Ελληνικά τραγούδια ξεχασμένα στον Βάλτο της λήθης

Ελληνικά τραγούδια ξεχασμένα στον Βάλτο της λήθης

Την επιμονή και τον τρόπο της γνώσης μάλλον την κληρονόμησα από τον πατέρα μου.

Την εμμονή με την μουσική, τον κινηματογράφο και την αναζήτηση πέρα από τα γνωστά κανάλια πληροφόρησης μάλλον την οφείλω στις εκπομπές του Γιάννη Πετρίδη στο ραδιόφωνο, αφού εμμονικά σημείωνα ξανά και ξανά -συνήθως ανορθόγραφα- ότι ευκρινώς ή παραμορφωτικά άκουγα πίσω από τις πολύβουες συχνότητες των ερτζιανών, στο διάβασμα, στις διακοπές, στην μεσημεριανή σιέστα, σε απίθανα μέρη και καταστάσεις.

Έμαθα από τον Γιάννη να συνδυάζω το πιθανό με το απίθανο, το εμπορικό με το ανεξάρτητο, την φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια, με το ευρηματικό υπόβαθρο.

Όταν άκουσα σε μια εκπομπή του, τους “Pearls Before Swine” δεν κατάλαβα αρχικά πολλά πράγματα πέρα από την ομορφιά του ήχου τους. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να μάθω ότι τ’ όνομά τους είναι παρμένο από ένα απόσπασμα της επί Όρους Ομιλίας του Ιησού στο κατά Ματθαίον (κεφ 5-7).

Η επί Όρους Ομιλίας χαρακτηρίζεται ως ο καταστατικός χάρτης της Χριστιανικής ηθικής. Από κει και η φράση “Don’t cast Pearls Before Swine” δηλαδή «Μην ρίχνεται μαργαριτάρια μπροστά από τα γουρούνια», απ’ όπου και ο δημιουργός τους Tom Rapp εμπνεύστηκε τ’ όνομα του γκρουπ.

Ο Θεός δεν ρίχνει τα μαργαριτάρια σε εκείνους που δεν τα εκτιμούν. Αλλά σε αυτούς που με πόθο και αγάπη αναζητούν και κρούουν για την αλήθεια, ανοίγει τα μυστικά του δώματα και τους κάνει κοινωνούς των έργων Του.
Όπως οι θησαυροί της πίστης, έτσι και οι θησαυροί της κάθε τέχνης, θέλουν έδαφος αλλά και κατάλληλο υπέδαφος για να στεριώσουν και να γίνουν κατανοητοί στα καθημερινά θεάματα που μας περιβάλλουν.

Την όλη περιέργεια και βασανιστική ανασκαφή μου, κίνησαν κάποιες «ξεχασμένες» ελληνικές ταινίες και κάποια «ξεχασμένα» ελληνικά τραγούδια, που «βρέθηκαν» από το χέρι και την μαεστρία του σκηνοθέτη σε -«Μη τόπος, μη χρόνος. Παρελθόν και μέλλον σε σύγχυση» - όπως χαρακτηριστικά και σουρεαλιστικά αναφωνεί ο ηθοποιός Γιώργος Βουλτζάτης στην cult ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη “No Budget story”.
Τραγούδια, στίχοι και ερμηνείες βρίσκονται «σφηνωμένα» ανάμεσα σε αστεία σκετσάκια ή «ανεξήγητες» σκηνές με κομπάρσους και ηθοποιούς σε κατάσταση αλλά ντ’ άλλων.

tragoydia ksexasmena 1

Στην ταινία του Κώστα Ανδρίτσου «Ποτέ δεν σε ξέχασα»-1962 με τους Δημήτρη Παπαμιχαήλ, Κάκια Αναλυτή, Αλεξάνδρα Λαδικού, Σπύρο Μουσούρη και Διονύση Παπαγιαννόπουλο, έχουμε μια περίπου τυπική δραματική-αισθηματική ταινία, με χαρακτηριστικό τίτλο για να συγκινήσει όλες τις άκαρδες πονεμένες και βασανισμένες υπάρξεις της μεσοαστικής αλλά και λαϊκής κοινωνίας του ’60 στην Ελλάδα.
Ένα ερωτικό τρίγωνο με άνισες γωνίες, μεταξύ του πειστικού ζεν-πρεμιέ Δημήτρη Παπαμιχαήλ (Παύλος) που βασανίζεται να διαλέξει μεταξύ της -εξαναγκασμένης από τον πατέρα της- όμορφης κλεπταποδόχου, Κάκιας Αναλυτή (Κάτια) και της κοσμικής διευθύντριας οίκου μόδας Αλεξάνδρα Λαδικού (Μάρθα).

