έκρηξη αλληλεγγύης από το γκαράζ του.

Από το ίδιο άλμπουμ έρχεται το «Unsatisfied Heart», σχεδόν λογοτεχνικής ποιότητας. Ένα τραγούδι για την ενοχή, την απομάκρυνση, τη φυγή. Ηχογραφήθηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1983 και φέρει εκείνη τη γυμνή, αφτιασίδωτη ενέργεια του «Nebraska». Ο Bruce μιλά για έναν άνθρωπο που δεν άντεξε να ζήσει με ένα ψέμα. Ο Flannigan γράφει πως μοιάζει με αφήγηση της Flannery OConnor και όχι τυχαία γίνεται αυτή η αναφορά.  Ο Bruce Springsteen έχει αναγνωρίσει επανειλημμένα τη βαθιά επίδραση που είχε πάνω του η Flannery OConnor, τόσο ως συγγραφέας όσο και ως πνευματική παρουσία. Αν και δεν μεγάλωσε σε περιβάλλον με έντονη λογοτεχνική κουλτούρα. Έχει πει ο ίδιος: «δεν διάβαζα πολύ μικρός, μεγάλωσα με την τηλεόραση». Η επαφή του με το έργο της OConnor στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές των ’80s υπήρξε αποκαλυπτική. Σε συνέντευξή του στον Will Percy (ανιψιό του συγγραφέα Walker Percy), ο Springsteen δήλωσε: «Η πραγματικά σημαντική ανάγνωση για μένα ξεκίνησε στα τέλη των είκοσι μου, με συγγραφείς όπως η Flannery OConnor. Υπήρχε κάτι στις ιστορίες της που ένιωθα ότι αποτύπωνε μια πλευρά του αμερικανικού χαρακτήρα που με ενδιέφερε να εξερευνήσω. Ήταν μια τεράστια αποκάλυψη».

 

Στα ‘90s, ο Springsteen δημιούργησε ένα άλμπουμ «που δεν κυκλοφόρησε γιατί φοβόταν πως δεν θα γινόταν αποδεκτό», όπως λέει ο ίδιος. Το «Streets of Philadelphia Sessions», το «ηλεκτρονικό» του άλμπουμ, περιέχει μερικές από τις πιο φορτισμένες στιγμές του. Είναι ίσως το πιο εσωστρεφές και πειραματικό άλμπουμ του «Tracks II: The Lost Albums». Ηχογραφήθηκε το 1994, στον απόηχο της τεράστιας επιτυχίας του τραγουδιού «Streets of Philadelphia», και ήταν σχεδόν έτοιμο για κυκλοφορία την άνοιξη του 1995. Όμως ο Bruce Springsteen το κράτησε στο συρτάρι, θεωρώντας πως ένα τέταρτο διαδοχικό άλμπουμ για σχέσεις, και μάλιστα τόσο σκοτεινό, ίσως να μην ήταν αυτό που ήθελε να δώσει στο κοινό του εκείνη τη στιγμή. Το άλμπουμ δεν περιλαμβάνει το ομότιτλο τραγούδι, αλλά βασίζεται στην ίδια ηχητική λογική: drum loops, αργά synths, ελάχιστα όργανα, και μια φωνή που μοιάζει να αιωρείται στο κενό. Ο Springsteen ηχογράφησε τα περισσότερα κομμάτια μόνος του στο σπίτι του στο Λος Άντζελες, με τη βοήθεια του μηχανικού ήχου Toby Scott, δημιουργώντας τα δικά του loops και χτίζοντας πάνω τους με keyboards και samples. Σε κάποια τραγούδια συμμετέχουν μέλη της μπάντας των ζωντανών εμφανίσεών του την περίοδο 1992–93, όπως οι Shane Fontayne, Zachary Alford και Tommy Sims, ενώ στο «One Beautiful Morning» ακούμε τις Patti Scialfa, Soozie Tyrell και Lisa Lowell στα φωνητικά. Θεματικά, το άλμπουμ περιστρέφεται γύρω από την αμφιβολία, την προδοσία και την αποξένωση στις ανθρώπινες σχέσεις. Το «Blind Spot», που ανοίγει το άλμπουμ, είναι το τραγούδι-κλειδί. Όπως λέει ο ίδιος: «Αυτό ήταν το θέμα που κλείδωσα εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω γιατί. Εγώ και η Patti περνούσαμε υπέροχα στην Καλιφόρνια. Αλλά μερικές φορές, αν κολλήσεις σε ένα τραγούδι, ακολουθείς το νήμα του». Ο Erik Flannigan, στις σημειώσεις του box set, συνοψίζει το άλμπουμ ως «μια συλλογή τραγουδιών για την αβεβαιότητα και την προδοσία στις σχέσεις». Και πράγματι, το «Streets of Philadelphia Sessions» δεν είναι άλμπουμ που σε κερδίζει με την πρώτη ακρόαση. Είναι υπόγειο, αργό, σχεδόν υπνωτιστικό. Αλλά με κάθε ακρόαση, αποκαλύπτει τις λεπτομέρειες του: τη ραγισμένη φωνή, τις σιωπές, τα βλέμματα που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Ο ίδιος ο Springsteen παραδέχεται ότι σκέφτηκε να το κυκλοφορήσει κατά τη διάρκεια του Broadway show του: «Πάντα τα βάζω στην άκρη, αλλά δεν τα πετάω»

