ΑΛΛΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΕ ΤΟ ΝΕΟ
Πριν από καιρό είχα κάνει μια προσπάθεια να παρουσιάσω –όσο γίνεται συνεπτυγμένα- τις μουσικές συλλογές που κυκλοφόρησαν -κατ’ αποκλειστικότητα- στην ελληνική αγορά κυρίως στην δεκαετία του ’80 με κύριο χαρακτηριστικό την αναδυόμενη νέα μουσική σκηνή που από το 1976 και μετά πήρε μορφή χιονοστιβάδας και σάρωσε τις συναυλίες και τους περίφημους καταλόγους επιτυχιών δημιουργώντας νέες τάσεις, ήθη και κυρίως νέα αντίληψη για την μουσική και τα μουσικά πράγματα. Αυτό έγινε γιατί απλά είχε έλθει η κατάλληλη στιγμή για μια μεγάλη μουσική τομή που συνέπεσε με τα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα που καθόρισαν την μετάβαση από την «σκοτεινή» δεκαετία του ΄70 στην «φωτεινή» κι αισιόδοξη δεκαετία του ΄80 όπου ο καθένας ένιωσε πως όλα είναι εφικτά κι απτά.
Στη μουσική συνέβαλαν οι ιδέες, τα καινούργια ονόματα, οι χώροι, τα τεχνικά μέσα και η άνθηση των ανεξάρτητων εταιρειών. Έτσι η μουσική βγήκε από το υπόγειο στο δρόμο, από τον δρόμο στο στούντιο κι έπειτα σε δίσκο ή κασέτα. Το σκοτεινό «υπέδαφος» γίνεται φανερό «έδαφος» και το «ευαγγέλιο» των τριών ακόρντων των Sex Pistols εξαπλώνεται ως εξανθηματική μουσική ίωση που όσο «ξύνεσαι» τόσο το απολαμβάνεις. Έτσι η D.I.Y. αισθητική (δηλ. το Κάντο μόνος σου) από το πουθενά αναδύεται ως καινούργιος κόσμος, μια νέα μουσική γλώσσα μακριά από τα συμβατικά κι εμπορικά standards όπου το «σήμερα» ζει ταυτόχρονα με το «αύριο» που κι εμείς –οι τότε νέοι ή γέροι –δεν το είχαμε καταλάβει πως η «ψιχάλα» γινόταν «βροχή» και «καταιγίδα» που λιώνει το χθες.
Στην αγορά αρχίζουν να κυκλοφορούν συλλογές με ονόματα από «αναδυόμενες σκηνές», πόλεις, περιοχές και είδη που πειραματίζονται με νέους ήχους (funk, rock, glam, punk, afro, reggae, κλπ) και ότι άλλο βάλει ο νους σας.
Ανεξάρτητες εταιρείες ξεπετάγονται από παντού σε Ευρώπη και Αμερική και δειλά-δειλά κυκλοφορούν συλλογές, αφού αυτός ήταν ένας τρόπος να διαδώσεις το καινούργιο υλικό πριν έρθει η δεκαετία του ’80 με τις κασέτες και τις κασετοσυλλογές, που μπορεί σήμερα να έχουν ξεπεραστεί ως εμπορικό format αλλά τότε ήταν ο πολιορκητικός κριός για να περάσει το new-wave από το αθέατο underground στον θεατό overground για να γίνει αποδεκτό. Συλλογές όπως “Street to Street –A Liverpool Collection”, Streets–Beggars Banquet Comp, “A Factory Sampler”, “Bullshit Detector”, “Cleveland Confidential” ή “The Akron Compilation” μπορεί να βρίσκονται σήμερα σε κάποια σκονισμένα ράφια αλλά οι αναφορές που δίνουν για την εποχή τους έδειξαν το μέλλον της μουσικής εξέλιξης γι’ αυτό εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να είναι σημαντικές.
Αν πρέπει να ξεκινήσω από κάπου είναι μάλλον από το 1976 και σ’ αυτό το πρώτο μέρος θα φτάσω έως το 1979. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας ’70 έχουν ήδη γίνει αρκετά μουσικά και κοινωνικά «βήματα» που οδήγησαν στην έκρηξη του punk, new-wave, post-punk κι άλλων «μεταλλάξεων».
