Οι μύθοι πάντα ξεσηκώνουν τους ανθρώπους και όσο πιο σκοτεινοί και ανεξακρίβωτοι τόσο το καλύτερο για την αστική παραδοξολογία και κουλτούρα, μπορεί έτσι να παράγει περισσότερους, πιο σκοτεινούς και πιο ευφάνταστους.
Η ιστορία του Robert Johnson είναι ο αρχετυπικός μύθος κάθε φιλόδοξου μουσικού που σέβεται το όργανό του όχι όμως και τις ικανότητες του, αλλά νομίζει ότι μπορεί να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία πριν πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο για δόξα, χρήμα και απολαύσεις.
Πόσοι όμως περιπλανώμενοι μουσικοί περιδιαβαίνουν το σκονισμένο τρίστρατο και ονειρεύονται ότι σύντομα θ’ αλλάξουν τα κουρελιασμένα ρούχα με φανταχτερά κουστούμια και το καταφέρνουν?
Πόσοι βραχνιασμένοι τελάληδες πιστεύουν ότι θα συναντήσουν «τυχαία» το πηγάδι των ευχών θα πιούν από το σκουριασμένο κύπελλο και θα μεταμορφωθούν στο επόμενο Freddie Mercury που θα μπορέσει ν΄ ανέβει αν όχι αγκαζέ με την Montserrat Caballè ίσως με τον Μάριο Φραγκούλη τα σκαλιά στο Ηρώδειο?
Οι ιστορίες των μουσικών του δρόμου είναι τόσες όσοι και οι καημοί που κουβαλά καθένας μέσα του.
Ας δούμε μερικές από αυτές, άλλες σημαντικές, άλλες περίεργες, άλλες διδακτικές, άλλες διεγερτικές αλλά όλες ανθρώπινες
Για την Edith Piaff, αυτή ξεκινά το 1915 κάτω από μια λάμπα υγραερίου στο Παρίσι με πείνα, βία, εγκατάλειψη, πορνεία και δουλειές του ποδαριού. Συνεχίζεται με αρρώστιες, τύφλωση, περιπλάνηση και αλκοόλ. Έτσι βρίσκεται να τραγουδά στους δρόμους του Παρισιού για πενταροδεκάρες αλλά η καλή της τύχη ονομάζεται Louis Leplèe, διευθυντής σε διάσημο καμπαρέ του Παρισιού. Την βαφτίζει «Το σπουργιτάκι», αλλά σε λίγο γίνεται το αηδόνι του Παρισιού και όλης της Γαλλίας. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τραγουδά παθιασμένα το “La vie en Rose”εμψυχώνοντας όλη την κατεχόμενη Γαλλία και βοηθά στην Αντίσταση. Όπως παθιασμένα τραγουδά, έτσι και ερωτεύεται, άσημους και διάσημους. Η ζωή της έχει όλα τα συστατικά από τα οποία φτιάχνονται οι μύθοι και ανατροφοδοτούνται. Αλλά το τέρας της φήμης και της δόξας συνήθως τρέφεται από τις σάρκες του και δεν αργεί το άστρο της να πέσει στην κατάθλιψη, το αλκοόλ και τις εξαρτήσεις κάθε είδους. Τελευταίος σταθμός της ζωής της ο νεαρός Έλληνας Θεοφάνης Λαμπουκάς, για αυτήν ο «Τεό Σαγαπό». Σβήνει φτωχή και άρρωστη στα χέρια του το 1963. Η «φωνή» της Γαλλίας περνά στην αθανασία για να θρέψει όλους τους μύθους του δρόμου που κοιτούν ψηλά.
