Ο Κινγκ Κονγκ, ο εμβληματικός γιγάντιος πίθηκος, έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη μεγάλη οθόνη στις 2 Μαρτίου το 1933 στην Νέα Υόρκη, σε μια ταινία που σημάδεψε την ιστορία του σινεμά και έθεσε τα θεμέλια για την παγκόσμια φήμη αυτής της νέας φιγούρας. Δημιούργημα της φαντασίας του Merian C. Cooper, ο οποίος από πολύ μικρό παιδί γοητευόταν από τους γορίλες, ο Κινγκ Κονγκ δεν ήταν απλώς ένα τεχνολογικό επίτευγμα για την εποχή του, αλλά και ένας νέος ήρωας γεμάτος συμβολισμούς για τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τη δύναμη του άγνωστου. Από την εξωτική ζούγκλα του Skull Island μέχρι τους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, ο Κονγκ έγινε σύμβολο δύναμης, τραγικότητας και μυστηρίου .
Η σκηνοθεσία της ταινίας ήταν των Ernest B. Schoedsack και του δημιουργού του Merian C. Cooper και το αρχικό σενάριο ήταν της Ruth Rose, σύζυγος του Schoedsack, ενώ ο Βρετανός συγγραφέας Edgar Wallace συννεργάστηκε με τον Cooper στην σύλληψη της αρχικής ιδέας. Ο David O. Selznick, που ήταν εκτελεστικός παραγωγός στην R.K.O. εκείνη την εποχή, ανέλαβε την παραγωγή. Ήταν και η τελευταία του ταινία σε αυτά τα στούντιο πριν ξαναγυρίσει στην MGM και στον πεθερό του, Louis B. Mayer. Ο Selznick ήταν αυτός που άλλαξε το όνομα της παραγωγής από το "The Beast'' ή το "Kong" που επικρατούσαν στο σενάριο, στο "King Kong".

Τα stop motion εφέ ήταν ιδέα και δημιουργία του Willis O'Brien (ένας καινοτόμος τεχνίτης που δούλευε στον Thomas Edison πριν μπει στο σινεμά) και έφεραν επανάσταση στα ειδικά εφέ, αφήνοντας μια διαρκή επίδραση στον κινηματογράφο. Τα κινούμενα μοντέλα έπρεπε να γυριστούν καρέ-καρέ, με λεπτές ρυθμίσεις μεταξύ της κάθε λήψης. Για τα 24 καρέ που απαιτούνται για να γεμίσει ένα δευτερόλεπτο του χρόνου οθόνης, συχνά χρειαζόταν ένα ολόκληρο απόγευμα γυρισμάτων. Η μάχη του Kong με τον πτεροδάχτυλο, πήρε επτά εβδομάδες για να κινηματογραφηθεί και γενικά η ταινία καθυστέρησε πολύ να μονταριστεί. Η πρωταγωνίστρια Fay Wray, μετά τα γυρίσματα του King Kong, πρόλαβε και γύρισε άλλες τέσσερις ταινίες μέχρι να ολοκληρωθούν τα πρωτοποριακά εφέ στον Κονγκ και να ετοιμαστεί η ταινία για την προβολή της στις αίθουσες Το stop-motion ήταν μια χρονοβόρα μέθοδος οπτικών εφέ που όμως χρησιμοποιήθηκε για πολλές δεκαετίες αργότερα από διάφορους καλλιτέχνες. .
Ο προοδευτικός συνθέτης Max Steiner, με το σκορ του σε αυτήν την ταινία αλλά και στο Bird of Paradise, μια χρονιά νωρίτερα, έθεσε τις βάσεις για την κινηματογραφική επένδυση. Το King Kong ήταν μια από τις πρώτες ομιλούσες ταινίες με ολοκληρωμένη και πρωτότυπη μουσική. Ήταν και ένα από τα πρώτα σκορ με συγκεκριμένα θέματα και μελωδίες που συνδέονταν άμεσα με χαρακτήρες ή σκηνές της ταινίας αντί για την μουσική υπόκρουση που συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Ο Στάινερ αύξησε τον αριθμό των μουσικών στην ορχήστρα δίνοντας ένα πιο συμφωνικό μουσικό αποτέλεσμα ενώ η μουσική επένδυση ηχογραφήθηκε σε τρία ξεχωριστά κομμάτια – ένα για τα ηχητικά εφέ, ένα για τους διαλόγους και ένα για τη μουσική – κάτι που έδινε καλύτερο έλεγχο και ποιότητα στον τελικό ήχο της ταινίας. Ο θρύλος λέει ότι ο σκηνοθέτης Merian C. Cooper πλήρωσε τον Steiner από την τσέπη του, αφού τα αφεντικά της R.K.O. εξέφρασαν την ανησυχία τους για το αυξημένο κόστος παραγωγής.