Σ’ αυτό το κοσμικό, ερωτικό, αστυνομικό και δραματουργικό φιλμ, που περνά από το νεορεαλιστικό νουάρ και πάει μέχρι το αδιέξοδο ερωτικό δράμα, ο θεατής έχει να διαλέξει ρόλους και καταστάσεις, να ταυτιστεί με το μελό και να παρασυρθεί για λίγο μεταξύ αστυνομικού ρεπορτάζ και αναζητήσεων χαμένων προσώπων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού στο παλιό ραδιόφωνο.

Το σενάριο και η σκηνοθεσία του Κώστα Ανδρίτσου έχει μια αξιοπρέπεια και οι καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών κάνουν την ταινία βατή με την μουσική του Γ. Κατσαρού να στέκεται άξια.
Εκεί που όλα δείχνουν ότι η ταινία κορυφώνεται και πάει για να βρει την τελική της «λύση», έρχεται μια ξεκάρφωτη μουσική σκηνή με «πρωταγωνιστές» τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Θάνο Μαρτίνο –σε ρόλο «κιθαρίστα», που γρατζουνά μια κιθάρα – και τον τραγουδιστή Φώτη Δήμα, σε ρόλο ηθοποιού, που κάνει τον τραγουδιστή! να ερμηνεύει το «Μου ‘κλέψαν δυο μάτια» των Κατσαρού-Γιαννακόπουλου.

 

 

Η σκηνή εξελίσσεται σε παραλιακό λαϊκό καφενείο-ουζερί όπου οι τρείς φίλοι τρωγοπίνουν, τσιριτρί-τσιριτρό κάτω από ένα δέντρο κοντά στο κύμα. Το όλο θέαμα γίνεται ακόμη πιο περίεργο με τους στίχους και την ερμηνεία του βαρύτονου Φώτη Δήμα, να παραπέμπει ευθέως σε σπαγγέτι western του Sergio Leone. Άν κλείσεις τα μάτια σου, θα ακούσεις τον καλπασμό του πιστολέρο Clint Eastwood που έρχεται να σώσει τον Παπαμιχαήλ από την ερωτική του μιζέρια. Αντ΄ αυτού όμως, ανοίγοντάς τα, στην οθόνη αντί για σκονισμένο τοπίο με έρημο, κάκτους και σήματα καπνού στους γύρω αμμόλοφους, βλέπεις ξύλινα τραπέζια με ηλιοκαμένους μεροκαματιάρηδες ηλικιωμένους, να σηκώνουν τα ουζοπότηρα εις υγείαν και να εύχονται απροσδιόριστα καλή λύση στο δράμα του έργου. Η όλη ερμηνεία, το ύφος και ο στόμφος των στίχων του Δήμα μου θυμίζει την συνεργασία του τραγουδιστή Peter Tevis με τον Ennio Morricone στα «σκονισμένα» western του Leone.

 

 

Το τραγούδι του Φώτη Δήμα «Μου ‘κλέψαν δυο μάτια» δεν είναι μόνο η μουσική του Κατσαρού που θυμίζει αντί για … Πόρτο-Ράφτη … Νεβάδα, αλλά και οι στίχοι του Γιαννακόπουλου που αντί για ερωτικό Παπαδιαμάντη ας πούμε, θυμίζουν μονόλογο του χρυσοθήρα Humphrey Bogart στο «Ο θησαυρός της Σιέρα Μάντρε-1948»

«Έρμος σκαρφαλώνω στο ψηλό βουνό, άστρα να μαζέψω από τον ουρανό
Μου 'κλέψαν δυο μάτια, μάτια μου πονώ, κι έρμος σκαρφαλώνω στο ψηλό βουνό
Απλώνω τα χέρια, με πόνο στ' αστέρια, μου 'παν πως με τ' άστρα ζει στον ουρανό
κι' έρμος σκαρφαλώνω στο ψηλό βουνό

tragoydia ksexasmena 2

Έχω μια λαχτάρα, μάτια μου κρυφή, στου βουνού να φτάσω την ψηλή κορφή»

Ο Φώτης Δήμας υπήρξε μια σπουδαία αλλά παραγνωρισμένη φωνή τού ελληνικού τραγουδιού, που άρχισε ως θεατρικός τραγουδιστής, σε επιθεωρήσεις και οπερέτες της εποχής . Ερμήνευσε Χατζηδάκι, Κουγιουμτζή, Κατσαρό και συνεργάστηκε με την Ελαφρά Ορχήστρα της ΕΡΑ καθώς συμμετείχε επίσης με επιτυχία σε διάφορα φεστιβάλ της εποχής του. Έγινε περισσότερο γνωστός ως τραγουδιστής της ατυχώς λεγόμενης «ελαφράς μουσικής» αφού η κλασική του παιδεία στο τραγούδι και η βαρύτονη βελούδινη φωνή του, παρέπεμπε στους ξένους μελοδραματικούς βάρδους της εποχής, crooners (Nat King Cole, Sinatra, Perry Como, Tony Bennett, Dean Martin κ.α.)