Αν σημάδια της ζωής της σας θυμίζουν την δική μας «τραγουδίστρια της Νίκης» Σοφία Βέμπο έχετε δίκιο. Η δική μας ιστορία αρχίζει από την Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης περνά στην Κωνσταντινούπολη έπειτα στο Βόλο και στην κουπαστή του πλοίου, που την πάει από τον Βόλο στην Θεσσαλονίκη, να τραγουδά με μια κιθάρα για την τύχη που πάει να βρεί. Μόνο που αυτή έχει σχήμα και μορφή στο πρόσωπο του πιο διάσημου ιμπρεσάριου της Θεσσαλονίκης, του Κωνσταντίνου Τσίμπα και έτσι στην Θεσσαλονίκη πλέον ξαναβαπτίζεται από Έφη Μπέμπο σε Σοφία Βέμπο και όλα πλέον δεν θα είναι ίδια στην ταπεινή ζωή της. Στον πόλεμο του ’40 όταν «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του» και επιτίθεται, τα «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά» τον ρίχνουν στην Αδριατική και με την βοήθεια της Βέμπο, που γίνεται η δικιά μας «Φωνή» της Ελλάδος, «Η τραγουδίστρια της Νίκης» που σε αντίθεση με την Edith Piaff εκείνη ερωτεύεται μόνον έναν άντρα, τον στιχουργό Μίμη Τραϊφόρο και πεθαίνει στα χέρια του διάσημη αλλά και πλούσια, αφήνοντας παρακαταθήκη την φωνή και τα τραγούδια της έως σήμερα.
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού στην χώρα των 1000 ευκαιριών, στην Νέα Γή της Επαγγελίας για πολλούς, βρίσκεται η Αμερική. Εκεί οι ευκαιρίες για καλύτερη ζωή από τον προηγούμενο αιώνα ακόμη ταξιδεύουν με όλα τα μέσα, με πλοίο, τρένο, αυτοκίνητο, άμαξα, κάρο αλλά και με τα πόδια. Αν γλιτώσεις από τον διάπλου του Ατλαντικού, την δίψα, την εξάντληση, την έρημο, τους κροταλίες, το Grand Canyon και τους ληστές ίσως έχεις κάποια ελπίδα στην επιτυχία, αφού το νόημα της ζωής για πολλούς είναι να ξεφύγεις από τον στίβο με τα «κορόιδα» και να ξαπλώσεις στο θεωρείο με τους «έξυπνους».
Ένας από αυτούς τους πιονέρους της σκληρής καθημερινότητας, τους συντεταγμένους πρωτομάστορες της πάλης για κοινωνική ισότητα ενάντια σε οποιαδήποτε ταξική αλλά και ηθική αδικία ήταν και ο Woody Guthrie που με μοναδικό όπλο το θάρρος της σκέψης και την κιθάρα του στον ώμο, γίνεται εσωτερικός μετανάστης και επαναστάτης με αιτία για μια καλύτερη ζωή στην σύγχρονη Αμερική.
Το Αμερικάνικο όνειρο δεν είναι αυτό που ταιριάζει στις πεποιθήσεις του και οι αριστερές του ιδέες γίνονται σημείο αναφοράς για κοινωνικούς αγώνες αλλά και σημείο τριβής με το σύστημα που του αντιστέκεται.
Τα τραγούδια του και η στάση του ενέπνευσαν εκατοντάδες καλλιτέχνες και ανθρώπους της σκέψης για να ξεκινήσουν τους αγώνες τους και την μουσική τους από το δρόμο, για να φτάσει να γίνει το όραμα του, το πηγάδι των ελεύθερων ψυχών απ’ όπου θα ξεπηδήσουν οι περιπλανώμενοι folksters του ’40, η γενιά του beat κινήματος του ’50 και η γενιά των τραγουδιστών – τραγουδοποιών του ’60 με Joan Baez, Bob Dylan, Phil Ochs, Tom Paxton, John Sebastian και πολλούς άλλες «αφανείς» αλλά όχι ασήμαντους πριν περάσουμε από την διαμαρτυρία του δρόμου στην αλητεία του δρόμου, στην δεκαετία του ΄70 και στην Blank Generation, πιο ηλεκτρική, πιο σεξιστική, πιο βίαιη, πιο μηδενιστική.