Στο «Blind Spot», η φωνή του αιωρείται ανάμεσα σε ελπίδα και παραίτηση, μέσα σε ένα περιβάλλον από loops και ambient synths. Ο ίδιος παραδέχεται: «κόλλησα σε αυτό το τραγούδι και το άφησα να με οδηγήσει». Το αποτέλεσμα είναι κάτι ανάμεσα σε εξομολόγηση και εσωτερικό μονόλογο.

Από το ίδιο έργο, το «Something in the Well» αποτελεί μια αλληγορία — μια μινιμαλιστική αφήγηση που φλερτάρει με το γοτθικό. Με παραγωγή των Bruce Springsteen και Chuck Plotkin, και ηχογράφηση στα A&M Studios, το τραγούδι μοιάζει με σκοτεινή σπουδή στην ενοχή και τη μνήμη. «Ήταν σαν να έσκαβα μέσα μου, χωρίς να ξέρω τι θα βρω», λέει ο Bruce.

Το «Between Heaven and Earth» είναι μια ήρεμη, στοχαστική μπαλάντα για τη ρωγμή ανάμεσα στην καθημερινότητα και τη βαθιά συναισθηματική σύνδεση. Ο ίδιος παίζει όλα τα όργανα — κιθάρα, synth, μπάσο — και αφήνει τα τύμπανα έξω. Η σιωπή εδώ είναι δομικό στοιχείο. «Ήθελα να γράψω για τη στιγμή που όλα μοιάζουν τέλεια, αλλά κάτι γλιστράει», παραδέχεται.

 

Tο «Faithless» είναι ίσως το πιο μυστηριώδες και ατμοσφαιρικό άλμπουμ του «Tracks II: The Lost Albums», ένα έργο που ξεκίνησε ως soundtrack για μια «πνευματική western» ταινία που δεν γυρίστηκε ποτέ. Ο Bruce Springsteen το ηχογράφησε μέσα σε δύο εβδομάδες, στα τέλη του 2005 και αρχές του 2006, λίγο μετά το τέλος της περιοδείας του «Devils & Dust» και πριν ξεκινήσει το «Seeger Sessions». Όπως λέει ο ίδιος: «Έγραψα τη μουσική χωρίς να ξέρω πού θα πάει το project. Κάθισα μαζί της για καιρό και τελικά αποφάσισα να την κυκλοφορήσω ως άλμπουμ». Το «Faithless» δεν είναι απλώς μια συλλογή τραγουδιών, είναι μια ατμόσφαιρα, ένας κόσμος. Ο Erik Flannigan, στις σημειώσεις του box set, γράφει ότι ο Bruce «δούλεψε με μουσικές υφές και θεματικά μοτίβα που ταίριαζαν με τη διάθεση και το τοπίο της ιστορίας, περισσότερο παρά με συγκεκριμένες σκηνές». Και πράγματι, το άλμπουμ ακούγεται σαν να συνοδεύει μια ταινία που βλέπεις με τα μάτια κλειστά: folk, gospel, country, ambient, όλα μπλέκονται σε ένα ηχητικό τοπίο που θυμίζει Paris, Texas ή Dead Man. Ο Springsteen παίζει τα περισσότερα όργανα μόνος του, με τον Ron Aniello να συνεισφέρει σε μπάσο και άλλα όργανα. Στα φωνητικά συμμετέχουν μέλη της E Street Choir: Patti Scialfa, Soozie Tyrell, Lisa Lowell, Michelle Moore, Curtis King Jr. και Ada Dyer. Σε ένα τραγούδι, το «Where You Goin’, Where You From», συμμετέχουν και οι γιοι του, Sam και Evan Springsteen, προσθέτοντας μια σχεδόν παιδική, αλλά σκοτεινή χροιά.

