ΤΟ ΡΟΚ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ

Woodstock
Woodstock

Του Στέργιου Βολόγκα

Βλέποντας ξανά το ντοκιμαντέρ του 2019 "Woodstock: Τρείς μέρες που καθόρισαν μια γενιά" για την μουσική, την πολιτική, το Βιετνάμ και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ασυναίσθητα το σύγκρινα με τις σημερινές παρεμβατικές και πολιτικές θέσεις των ΗΠΑ 55 χρόνια μετά και μου φάνηκε σαν μην πέρασε μια μέρα. Τα ρομαντικά κι ανατρεπτικά συνθήματα των ΄60ς «κάντε έρωτα όχι πόλεμο» και «η φαντασία στην εξουσία», σήμερα στην γενιά της A.I. και των social media θα μετατρέπουν μάλλον σε «κάντε hacking όχι πόλεμο» και «τα ρομπότ στην εξουσία». Η πεποίθηση ότι σήμερα όλα είναι εφικτά, έχει μεταβάλλει τη ζωή μας σε εφήμερη φαντασίωση, την μουσική  σε ατέλειωτο streaming και το πάλαι ποτέ κίνημα της αντικουλτούρας σε ψηφιακό ακτιβισμό (γνωστός και ως ακτιβισμός στον κυβερνοχώρο) με κατάληξη την απόλυτη επικράτηση του TikTok, των social media και της woke κουλτούρας βάζοντας τα ιστορικά κινήματα στο αρχείο. Φυσικά κι υπάρχουν ρομαντικές ψυχές, αναθεωρητές  και νέοι δημιουργοί αλλ΄ αυτοί φτάνουν ν’ αλλάξουν τις παραμέτρους ή καλλίτερα να επηρεάσουν τους αλγόριθμους του μάρκετινγκ και να καθορίσουν καταστάσεις όπως προσπάθησε παλιότερα η γενιά του Woodstock;
Ως γνήσιο τέκνο της δεκαετίας του ΄70, πάντα ήθελα να κάνω μια μνεία στη μουσική και κοινωνική ανατροπή των seventies και πόσο επηρέασαν την Ελλάδα, που για πολλούς η ιστορία χωρίς το Woodstock κι τ΄άλλα κινήματα θα ήταν ημιτελής για να μην πω ημιθανής. Συνδέοντας παρελθόν και μέλλον, το τραγούδι του Σαββόπουλου «Ας κρατήσουν οι χοροί» μου φάνηκε μια καλή προτροπή προς τη Γενιά Ζ να μην ξεχάσει τις ρίζες της και να συνεχίσει ενωμένη προς τα μπρος. Οι στίχοι του «…Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα /να πυκνώνει ο δεσμός μας /και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές/ με το ροκ του μέλλοντός μας» ήταν το έναυσμα να ψάξω στην δισκοθήκη άλμπουμ των Bob Dylan, Led Zeppelin, Queen κι αυτόματα ένιωσα αδημονία, ανατριχίλα αλλά και δύναμη ακούγοντας τα. 

Διονύσης Σαββόπουλος – Το Περιβόλι Του Τρελλού

 

Εκτός του «Woodstock» αυτά τα ακούσματα στην Ελλάδα, όπως λέει και ο Σαββόπουλος ήταν και τα δικά μου seventies. Από μέσα μου ξεχύθηκαν εικόνες και μνήμες που με μάγευαν αλλά ταυτόχρονα μπερδεύτηκαν σ’ ένα κουβάρι ήχων στο πηγάδι της νιότης. Τι να ξεχωρίσω και τι να προτείνω ως ηχητικό αντίδοτο στο ψηφιακό σύμπαν που μας περιβάλλει. Ποιους «ήρωες» να επικαλεστώ για να με βοηθήσουν. Από τον «Μικρό Ήρωα» μέχρι τον Spiderman κι από τον «Μπλεκ» & «Ζαγκόρ|» μέχρι τον «Terminator» και τα «Avatar» υπάρχει μεγάλη απόσταση που είναι αδύνατον να καλυφθεί χωρίς αναπόφευκτες απώλειες. Έπρεπε να καταδυθώ στις πηγές της κοινωνικής και μουσικής μου γέννησης και ανάτασης. Έπρεπε να πάω πίσω στο Ελληνικό «ροκ» παρελθόν μου, άλλοτε να θυμηθώ και άλλοτε να χρησιμοποιήσω μνήμες άλλων. Να ρωτήσω αυτούς που πήγαν στους Rolling Stones στο γήπεδο του Παναθηναϊκού το μακρινό 1967 αν ήταν οι ίδιοι μ’ αυτούς που πήγαν να δουν ξανά τους Stones το 1998 στο ΟΑΚΑ και ποια η διαφορά. Ν’ αναρωτηθώ -ρητορικά τουλάχιστον- ποια η εξέλιξη της μουσικής από τους Beatles στους Led Zeppelin  και από τους Doors στους Sex Pistols & Police και ποια η αντίληψη του «ροκ» ακροατηρίου στην Ελλάδα των ΄70s & ΄80s. Η περίφημη «πρώτη» ροκ συναυλία της Μεταπολίτευσης, το live των Police την Κυριακή 30 Μαρτίου 1980 στο κλειστό γήπεδο του Σπόρτιγκ ήταν εξαιρετικά επεισοδιακή με 4000-5000 κόσμο μέσα και έξω από το γήπεδο. Η ελλιπής οργάνωση ήταν αναμενόμενο να εκτροχιάσει τα πράγματα. Έτσι η πρώτη σε όγκο και δημοσιότητα ροκ συναυλία της μεταπολίτευσης πέρασε σαν οπαδικό σύνθημα ως «Police εναντίον Police» αφού την άλλη μέρα οι εφημερίδες έγραψαν «Συναυλία με πέτρες-ξύλα μεταξύ νεαρών και ΜΑΤ». 