Το φαινόμενο των μουσικών διαμαρτυρίας του δρόμου, της αλάνας και της ταράτσας στην Αμερική δεν έχει μόνο καλλιτεχνικό, κοινωνικοπολιτικό και μουσικό ενδιαφέρον για να γράφονται βιβλία μέχρι σήμερα και ν’ «ανακαλύπτουμε» καινούργιους-παλιούς δρόμους και ξεχασμένους αμφισβητίες πίσω από προφορικές ιστορίες και «ξεχασμένες» δισκοθήκες, αλλά και άλλες ανθρώπινες διαστάσεις που «ηθελημένα» αγνοούμε.
Μουσικοί του δρόμου είναι και όλοι οι πλανόδιοι μουσικοί του τότε και του σήμερα που δίνουν μάχη για «τον άρτον ημών τον επιούσιον».
Μουσικοί Ρομά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του μάταιου αυτού κόσμου, που η μουσική αλλά και κοινωνική ιστορία αν σήμερα δεν μπορεί να τους αγνοήσει – γιατί βολεύει να τους παρουσιάζουμε άλλοτε ως νομάδες, άλλοτε ως μονάδες, άλλοτε ως φτωχούς μετανάστες, άλλοτε ως κατατρεγμένους πρόσφυγες και άλλοτε ως ανειδίκευτο εργατικό προσωπικό, ανάλογα ποια ΜΚΟ ή άλλη «ευεργετική» οργάνωση πρόκειται να τους χρηματοδοτήσει –μπορεί κάλλιστα να τους βάλλει γι’ ακόμη μια φορά στο περιθώριο.
Με μηδενική σχεδόν δισκογραφική παρουσία θα πρέπει να πέσουν ή πάνω στο μικρόφωνο κάποιου σαν τον Alan Lomax ή να πέσουν σε κανένα πολύβουο πανηγύρι για να κονομήσουν.
Με κοινά όργανα (κιθάρα, μαντολίνο, βιολί, μπάντζο κλπ) αλλά και πιο βαριά και δυσκίνητα όπως κρουστά, λατέρνες, ρομβίες μέχρι και …άρπες, οι μουσικοί αυτοί είναι όπως ο Αυλωνίτης και ο Φωτόπουλος στο «Λατέρνα Φτώχια και Φιλότιμο» που «τρώνε» πέντε ζευγάρια παπούτσια το χρόνο για να γυρίσουν όλη την Ελλάδα μέσα από κατσικόδρομους, χωματόδρομους και άσφαλτο και ξανά από την αρχή αφού όπως λέει ο Πετράκης (Φωτόπουλος) «Αν δεν υπήρχαν οι λατερνατζήδες, οι χελώνες θα ήταν τα πιο δυστυχισμένα πλάσματα της γης». Το μεροκάματο λοιπόν σε κάνει πρώτα μουσικό και μετά καλλιτέχνη αν και σε πολλές περιπτώσεις τα σύνορα καλούμαστε εμείς που γράφουμε ιστορίες και αυτοί που πουλάνε «σοβαρή» μουσική, να καθίσουν κάτω και να τα διακρίνουν αφού πρώτα βγάλουν τα παπούτσια και βαδίσουν τον ίδιο δρόμο ασκεπείς και απένταροι.
Οι AC/DC πολύ αργότερα το 1976 ξεκινώντας από την Αυστραλία τον μακρύ δρόμο για την επιτυχία είπαν “It’s a long way to top if you wanna you Rock-n-Roll” νωρίτερα το 1972 ο Randy Newman αυτός ο ανένταχτος, στριφνός συνθέτης και ποιητής της αστικής ζωής του Αμερικάνικου ονείρου αγκομαχούσε τραγουδώντας για το κυνήγι της επιτυχίας στο “Lonely at the top”.
