Ο μηχανισμός της προβλητικής ταύτισης, μέσω του οποίου ταυτίζομαι με κάτι που προβάλλω, είναι πολλές φορές η αρχή αυτού που λέμε κοινώς : «αγαπώ κάποιον». Αυτό συμβαίνει με το συναίσθημα της αγάπης. Και αφορά όλες τις σχέσεις: ερωτικές, φιλικές, μεταξύ συγγενών, αδελφών, θείων και ανιψιών, κουνιάδων, εραστών... Συμβαίνει με όλους τους άλλους, εκτός από τα παιδιά. Και η εξαίρεση οφείλεται σε έναν και μόνο λόγο: τα παιδιά δεν τα νιώθει κανείς σαν τους άλλους.
Όταν γεννιέται ένα παιδί το νιώθουμε κυριολεκτικά σαν προέκταση του εαυτού μας. Και παρ’όλο που είναι ένα ον ολοκληρωμένο και ξεχωριστό, και είναι εκεί έξω, εμείς δεν παύουμε να το νιώθουμε ένα μ’εμάς.
Στην ψυχιατρική υπάρχει μία πθολογία που λέγεται «ψυχοπαθητική προσωπικότητα». Μπορεί να αφορά εγκληματίες, παραβάτες, βασανιστές ή άλλες τέτοιες περιπτώσεις. Το μόνο πράγμα που ενδιαφέρει τα άτομα με τη διαταραχή αυτή είναι η ικανοποίηση των προσωπικών τους επιδιώξεων και με δεδομένη την αντικοινωνική τους δομή, δεν έχουν καμία αναστολή να σκοτώσουν το διπλανό τους, αν μ’αυτόν τον τρόπο θα πετύχουν αυτό που επιθυμούν.
Είναι άτομα που δεν ανέχονται όρια στη συμπεριφορά τους. Άτομα με ψυχοπαθητική προσωπικότητα δεν μπορούν να πουν: «αν ήμουν εγώ στη θέση του», ούτε και μπορούν, έστω και για μια στιγμή, να σκεφτούν πώς αισθάνεται ο άλλος΄ σκέφτονται μόνο τον εαυτό τους. Αφού δεν μπορούν να ταυτιστούν, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ούτε τον μηχανισμό προβλητικής ταύτισης, και καθώς η αγάπη ξεκινάει από την ταύτιση, δεν μπορούν ούτε να αγαπήσουν.
Βέβαια, αν ο βασανιστής αποκτήσει παιδιά, μπορεί να δεθεί στενά μ’αυτά. Ένα άτομο με ψυχοπαθητική προσωπικότητα μπορεί να κάνει για τα παιδιά του πράγματα που δεν έχει κάνει ποτέ για κανέναν – ούτε για την ίδια τη μητέρα των παιδιών αυτών, που μπορεί να κακοποιεί, να δέρνει, να εξευτελίζει ή, απλώς να αγνοεί. Αυτό συμβαίνει, γιατί νιώθει τα παιδιά του σαν ένα δικό του κομμάτι και τους φέρεται ανάλογα, με τον καλύτερο ή τον χειρότερο τρόπο, όπως ακριβώς φέρεται και στον ίδιο τον εαυτό του.
Αυτό επιβεβαιώνει, ότι ο μηχανισμός της προβλητικής ταύτισης αφορά όλους τους άλλους εκτός από τα παιδιά, αφού για να αγαπήσει κανείς τα παιδιά του δεν έχει ανάγκη απ’αυτόν το μηχανισμό. Και για μας, που δεν είμαστε ψυχοπαθείς, τα παιδιά αποτελούν επίσης ένα κομμάτι δικό μας με ζωή έξω από μας, ή όπως θα έλεγε ο Αταουάλπα αναφερόμενος στη φιλία: «είναι σα να είμαι εγώ μέσα στο πετσί του άλλου».
Φερόμαστε όλοι στα παιδιά μας με τον ίδιο τρόπο, την ίδια αγάπη και πότε πότε δυστυχώς, με την ίδια αδιαφορία που δείχνουμε και για τον ίδιο μας τον εαυτό.
Αυτός που φέρεται καλά στον εαυτό του θα μπορέσει να φερθεί πολύ καλά και στα παιδιά του.
Εκείνος που κακομεταχειρίζεται τον εαυτό του, θα καταλήξει να κακοποιεί και τα παιδιά του.
Και είναι πιθανό, κάποιος που έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του, να είναι ικανός να εγκαταλείψει και το παιδί του.
Γιατί δεν είναι δυνατόν να κάνουμε στα παιδιά μας τίποτε άλλο από αυτό ακριβώς που κάνουμε για μας τους ίδιους.
Βέβαια, ως παιδιά των γονιών μας, εμείς ΔΕΝ νιώθαμε ότι κι εκείνοι ήταν προέκταση δική μας – και πράγματι δεν ήταν.
Τα παιδιά μου είναι για μένα κομμάτι της ζωής μου και γι’αυτό τα αγαπώ άνευ όρων, εγώ όμως δεν είμαι το ίδιο γι’αυτά.