Είναι τόσες πολλές οι συλλογές ανά χώρα, είδος, τάση και ύφος που θα θέλαμε εγκυκλοπαίδεια για την καταγραφή. Βλέποντας σήμερα τα πράγματα από απόσταση έχω επιλέξει κάποιες συλλογές που αντιπροσωπεύσαν την εποχή τους και την επιρροή που άσκησαν στη μουσική και την «σκηνή» γενικότερα.
VA -«Live At CBGB's - The Home Of Underground Rock -1976» & «1976 Max's Kansas City» & «Live At The Rat»-1976

Επειδή μιλάμε για το «νέο» που διώχνει το «παλιό», μέσα στο 1976 βγαίνουν τρείς σημαντικές συλλογές. Η διπλή συλλογή «Live At CBGB's - The Home Of Underground Rock », η μονή «1976 Max's Kansas City» που στην επανέκδοση της το 2017 γίνεται κι αυτή διπλή και τέλος η επίσης διπλή συλλογή «Live At The Rat».
Οι δύο από τις τρείς είναι «ζωντανές» ηχογραφήσεις -τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονται- στα ανωτέρω αμερικάνικα rock-club, ναούς της νέας μουσικής σκηνής.
Τα club, τα συγκροτήματα και οι συλλογές έπαιξαν σίγουρα σημαντικό και καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη αλλά και στην διάδοση του είδους. Το CBGB's & Max's Kansas City βρίσκονται στην Νέα Υόρκη και το Rat (ή Rathskeller) στην Βοστώνη. Όλα τα παραπάνω -μαζί με άλλα που ανήκουν σε εκτενέστερη αναφορά – υπήρξαν ζωντανοί χώροι όπου έσφυζαν και μεγαλουργούσαν ως underground προπύργια της νέας αμερικάνικης μουσικής σκηνής αλλά και της γενικότερης καλλιτεχνικής κοινότητας που αναπτύσσονταν από τα τέλη της δεκαετίας του '60 έως τις αρχές της δεκαετίας του '80. Προσωπικά επιλέγω το «Live At CBGB's» μόνο και μόνο γιατί από ΄κει ξεκίνησε το φαινόμενο που λέγεται Ramones. Την κριτική για τις δύο από τις τρείς συλλογές «Live at CBGB's & Live At The Rat» γράφει ο Joe Viglione σημαντικός μουσικός παράγοντας της σκηνής της Βοστώνης, παραγωγός, τραγουδιστής, κριτικός και φίλος των Velvet Underground. Τ’ αποτελέσματα αυτής της μουσικής «σποράς» και συνεισφοράς θα τα δούμε στα επόμενα χρόνια και στις επόμενες και μεθεπόμενες γενεές που δεν αρκούνταν στον όποιο μουσικό «ορθολογισμό».
VA -The Roxy London WC2 (Jan - Apr 77) -Released Date -July 1977

Αν και στο «επαναστατικό» νέο κύμα η δράση ξεκίνησε από την Αμερική, αυτό που ονομάστηκε από τους κριτικούς punk-rock έγινε διάσημο και παγκόσμια γνωστό από τα αγγλικά γκρουπ Sex Pistols και Clash κυρίως.
Δεν παραβλέπουμε ότι μέσα στο 1977 έχουν κυκλοφορήσει σημαντικά άλμπουμ του punk, new-wave αλλά ακόμα τα «μικρά» ονόματα συνεχίζουν να παίζουν σε κλαμπ μπροστά σε κοινό που ασφυκτιά και χορεύει με μπάντες που «πιάνουν» τον σφυγμό της νεολαίας. Πολλά ονόματα δεν θα γίνουν ποτέ διάσημα, αλλά τους δίνεται η ευκαιρία να δοκιμάσουν τ΄ όνειρό τους. Το «ζωντανό» άλμπουμ “The Roxy London WC2” είναι το μέρος που χτυπά η «φλέβα» της Λονδρέζικης σκηνής, με γκρουπ όπως οι Wire, Eater, Adverts, Slaughter And The Dogs, Unwanted, X-Ray Spex & φυσικά οι σπουδαίοι Buzzcocks. Το κλαμπ Roxy στο Covent Garden 41–43 (Neal Street 41-43) στο Λονδίνο ήταν το κλαμπ που όπως λέγεται στις 100 πρώτες μέρες της λειτουργίας του από 14 Δεκ.1976 έως 23 Απρ.1977 σφυρηλάτησε το πανκ πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής αφού εκεί έπαιξαν όλα σχεδόν τα ανεξάρτητα γκρουπ. Η συλλογή The Roxy London WC2 (Jan - Apr 77) είναι ένα μικρό δείγμα των στιγμών εκείνων. Έπρεπε να περάσουν δέκα ολόκληρα χρόνια για να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα το 1987.