Η επιτυχία της ταινίας ήταν τεράστια και άμεση. Έκανε πρεμιέρα ταυτόχρονα στα δύο μεγαλύτερα θέατρα της Νέας Υόρκης με συνολική χωρητικότητα περίπου 10.000 θέσεων. Με 10 παραστάσεις την ημέρα κατάφερε να γεμίσει και τα δύο θέατρα και τελικώς να συντρίψει κάθε προηγούμενο ρεκόρ εισιτηρίων, ένα κατόρθωμα εξαιρετικά εντυπωσιακό, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι συνέβη κατά την πιο ζοφερή περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Η επιτυχία της ταινίας γέννησε ένα sequel εννέα μήνες αργότερα, το Son of Kong, σε σκηνοθεσία του Schoedsack και βέβαια ένα multimedia franchise, που περιλαμβάνει remakes, reboots, βιβλία, βιντεοπαιχνίδια, κόμικς, ραδιοφωνικά σίριαλ, animations, αξιοθέατα, παρωδίες και αναφορές. Η επιρροή της ταινίας υπήρξε τεράστια και διαχρονική, κάτι που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, στις 10 Αυγούστου 2004, δύο ημέρες μετά τον θάνατο της Fay Wray, το εμβληματικό Empire State Building έσβησε τα φώτα του ως φόρο τιμής στη μνήμη της.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο μύθος του Κινγκ Κονγκ εξαπλώθηκε σε όλα τα είδη ψυχαγωγίας, από τη λογοτεχνία και τα κόμικς μέχρι τα βιντεοπαιχνίδια και τις σύγχρονες ταινίες, καθιστώντας τον έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους χαρακτήρες στην κουλτούρα μας. Ήταν ένα πολιτισμικό φαινόμενο, που αντικατόπτριζε τη δίψα της ανθρωπότητας για εξερεύνηση, την αγωνία απέναντι στο άγνωστο και την τραγικότητα της σύγκρουσης ανθρώπου και φύσης. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, ο Κονγκ μεταμορφώθηκε από κινηματογραφικό τέρας στον απόλυτο μύθο της ψυχαγωγίας.
Παράλληλα, η επιτυχία και η διαχρονικότητα του Κονγκ ενέπνευσαν αναρίθμητες ιδέες για νέες κινηματογραφικές παραγωγές. Το φαινόμενο ήταν τόσο ισχυρό που οι σκέψεις και τα σενάρια που προτάθηκαν ξεπέρασαν κατά πολύ τον αριθμό των ταινιών που υλοποιήθηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι για κάθε ταινία που γυρίστηκε, υπήρχαν τουλάχιστον δέκα διαφορετικές ιδέες ή προτάσεις που είτε παρέμειναν στα χαρτιά είτε απορρίφθηκαν για διάφορους λόγους. Δεινόσαυροι, μηχανικοί δράκοι, γιγαντιαίες αράχνες και νυχτερίδες, ιπτάμενα ερπετά και άλλα φιδίσια πλάσματα, ο Ταρζάν, ο Φρανκενστάιν, μέχρι και οι κάτοικοι της Ατλαντίδας είχαν μπει στο στόχαστρο για πιθανοί αντίπαλοι του Κονγκ αλλά μείνανε μόνο στα χαρτιά.