 

Ως επαρχιώτης μαθητής ελλείψει γονικής συναίνεσης «έκατσα στ’ αυγά μου». Το ίδιο συνέβη  και το Σάββατο 12 Σεπτέμβρη 1981 στο γήπεδο της ΑΕΚ που «παρακολούθησα» την πολυθρύλητη συναυλία του Rory Gallagher από τις εφημερίδες και τα περιοδικά, γιατί η πλειοψηφία των γονέων έλεγαν όχι στο «χαι ροκ για δύσκολες ώρες» που «διαφθείρει» την νεολαία. Την επομένη οι εφημερίδες έγραφαν πάλι «Άγριο ξύλο και δακρυγόνα στο γήπεδο της ΑΕΚ», «Οι χούλιγκαν τα σπάνε» και άλλα σωφρονιστικά όπως «οι σφαίρες των ΜΑΤ αναχαίτισαν τους ροκάδες», «το ροκ προκαλεί σεξουαλική διέγερση» και άλλα που δεν γράφτηκαν και δεν γράφονται. Διακινδύνευε τότε ο Έλλην γονιός να επιτρέψει στο φύτρο του να πάει σε ροκ συναυλία κι ας ήταν και των «χριστιανών» Partridge Family κι ας το διαφήμιζε και η «Μανίνα» και η «Σούπερ Κατερίνα»,  ουδεπόποτε. Έπειτα ποιος πηδά κάγκελα, κυνηγά την κλούβα στην Πατησίων και παρακαλά τον Ματατζή να αφήσει ελεύθερο το  παιδί του γιατί «είναι από σπίτι και δεν είναι όπως τ’ άλλα». Μ’ αυτά και μ’ αυτά  ως μαθητής «έχασα» αυτή τη «ροκ» ατμόσφαιρα της Αθήνας. Από τα ‘70ς κι εδώ -όπως γονικά λεγόταν- όλα συμβαίναν στην Αθήνα. Οι συναυλίες γίνονταν στην Αθήνα, το ξύλο έπεφτε στην Αθήνα, οι κακές παρέες σ’ έβρισκαν στην Αθήνα, τα σκληρά ναρκωτικά τα πωλούσαν μόνο στην Αθήνα, αναρχικοί υπήρχαν μόνο στην Αθήνα και η κόκα-κόλα ακόμη ήταν «ύποπτο» ποτό.

 

Όσο για τις παμπ και τα περίφημα ροκ-κλαμπ (Όμπρε, L.A, Πήγασος, Κύτταρο κλπ) τι άλλο ήταν για το κατεστημένο,  παρά ένα φυτώριο Σταλινο-Μαρξιστο-αναρχο-αυτονομο-πρεζακιδο-χίπηδων  της κακιάς ώρας που δεν είχαν μέλλον, όραμα, δουλειά και φυσικά -όπως διδακτικά επισημαίνονταν- καμιά αξιοπρεπή θέση στην κοινωνία που προσπάθησε να χτίσει ο προπάππους, ο παππούς και ο πατέρας μας, σύμφωνα με την  μικροαστική αντίληψη της ανατέλλουσας μεσαίας τάξης, με την βοήθεια φυσικά πεφωτισμένων πολιτικών  που τ’ όνομά τους τέλειωνε σε -ακη -νδρεου -νλη και άλλων ευσεβών καταλήξεων που απέλπιδα πασχίζουν χρόνια τώρα να  μας κάνουν Ευρωπαίους με το ζόρι κι εμείς αντιστεκόμαστε σαν ξεσαμάρωτα γαϊδούρια. Μην ξεχνάμε ότι είμαστε και ήμασταν για τους Ευρωπαίους εκσυγχρονιστές «συμμάχους» και «φίλους», πέρα από ανοργάνωτοι, ξεροκέφαλοι και αρχομανείς, άπληστοι αλλά και γενναιόδωροι, εγωιστές αλλά και υποτελείς, επιπόλαιοι αλλά και εφευρετικοί, διχαστικοί αλλά και ευκολοσυγκίνητοι. Ένα παράξενο κράμα ασύλληπτων αρετών και αδιανόητων ελαττωμάτων ως λαός. Αυτό που ιατρικά σήμερα, θα λέγαμε εξωτερικά υγιείς αλλά με υποκείμενα νοσήματα. Έτσι χρειαζόμασταν πάντα «βοήθειες» για να μείνουμε όρθιοι. Τα δάνεια της Αγγλίας (κυριολεκτικά), την αναγκαστική οικονομική μετανάστευση, το σχέδιο Μάρσαλ, τις βάσεις αλλά και τους χουντικούς που μας έβαλαν στο γύψο γιατί είμασταν όλοι «κομμουνιστές», «άθεοι», «απάτριδες» και «αγεωγράφητοι». Έτσι μας δόθηκε η μοναδική ευκαιρία να γνωρίσουμε νησίδες και βραχονησίδες με τα μικρά τους ονόματα, μέχρι που ήρθε ο Εθνάρχης εκ Παρισιών (πάλι απ΄ έξω) για να μας σώσει για δεύτερη φορά. Ύστερα όλα πήραν τον δρόμο τους. Ήρθε η Μεταπολίτευση, η ειρήνη, η ΕΟΚ, το Ευρωμπάσκετ, τα Σουπερμάρκετ, τα βίντεο-κλαμπ, το Ευρώ, η Eurovision, αλλά και τα Ίμια, η Μέρκελ, ο Σόϊμπλε, τα ΕΣΠΑ, οι επιτηρήσεις, το ΔΝΤ, η Αριστερά με τα λίγα λιπαρά, η κρίση και αρχίσαμε πάλι να μετράμε από το μηδέν. Όλα αυτά τα σκέφτομαι εκ των υστέρων (έτσι γίνεται πάντα), γιατί ως μαθητής στα ΄70s είχα άλλες ανησυχίες που είχαν να κάνουν με το σχολείο, τις γκόμενες, τον κινηματογράφο -που έπαιζε, πολεμικά, Μασίστα, Τσίτσο Φράνκο- το ραδιόφωνο και τα κόμικς. Έεε φτάνει, δεν μπορούσε ένας μέσος νέος να έχει περισσότερες απαιτήσεις, ευκαιρίες κι άλλες ανεμπόδιστες ελευθερίες.