Απλώς ν’ αναφέρω και κάποιες άλλες συλλογές, τις: «Live At The Vortex - Volume One» που κυκλοφορεί τον Οκτ-1977 με πιο «άγνωστα» ονόματα “Art Attacks”, “Suspects”, “Maniacs” κλπ. και την συλλογής της Raw Rec. “Raw Deal!” με “Users”, “Killjoys”, “Sick Things” κλπ.
VA -Streets -Released Date (18-11-1977)

Η πιο επιδραστική συλλογή για το 1977 είναι μάλλον η “Streets” με τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Επιλογή από τις σημαντικότερες ανεξάρτητες εταιρείες της Βρετανίας». Όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο… «το 1977 είναι η χρονιά που η μουσική βγήκε από τα μεγάλα music-hall και κατέβηκε στους δρόμους…Ξαφνικά μπορούσαμε να κάνουμε τα πάντα». Η φράση αυτή δείχνει την τροπή της μουσικής δημιουργίας των νέων και το πως αντιλαμβάνονταν τη μουσική και σε ποιο ακροατήριο απευθύνονταν. Το punk είχε βγει στους «δρόμους» και η Beggars Banquet Rec. έβγαζε στην αγορά τον πρώτο της δίσκο σαν εταιρεία. Ονόματα όπως, John Cooper Clarke, Zeros, Dogs, Members, Lurkers κλπ έμελλε να παίξουν ρόλο στην εξέλιξη της μετέπειτα σκηνής. Στην Αμερική ο διάσημος μουσικοκριτικός Robert Christgau χαρακτήριζε την συλλογή “Streets” μια από τις πιο σημαντικές συλλογικές στιγμές της δεκαετίας του ΄70.
VA -No New York -Released Date -Nov.1978

Αυτή κι αν είναι μια θρυλική συλλογή. Στον αντίποδα του «ορθόδοξου» ήχου, από τους πρώτους που διέγνωσαν ότι η «ανορθοδοξία» δεν είναι «ελάττωμα» αλλά η αρχή μιας δημιουργικής αμφισβήτησης, ήταν ο Brian Eno, όπου έδειξε ότι η μουσική μείξη Jazz, Rock, Funk, Disco πασπαλισμένη με New Wave και αρκετό αυτοσχεδιασμό «δίνει» κάτι εντελώς νέο. Ο Eno έκανε το αχαρτογράφητο, μουσική τέχνη επιμελούμενος την συλλογή “No New York”. Μέσα στην συλλογή υπήρχαν ονόματα που αναζητούσαν λόγο και αιτία να εκφραστούν και να επιβιώσουν, σπάζονταν κάθε μουσικό κανόνα, επιδιώκοντας τον «θόρυβο». Έτσι η «στροφή» αυτή του ήχου έμεινε ως no wave.
Στον καλλιτεχνικό τομέα, οι επιρροές του no wave κινήματος μπορούν να εντοπιστούν στη δραστήρια κουλτούρα της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’60. Ο Andy Warhol με το θρυλικό στούντιο «Factory» καθώς και το ριζοσπαστικό καλλιτεχνικό κίνημα Fluxus συνέβαλλαν στη δημιουργία της Νεοϋρκέζικης Avant Garde σκηνής. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα της «αντι-κουλτούρας» και «αντι-τέχνης» βρήκαν πρόσφορο έδαφος μουσικά σχήματα όπως οι θρυλικοί Velvet Underground, οι οποίοι και έθεσαν μια πιο πειραματική προσέγγιση της υφιστάμενης ροκ μουσικής. Παράλληλα με αυτούς, βασική επιρροή της no-wave μουσικής υπήρξαν οι μουσικοί της Free Jazz αλλά και οι πειραματικές ηλεκτρονικές συνθέσεις. Οι Contortions του σαξοφωνίστα James Chance, οιTeenage Jesus And The Jerks, οι Mars και οι DNA που περιλαμβάνονται στη συλλογή είναι ένα μόνο μικρό δείγμα αυτού που επηρέασε από το ’80 και μετά πολλά είδη και υποείδη και που αποτέλεσε την βάση επιρροής διάσημων σήμερα ονομάτων που χαίρουν εκτίμησης και στην Ελλάδα, όπως των Sonic Youth για παράδειγμα.