Από τα μέσα του ’50 μέχρι το 1970 περίπου που σταμάτησε το τραγούδι, καθώς το είδος και οι προσωπικές τους επιλογές περνούσαν κρίση, έκανε κάποια «περάσματα» σε ταινίες όπως αυτή. Προφανώς το κομμάτι «Μου ‘κλέψαν δυο μάτια» που βγήκε σε μικρό δισκάκι στην ετικέτα Fidelity (7207), μάλλον το 1962, ήταν η εμβόλιμη προσπάθεια προώθησης του, μέσω της ταινίας, αφού ούτε τηλεόραση υπήρχε, ούτε video-clip και εξειδικευμένα περιοδικά. Η επιλογή όμως της σκηνής στο «Ποτέ δεν σε ξέχασα» ήταν τόσο αδόκιμη και άσχετη που ξεχάστηκε με το που παίχτηκε . Ίσως αν περιλαμβάνονταν τέσσερα χρόνια αργότερα στο «αγροτικό-western» του Βασίλη Γεωργιάδη «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο»-1966 να είχε μεγαλύτερη απήχηση.

Όλα είναι θέμα επιλογών, διορατικότητας, αλλά και φαντασίας, για να μην πάνε «χαμένα» τα σπουδαία έργα.

Ένα ακόμη τέτοιο «διαμάντι» στον βούρκο της λήθης και της άρπα-κόλα, θα έλεγα, είχε στο ξεκίνημα του και ο Κώστας Χατζής.. Στην δραματική ταινία «Η στοργή»-1965 σε σενάριο και σκηνοθεσία του Ερρίκου Θαλασσινού, τα απίθανα γίνονται πιθανά και τα τραγικά γελοία.

Ο Ερρίκος Θαλασσινός υπήρξε ένας αξιόλογος άνθρωπος του πνεύματος, με πολύπλευρο ταλέντο και δραστηριότητες. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες αλλά τον κέρδισε η σκηνοθεσία, ταυτόχρονα όμως υπήρξε σεναριογράφος, ποιητής και στιχουργός, με μεγάλο ενδιαφέρον για το λαϊκό τραγούδι αφού πολλοί στίχοι «ντύθηκαν» με μουσική από μεγάλους συνθέτες όπως ο Μαρκόπουλος, Θεοδωράκης, Χατζής κα.

tragoydia ksexasmena 3

Η ταινία του «Η στοργή», με ένα σενάριο που «μπάζει» από παντού, με την ανερμάτιστη ζωή δύο απογοητευμένων μουσικών, πατέρα και γιού, αντίστοιχα (Χρήστος Τσαγανέας) & (Γιώργος Καμπανέλλης), γίνεται όχημα στα χέρια του σκηνοθέτη για ν’ ακουστούν καινούργια και παλιά λαϊκά τραγούδια και πολλά άλλα. Στην ταινία, ακούγονται τρία καινούργια τραγούδια σε στίχους του Ερρίκου Θαλασσινού και μουσική του Μαρκόπουλου από τον Πάνο Τζανετή. Τα δύο από τα τρία παραμένουν έως και σήμερα αδισκογράφητα. Ακόμη, σε μια σπάνια εμφάνιση στον κινηματογράφο, η Σωτηρία Μπέλλου με τον Στράτο Παγιουμτζή τραγουδούν τα «Αλήτη με είπες μια βραδυά» και «Ο Μποχώρης». Σε ένα κινηματογραφικό μουσικό κουίζ παροξυσμού, στην ταινία ακούγονται λαϊκά χασικλίδικα instrumental, με αποκορύφωμα τον Κώστα Καζάκο!! να χορεύει μεθυσμένος και αξύριστος και ανατολίτικα oriental και χοροί της κοιλιάς. Το πάζλ της «τρελής» έμπνευσης δεν σταματά εκεί, αφού ακούγεται και κλασική μουσική!! αλλά και γνωστά shake της εποχής για να ξεδώσουν τα ασύδοτα και αλλοπρόσαλλα νιάτα του έργου.

