Για την κάθε γενιά τα ‘’παλιά χρόνια’’ είναι μια σχετική έννοια. Για μένα ας πούμε τα παλιά χρόνια είναι τα παιδικά μου. Τέλη εβδομήντα και τα πρώτα της εφηβείας αρχές ογδόντα. Η αγαπημένη έξοδος ήταν το Λούνα Παρκ της Σαλαμίνας. Από την Τούμπα η διαδρομή ευθεία κάτω τη Μπότσαρη γινόταν πάντα με τα πόδια. Ο προορισμός ήταν σχεδόν πάντα ο ίδιος. Σαββατόβραδο στις κούνιες. Σχεδόν με ιεροτελεστική σειρά ίδια. Συγκρουόμενα, ο Μύλος, το ταψί, η μπαλαρίνα. Και μετά οι συναγωνισμοί στα παιχνίδια ανταγωνισμών. Ιδιαιτέρως στον ιππόδρομο. Ένα ψιλοτζογαδόρικο παιχνίδι που έριχνες τη μπάλα σε κάτι τρύπες και το άλογο σου προχωρούσε. Παίζαμε μανιωδώς και συνήθως τα έπαθλα ήταν κάτι κουκλάκια. Ένα Σαββατόβραδο όμως μας έδωσε ο υπεύθυνος μια σαμπάνια. Ήμασταν δεν ήμασταν δεκατεσσάρων χρόνων. Αποφασίσαμε να την ανοίξουμε. Είχε νυχτώσει στο πάρκο της νέας παραλίας, στη Σαλαμίνα. Καθίσαμε στο χορτάρι καλοκαίρι και είπαμε να τη δοκιμάσουμε. Όπως έκαναν στις ταινίες. Αφού κάναμε το σχετικό σαματά με το άνοιγμα και το πώμα αρχίσαμε να πίνουμε το φθηνό αφρώδες κατασκεύασμα από το μπουκάλι. Παραδίπλα τα φώτα του Λούνα Παρκ αναβόσβηναν.
Μετά από λίγη ώρα σουρώσαμε και το φωτισμένο πάρκο άρχισε να μοιάζει στα μάτια μας σα διαστημόπλοιο έτοιμο να απογειωθεί. Τρεκλίζοντας ανεβήκαμε τη Μπότσαρη μέχρι την Τούμπα. Σε ένα πάρκο στον Άγιο Θεράποντα ρίξαμε πολύ νερό στα πρόσωπα μας για να μη μας καταλάβουν στα σπίτια μας. Ένα Σάββατο του ΄80. Καλοκαίριαζε. Στο Λούνα Παρκ, που τότε ήταν στην παραλία. Στη Σαλαμίνα. Το Luna Park, που η μετεξέλιξη του είναι το σημερινό Magic Park πίσω από το Cosmos, το δημιούργησε ο Φώτης Δεστούνης στη Θεσσαλονίκη το 1952 στην Έκθεση της εποχής εκείνης μετά από πρόσκληση του Ιωάννη Βελλίδη.
Η ΔΕΘ είχε παράδοση από τα χρόνια του ΄20 και του ΄30 σε φιλοξενία ατραξιόν, ακροβάτες, τον περίφημο Γύρο του Θανάτου, με τον Μπίλι Γουόρντ και την σύζυγό του Μαρζερί, τον άνθρωπο-κανόνι ή τον Ιπτάμενο Ολλανδό. Συστηματικό Λούνα Πάρκ όμως απέκτησε με τον ερχομό του Δεστούνη, που μέχρι το 1969 έστηνε μια πραγματική για την εποχή υπέρ-παραγωγή. Αεροπλανάκια ιπτάμενο, το περίφημο τραίνο φάντασμα, το σκεπαστό τραινάκι που τρέλαινε τα παιδιά, η περίφημη αλυσίδα για τους τολμηρούς που γύριζε στον αέρα, πρωτοποριακά παιχνίδια για την εποχή που νοικιάζονταν ως επί τω πλείστον από την Ιταλία και στρατοπέδευαν στη Θεσσαλονίκη για 3 εβδομάδες, αποτελώντας τη μεγάλη ατραξιόν, μαζί με τη μαύρη μπύρα και το Φεστιβάλ Τραγουδιού της Έκθεσης. Το Λούνα Παρκ στηνόταν για χρόνια στο χώρο της Ηλεκτρικής εταιρίας, εκεί που βρίσκεται στο Ναταλί σήμερα και συνέταιρος για μερικά χρόνια του Δεστούνη ήταν ο Μπακιρτζής.