VA -Hope & Anchor Front Row Festival -Released Date -March 1978

Το «Hope and Anchor» στο Islington (207 Upper Str.) του Λονδίνου στεγάζεται σ’ ένα κτήριο του 1880 που στην δεκαετία του ΄70 λειτούργησε ως pub-rock club με αντίστοιχο θέατρο στον επάνω όροφο. Ο «θεσμός» των pub-clubs χρησίμευσε στην μουσική σκηνή της Αγγλίας σαν ένα φυτώριο «γνωστών» & «άγνωστων» ονομάτων που αργότερα καθιερώθηκαν στο ευρύτερο ακροατήριο. Ένα τέτοιο ήταν και το Front Row Festival που κράτησε περίπου τρεις βδομάδες μεταξύ 22 Νοε.1977 έως 15 Δεκ.1977 όπου πολλά ονόματα του pub-rock αλλά και του punk ανέβηκαν στην σκηνή του «Hope and Anchor». Ο παραγωγός του άλμπουμ Ian Grant θυμάται ότι το κλαμπ περνούσε κρίση και έπρεπε να βρεθεί τρόπος να επιστέψει ο κόσμος στον χώρο και έτσι οργάνωσε το Front Row Festival. Ο δίσκος που ήταν αποτέλεσμα των ζωντανών ηχογραφήσεων αυτών των τριών βδομάδων, παρόλη την διαφήμιση και προβολή ήταν ένα αμφίβολο εμπορικό εγχείρημα που συνδυάζε pub-rock, punk, power-pop & blues. Ω! του θαύματος όμως, ο δίσκος έφτασε στο Νο.28 του UK chart και πέτυχε τον σκοπό του. Εμείς έχουμε την απόλαυση ν’ ακούσουμε τους Stranglers, Tyla Gang και XTC μαζί με την πρώτη δισκογραφική εμφάνιση των Dire Straits και το Rock-n-Roll υψηλής ενέργειας των Pirates, το blues των Steve Gibbons Band και την reggae των Steel Pulse. Κρίμα που ο δίσκος δεν κυκλοφόρησε ποτέ στην Ελλάδα.
VA -Short Circuit - Live At The Electric Circus -Released Date (16-6-1978)

Κι εδώ έχουμε μια ιστορική συλλογή. Το «Short Circuit - Live At The Electric Circus» είναι μια καταγραφή ζωντανών ηχογραφήσεων την 1η & 2α Οκτωβρίου 1977 πριν κλείσει οριστικά το κλαμπ την επομένη. To “Electric Circus” βρισκόταν στη γωνία Teignmouth και Collyhurst Str. ένα περίπου χιλ. από το κέντρο του Manchester φιλοξενώντας από τα τέλη του 1976 έως τελικά στις 3 Οκτ.1977 όλη την αφρόκρεμα της punk, new-wave σκηνής εκείνης της εποχής. Ο δίσκος αν και αρχικά ήταν να κυκλοφορήσει από την Virgin σαν διπλό άλμπουμ, κυκλοφόρησε τελικά σαν 10’ βινύλιο με (8) κομμάτια καθότι οι «ζωντανές» αυτές ηχογραφήσεις αποδείχτηκαν στην πορεία άθλιες σε παραγωγή και ήχο και έτσι η κυκλοφορία του αντιμετωπίστηκε από την αρχή ως καθαρά συλλεκτική. Για την ιστορία λοιπόν και όχι μόνο, έχουμε την ευκαιρία ν΄ ακούσουμε για πρώτη φορά τους Fall και τους Joy Division (που τότε ονομαζόταν ακόμη Warsaw), τους Buzzcocks και τον πανταχού παρών πανκ-κωμικό-μουσικό John Cooper Clark. Ο δίσκος είναι η επιτομή της D.I.Y ηθικής αλλά και η καταγραφή μιας μουσικής πραγματικότητας που έψαχνε χώρους και τρόπους για να εκραγεί και να εκφραστεί. Το κοινωνικό αποτέλεσμα ήταν ότι το “Electric Circus” ήταν όντως πολύ «ηλεκτρικό» κι «εκρηκτικό» για την περιοχή και τον κόσμο του Manchester κι έκλεισε σε λιγότερο από 12 μήνες, μένοντας μόνο το άλμπουμ να μας το θυμίζει. Μπράβο όμως στον Γιάννη Πετρίδη και την ελληνική Virgin που το κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1985. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