Η αίσθηση ιδιοκτησίας και η ανεπιφύλακτη αγάπη είναι πράγματα που νιώθουν οι γονείς για τα παιδιά, με κανέναν τρόπο όμως, τα παιδιά για τους γονείς.
Θα μπορέσουν ποτέ τα παιδιά να νιώσουν έτσι;
Ναι... για τα παιδιά τους. Όχι, όμως για μένα.
Η αγάπη των γονιών είναι μια αγάπη μονόπλευρη που ολοκληρώνεται στην επόμενη γενιά. Πρόκειται για μια περίπτωση ΕΤΕΡΟΧΡΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΑΜΟΙΒΑΙΟΤΗΤΑΣ, ή μάλλον για μια αμοιβαιότητα που μετακυλίεται: θα επιστρέψεις στα παιδιά σου αυτό που έδωσα εγώ σ’εσένα.
Δε χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια ούτε είναι κάτι αξιέπαινο το ν’αγαπάμε τα παιδιά μας, εκείνα όμως, για να μπορέσουν να μας αγαπήσουν θα πρέπει να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια.. Θα πρέπει, για αρχή, να διακρίνουν ένα κομμάτι δικό μας στο οποίο να μπορούν να προβάλουν τον εαυτό τους.. μετά θα πρέπει να ταυτιστούν μ’αυτό.. και να μετατρέψουν την ταύτιση σε αγάπη. Και τότε θα μας αγαπήσουν (ή δε θα μας αγαπήσουν), ανάλογα με το τί έχει συμβεί, τί έχουν αντιμετωπίσει σ’αυτή τη σχέση.
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι λόγω γενετικής συνέχειας, το φαινόμενο αυτό του βιώματος της προέκτασης συμβαίνει μόνο με τα φυσικά παιδιά. Δεν είναι όμως έτσι. Αγαπάει κανείς εξίσου και τα υιοθετημένα παιδιά, με την ίδια ένταση και το ίδιο ανεπιφύλακτα όπως και τα φυσικά παιδιά και αυτό είναι υπέροχο. Υιοθετώ, δε σημαίνει ανατρέφω ή γράφω κάποιον επισήμως στο οικογενειακό βιβλιάρειο. Υιοθετώ σημαίνει βάζω αυτό το καινούριο παιδί στη θέση που πρέπει΄ το κάνω προέκταση του εαυτού μου.
Όταν υιοθετώ ένα παιδί πραγματικά με την ψυχή μου, νιώθω το παιδί αυτό σαν να να είναι κομμάτι δικό μου, ακριβώς το ίδιο, με την ίδια τρυφερότητα και την ίδια τρομερή συγχώνευση που νιώθω με ένα φυσικό παιδί.
Καθώς και τα δύο μπήκαν στη ζωή μας μετά από δική μας απόφαση, τα παιδιά μας, είτε φυσικά είτε υιοθετημένα, τα βιώνουμε αφενός ως υλοποίηση της επιθυμίας μας και αφετέρου ως απάντηση σε κάποια αίσθηση ανικανοποίητου, ή σε κάποια ανάγκη επανόρθωσης. Γι’αυτό τα επηρεάζουμε με τις ιστορίες μας, καλές και κακές. Τα εκπαιδεύουμε με τις πιο υγιείς δομές μας αλλά και με την πιο νευρωτική πλευρά μας, πράγμα που – όπως λέω πάντα μισό-αστεία, μισό-σοβαρά – μπορεί να μην είναι τόσο κακό γι’αυτά. Τα καημένα τα παιδάκια μας, αν τους τύχαινε να έχουν δύο φυσιολογικούς γονείς, στερημένους από ένα λογικό επίπεδο νεύρωσης... Φανταστείτε τα απροετοίμαστα σ’έναν κόσμο σαν αυτόν που ζούμε, που είναι γεμάτος νευρωτικούς... τί μαρτύριο θα ήταν!
Με την σύζυγο μου και εμένα, τα τυχερά μου τα παιδιά βγήκαν απλώς στο δρόμο και είπαν: «Α! Είναι όπως και στο σπίτι! Κανένα πρόβλημα!»..
Έμαθαν να τα καταφέρνουν με τους νευρωτικούς γονείς τους., για να μπορούν αργότερα να τα βγάλουν πέρα και στη ζωή τους. Το λέω με κάποια ειρωνία, αλλά σίγουρα έτσι είναι.
Η νεύρωση μας είναι χρήσιμη για τα παιδιά μας, γιατί είτε τους αρέσει έιτε όχι, θα ζήσουν σε μια νευρωτική κοινωνία. Ο Έριχ Φρομ έλεγε: «Αν ερχόταν στο ιατρείο μου ένας υγιής άνθρωπος, ο στόχος μου θα ήταν να τον κάνω αρκετά νευρωτικό, ώστε να μπορέσει να ζήσει προσαρμοσμένος στην κοινωνία.»
Χόρχε Μπουκάι, Ο Δρόμος της συνάντησης