Το «Faithless», από το ομότιτλο άλμπουμ, είναι μια μονόχορδη προσευχή: ένας άνθρωπος που ψάχνει οδηγό εκεί που δεν υπάρχει φωνή. Με ambient pads, ακουστική κιθάρα και pedal steel, το κομμάτι θυμίζει soundtrack δυτικής ταινίας με εσωτερικό διάλογο. Ο Bruce το περιγράφει ως μουσική για μια «ταινία που έπαιζε μόνο στο μυαλό μου».

Το «All Gods Children» φέρνει μαζί του τη δύναμη της συλλογικότητας. Gospel αρμονίες, χορωδία με τις Soozie Tyrell, Lisa Lowell, Curtis King Jr., Michelle Moore και Patti Scialfa, σε ένα τραγούδι που δηλώνει πως «ανήκουμε όλοι κάπου, ακόμη κι όταν νιώθουμε χαμένοι».

Στο «God Sent You», ο Springsteen επιστρέφει στο πιάνο, ψιθυρίζοντας μια τρυφερή δήλωση: για εκείνον τον άνθρωπο που εμφανίζεται τη στιγμή που τον χρειάζεσαι. Όπως λέει, «ήταν ένα ευχαριστώ χωρίς στόμφο».

Το «My Masters Hand» ολοκληρώνει το άλμπουμ σαν ήρεμη τελεία. Μια slow-motion αφήγηση πίστης, καθοδήγησης, ταπείνωσης.

 

Το «Somewhere North of Nashville» είναι το πιο καθαρόαιμο country άλμπουμ του «Tracks II: The Lost Albums» και ίσως το πιο απελευθερωμένο ηχητικά. Ηχογραφήθηκε το καλοκαίρι του 1995, παράλληλα με το «The Ghost of Tom Joad», και αποτελεί το «άλλο» πρόσωπο εκείνων των ηχογραφήσεων: εκεί που το «Tom Joad» είναι κοινωνικά φορτισμένο και σκοτεινό, το «Somewhere North of Nashville» είναι ζωντανό, honky-tonk, γεμάτο swing και country ρυθμούς. Ο ίδιος ο Bruce Springsteen εξηγεί: «Έγραψα όλα αυτά τα country τραγούδια την ίδια περίοδο με το «Tom Joad». Το απόγευμα τραγουδούσα το «Repo Man» και το βράδυ το «The Line». Το country άλμπουμ φτιάχτηκε ταυτόχρονα, απλώς δεν το κυκλοφόρησα τότε». Το αποτέλεσμα είναι ένα άλμπουμ που δεν φλερτάρει απλώς με το είδος, κατασκηνώνει μέσα του. Ηχογραφημένο με full μπάντα σε ζωντανές λήψεις, το άλμπουμ περιλαμβάνει τους Danny Federici, Garry Tallent, Gary Mallaber, Marty Rifkin (pedal steel) και Soozie Tyrell (βιολί), ενώ ο Ron Aniello συνυπογράφει την παραγωγή. Η αίσθηση είναι παρόμοια με τις ηχογραφήσεις του «Born in the U.S.A.», αυθόρμητη, γεμάτη ενέργεια, χωρίς υπερβολική επεξεργασία. Το άλμπουμ ανοίγει με το «Repo Man», ένα τραγούδι για χορό σε ροκ μπαρ, με rockabilly ρίζες και ragtime πιάνο, ενώ το «Tiger Rose» συνεχίζει με country swing και χιούμορ. Το «Poor Side of Town» φέρνει τη μελαγχολία, με έγχορδα και ρυθμό βαλς, θυμίζοντας Guy Clark ή Townes Van Zandt. Το «Under a Big Sky» είναι μια mid-tempo μπαλάντα για την απώλεια και την περιπλάνηση, με κυκλικό ρεφρέν που αλλάζει ανάλογα με την εποχή. Το «Blue Highway» κλείνει το άλμπουμ με honky-tonk ρυθμό και φωνή που τρέμει από συγκίνηση. Το «Somewhere North of Nashville» δεν είναι country με την έννοια της εμπορικής Nashville σκηνής. Είναι μια επιστροφή στις ρίζες, ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει δίπλα στο «Western Stars», αλλά είναι πιο τραχύ, πιο αυθόρμητο, πιο “ζωντανό”. Όπως γράφει και η κριτική του Entertainment Focus, «δεν είναι ότι ο Springsteen ανακαλύπτει τώρα το country, είναι ότι επιστρέφει σε ένα μουσικό σπίτι που χτίζει εδώ και δεκαετίες.