Ο Δεστούνης τον υπόλοιπο χρόνο ταξιδεύει το Λούνα Πάρκ του σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Μυθική ακόμα και σήμερα είναι η παρουσία του στην Πάτρα το 50 στην πλατεία Όλγας και αργότερα στην Πάτρα στα Ψηλά Αλώνια με αναμνήσεις που μιλούν χαρακτηριστικά για το την εμπειρία του: Η ρόδα του μεγαλύτερη που είχαμε δει, φαινόταν απ’ο τους φοίνικες της πλατείας. Η χαρά μας σαν παιδιά η μεγαλύτερη του κόσμου και όταν ο πατέρας μου μας ανέβασε ψηλή ήταν η καλύτερη στιγμή που θα θυμάμαι στην ζωή μου, γράφει σήμερα δεκαετίες μετά στο fb ένα κορίτσι του εξήντα.
Στη δεκαετία του εβδομήντα στη Θεσσαλονίκη το Λούνα Παρκ εγκαθίσταται στην απόληξη της οδού Μπότσαρη προς τη θάλασσα. Στην περιοχή της Σαλαμίνας. Αποκτά μόνιμα παιχνίδια ατραξιόν και η ρόδα του φαίνεται ακόμα και από το Λευκό Πύργο φωτισμένη καθώς είναι. Μαζί με τις κούνιες κλασικές συνήθειες με δώρα στους νικητές η σκοποβολή, ο ιππόδρομος, αλλά και τα πρώιμα ηλεκτρονικά παιχνίδια, τα arcades,τα φλιπεράκια,τα επιτραπέζια ποδοσφαιράκια.
Τη δεκαετία του ογδόντα το πάρκο μετακομίζει σε νέο χώρο στον οποίο θα μείνει για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Πρόκειται για την περιοχή στο Ποσειδώνιο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Μέγαρο Μουσικής. Το πάρκο μεγαλώνει, νέα εντυπωσιακά παιχνίδια παραγγέλνονται από τη μητέρα των Λούνα Πάρκ την Ιταλία, που εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να παρέχει τα πιο εντυπωσιακά και καινούργια παιχνίδια.
Οι τιμές της αγοράς των παιχνιδιών είναι εξωφρενικά ακριβές όμως η ανταπόκριση του κόσμου σε κάθε νέα ατραξιόν επιτρέπει στον Δεστούνη να επενδύει. Η εισαγωγή της Μπαλαρίνας, του Tacada, της κάμπιας τραινάκι, του οδοντωτού βαγονιού που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στις κατηφοριές με τις ράγες, το κτίριο με τους καθρέφτες που χάνεσαι εντός του, οι γροθιές που σε περιμένουν να δοκιμάσεις τη δύναμη σου, το ψάρεμα, πλάι στους παραδοσιακούς κρίκους, τις κλασικές βαρκούλες, και τα συγκρουόμενα γίνονται η αγαπημένη διασκέδαση της πόλης στην άκρη της παραλίας.
Η απόφαση να χτιστεί στο συγκεκριμένο σημείο το Μέγαρο αναγκάζει την Ελπίδα Δεστούνη κόρη του ιδρυτή του Λούνα Παρκ Φώτη να αναζητήσει νέα στέγη το 2000. Είναι η εποχή που η πόλη αρχίζει να ανοίγεται προς τα έξω, νέα προάστια δημιουργούνται και το οικόπεδο στα Πατριαρχικά Πυλαίας μοιάζει ιδανικό. Εκεί μαζί με την εποχή αλλάζουν και οι συνήθειες των ανθρώπων που αναζητούν πια νέες, πιο έντονες συγκινήσεις. Πλάι στα παραδοσιακά παιχνίδια του Πάρκου προστίθενται τα άκρως εθιστικά για τους νέους καινούργια. Αυτά με τις μεγάλες ταχύτητες και τον ίλιγγο. Από το πειρατικό καράβι, το ρόλερ κόστερ, το σφυρί, μέχρι το καρουζέλ με το ονειρικό περιβάλλον του παραμυθιού. Ταυτόχρονα δημιουργούνται σκηνικά ολόκληρα που συμπληρώνουν το περιβάλλον σαν να επρόκειτο για σκηνικό ταινίας.
Από τις αρχές του πενήντα μέχρι σήμερα, ο πιο παραδοσιακός τρόπος διασκέδασης της οικογένειας στην πόλη, το Λούνα Παρκ αποτέλεσε και αποτελεί το πεδίο των αναμνήσεων για χιλιάδες παιδιά και εφήβους που έζησαν εντός του ώρες ξεγνοιασιάς και συγκίνησης.
Πηγή: Paralalaxi του Γιώργου Τούλα
Εικόνες: Αρχείο Ελπίδας Δεστούνη, ΔΕΘ, Fb pages