Το “One” του Harry Nilsson (1968) το άκουσα στο ραδιόφωνο γύρω στα 1970 αλλά από τους Three Dog Night και κόλλησε αμέσως στο μυαλό μου. Όταν αργότερα έμαθα τους στίχους κατάλαβα ότι το άλλος να είσαι πρώτος, άλλο να γίνεσαι πρώτος και άλλο να παλεύεις να κρατηθείς πρώτος στην κορυφή.
Ακόμη πιο πίσω στα 1953 ο Tony Bennett τραγουδούσε “Rags to Riches” και ήταν και το εναρκτήριο τραγούδι στην κορυφαία ταινία του Scorsese “Goodfellas” που δείχνει ότι από το πεζοδρόμιο και προς τα πάνω, ο δρόμος δεν είναι μόνο δύσκολος αλλά και επικίνδυνος.
Εκτός από τον Scorsese έχουμε πολλούς κινηματογραφιστές που έδωσαν ο καθένας την δική του διάσταση και ματιά για την σκόνη της μουσικής του δρόμου που φτάνει ως τα χρυσά σαλόνια με το πιάνο και τις φανταχτερές τουαλέτες του Liberace.
Ενδεικτικά ξεκινώντας από τις ταινίες-ντοκιμαντέρ του Scorsese, την σειρά “The Blues: A musical journey” για τα πάθη των νέγρων μέσα από την μουσική και όχι μόνο, πάμε στο “Crossroads” του Walter Hill (1986) για τον μύθο του Robert Johnson, μπορούμε εύκολα όμως να περάσουμε στον πολύ πετυχημένο “O Brother, Where Art Thou?” (2000) των αδελφών Κοέν που γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία και στην Ελλάδα και δείχνει με χιούμορ, μπρίο αλλά και περιπετειώδη διάθεση όπως και πολύ τραγούδι, πως τι κι αν είσαι μια ομάδα «αδικημένων» ληστών αλά Dalton Brothers ή μια μονάδα αλά Averell Dalton, η επιτυχία στην ζωή έρχεται από κει που δεν το περιμένεις.
Αλλά και το δικό μας «Ρεμπέτικο» (1983) του Κώστα Φέρρη γνώρισε τεράστια επιτυχία, αφού τα βιωματικά στοιχεία της ταινίας με τις περιπέτειες της Μαρίκας Νίνου (Σωτηρία Λεονάρδου) απηχούν βέβαια τις γενιές των πατεράδων μας και των παππούδων μας αλλά περνούν κυρίως μέσα από την άνοδο και την πτώση μιας χώρας όπου το λαϊκό και μουσικό δράμα της ταινίας μπλέκετε με τις μοίρες και τις τύχες των απλών ανθρώπων που η δίνη των κοινωνικοπολιτικών αναταραχών δεν αφήνει περιθώρια στους ίδιους να καταλάβουν ότι εκείνη την στιγμή γράφουν την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Την ίδια χρονιά το 1983 ο Νίκος Ζερβός γυρίζει «Τον Δράκουλα των Εξαρχείων» μια αιρετική πολιτικό-καλλιτεχνική σάτιρα που μπλέκει την B-movie ατμόσφαιρα με το Rocky-Horror Show και το «σκυλάδικο», το στοιχείο της παρωδίας και του φανταστικού με το «Φάντασμα της όπερας» και τον «Φρανκεστάιν» αλλά κυρίως την ανατροπή σε όρους και κανόνες κινηματογραφικής γραφής αφού η πορεία ενός μουσικού ζόμπι (βλέπε Πουλικάκος) αλλά και άλλων νεκροζώντανων που θέλουν να κάνουν μουσική «καριέρα» από τον τάφο, κυριολεκτικά, έως την μουσική σκηνή γίνετε μέσα από τον φακό του Νίκου Ζερβού εφικτή. Έτσι αποδεικνύετε ότι αν στην Αμερική τα ζόμπι «δεν είναι χορτοφάγα» στην Ελλάδα του ’80 εκτός από αυτό έχουν και μουσικό «άστρο».