Από το «Somewhere North of Nashville» ξεχωρίζω το «Under a Big Sky» — μια ατμοσφαιρική country μπαλάντα, με τον Garry Tallent στο μπάσο, τον Gary Mallaber στα τύμπανα, τη Soozie Tyrell στο βιολί και τον Marty Rifkin στο pedal steel. Ο ήρωας του τραγουδιού περιπλανιέται στη σιωπή της φύσης, μέσα σε έναν ουρανό που αλλάζει εποχές, με ένα ρεφρέν που ακολουθεί τον κύκλο του χρόνου.

Το «Blue Highway» είναι η ροκ αντίστιξη: honky-tonk ρυθμός, βραχνή ερμηνεία, ένα τραγούδι δρόμου που κλείνει το άλμπουμ με τόλμη. Ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη με τους Danny Federici, Max Weinberg και Garry Tallent, και θυμίζει The River, μόνο πιο κουρασμένο, πιο country, πιο ανθρώπινο.

Tο «Inyo» είναι ίσως το πιο λυρικό και αφηγηματικό άλμπουμ του «Tracks II: The Lost Albums», ένα έργο που συνδυάζει καλιφορνέζικο folk, μεξικανικές επιρροές και ιστορίες μεταναστών, φτιαγμένο με την ευαισθησία του «The Ghost of Tom Joad» αλλά με πιο ζεστό, ανθρώπινο τόνο. Ηχογραφήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, κυρίως από τον Bruce Springsteen μόνο του, με τον Ron Aniello στο μπάσο και την παραγωγή. Συμμετέχουν επίσης τρεις E Streeters: η Soozie Tyrell (βιολί, φωνητικά), ο Curt Ramm (τρομπέτα στο «Ciudad Juarez») και ο Barry Danielian (τρομπέτα στο «Adelita»). Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε σε διάφορες τοποθεσίες, με βασική έμπνευση τις διαδρομές του Springsteen στην Καλιφόρνια, τη Νεβάδα και το Inyo County, εξ ου και ο τίτλος. Το «Inyo» δεν είναι mariachi άλμπουμ, αν και τα «Adelita» και «The Lost Charro» έχουν έντονα μεξικανικά στοιχεία. Και τα δύο τραγούδια είναι κινηματογραφικά, φορτισμένα και βαθιά συγκινητικά. Το υπόλοιπο άλμπουμ κινείται σε πιο folk μονοπάτια, με ιστορίες για Μεξικανοαμερικανούς μετανάστες, αυτόχθονες χαρακτήρες και ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο. Το «One False Move» θυμίζει το «Straight Time» από το «Tom Joad», με κοινή θεματολογία (ένας πρώην κατάδικος που παλεύει να μείνει στον ίσιο δρόμο) και παρόμοια στιχουργική ψυχρότητα: «You get used to anything / Sooner or later it becomes your life». Το «El Jardinero (Upon the Death of Ramona)» είναι ίσως η πιο συγκινητική στιγμή του άλμπουμ: ένας κηπουρός θρηνεί την κόρη του που πέθανε, αλλά τη νιώθει να ζει μέσα στα λουλούδια που φυτεύει. «The roses rise so perfectly out of the desert floor», τραγουδά ο Springsteen, και η φωνή του μοιάζει να σπάει. Το ομότιτλο κομμάτι, «Inyo», είναι