 

Από μουσικά έντυπα αρκούμουν στο «Ποπ&Ροκ», τη «Μουσική», ραδιόφωνο με Πετρίδη και Άκη Έβενη, Ντισκοτέκ κάθε δεύτερο Σάββατο, δίσκους από το τοπικό δισκάδικο και στο φορητό Phillips πικάπ του πατέρα μου, που όταν δεν έπαιζε ταγκό, βαλς και «Άστα τα μαλλάκια σου», έβαζα «Bohemian Rhapsody», «Stairway to Heaven» μέχρι και τον «Μπάμπη τον Φλού». Καρφωμένος στην επαρχία, έχασα την «Εθνική Ελλάδος του Ροκ» που έπαιξε στις 10 Ιουνίου 1979 στο γήπεδο μπάσκετ στου Ζωγράφου με  Πουλικάκο, Λογαρίδη, Σιδηρόπουλο και άλλους εκλεκτούς φίλους. Το Live αυτό καταγράφηκε στην ελληνική ροκ συνείδηση και σε δίσκο ως «Crazy Love στου Ζωγράφου», με τον Νικόλα Άσιμο -από το ακροατήριο, εν είδει happening- να πετά μέσα στο γήπεδο δύο αλανιάρες κότες. Αν αυτό δεν ήταν «ροκ χειρονομία» τότε τι; Έφτανε όμως αυτό από μόνο του ως απόδειξη ή ένδειξη ότι υπήρχε ροκ μουσική και συνείδηση στην Ελλάδα; Δεν νομίζω ότι το ροκ στην Ελλάδα, τουλάχιστον ως τρόπος ζωής, υπήρχε ή υπάρχει. Από την κοινωνία μάλλον εκλήφθη ως «εξωσυζυγική» σχέση που απαντούσε με αυθάδεια στο «δεν είναι αυτό που νομίζεις» αμφισβητώντας μονοσήμαντους συμβολισμούς. Έτσι βρισκόταν στις καρδιές μας, ως μουσική, ως «σύνθημα», ως εύκολη φραστική διαμαρτυρία αλλά πάντα στο «περιθώριο» ή υπό επιτήρηση. Παραστατικά, το ροκ στην Ελλάδα του ’70 είναι σα να δίνεις με το ζόρι αλκοόλ σε ανήλικο και έπειτα να τον χαστουκίζεις γιατί το δοκίμασε και του άρεσε. Θ’ αρκεστώ παραφράζοντας «…Ντύσου πρόχειρα και βγάλε το βρακί σου/ Πες το ροκ πως είναι η ζωή σου».

Crazy Love Στου Ζωγράφου - Μήτσος & Σία-1979

 

Πέρα όμως από ορισμούς κι αφορισμούς, η φωνή διαμαρτυρίας στην Ελλάδα του ΄60 & ΄70 ήταν ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος, ο Λοΐζος, ο Χατζής κλπ. Για τους «ανυποψίαστους» ή «καχύποπτους»  Έλληνες το ροκ ήταν «εισαγόμενο», «ύποπτο», «άμουσο» και ίσως χειραγωγούμενο. Δεν ήταν εύκολο να συνδεθεί με την ποίηση του Dylan, το Βιετνάμ, τον «ψυχρό πόλεμο», τις φυλετικές διακρίσεις, την ελεύθερη διανόηση και τις άλλες μορφές τέχνης. Σ΄ ένα έθνος που δεν είχε ορθοποδήσει από τον πόλεμο, τον εμφύλιο, την μετανάστευση, τα πολιτικά πάθη, την δικτατορία και την εξορία, δεν υπήρχε χώρος στην Ελλάδα για το ροκ ως τοπική κουλτούρα, κοινωνική ταυτότητα ή ως «μουσική σκηνή».
Σ’ αντίθεση με την Αγγλία που οι Beatles ήταν η «βαριά» μουσική βιομηχανία των ΄60ς. Το Νοέμβριο του 1963 για πρώτη φορά η εφημερίδα Daily Mirror χρησιμοποιεί τον όρο Beatlemania κι αστραπιαία εξαπλώνετε ως παγκόσμια επιδημία -όπως θα λέγαμε σήμερα- γίνετε viral. Οι Beatles δεν ήταν μόνο μουσικό φαινόμενο αλλά κι ένα εξαγώγιμο προϊόν κουλτούρας, ηθών κι επιρροών. 