Η κάθε χώρα ανάλογα με το μέγεθος και τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες γεννά ανένταχτους καλλιτέχνες, που άλλοτε η μοίρα, άλλοτε οι καταστάσεις, άλλοτε το ιδιόμορφο και ιδιόρρυθμο ταλέντο του καθενός κάνουν την διαφορά μεγάλη ή μικρή, την επιτυχία ή αποτυχία σημαντική ή αναπόφευκτη, και τον μύθο τραγούδι ή δράμα σε συνέχειες εφημερίδας για αστική κατανάλωση.
Ο Νικόλας Άσιμος – όνομα και πράμα - είναι ένας τέτοιος αστικός μουσικός μύθος και όχι μόνο, που αν και μπορούσε να στοχεύσει πολύ ψηλά, λίγο ο περίγυρος, λίγο οι ανατρεπτικές ιδέες του που πήγαιναν «κόντρα» σε όλες τις μικροαστικές αξίες, λίγο ο «ανάποδος» χαρακτήρας όπως λέμε εύκολα εμείς οι απέξω, τον κράτησαν τον «μπαγάσα» στο περιθώριο, για να γίνει ως συνήθως, νεκρός πλέον, ηγετική μορφή της “cult” αμφισβήτησης χωρίς όμως σαφή θρόνο και αρμοδιότητες. Πιο κοντινό παράδειγμα εναρμονισμένο στις σύγχρονες ελληνικές απαιτήσεις, των παιδιών που ονειρεύονται μεγάλες «καριέρες» με σύνηθες εφαλτήριο talent show, τύπου “the Voice”, “X Factor”, “Rising Star” η περίπτωση του αδικοχαμένου, ευτυχώς για την μουσική “αλλαντοβιομηχανία”, Παντελή Παντελίδη που έξω όντως από τα δόντια των «ξεδοντιασμένων» Master-chef των «επιτυχιών» «όλα τα σφάζω, όλα τ΄ αντιγράφω» Καρβέλα, Φοίβου και άλλων, έβαλε σκυφτός σαν ζυμάρι τον εαυτό του και την μουσική του στο μουσικό mixer που λέγετε Youtube και βγήκε κουλούρι πολυτελείας για εκπαιδευμένους και μη ουρανίσκους σε διάφορες γεύσεις και χρώματα. Το αντίστοιχό του στην Αγγλία του σήμερα, μπορεί να λέγεται Ed Sheeran μόνο όμως όσον αφορά το ξεκίνημα του, τραγουδώντας στους δρόμους του Λονδίνου και αλλού, με μεγάλες διαφορές όμως από κει και πέρα. Πρώτο και κυριότερο, είναι Εγγλέζος και κυρίως ακόμη ζωντανός, αγγλιστί “alive and kicking” δεύτερον ότι τον πρόσεξαν πρώτοι ο Elton John και ο Jamie Foxx και όχι σε δεύτερο χρόνο ο Αντώνης Ρέμος και τρίτον ζήτημα μεγέθους, αγοράς και μπίζνας.
Το σεργιάνι στον κακοτράχαλο δρόμο για την επιτυχία έχει πάντα τίμημα. Από τους υπαίθριους καλλιτέχνες του Καραγκιόζη, του θεάτρου (βλ. μπουλούκια), των αθλημάτων και θεαμάτων της αλάνας, της πλατείας και των πανηγύρεων που στο παρελθόν και στο παρόν, ο αστικός μύθος τους, προφορικός ή γραπτός μεγάλωνε σε αξία όσο εκείνοι γυρνούσαν, γερνούσαν και εξαφανίζονταν. Αρχίζοντας από τον μεγάλο «μάγο» των αποδράσεων Harry Houdini ερχόμαστε στα δικά μας «παιδιά», τον «Τζίμη τον Τίγρη», τον «Τρομάρα», τον «Κουταλιανό» και τον «Σαμψών», τον Ευγένιο Σπαθάρη αλλά και την τεράστια Μαρίκα Κοτοπούλη για τους παλιότερους. Το μεροκάματο με πόνο, η εκμετάλλευση σίγουρη και η δόξα τους θολή.