Την δεκαετία του 60, η γιαπωνέζικη εταιρία παραγωγής Toho, έβαλε τον Κονγκ να αναμετρηθεί με τον Γκοτζίλα στο King Kong vs. Godzilla (1963) ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα βγήκε και μια δεύτερη γιαπωνέζικη ταινία, το King Kong Escapes, και τα δύο σε σκηνοθεσία Ishirô Honda. Ο Βρετανός σκηνοθέτης John Guillermin σκηνοθέτησε και αυτός δύο ταινίες με τον Κονγκ. Η πρώτη το 1976 με τους Jeff Bridges και Jessica Lange, στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο και δέκα χρόνια μετά ,το King Kong Lives με την Linda Hamilton, που ήταν μια τεράστια αποτυχία. Και οι δύο ταινίες ήταν σε παραγωγή του Dino De Laurentiis. Το remake του 1976 (όπως και του 2005 αργότερα), παρουσιάζουν τον Κονγκ με την ίδια ιδιοσυγκρασία όπως και στην αρχική ταινία, ενώ στο The Son of Kong, ο συμπαθής γορίλας ήταν πιο φιλικός και λιγότερο καταστροφικός.
Με την νέα χιλιετία, ο ΝεοΖηλανδός σκηνοθέτης Peter Jackson, παρουσίασε την δική του εκδοχή της ιστορίας με ένα εντυπωσιακό καστ που περιλαμβάνει Naomi Watts, Jack Black, Adrien Brody, Thomas Kretschmann, Colin Hanks, Andy Serkis και Jamie Bell. Ακολούθησε το Kong: Skull Island το 2017 του Jordan Vogt-Roberts, με άλλο ένα εντυπωσιακό καστ, Tom Hiddleston, Brie Larson, Samuel L. Jackson, John Goodman, Toby Kebbell και John C. Reilly.
Η εκδοχή αυτή αποτελεί μια πιο περιπετειώδη και θεαματική προσέγγιση της ιστορίας, ενταγμένη στο ευρύτερο κινηματογραφικό σύμπαν των τεράτων (MonsterVerse), όπως και οι επόμενες αναμετρήσεις του Κονγκ με τον Γκοτζίλα στις ταινίες του 2021 και 2024. Το Skull Island, ξεχωρίζει αισθητά από τις προηγούμενες εκδοχές, τόσο ως προς την αισθητική όσο και ως προς τη δομή και την αφήγησή της. Αντί να επικεντρώνεται στη δραματική σχέση ανάμεσα στον Κονγκ και τους ανθρώπους, η ταινία εστιάζει στο μυστήριο και την άγρια φύση της Νήσου του Κρανίου, δίνοντας έμφαση στις συγκρούσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, τα τέρατα και το ίδιο το περιβάλλον.

Ο Κονγκ παρουσιάζεται από την αρχή ως ένας τιτάνιος και κυρίαρχος φύλακας του νησιού, με μια περισσότερο θεϊκή παρά τραγική διάσταση, που ενισχύει τον θρυλικό χαρακτήρα του. Το σύγχρονο ύφος της ταινίας, με τα εντυπωσιακά οπτικά εφέ, την καταιγιστική δράση και τον γρήγορο ρυθμό, και τις άκρως εντυπωσιακές μάχες του Κονγκ με άλλα τέρατα, προσφέρει μια φρέσκια και διαφορετική ματιά στον μύθο του. Έτσι, γίνεται ελκυστική τόσο για το νεότερο κοινό, που είναι εξοικειωμένο με την αισθητική των video games, όσο και για τους μεγαλύτερους σε ηλικία θεατές, που θα απολαύσουν τον τεράστιο γορίλα σε μια νέα και συναρπαστική περιπέτεια.
Η πρώτη εμφάνιση του Κινγκ Κονγκ το 1933 υπήρξε καθοριστική για την πορεία της κινηματογραφικής φαντασίας, καθώς ο γιγαντιαίος πίθηκος δεν κατέκτησε μόνο τις οθόνες αλλά και τη φαντασία του κοινού. Η μοναδική του παρουσία, το εντυπωσιακό μέγεθος και η ανθρώπινη τραγικότητα που τον περιέβαλλε δημιούργησαν έναν ήρωα που ξεπέρασε τα όρια του κινηματογράφου. Η επιτυχία της ταινίας έθεσε τον Κονγκ πρωταγωνιστή σε βιβλία, κόμικς, ταινίες, ραδιοφωνικά σίριαλ και, με την πρόοδο της τεχνολογίας, σε βιντεοπαιχνίδια. Οι φανταστικές περιπέτειες του Κινγκ Κονγκ επεκτάθηκαν και εμπλούτισαν την ποπ κουλτούρα, καθιστώντας τον μια από τις πιο αναγνωρίσιμες και αγαπητές φιγούρες στην ιστορία της ψυχαγωγίας.