DAILY MIRROR -beatlemania 2-11-1963

 

Έτσι στην Ελλάδα ως εισαγόμενο «είδος» χωρίς εγχειρίδιο οδηγιών, μας βόλευαν οι τίτλοι του «παράξενου», «ακαταλαβίστικου», «ανήθικου», «άμουσου», «ακούρευτου», και άλλων «παρ-εξηγήσεων» που δέχονταν αλληλοσυγκρουόμενες «ερμηνείες». Φυσικά στη χώρα μας έχοντας ως αντιπάλους το λαϊκό, ελαφρολαϊκό, έντεχνο ή ακόμη και το δημοτικό τραγούδι που «μιλούσαν» άπταιστα ελληνικά, το αγγλόφωνο ροκ ακουγόταν «βάρβαρο» είτε ήταν μελωδικό είτε όχι, οι ταμπέλες και οι αφορισμοί υπερίσχυαν της ουσίας και βοηθούσαν την εξουσία. Φυσικά η κυβέρνηση ως χειραγωγός της κοινωνικής ισορροπίας, ήδη με τον αναμορφωτή Καραμανλή από τα 1958 και τον νόμο «4000» περί τεντιμποϊσμού επιχείρησε να «στρώσει» όλες τις ελληνικές οικογένειες που είχαν ατίθασα νιάτα, διάβαζαν περίεργα βιβλία, άκουγαν κακόηχα άσματα, προβαίναν σε ανάγωγες πράξεις μα κυρίως κακόβουλες σκέψεις. Βάζοντας τα λοιπόν όλα στο ίδιο τσουβάλι προς «γνώση και συμμόρφωση», για να ισοσταθμιστεί  η κοινωνία, ο νόμος «4000» γνώρισε δόξες, κυρίως επί δικτατορίας, με κουρέματα και διαπομπεύσεις μέχρι που καταργήθηκε το 1983 από το ρεφορμιστικό ΠΑΣΟΚ. Λέχθηκαν και γράφτηκαν πολλά ότι το ροκ στην Ελλάδα είχε ως εχθρούς, την αστική τάξη, την Εκκλησία, την πολιτική, την Αριστερά και ίσως -για τους πιο καχύποπτους και σκληροπυρηνικούς- άλλες «σκοτεινές» δυνάμεις. 
Το περιοδικό «ΕΙΚΟΝΕΣ» Ιανουάριο του 1966 κυκλοφορεί με θέμα στο εξώφυλλο «Η Νεολαία, αυτό το πρόβλημα» όπου ο συντάκτης του, καθηγητής Αλέξανδρος Τσιριντάνης –όπως γράφει στον τίτλο - «επισημαίνει τους κινδύνους, αναλύει τα αίτια και υποδεικνύει λύσεις για το υπ’ αριθ.1 πρόβλημα του Έθνους»! Με θεματολογία αλκοόλ, τεντιμποϊσμός, μουσική υστερία, κοινωνική αδιαφορία και υλισμό τα «ατίθασα» νιάτα -μέσω του άρθρου- «μετακομίζουν» στο πυρ το εξώτερον, την στιγμή που λαϊκά περιοδικά, όπως «NTOMINO» & «ΡΟΜΑΝΤΖΟ», κυκλοφορούν με εξώφυλλα Beatles, Rolling Stones και το «ΦΑΝΤΑΖΙΟ» με αφίσα Alice Cooper! Ακόμη και το περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ» Μάϊο του 1967 κυκλοφορεί με αφιέρωμα στα swinging sixties με υπότιτλο «το μοντέρνο το παλιό και το κεφάτο» με αναφορές σε σινεμά, μόδα, μίνι, Beatles, Stones, Kinks κλπ. Πόσο υποκριτική ή εκμεταλλευτικά εμπορική μπορεί να γίνει η κοινωνία από την μια στιγμή στην άλλη απ’ αυτούς που την καθοδηγούν.
Κουραφέξαλα, δεν νομίζω ότι η όποια μοντέρνα μουσική στην Ελλάδα κινδύνευσε ποτέ απ΄ οποιαδήποτε εξουσία, επιρροή, μόδα ή κοινωνική ομάδα, παρά μόνο από την παραποίηση, την παραπληροφόρηση, την έλλειψη γνώσεων, προσανατολισμού και φυσικά την απαράμιλλη νεοελληνική ξεροκεφαλιά και τον συντηρητισμό. 

 