Το μεγάλο κλου όμως της ταινίας βρίσκεται στην αρχή της, όταν κατά την διάρκεια ενός νεανικού πάρτυ στο κήπο μιας αστικής βίλας, με χορό, slow-blues, shake, yanka, βερμούτ και άλλα ηδύποτα, ξαφνικά η Νίτσα Μαρούδα με την τσιριχτή χαρακτηριστική της φωνή –σαν νυφίτσα που λέει και ο Βουτσάς σε άλλη ταινία – αναγγέλλει την έκπληξη της βραδιάς, τον Κώστα Χατζή.

Η ερμηνεία του Κώστα Χατζή στο νυχτερινό πλάνο της ταινίας, στο 1:30¨ περίπου που διαρκεί, αν ήταν ένα αυτούσιο video-clip, θα είχε την δύναμη μιας μπαλάντας του Dylan, ενός ακτιβιστικού λόγου του Gil Scott Heron, μιας blues ελεγείας του Muddy Waters ή ένα αστικό ξέσπασμα κοινωνικής οργής του Jacques Brel.

Αντ’ αυτού η αντιρατσιστική καταγγελία του Κώστα Χατζή στο «Στην γαλανή πλατεία» σε «δολοφονικούς» στίχους του Ερρίκου Θαλασσινού και μουσική του Χατζή, πέφτει στο κενό με τον τρόπο που γίνεται και παρουσιάζεται.
Ο Κώστας Χατζής εμφανίζεται μέσα στον κήπο της βίλλας κάτω από τα δέντρα, σε σκοτεινό πλάνο καθισμένος λυπητερά πάνω σ’ ένα πλαγιασμένο άδειο αλουμινένιο δοχείο γάλακτος (κοινώς γκιούμι), σαν φυλακισμένος πίθηκος σε ζωολογικό κήπο με μια κιθάρα, αφού στην άκρη της βραγιάς υπάρχει αλυσίδα στα χαμηλά κολωνάκια του κήπου. Οι κομψευόμενοι νεαροί θαμώνες του πάρτυ ως ακροατές του, ακούν απρόσωπα και αμέτοχα την συγκλονιστική κατάθεση ψυχής του Χατζή σαν κάτι αξιοπερίεργο και εξωτικό και στο τέλος χειροκροτούν «ύποπτα» καθώς στην συνέχεια, αποσύρονται όλοι ξαφνικά από το πλάνο του κήπου.
Αν υπήρχε τραγούδι διαμαρτυρίας και «σκηνή» στην Ελλάδα, αντίστοιχα όπως στην Αμερική, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και αλλού, για τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, σίγουρα ο Κώστας Χατζής θα ήταν σημαιοφόρος αυτής.
Το στιχουργικό του πάθος, το καυστικό ύφος, η βαριά στεντόρεια φωνή του που αλέθει και ξερνά τις λέξεις σαν βουνίσιος νερόμυλος, η ακουστική κιθάρα που γίνεται φορητό όπλο –όπως έλεγε και ο Woody Guthrie - η ταπεινή αλλά υπερήφανη καταγωγή του, έγιναν τα αδιάλειπτα εφόδια και όργανα μιας καριέρας που κρατά πάνω από 60 χρόνια.
.

 

 

«Στη γαλανή πλατεία γύφτος δεν περπατάει, σπαθί ο Θεός κρατάει, τη ζήση μας μετράει.
Μέσ’ στα λεωφορεία για `μάς δεν έχει θέση, μπαίνει ο Θεός στη μέση, ο κόσμος να μην πέσει.
Γίνε, καρδιά μου, πέτρα κι εσύ, κορμί, μαντέμι, να σηκωθούν οι ανέμοι, ο κόσμος να σε τρέμει.
Είναι μακρύς ο δρόμος, η απονιά μεγάλη, ποτέ ο Θεός δε σφάλλει κι ο ήλιος θα προβάλλει.»

Δεν είναι παράξενο λοιπόν, έτσι όπως παρομοιάστηκε στην ταινία, που το «Στην γαλανή πλατεία» έμενε ακυκλοφόρητο μέχρι το 1990, οπότε συμπεριλήφθηκε σε μια συλλογή τραγουδιών του Χατζή με τίτλο «Σε 4/4», με άλλη «πλούσια» ενορχήστρωση, που προσωπικά αλλοιώνει την αντιρατσιστική καταγγελία και «αφυδατώνει» τους στίχους.

Όπως λέει και ένας άλλος τίτλος ταινίας, αυτή την φορά του James Bond «Τα διαμάντια είναι παντοτινά», πρέπει να συμπληρώσω πως όταν τα έργα είναι αληθινά, οι ταπεινές πράξεις λάμπουν για πάντα, όσο και να τις σκεπάζει ο βούρκος.

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ

ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ

Δείτε ακόμη:

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>> Μέρος 'Α

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>

>>