μια ιστορική αφήγηση για τις φυλές της ερήμου, την απώλεια γης και την επιβίωση. Η ενορχήστρωση είναι λιτή: κιθάρα, synth, βιολί και ambient ήχοι που θυμίζουν άνεμο στην έρημο. Το άλμπουμ δεν είναι εύκολο με την έννοια ότι δεν είναι φτιαγμένο για «χαλαρή ακρόαση». Θέλει χρόνο, προσοχή, και ίσως έναν χάρτη της νοτιοδυτικής Αμερικής δίπλα σου. Αλλά αν του δώσεις χώρο, θα σου δώσει ιστορίες που μένουν. Το άλμπουμ «Inyo» συνολικά είναι εμπνευσμένο από τις μοτοσυκλετιστικές διαδρομές του Springsteen στην Καλιφόρνια και τη Νεβάδα τη δεκαετία του ’90. Όπως λέει ο ίδιος: «Το έγραψα κατά μήκος του υδραγωγείου της Καλιφόρνια, (σημείωση: ένα τεράστιο σύστημα καναλιών, σηράγγων και αγωγών που μεταφέρει νερό από τον βορρά της Καλιφόρνια (SacramentoSan Joaquin Delta) προς τις άνυδρες περιοχές του νότου, διασχίζοντας περίπου 715 χιλιόμετρα μέσα από κοιλάδες, βουνά και ερήμους), οδηγώντας προς το Yosemite και την Death Valley. Ήταν ένα είδος γραφής που με συνεπήρε»

Το «Αdelita» είναι ένα συγκλονιστικό corrido, εμπνευσμένο από τις γυναίκες-μαχήτριες της Μεξικανικής Επανάστασης, τις λεγόμενες soldaderas. Ο Bruce Springsteen αφηγείται την ιστορία ενός Τεξανού στρατιώτη που πολεμά στο πλευρό της αγαπημένης του, της Αντελίτα, και τη χάνει στη μάχη. Οι στίχοι είναι γεμάτοι εικόνες: «Adelita my love, Adelita my wife / Adelita my comrade, my life», μια ερωτική εξομολόγηση μέσα στη φωτιά της επανάστασης. Η ενορχήστρωση περιλαμβάνει mariachi στοιχεία, με βιολιά από τους Luis και Alberto Villalobos, τρομπέτες από τον David Glukh, άρπα από τον Jorge Espinosa, και λαούτο από τον Angel Ramos. Ο Springsteen παίζει κιθάρα, πλήκτρα και κρουστά, ενώ συνυπογράφει την παραγωγή με τον Ron Aniello. Το τραγούδι ηχογραφήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αλλά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 2025 ως πέμπτο single του box set.

Το «The Lost Charro» είναι η πιο μοναχική και λυρική στιγμή του «Inyo». Εδώ, ο Springsteen αφηγείται την ιστορία ενός γηραιού charro, Μεξικανού καβαλάρη, που περιπλανιέται στα σύνορα, τελευταίος της γενιάς του. Το τραγούδι είναι γραμμένο σαν αφήγηση χωρίς ρεφρέν, με fingerpicking κιθάρα, ambient ήχους ερήμου και μια φωνή που μοιάζει να έρχεται από το παρελθόν. Δεν υπάρχουν επίσημες δηλώσεις του Springsteen για το κομμάτι, αλλά σύμφωνα με τις σημειώσεις του Erik Flannigan, πρόκειται για «μια μπαλάντα για την παράδοση που χάνεται, για έναν άντρα που δεν ανήκει πια πουθενά».