Καταλήγουμε μάλλον, στο παιδεία μηδέν, υπόβαθρο μηδέν, κριτήρια μηδέν. Έτσι η Ελλάδα απέναντι σε μίνι, Beatles και Stones προσφέρει ως αντίδωρο σουβλάκι, Ακρόπολη και syrtaki-dance. Όσο για τα νεανικά γκρουπ της δεκαετίας του ’60 (ποπ σύνολα ονομάζοντας τότε) μιμούμενοι τα ξένα είδωλα της εποχής εμφανίζονται σε μουσικά πρωϊνά, παραλίες, κινηματογράφους κι ελληνικές ταινίες. Σχήματα, όπως Idols, Charms,  Olympians κλπ ήταν μόνο για ξεφάντωμα, κέφι, χορό και όχι για «επαναστατικά» happenings. Η ελληνική ποπ νεολαία του ’60 δεν είχε «οργανωμένη» φωνή κι αδέσμευτη δημοσιογραφία, παρά μόνο λαϊκά νεανικά έντυπα κι εφημερίδες που αναλώνοντας κυρίως σε στείρες ειδήσεις, δελτία τύπου των εταιριών με πικάντικα κουτσομπολιά των σταρ και φωτογραφίες. Ο παλμός της νεολαίας χτυπούσε πίσω από τοίχους, αλάνες, υπόγεια, και φορητά πικάπ, «μπερδεμένος» με μπουζούκια, σέικ, λαϊκά και τουίστ. Εκπρόσωπός της στα ΜΜΕ ο -πανταχού παρών- μάνατζερ, παρουσιαστής, στιχουργός, δημοσιογράφος Νίκος Μαστοράκης, οργανωτής και καθοδηγητής της «χρυσής νεολαίας», που το οπτικό αποτέλεσμα -στον κινηματογράφο τουλάχιστον- το ενσάρκωνε το δίδυμο Τζανετάκου-Γώγου που μόνο ως «χαζοχαρούμενο» ντουέτο περνούσαν, ισοπεδώνοντας έτσι την όποια κοινωνική σοβαρότητα αναλώνοντας και αλέθοντας την με Twist, Yanka, Hully Gully & Shake, που όπως λέει και ο «μοντέρνος μεσήλιξ» Λάμπρος Κωνσταντάρας στο «Υιέ μου, Υιέ μου» στην προτροπή του «Υιού» Κώστα Καρρά για Shake «κουνήσου, κουνήσου», ο Κωνσταντάρας απαντά «Μη μας παρεξηγήσουν ρε παιδί μου». Μ’ αυτά κι μ’ αυτά, ήταν αδύνατον η όποια μοντέρνα μουσική προσπάθεια στην Ελλάδα να μην περνάει ως αφελές διάλλειμα για χορό και ξεφάντωμα, συνοδεύοντας «σάμαλι, κοκ, φυστίκια, πασατέμπο» για τον κινηματογράφο μαζί με αφίσες του Δάκη, Ανταμό άντε και των Beatles στην καλύτερη περίπτωση από λαϊκά περιοδικά κι εφημερίδες στα νεανικά δωμάτια δίπλα σε εικόνες της Παναγίας και κεντητά εργόχειρα με καδράκια στον τοίχο. 

 

Η μεσοαστική κοινωνία της Ελλάδος, την καλύτερη γνώμη που είχε για την ξενόφερτη κουλτούρα των ’60ς, ήταν μάλλον, οι «πιθηκάνθρωποι» «Ούλα Ούλα» από τις «Κυρίες της Αυλής» και το μοντέρνο σύνολο με Βουτσά, Τζανετάκο, Βοσκόπουλο και «Φσστ... Μπόινγκ!». Αυτός ήταν ο λαϊκός αντίκτυπος που είχε ευρύτερα η γενιά των «γιε γιέ» στην Ελλάδα. Ένα ποτ-πουρι μουσικής κι χονδροειδών γκαγκ που τα συντηρητικά ελληνικά ΄60ς το εξέλαβαν ως εκτροπή που υπονοούσε ανηθικότητα, σεξ άνευ γονικής συναίνεσης και μια ακαθόριστη αντίσταση που βόλεψε τον ελληνικό κινηματογράφο, την κοινωνία και τον Δαλιανίδη που την εξαργύρωσε στον «Κατήφορο» και τον «Νόμο 4000» αφού ο κόσμος ήθελε να δει -ουσιαστικά- τον ίδιο του τον εαυτό να «βάζει μυαλό» σ’ αυτήν την αλλοπρόσαλλη νεολαία και στο «επανάσταση χωρίς αιτία» πασπαλίζοντας την με τέχνη. Η κουτσουρεμένη αυτή άποψη έφτανε και περίσσευε να κατατάξει την μουσική των Beatles, Stones, Animals,  Zombies (τι χυδαία ονόματα!) στον κατάλογο «μόλυνσης» της νεολαίας, αφού δεν υπήρχαν «διδάσκαλοι» της νέας μουσικής πραγματικότητας. Οι «τοπικοί ήρωες» είχαν άλλους «κώδικες» και «μηνύματα». Οι Charms, Idols, Τέρης Χρυσός, Tony Pinelli και άλλοι εκπροσωπούσαν  αυτό που η κρατούσα τάξη μπορούσε να δεχθεί. Φυσικά Beatles και Stones ήταν ήδη ένα παγκόσμιο φαινόμενο με κοινωνικές προεκτάσεις που επηρέαζε τάσεις, συμπεριφορές και τέχνες και ως εκ τούτου δεν μπορούσε ν΄ αγνοηθεί αλλά μπορούσε να εξελληνιστεί και τα χρησιμοποιηθεί κατάλληλα. Η ροκ αισθητική και προσέγγιση στην Ελλάδα μέσω των εφημερίδων γίνεται βορά των «γηραλέων» χρονογράφων Τσιφόρου, Ψαθά και άλλων θεματοφυλάκων του ελληνικού πολιτισμού που αναλαμβάνουν να υπερασπιστούν το «ηθικό ξεστράτισμα» της νεολαίας αντιτάσσοντας τοπικούς αστέρες όπως, Γιάννη Βογιατζή, Τζένη Βάνου, Κλειώ Δενάρδου κι όλους αυτούς που τότε αποκαλούνταν καλό ελαφρό τραγούδι.