ΔΙΑΦΟΡΟΙ -ΠΑΝΚ ΡΟΚ -Released Date -1978

Μια ελληνική συλλογή που δεν είχα συμπεριλάβει στο προηγούμενο άρθρο μου είναι και η συλλογή «ΠΑΝΚ-ΡΟΚ», από τον έμπειρο Μίλτο Καρατζά τότε υπεύθυνο marketing της CBS. Έχοντας «πιάσει» τον παλμό της μουσικής κατάστασης που άλλαζε από τα μέσα του ΄70 με καινούργια ονόματα και ρυθμούς, ο Καρατζάς επιμελείται και επιλέγει στα 1978 αυτή την συλλογή με «καυτά» ονόματα της τότε «διαφορετικής» επικαιρότητας. Έτσι το ελληνικό κοινό μπορεί ν’ ακούσει τους Clash στο επαναστατικό “White riot”, τους 999 στον πανκ ύμνο “Emergency” τους Vibrators στο ξεσηκωτικό με fifties άρωμα “Baby Baby και τους Buzzcocks στο θρυλικό “What do I get” αλλά και Squeeze, New Hearts και άλλους. Δυστυχώς η συλλογή ήταν πολύ μπροστά για το τότε ελληνικό αγοραστικό κοινό και πήγε μάλλον άπατη, παρόλο το σημείωμα στο οπισθόφυλλο του Μίλτου Καρατζά που πέραν των άλλων κατέληγε «...σας προτείνουμε αντί για πολλά λόγια και βαθυστόχαστες κριτικές, να ακούσετε το «πανκ-ροκ» να προσέξετε τα θέματα του, τους στίχους του και βέβαια το ροκ-ν-ρολλ του και να σχηματίσετε μόνοι σας γνώμη».
VA - AK•79 -Released Date -Dec.1979

Επειδή όλος ο πλανήτης στην δεκαετία του ΄70 άλλαζε ρότα, πάμε σε μια χώρα που ελάχιστα την υπολογίζαμε μουσικά αλλά μάλλον πέσαμε έξω ως ακροατές, την Νέα Ζηλανδία. Δεν θα ακούγαμε και θα μαθαίναμε ποτέ για γκρουπ και καλλιτέχνες της Νέας Ζηλανδίας σήμερα όπως Chills, Clean, Bailter Space, Chris Knox, Split Enz, Crowded House, Datsuns, & Gin Wigmore, αν μάλλον δεν υπήρχε το παραπάνω άλμπουμ.
Το άλμπουμ «AK•79» είναι μια συλλογή με ακυκλοφόρητα κομμάτια από πανκ συγκροτήματα που δραστηριοποιούνταν στο Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Τα τραγούδια του δίσκου επιλέχθηκαν από τον Bryan Staff που ήταν Dj εκείνη την εποχή στον ραδιοφωνικό σταθμό «1ZM» του Όκλαντ και ο ιδρυτής της ανεξάρτητης Ripper Records στην οποία κυκλοφόρησε αυτή τη συλλογή ως το πρώτο της άλμπουμ, τον Δεκέμβριο του 1979. Ο τίτλος είναι μια χρονική παραφθορά του κωδικού ονόματος του ρωσικού όπλου Καλάσνικοφ από «AK•47» σε «AK•79» με σκοπό μάλλον να δείξει ότι τα κομμάτια του δίσκου «σκοτώνουν» με την ενέργεια τους και την ακατέργαστη ωμότητα τους. Ο Bryan Staff επέλεξε έξι μπάντες που είχε ακούσει ζωντανά στα διάφορα clubs του Ώκλαντ.
Στις αρχικές 500 κόπιες (που πλέον είναι συλλεκτικές) αυτές οι μπάντες ήταν οι «Scavengers», «Terrorways», «Proud Scum», «Toy Love», «Swingers» και «Primmers».
