R.E.M. Έδωσαν άλλη διασταση στο εναλλακτικό ροκ
Οι R.E.M. πράγματι έδωσαν μια νέα, πιο ώριμη και “ανεξάρτητη” διάσταση στο εναλλακτικό ροκ — τόσο σε ήχο όσο και σε στάση. Από τα πρώτα τους χρόνια στη σκηνή της Athens, Georgia, έφεραν μια μείξη jangle pop κιθάρας, ποιητικών στίχων και χαμηλότονου, ειλικρινούς ερμηνείας που διαφοροποιήθηκε ριζικά από το mainstream ροκ των ’80s.
Με δίσκους όπως το Murmur (1983), το Document (1987) και το εμβληματικό Automatic for the People (1992), απέδειξαν ότι το εναλλακτικό ροκ μπορούσε να είναι δημοφιλές χωρίς να χάσει την καλλιτεχνική του ακεραιότητα.
Οι R.E.M. υπήρξαν από τα πιο καθοριστικά συγκροτήματα του εναλλακτικού ροκ, δίνοντάς του ταυτότητα, κατεύθυνση και υπόσταση σε μια εποχή που το είδος δεν είχε ακόμη καθοριστεί. Ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του ’80 από την Athens της Georgia, συνδύασαν στοιχεία post-punk, folk και pop, δημιουργώντας έναν ήχο ταυτόχρονα μελαγχολικό και φωτεινό, με χαρακτηριστικές «jangle» κιθάρες και εσωστρεφείς στίχους.
Το πρώτο τους άλμπουμ, Murmur (1983), ξεχώρισε για τον αινιγματικό του ήχο και την ποιητική του διάθεση, δείχνοντας πως το ροκ μπορούσε να είναι έξυπνο και συναισθηματικό χωρίς να χρειάζεται εμπορικά τεχνάσματα. Με δίσκους όπως το Reckoning, το Document και το Green, οι R.E.M. σταδιακά πέρασαν από τον underground χώρο στην παγκόσμια αναγνώριση, χωρίς να χάσουν τον χαρακτήρα τους.
Η δεκαετία του ’90 τούς βρήκε στην κορυφή, με τα Out of Time και Automatic for the People να ορίζουν την έννοια του ώριμου εναλλακτικού ήχου. Οι θεματικές τους –απώλεια, πολιτική, υπαρξιακή αναζήτηση– έφεραν βάθος σε ένα είδος που μέχρι τότε θεωρούνταν απλώς αντισυμβατικό. Με τον Michael Stipe ως εμβληματική φωνή και στιχουργό, οι R.E.M. απέδειξαν ότι το εναλλακτικό ροκ μπορούσε να είναι και λυρικό και πολιτικό, και ευαίσθητο και δυναμικό ταυτόχρονα.
Η επιρροή τους είναι τεράστια: συγκροτήματα όπως οι Radiohead, Nirvana και Coldplay έχουν αναφέρει τους R.E.M. ως βασική επιρροή. Μετά τη διάλυσή τους το 2011, άφησαν πίσω τους μια παρακαταθήκη που άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το «εναλλακτικό» στη μουσική — όχι ως περιθωριακό, αλλά ως αυθεντικό, ανεξάρτητο και βαθιά ανθρώπινο.