 

Για να μεταπηδήσουμε ως ακροατήριο και πολιτιστική κουλτούρα από το «ελαφρό» στο «μοντέρνο», από τους «καθώς πρέπει» Νάνα Μουσχούρη & Charles Aznavour, τους Ιταλούς κανταδόρους, την Αμερικάνικη Rat-Pack ομάδα (Frank Sinatra, Dean Martin, Sammy Davis Jr) και να παραδεχτούμε την νέα μουσική πραγματικότητα με Beatles, Stones, Kinks, Hendrix, έπρεπε να γίνουν τεράστια κοινωνικά βήματα, ν’ απορροφήσουμε αλλά τόσα εξελεγκτικά βιώματα ώστε από οπισθοδρομικοί Δαρβινιστές να γίνουμε «άνθρωποι» της διαστημικής εποχής. Αν τη μουσική την δούμε σαν ένα κράμα της «Θεογονίας» του Ησίοδου, της  θεωρίας του Δαρβίνου, του φουτουριστικού μουσικού μανιφέστου «The Art of Noises» του Luigi Russolo με κατάληξη το «Blade Runner» του Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον πιθανό μετασχηματισμό της μουσικής μελλοντικά σε ψηφιακή πληροφορία «αγνώστου συνθέτη», το ροκ των ’60ς & ΄70ς φαντάζει τόσο ρομαντικό όσο ανατρεπτικό κι αν φαινόταν, ακόμα και στα δοκίμια του πανεπιστημιακού Robert Pattison για το ροκ ιδίωμα. Ο Pattison αντιπαρατίθεται σθεναρά στην «κλασική» ευρωπαϊκή παράδοση του υψηλού γούστου και της όποιας φιλοσοφικής θεμελίωσης της αισθητικής. Οι υποστηρικτές αυτής της Ευρωπαϊστικής αισθητικής θέλουν να κάνουν το ροκ ελκυστικό καθιστώντας το αξιοσέβαστο. Αυτό το πράγμα δεν γίνεται. Το ροκ θέλγει επειδή είναι χυδαίο και η όποια εκτίμησή του απαιτεί αυτή καθαυτή την υπεράσπιση της χυδαιότητας. Άλλωστε ο υπότιτλος των  δοκιμίων του Pattison είναι «Ο θρίαμβος της χυδαιότητας». Πως ορίζεται κατά τον Pattison ο κλασικός «χυδαϊστής»; Δεν είναι αυτός που έχει κακό γούστο αλλά του λείπει κάθε γούστο, είναι ένας άνθρωπος των αισθήσεων, ένα πλάσμα των παθών του. Αν αυτό είναι η παράδοση του ροκ, η έκφραση των παθών μας δηλαδή, δεν διαφέρει πολύ από τις λαϊκές μουσικές παραδόσεις και φυσικά από την δική μας παράδοση, που ποτέ δεν παρέλειψε να εκφράζει ελεύθερα τη σκέψη της στους στίχους των δημοτικών τραγουδιών, χρησιμοποιώντας ενίοτε περιπαικτικά και σκωπτικά στιχάκια και σκοπούς από τα χρόνια της αρχαίας Ελλάδας ακόμη, όπου οι μεγάλοι τραγικοί και σατυρικοί μας ποιητές δεν «μασούσαν» καθόλου τα λόγια τους, μένοντας πάντα επίκαιροι. Μήπως τελικά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα αντί να «προοδεύσουμε» αισθητικά κι εκφραστικά περιχαρακωθήκαμε στην ατομικότητα, την αυτοαναφορικότητα και την συντηρητική ανάπτυξη της θέλησης μας με «σκοπό» να απέχουμε από την ίδια μας την φύση; 

Για να προσφέρω λίγη ικανοποίηση αλλά και αμφισβήτηση στους λάτρεις των ορισμών να πω εν συντομία ότι το Rock-n-Roll είναι ο «Μεγάλος Ρυθμός» στην ιστορία της μουσικής από το 1955 και μετά. Ένα καθολικό ιδίωμα που όλοι οι συνθέτες «άτεχνοι» και «έντεχνοι» έχουν τελικά ενστερνισθεί είτε το έχουν παραδεχτεί είτε όχι. Από τον Χατζιδάκι μέχρι τον Θεοδωράκη, από τον Χιώτη ως τον Τάκη Σούκα και από τον Μάνο Λοίζο μέχρι τον Μανώλη Ρασούλη. Όταν βαδίζεις συνειδητά πάνω σ’ ένα χωματόδρομο, το να πατήσεις πάνω σε λάσπες, νερά και πέτρες είναι αναπόφευκτο. Όλοι οι εκ των προτέρων ορισμοί για το τι είναι λαϊκή μουσική, πως η μαζική κουλτούρα, τα κοινωνικά ήθη και η αισθητική αξία του Rock-n-Roll επηρεάζει την γνησιότητα της κάθε εποχής και πως μπορεί αυτή να διαμορφωθεί και να εξαπλωθεί ως παγκόσμιο φαινόμενο, κάνει την  πειστικότητα των όποιων ορισμών αυτόματα αμφισβητήσιμη. Ο ορισμός και καθορισμός της κατανόησης δημιουργείται πάντοτε εκ των υστέρων, αφού καθίζει η «σκόνη» έτσι ώστε «ειδικοί» και «λαϊκοί» να καθίσουν χωρίς πολλή σκέψη και επεξηγήσεις, να αισθανθούν αυτό που  ονομάζεται αυθόρμητο ή πηγαίο, κατευθυνόμενο ή όχι έστω και αν πέφτουν έξω. Πόσο ωραία τα λέει στην «Εκδίκηση της Γυφτιάς» ο Παπάζογλου όταν τραγουδά: 

«Τι κι αν είσ’ απ’ τη Λιβύη /εργατάκι και φτωχό /κι άσ’ το νταχτιρντί ταξίμι /να κομπλάρει ο Ανταμό /κι άσ’ το νταχτιρντί να γίνει /πατιρντί κανονικό…».