Έχοντας καταγράψει ένα καθοριστικό ακατέργαστο στιγμιότυπο της πανκ υποκουλτούρας στο Ώκλαντ στα τέλη της δεκαετίας του '70, η αγαπημένη αυτή συλλογή είναι μια ζωντανή δήλωση του τι έγινε στην συνέχεια στη δεκαετία του 80ς και 90ς που η συλλογή ήταν βασική επιρροή για τα περισσότερα νεαρά συγκροτήματα του post-punk της Νέας Ζηλανδίας.
Δύσκολο να γνωρίζουμε πού θα βρισκόμασταν σήμερα χωρίς κασέτες και συλλογές εκείνης της εποχής αν δεν υπήρχε η φλόγα του, ανακαλύπτω, ακούω και διαδίδω κάτι νέο (νεωτεριστικό) χωρίς παρωπίδες.
Το 1993 μέσω των Flying Nun έγινε η πρώτη της επανέκδοση με 13 επιπλέον τραγούδια και το 2019 ξανακυκλοφορεί μετά από 40 χρόνια.
Τελευταία, να προσθέσω ότι το 1990 κυκλοφορεί στην Τζαμάικα μια συλλογή «εκρηκτικής» ρέγκε που ονομαζόταν «AK•47 special» και στο εξώφυλλο κάτω από τον τίτλο υπήρχε ένα Καλάσνικοφ. Σίγουρα ο εμπνευστής της συλλογής είχε μάλλον στο μυαλό του το άλμπουμ «AK•79».
VA -Street To Street - A Liverpool Album -Released Date -Sep.1979

Ο διάσημος John Peel, έγραψε τις σημειώσεις για το Street to Street- A Liverpool Album. Το άλμπουμ ξεκινά με το «Match of the Day» των “Big in Japan”, οι οποίοι είχαν χωρίσει ένα χρόνο νωρίτερα, με τα μέλη τους να συνεχίζουν σε διάφορα άλλα σχήματα όπως Pink Military, Lightning Seeds, Frankie Goes to Hollywood, Siouxsie & the Banshees, the Creatures και KLF.
Το Λίβερπουλ έχασε κατά κάποιο τρόπο την post-punk και new-wave πρωτοπορία (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) λόγω της βαριάς μελωδικής μακριάς σκιάς των Beatles, και κάτω από τα φώτα της «πρωτεύουσας» της Punk/post-punk σκηνής του Μάντσεστερ.
Σημαντική παρουσία το κομμάτι των “ID” –“Julia’s song” στην πρωτόλεια μορφή του που ουσιαστικά πρόκειται για την πρώτη δισκογραφική εμφάνιση των OMITD δηλαδή των Orchestral Manoeuveres in the Dark πριν αλλάξουν όνομα. Τελευταίο κομμάτι του δίσκου το “Monkies” των Echo and the Bunnymen πριν ακόμη αποκτήσουν πραγματικό ντράμερ χρησιμοποιώντας ένα drumbox που ονόμαζαν 'Echo' εξού και το πρώτο συνθετικό του ονόματός τους. Το κομμάτι αυτό θα εμφανιζόταν στο πρώτο τους άλμπουμ “Crocodiles” με την σωστή ορθογραφία ως “Monkeys”. Κάποτε υπήρξε ένα αντίγραφο του άλμπουμ στο Μουσείο του Λίβερπουλ, αλλά όχι πια. Είπαμε την πρωτοκαθεδρία του post-punk την επισκίασε η σκηνή του Μάντσεστερ, αν θέλετε μόνο και μόνο από την παρουσία εκεί των Joy Division.
VA -Subterranean Modern -Released Date (28-8-1979)

Η συλλογή «Subterranean Modern» ήταν το πρώτο άλμπουμ της Ralph Records που περιλάμβανε «περίεργη» μουσική εκτός των «The Residents» και των «Snakefinger». Η ιδέα ήταν να διευρυνθεί η απήχηση της Ralph Rec. φέρνοντας μια μεγαλύτερη ποικιλία στυλ στην ετικέτα. Για το σκοπό αυτό, η Ralph Rec. έβαλε τέσσερις μπάντες να υποβάλουν τραγούδια με θέμα το "San Francisco". Ο καθένας έπρεπε να περιλαμβάνει μια έκδοση του «I Left My Heart In San Francisco» του Tony Bennett.
Τα τέσσερα συγκροτήματα που επιλέχθηκαν ήταν οι The Residents, Chrome, Tuxedomoon και MX-80 Sound.