Στην Rock εργογραφία το να ξεκινάς άσημος από τον δρόμο και να καταλήγεις να παίζεις σε στάδιο για 10.000 άτομα και βάλε (όσα θέλεις… μηδενικά από πίσω), ήταν η ζητούμενη ώθηση για κάθε εκκολαπτόμενο Star.
Τα εξώφυλλα των δίσκων δείχνουν ανάγλυφα διάφορα πορτραίτα όπως, μοναχικών τροβαδούρων (Van Morrison –Saint Dominic’s Rreview -1972), «αναρχικών» groups (Fugs – The Fugs first album -1965), μοναχικών περιπλανώμενων (Nitty Gritty Dirt Band – Uncle Charlie & His Dog Teddy -1970), αλλά και διάσημων που θυμούνται το ξεχασμένο παρελθόν (Creedence Clearwater Revival – Willy and the Poor Boys -1969), σαν αφετηρία στην μουσική διαδρομή αλλά το μέλλον παραμένει πάντα απρόβλεπτο.
Σήμερα αν άκουγα για πρώτη φορά το “Poem on the Underground Wall”(1966) των Simon & Garfunkel δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση, μετά τον εξωραϊσμό όλων των σημαντικών και ασήμαντων Gangsta-Rap groups σε στυλοβάτες του σύγχρονου lifestyle Rap αλλά και την εξάπλωση του Graffiti σαν υποστηρικτική έκφραση της Hip-Hop αστικής κουλτούρας.
Ο Toulouse Lautrec και όλοι οι υπαίθριοι ζωγράφοι της Μονμάρτρης από την μία μεριά και η «βιτριολική» αμφίσημη ακτιβιστική τέχνη του Βρετανού Banski με το stencil από την άλλη δείχνουν τα πόσο νερό έχει κυλήσει στον πολύχρωμο κόσμο της έκφρασης όπως και την διαφορετική αλλά και διαφορική σκέψη, για το που πάνε τα γεγονότα, οι εποχές και οι άνθρωποι, για όπως πολύ ωραία λέει ο φίλος μου ο Ζώρζ Πιλαλί «ήμουν ιπτάμενος αλλά όχι τζέντλεμαν» και όποια συμπεριφορά θες ακολουθείς.
Αν επιστέψουμε στην τέχνη του κινηματογράφου θα αναφέρω τέσσερεις ακόμα θέλω να πιστεύω σημαντικές ταινίες που αποτυπώνουν ξεχωριστά η κάθε μία τις σχέσεις μουσικής-φήμης-πολιτικής-κοινωνίας ξεκινώντας από τον δρόμο και φτάνοντας στον …Θεό και πάλι πίσω. Από το Γιουγκοσλάβικο “Ko to tamo peva”(1980) ελληνικός τίτλος «Το λεωφορείο της συμφοράς» όπου δυο μουσικοί του δρόμου αναζητώντας πάντα την επιτυχία αλλά και καλύτερη τύχη, ταξιδεύουν μ’ ένα λεωφορείο προς το Βελιγράδι το 1940 λίγο πριν μπουν τα γερμανικά στρατεύματα στην πόλη, τα υπόλοιπα … επί της οθόνης. Την ίδια χρονιά (1980) ο John Landis σκηνοθετεί το απρόσμενο για την Universal, Blockbuster “Blues Brothers” που ευτυχώς έφερε σε επαφή όλους εμάς τους διψασμένους για καλή και αυθεντική μουσική με καλλιτέχνες τεράστιου βεληνεκούς – Aretha Franklin, Ray Charles, James Brown, Cab Calloway, John Lee Hooker κ.α.