Αν αυτό δεν είναι η απενοχοποίηση των μουσικών και μη συνόρων, της συνάντησης των αρωμάτων της Ανατολής με την σκόνη της ασφάλτου της Δύσης, της αυθόρμητης χαράς με το ανικανοποίητο του αύριο, τότε γιατί το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη να είναι λιγότερο ροκ από τον «Άσωτο Υιό» των Φατμέ.

 

Ούτως ή άλλως στη δεκαετία του ΄70 το ροκ εξαπλώνεται θεματικά. Στα seventies έχουμε Rock, Heavy Metal αλλά και Disco, καθώς Punk και Europop. Βέβαια μπαίνοντας στην δεκαετία του ΄80 ως Έλληνες έχουμε μείνει ακόμα στα μουσικά «διλλήματα» του Γιοκαρίνη «κιθαρίστας ή ντράμερ» και καμωνόμαστε ότι έχουμε γίνει μοντέρνοι, προχωρημένοι και ροκ. Παραμένουμε όμως μουσικά «διχοτομημένοι», γιατί ως λαός πάντα ζούσαμε μεταξύ Ανατολής και Δύσης.  Ο Σάκης Μπουλάς τραγούδα έξυπνα στο «Μπριγιόλ» -«Είσαι μανάρι μου αλειμμένη με μπριγιόλ/ Κι από ρεμπέτισσα το παίζεις ροκ εντ ρόλ/ Και νινανάι, ώπα, γιάβρουμ και αμάν/ Ακούς Βιτάλη, Σούκα και Duran Duran/ Αλλάξανε τα γούστα σου/ και μπέρδεψες τα μπούτια σου…». Στην Ελλάδα το ακροατήριο των ΄80ς δεν αλλάζει μόνο γούστα αλλά καταναλώνει ότι του προσφέρεται μεταξύ ροκ, ποπ, λαϊκού, έντεχνου, σκυλάδικου και ντίσκο. Τα κρατικά ΜΜΕ δεν προωθούν το «ροκ» εκτός από τις «εκπομπές των δισκογραφικών» και τα «μουσικά διαλλείματα» στην τηλεόραση. Η νεολαία βολεύετε με το ραδιόφωνο και τα κασετόφωνα. Έτσι έχουμε πληθώρα ραδιοερασιτεχνικών σταθμών -αρχικά στα μεσαία, βραχέα και έπειτα στα FM- τους λεγόμενους «ραδιοπειρατές» που έρχονται να γεμίσουν το «κενό» που η «αγορά» αγνοεί.
Όσο για τα τραγούδια που ακούμε στο ραδιόφωνο και τους τυχερούς που έχουν κασετόφωνο να τα «γράψουν», οι νέοι τα μοιράζονται μεταξύ τους μέχρι να τα μάθουν «απέξω». Η συναρπαστική αυτή «ταλαιπωρία» μας έκανε ν΄ ακούμε περισσότερα, να μάθουμε περισσότερα, για ν’ αποκτήσουμε ποπ κουλτούρα, μ’ ότι σαφώς ή ασαφώς σήμανε αυτό. Η Ελλάδα προσπαθεί να μπει στην Ευρώπη ανάποδα σαν τον κάβουρα, να πιαστεί απ’ οτιδήποτε της κάνει εντύπωση και την ξεσηκώνει ψυχαγωγικά. Δεν αρκείται πλέον στα λαϊκά, τα επαναστατικά, τους θούριους και την κατευθυνόμενη έντεχνη μουσική. Οι Θεοδωρακικοί και οι Χατζιδακικοί έχουν πλέον αντίπαλο. Όχι τους Beatles & τον Elvis αλλά τους Doors, ZZ Top και άλλους μακρυμάλληδες. Ως επαρχιώτης «ροκάς» μαθητής ήμουν κομμάτι αποκλεισμένος από γεγονότα και μουσικές που είχαν στιγματιστεί από τους γονείς μας ως Δυτικότροπα, «Αμερικανιές», πιθηκισμοί και άλλα που δεν λέγονται. Μην τα θέλουμε όλα δικά μας, η κοινωνία ήταν ακόμη συντηρητική, η Αμερική ήταν ακόμη συντηρητική, πόσο μάλλον η Ελλάδα. Μόλις είχαμε βγει από το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και ξαφνικά θέλαμε να ξεχυθούμε τραγουδώντας το «Τα Χριστιανόπουλα θα πάνε σινεμά / Να δούνε πράκτορα 007 / Τα φώτα σβήνουνε και βγαίνει ο Τζέμης Μποντ / Με τη γυναίκα του χωρίς κομπινεζόν». 