 

Το «Twilight Hours» είναι το πιο ρομαντικό, ορχηστρικό και συναισθηματικά ώριμο άλμπουμ του «Tracks II: The Lost Albums»,  ένα έργο που ο ίδιος ο Bruce Springsteen περιγράφει ως «τραγούδια για την αγάπη και τη μοναξιά, χαμένα μέσα στην πόλη». Γραμμένο παράλληλα με το «Western Stars» μέσα σε μια δεκαετία, το «Twilight Hours» αποτελεί το αστικό αντίβαρο του εκείνου άλμπουμ: όπου το ένα κοιτάζει προς την έρημο και τη Δύση, το άλλο στρέφεται προς τα φώτα της πόλης και τις σκιές της νύχτας. Ο Springsteen εμπνεύστηκε από την αμερικανική ποπ των δεκαετιών ’50–’70: Burt Bacharach, Jimmy Webb, Glen Campbell, αλλά και Frank Sinatra, δεν είναι τυχαίο ότι όταν ρωτήθηκε ποιο τραγούδι θα άκουγε για πάντα, απάντησε «Summer Wind» του Sinatra. Το «Twilight Hours» είναι η δική του απόπειρα να γράψει ένα άλμπουμ με εκείνη τη μελωδική, συναισθηματική, σχεδόν κινηματογραφική αύρα. Η ενορχήστρωση είναι πλούσια: έγχορδα, πιάνο, vibraphone, τρομπέτες, πολυφωνικά φωνητικά. Συμμετέχουν μέλη της E Street Band όπως οι Max Weinberg, Patti Scialfa, Soozie Tyrell, Lisa Lowell, Curtis King Jr., Michelle Moore, Charlie Giordano, αλλά και παλαιότεροι συνεργάτες όπως οι David Sancious και Cindy Mizelle. Ο Ron Aniello συνυπογράφει την παραγωγή. Το άλμπουμ περιλαμβάνει 12 τραγούδια, ανάμεσά τους το «Sunday Love» — μια μπαλάντα για την απουσία και τη μελαγχολία της Κυριακής, με συμμετοχή των Weinberg, Scialfa και Tyrell. Το «Sunliner» είναι ένα mid-tempo κομμάτι για νυχτερινές διαδρομές, ενώ το «Another You» μιλά για την αδυναμία να ξεπεράσεις κάποιον που έχει φύγει. Το «Follow the Sun» κλείνει το άλμπουμ με μια νότα ελπίδας, σαν να ανοίγει το παράθυρο μετά από μια μακριά νύχτα. Κεντρικό τραγούδι είναι το «Lonely Town», μια εξάλεπτη μπαλάντα για μια πόλη όπου «η βροχή δεν σταματά ποτέ και ο ουρανός είναι πάντα γκρίζος», μια μεταφορά για την εσωτερική μοναξιά. Όπως λέει ο Springsteen στις σημειώσεις του άλμπουμ, «το «Twilight Hours» ήταν τόσο εσκεμμένα «middle of the road» που φοβήθηκα πως θα ξένιζε τον κόσμο». Αν το «Western Stars» ήταν το road movie, το «Twilight Hours» είναι το αστικό ρομάντζο.

 

Το «Perfect World» είναι το έβδομο και τελευταίο άλμπουμ του «Tracks II: The Lost Albums»,  και το μόνο που δεν ήταν ποτέ «χαμένο». Όπως εξηγεί ο ίδιος ο Bruce Springsteen στις σημειώσεις του box set, «αυτό ήταν το μόνο που δεν σχεδιάστηκε εξαρχής ως άλμπουμ. Το έφτιαξα ειδικά για τη συλλογή». Πρόκειται για μια συλλογή τραγουδιών από διαφορετικές περιόδους, κυρίως από τη δεκαετία του ’90 έως και τα 2010s, που δεν είχαν βρει θέση σε προηγούμενες κυκλοφορίες, αλλά εδώ αποκτούν νέα συνοχή. Παρότι δεν έχει ενιαία θεματική, το «Perfect World» είναι το άλμπουμ που πλησιάζει περισσότερο τον ήχο της E Street Band. Πολλά από τα κομμάτια έχουν ηχογραφηθεί με μέλη της μπάντας, αν και σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική του box set, τα περισσότερα όργανα παίζουν ο ίδιος ο Springsteen και ο συμπαραγωγός του Ron Aniello.