- να τους δούμε όλους μαζί μαζεμένους σε ένα κρεσέντο δράσης, απόδρασης, μουσικής, χιούμορ, σε μια …Θεϊκή αποστολή πού λέει πολλά. Το 1989 ο Φιλανδός Άκι Καουρισμάκι γυρίζει το απρόβλεπτο, άκρως μουσικό και χιουμοριστικό “Leningrad Cowboys Go America” όπου η Οδύσσεια ενός πολυμελούς φόλκ γκρουπ από την Ρωσία, που τους υπόσχονται καριέρα και ονειρεύεται δόξες rock-n-roll stars στην Αμερική, καταλήγει μέσω Μεξικού σ΄ ένα road-bar στην μέση του πουθενά στην Αμερικάνικη ενδοχώρα παίζοντας μια Brass-Rock τσιγάνικη εκτέλεση του “Born to be wild” κάνοντας ένα ακόμη απολαυστικότερο και διδακτικότερο Road-movie. Τέλος το προπέρσινο “Sing Street”(2016) του John Carney μας γυρίζει στο Δουβλίνο του ’80 για να μας δείξει πολύ όμορφα τις μέρες της αλησμόνητης D.I.Y ατμόσφαιρας που υπήρχε στα πράγματα, αφού αρχικά είχαν βάλει το χέρι τους σ’ αυτό πριν οι Sex Pistols, με μια παρέα παιδιών που στήνουν για «πλάκα» μια μπάντα κυριολεκτικά στο δρόμο χωρίς καμία γνώση αλλά με πολύ θράσος, πείσμα και πάθος για να καταλήξουν από τον δρόμο στην ωριμότητα και στην συνειδητοποίηση του ταλέντου τους μέσα από αναπόφευκτες απογοητεύσεις και συγκρούσεις.
Ανένταχτες μουσικές φιγούρες που έγιναν αρχικά αντικείμενο κοινωνικού χλευασμού, λοιδορίας, ρατσισμού αλλά και εκμετάλλευσης είτε έφτασαν πολύ ψηλά, Ella Fitzgerald, Tracy Chapman, είτε παρέμειναν στην σφαίρα της cult στρατόσφαιρας, γιατί απλά ήταν σε «άλλο κόσμο» και «άλλη διάσταση», μη μετρήσιμη με κανόνες management και χειραγώγησης, Moondog, Space Lady, είτε ακολούθησαν συνειδητά αυστηρά προσωπική πορεία αφού δεν ήταν πρόθυμοι με κανένα τρόπο να «ξεπουλήσουν» αρχές και ιδέες στο βωμό μήτε του χρήματος μήτε της δόξας, Jim Page (προσοχή, ουδεμία σχέση με Jimmy Page), Artis the Spoonman, που ξεκίνησαν από τον δρόμο και συνειδητά επιστρέφουν σ’ αυτόν όποτε και όπου το επιθυμούν.
Τελευταίο παράδειγμα, εν τω γίγνεσθαι, η περίπτωση του Άγγλου Benjamin Clementine που από άστεγος ξυπόλητος τροβαδούρος στους δρόμους και το μετρό του Παρισιού καταλήγει με το ταλέντο του ποιητή-τροβαδούρου μουσικού στην εκπομπή του Jools Holland στο BBC to 2013. Από τότε όσοι παρακολουθούν την πορεία του, έχει κάνει και έχουν γίνει πολλά με τον σεμνό Benjamin Clementine πάντα στο προσκήνιο. Ο χρόνος θα δείξει τι «άστρο» έχει τελικά.
Οι εφημερίδες στην Βρετανία όπως η “London Evening Standard” έχουν γράψει και έχουν διαδώσει πολλά για το ταλέντο του. Όπως λέει ο απλός λαός «Από τ’ αλώνια στα σαλόνια», ο χρόνος θα δείξει πολλά, για να χρησιμοποιήσω και ένα παλιό διαφημιστικό σλόγκαν, όπως το πάρει κανείς και όπου μας βγάλει, Follow your Heart.