Γίνονται θαύματα από την μια στιγμή στην άλλη, όχι βέβαια, έπρεπε να «νομιμοποιήσουμε» το ρεμπέτικο, να καθιερώσουμε το «έντεχνο» ως στροφή στην ποιότητα, να τραγουδήσει ο Νταλάρας για την Κύπρο, να στείλουμε το «Μάθημα Σολφέζ» στην Eurovision, να μας βάλει ο Καραμανλής στην ΕΟΚ και το σημαντικό να έρθει το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Να περάσουμε από την ζακέτα στο ζιβάγκο, από το VAT69 στο CHIVAS-12, από τα μετρητά στην Dinner-Card. Να περιμένουμε να καταργηθεί η  μαθητική ποδιά, ν’ ατονήσει το κατηχητικό, να πάψουμε το Σάββατο να κάνουμε σχολείο. Όσο για την μετάβαση από το Juke-Box του καφενείου στα μοντέρνα Hi-Fi έπαιρνε χρόνο. Από το «Βρέχει Φωτιά Στην Στράτα Μου», «Στου Μπελαμή Το Ουζερί» και το «Υπάρχω» έπρεπε να δια-μορφωθούμε  ανερυθρίαστα με “Anarchy in the UK” και ”Sex & Drugs & Rock-n-Roll”.  Ήταν αυτό εύκολο εν μέσω πληροφόρησης και παραπληροφόρησης, ακρισίας και λογοκρισίας, κουλτούρας και ψευτοκουλτούρας;
Έπρεπε πρώτα να «οργανωθούμε» ως κοινωνία, ν’ αλλάξουμε συνήθειες, να φορέσουμε «καμπάνες», εισαγόμενα Lacoste, ν’ αγοράσουμε έγχρωμες τηλεοράσεις, να γυρίζουμε μετά τις 12:00 τα μεσάνυχτα, να εξευρωπαϊστούν οι γονείς μας και βλέπουμε. Ως τότε βολευτήκαμε με τα υπάρχοντα. Εγώ βολεύτηκα με ένα ραδιοκασετόφωνο JVC-Nivico, την ασπρόμαυρη TV της θείας μου, το συνοικιακό δισκάδικο με Μενιδιάτη, Πάριο αλλά και Boney M. 

 

Στα ΄80ς έχουμε μια φύρδην μίγδην κατάσταση της ελληνικής ροκ νεολαίας εν είδει φωτορεπορτάζ, όπου η αντίφαση, η αντίδραση, η αναρχία, η μουσική, η μόδα, το ποδόσφαιρο, η πολιτική αλλά και η απολιτίκ κουλτούρα ενώνονται τόσο που η διαφορά μεταξύ του επιθυμητού και αδιάφορου, του ευρηματικού και μονότονου, του σημαντικού από το πολύχρωμα ασήμαντου είναι τόσο δυσδιάκριτη που ή την αγνοείς ή την εξαίρεις με την ίδια ευκολία. Η νεολαία ζει την αντίφαση ανάμεσα στο «εμπόρευμα» και στην «ιδέα». 
Έτσι γεννήθηκαν «απορίες» μεταξύ μας. Αν είναι πιο ροκ οι Beatles από τους Pink Floyd, αν η Donna Summer είναι ροκ, σόουλ, ντίσκο ή και τα τρία μαζί. Αυτά ήταν ερωτήματα που παρέμειναν «άλυτα» στην Ελλάδα του ’80. Μέσα στην δεκαετία του ’80 η μουσική, ροκ, ποπ, ελληνικό ή ξένο πέρασαν σε άλλο επίπεδο. Τα είδη αλληλοεπηρεάστηκαν, τα μέσα ενημέρωσης πολλαπλασιάστηκαν και η «αγορά» απελευθερώθηκε. Το λαϊκό έγινε έντεχνο, το Rock-n-Roll ροκ, η soul rap και η ελαφρά μουσική Lounge. Όλα τα είδη και οι ιδέες απέκτησαν υποείδη, η κουλτούρα έγινε υποκουλτούρα, η τηλεόραση βίντεο, οι αλάνες φλιπεράκια, το ποδόσφαιρο playstation και αναπτύχθηκε μια φιλολογία που έδωσε μεν τροφή για συζήτηση αλλά στέρησε από το ακροατήριο και την ίδια την μουσική, την απόλαυση να ακούς χωρίς υποσημειώσεις. Μ’ όλα αυτά χάθηκε ο αρχικός σκοπός της μουσικής έξαψης και οι δίσκοι βινυλίου από το πικάπ «ανέβηκαν» στο σκληρό δίσκο του Η/Υ ως λίστα «Best of…». Οξύμωρο!! αλλά κι αναμενόμενο, για την μουσική που αγαπήσαμε άδολα χωρίς να γνωρίζουμε στίχους κι ερμηνευτές να γίνεται μουσική αρχείου.

Είπαμε, όλα γίνονται εκ των υστέρων, πρώτα ερωτεύεσαι κι έπειτα αγαπάς, αν προλάβεις βέβαια την στιγμή, την εποχή, την κουλτούρα και τα πρόσωπα που την διαμόρφωσαν. Πρώτα «καίγεσαι» κι έπειτα λες «πήρα φωτιά». Αν την αφήσεις να σιγοκαίει, κανείς δεν γνωρίζει τι θα γίνει. Μπορεί να μην το μάθεις ποτέ και μπορεί να μην σ΄ ενδιαφέρει κιόλας. Το ροκ τελικά δεν έχει ηλικία, μέτρο και σύνορα, η μουσική έχει από μόνη της αυτή τη ατελεύτητη δύναμη.