Το «Another Thin Line» είναι ένα από τα τρία τραγούδια του άλμπουμ που συνυπογράφει ο Springsteen με τον Grushecky, και είχε κυκλοφορήσει παλαιότερα σε δίσκο του τελευταίου. Εδώ, όμως, αποκτά νέα ζωή. Η ενορχήστρωση είναι πιο σφιχτή, με κιθάρες που «δαγκώνουν» και φωνητικά που μεταφέρουν την ένταση μιας σχέσης που ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί. Ο Bruce τραγουδά με εκείνη τη γνώριμη τραχύτητα που θυμίζει «Lucky Town», αλλά με πιο ώριμη, πιο κουρασμένη φωνή. Το τραγούδι μιλά για την εύθραυστη γραμμή ανάμεσα στην αγάπη και την απογοήτευση, και η ερμηνεία του είναι γεμάτη ένταση και ειλικρίνεια.

Το «Rain in the River» είναι ίσως το πιο “Springsteenικό” κομμάτι του άλμπουμ. Ηχογραφήθηκε αρχικά το 1994 και κυκλοφόρησε ως το πρώτο single του «Tracks II». Με κιθάρα, φυσαρμόνικα και μια ερμηνεία που θυμίζει «The River» σε πιο σκοτεινή εκδοχή, ο Bruce αφηγείται μια ιστορία απώλειας και προδοσίας. «Down at the water, I held my Marie / She said, “Now Johnny, your love means no more to me / Than rain in the river”», στίχοι απλοί, αλλά σπαρακτικοί. Η παραγωγή του Ron Aniello και η μίξη του Chris Lord-Alge δίνουν στο κομμάτι μια ωμή, σχεδόν live αίσθηση. Είναι ένα τραγούδι που θα μπορούσε να είχε σταθεί δίπλα στο «Point Blank» ή το «Stolen Car», αλλά εδώ ακούγεται πιο γυμνό, πιο προσωπικό.

Το «Perfect World», που κλείνει το άλμπουμ και ολόκληρο το box set, είναι μια μπαλάντα μελαγχολική και στοχαστική. Γραμμένο το 1997 και ηχογραφημένο ξανά στα 2010s, είχε διασκευαστεί από τον John Mellencamp το 2023. Εδώ, ο Springsteen το ερμηνεύει με μια αίσθηση αποδοχής και ήρεμης θλίψης. «When you held me, I couldn’t fall / When we walked together, we walked tall… A perfect worlda nearly perfect world», η φράση αυτή, με την προσθήκη του «nearly», είναι όλη η ουσία του τραγουδιού. Δεν υπάρχει τελειότητα, μόνο στιγμές που πλησιάζουν. Η ενορχήστρωση είναι λιτή, με πιάνο, ακουστική κιθάρα και διακριτικά έγχορδα. Είναι ένας αποχαιρετισμός, όχι μόνο στο άλμπουμ, αλλά και σε μια εποχή, σε μια εκδοχή του εαυτού του.

Όλα μαζί, αυτά τα τραγούδια αποτελούν ένα εναλλακτικό σύμπαν του Springsteen, όπου η φωνή του δεν είναι μόνο οργισμένη ή πολιτική, αλλά και ήσυχη, ώριμη, διερευνητική. Ένα σύμπαν που μέχρι πρόσφατα έμενε κλειδωμένο. Το «Perfect World» δεν είναι το πιο συνεκτικό άλμπουμ του box set, αλλά είναι ένα πορτρέτο του Bruce σε μετάβαση, ανάμεσα σε εποχές, ήχους και διαθέσεις. Και ίσως γι’ αυτό να είναι και το πιο ανθρώπινο.

Video Url