Το industrial-punk των Chrome, το proto-post punk του MX80 Sound, οι αταξινόμητοι Residents και οι Tuxedomoon ήταν ότι πιο πρωτοποριακό εκείνη την εποχή για την συλλογή.
Για να γιορτάσει την 50η επέτειο των The Residents η Αυστριακή Klanggalerie Rec. επανεκδίδει το 2022 μια remastered έκδοση της “Subterranean Modern”.
Στα επιπλέον συν+ της συλλογής το εξώφυλλο που έφτιαξε ο Gary Panter, αντί της γραφιστικής Porno Graphics της Ralph Records.
VA -Yes L.A. -Released Date -Aug.1979

Το «Yes L.A.» ήταν μια μίνι συλλογή «EP» έξι τραγουδιών που περιελάμβανε καλιφορνέζικα punk group πρώτης γενιάς. Ήταν επίσης η τελευταία κυκλοφορία της βραχύβιας αλλά επιδραστικής εταιρείας Dangerhouse Records.
Αρχικά κυκλοφόρησε ως picture-disc, περιλαμβάνοντας μερικά από τα πιο αναγνωρισμένα συγκροτήματά του Los Angeles: Bags, Eyes, Alley Cats, Black Randy and the Metrosquad, X και τους Germs.
Ο τίτλος του δίσκου εμφανώς παρωδεί την συλλογή του Brian Eno «No New York» που θεωρήθηκε ως επιτηδευμένη από τους punk της Δυτικής Ακτής. Έτσι η συλλογή «Yes L.A.» καυτηριάζει με αυτό τον τρόπο τον κραυγαλέο (θεωρούμενο) σνομπισμό της Νέας Υόρκης. Το EP επίσης περιέχει ακόμη και μια σατιρική δήλωση αποποίησης ευθυνών τυπωμένη στον δίσκο λέγοντας: «Δεν παράγεται από τον Brian Eno»
Η συλλογή περιλαμβάνει μια ωμή πρώιμη έκδοση του τραγουδιού των X "Los Angeles", που περιγράφεται από τον συνιδρυτή της Dangerhouse Records, David Brown ως "μια καυστική, κυριολεκτική απεικόνιση της σκηνής που δεν χρειάζεται εξήγηση".
Όλα τα τραγούδια της συλλογής δεν είχαν εκδοθεί προηγουμένως, με μόνη εξαίρεση το "Down at the Laundrymat" των Black Randy & The Metrosquad, που εμφανίστηκε στο στούντιο άλμπουμ του συγκροτήματος «Pass the Dust, I Think I'm Bowie» τον Ιούλιο του 1979.
Το «Yes L.A.» κυκλοφόρησε αρχικά τον Αύγουστο του 1979 από την Dangerhouse Records, σε περιορισμένη έκδοση 2.000 αντιτύπων σε picture-disc.
Προσωπική μου άποψη και όχι μόνο, το άλμπουμ είναι έργο τέχνης και συσκευασίας
σχεδιασμένο από τον Pat Garrett που μεταξοτυπήθηκε με το χέρι σε τρεις διαφορετικούς χρωματικούς συνδυασμούς, πράσινο/μαύρο, πράσινο/μπλε και πράσινο/κόκκινο.
Πολλοί μέχρι σήμερα επιμένουν ότι το περιεχόμενό της είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το punk rock και κάποιοι θα το κατακρίνουν ακόμη και ότι δεν είναι καθόλου μουσική. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους πανκ του Λος Άντζελες ν’ αποκτήσουν το δικό τους μουσικό υπόβαθρο.
Η συλλογή «Yes L.A.» δικαίως αξιολογήθηκε ως σημαντική για το πανκ του Λος Άντζελες την εποχή εκείνη πριν η άλλη μεγάλη ανεξάρτητη δισκογραφική της πόλης SST ακμάσει.
Πρώτον, απέδειξαν ότι ένα μικρό D.I.Y. αποτύπωμα θα μπορούσε να κυκλοφορήσει περισσότερους από έναν ή δύο απίστευτους δίσκους πριν ξεσπάσει κάτω από την πίεση των αχαλίνωτων εγωισμών, της γρήγορης ζωής ή της κατάφωρης κακοδιαχείρισης.
Στέργιος Βολόγκας