ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΔΙΟΣ
«Το αγόρι και ο Ερωδιός» είναι η ιστορία του 12χρονου -προσφάτως ορφανού- Μαχίτο Μάκι, στο Τόκυο του ’40. Η μητέρα του χάθηκε σε μια πυρκαγιά πρόσφατα στο Νοσοκομείο του Τόκιο και εκείνος καταλήγει στην ύπαιθρο (με πατρική φιγούρα τον Σόιτσι σύζυγο της νέας εγκύου μητέρα του, της Νατσούκο και αδελφή της μακαρίτισσας μητέρας του). Κάπου ανάμεσα στη θλίψη και το θυμό, αισθάνεται υπαίτιος για το θάνατο της μητέρας του μέχρι τη στιγμή που ένας Ερωδιός θα του κινήσει την περιέργεια και θα τον οδηγήσει σε ένα κόσμο όπου η ζωή και ο θάνατος συναντιούνται.
Η ονειρική λογική της αφήγησης επανεξετάζει θέματα προηγούμενων ταινιών του δημιουργού και στολίζει τον ουρανό της μεγάλης οθόνης με την πολύχρωμη φαντασία ενός 82χρονου σκηνοθέτη που βλέπει -ακόμα- με τα μάτια ενός παιδιού. Είναι σαφώς η πιο προσωπική του ταινία του Μιγιαζάκι: Βαθύτατα υπαρξιακή στο σύνολό της, πολύπλοκη, πολυσύνθετη, πυκνά λεπτομερής σε αφήγηση -και ελαφρώς αργή- στο πρώτο μέρος, που ανταμείβει την υπομονή των θεατών στις τελικές σκηνές που πραγματικά και μεταφορικά σε προσγειώνουν στον σκοπό της ταινίας: την κατανόηση της σημασίας κατάπαυσης του αυτοτιμωρητικού εγωϊσμού.
[Ευκαιρία να γνωρίσετε τα Warawara, κάτι υπέροχα πλασματάκια που στο τέλος της ταινίας ερμηνεύεται η υπόσταση τους υπερφυσικά στο αντίβατο της απλά χαριτωμένης παρουσίας τους].
ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Μια ταινία χωρισμένη σε δύο μέρη: Η tiktokερ Άντζελα υπερ-εργάζεται σε μια εταιρία παραγωγής που έχει αναλάβει μεταξύ άλλων και ένα βίντεο εταιρικής χρήσης για την ασφάλεια των εργατών, φαινομενικά με στόχο την ευαισθητοποίηση των εργατών, στην πραγματικότητα όμως θέλει να ξεπλύνει μια σειρά εργατικών ατυχημάτων που προέκυψαν από τη μη τήρηση των ωραρίων και να εξασφαλίσει τη σιωπή των θυμάτων. Στα ελάχιστα κενά της μέρας της φροντίζει να πηδηχτεί με τον αρκετά μεγαλύτερο της σύντροφο στο αμάξι της, αναλαμβάνει να κλείσει προσωπικές υποθέσεις όπως τη μετακίνηση του τάφου κοντινού της προσώπου σε άλλο νεκροταφείο (καθώς μέρος του νεκροταφείου εξαγοράστηκε από ιδιώτη), ή την ξενάγηση μεγαλοστελέχους πολυεθνικής στην παλιά πόλη του Τσαουσέσκου. Με ένα ιντερνετικό φίλτρο παράγει περιεχόμενο για το διαδίκτυο ως ο φαλακρός μονόφρυδος κάφρος Μπομπίτσα βγάζοντας μονολόγους ανόητου μισογυνισμού με σινεφιλικό αποκορύφωμα τη συνάντηση με τον Χειρότερο Σκηνοθέτη του Κόσμου, τον Ούβε Μπολ. Στο δεύτερο μέρος, σε ένα σταθερό πλάνο, το γύρισμα του εταιρικού βίντεο έρχεται για να σαρώσει κάθε επίπεδο της ανθρώπινης απαξίωσης και εκμετάλλευσης.
Με οξυδερκή εξυπνάδα, μεγάλη αφηγηματική οικονομία και συναρπαστική επιδεξιότητα, ο Ρουμάνος δημιουργός του «Ατυχές Πήδημα ή Παλαβό Πορνό», ο βιτριολικός Ράντου Ζούντε σουβλίζει όλους τους σύγχρονους παραλογισμούς και το κοκορέτσι του είναι πεντανόστιμο. Καταιγιστικά χλευάζει την εκμετάλλευση των εργαζομένων, την εταιρική απληστία, τη χυδαία εμπορευματοποίηση, τον πολιτιστικό μισογυνισμό, το γνήσιο ρουμάνικο ρατσισμό (οι αναφορές στους τσιγγάνους δίνουν και παίρνουν), τη μισαλλοδοξία, το μίσος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και την κενότητα των συνομοσιολόγων του καναπέ. Σε χαμηλής ποιότητας ψηφιακό ασπρόμαυρο, το παρόν συναντάται με το έγχρωμο και γυρισμένο σε φιλμ -δικτατορικό- παρελθόν. Σε αυτή την παλαβή κούρσα, η Ιλίνκα Μανολάτσε στο διπλό ρόλο της Άντζελα/Μπομπίτσα, κουβαλάει στους ώμους της το βάρος της σχεδόν τρίωρης ταινίας που δεν καταλαβαίνεις πως περνάει η ώρα.
ΠΛΑΝΟ 75
Η εκτεταμένη γήρανση των Ιαπώνων αναγκάζει την κυβέρνηση να εφαρμόσει πρόγραμμα εκκούσιας αυτοκτονίας στου άνω των 75 ετών πολιτών της προσφέροντας τους δωρεάν μαζική ταφή, το περιβόητο χάπι και περίπου 1000 ευρώ που μπορούν να ξοδέψουν χωρίς περιορισμούς. Μέχρι η έγκριση της αίτησης τους να προωθηθεί αναλόγως, διορισμένοι υπάλληλοι κατευνάζουν τους φόβους τους σε 15 λεπτα τηλεφωνήματα, υπενθυμίζοντας τους τη δυνατότητα τους να διακόψουν ανά πάσα στιγμή την διαδικασία. Μια 78χρονη γυναίκα, η Μίτσι (Τσίκο Μπάισο), έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο εργασίας/προσφοράς της, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια της, θα διαλέξει αυτό το μονοπάτι. Παράλληλα με την ιστορία της, μια κοπέλα από τις Φιλιππίνες, η θρησκευόμενη Maria (Stefanie Arianne), θα ενταχθεί σε αυτό το σύστημα παρέχοντας υπηρεσίες στο «Πλάνο 75» με σκοπό να μαζέψει χρήματα και να σώσει την κόρη της που χρήζει άμεσης επεμβατικής ιατρικής. Τέλος, ένας υπάλληλος του Plan 75, ο Hiromu (Hayato Isomura), είναι το εξισορροπητικό στοιχείο κοινωνίας/πολιτών.
Ο τερματισμός της ζωής ως επιλογή είναι μέρος της Ιαπωνικής κουλτούρας και συνδέεται συνήθως είτε με τον εσωστρεφή τρόπο ζωής είτε με θέματα τιμής. Φανερά εμπνευσμένο από την «Μπαλάντα του Ναραγιάμα» αλλά και το «Soylent Green», το αθόρυβα τολμηρό αφηγηματικό δημιούργημα οραματίζεται μια λίγο πολύ σημερινή εκδοχή της Ιαπωνίας που προσφέρει υπηρεσίες ευθανασίας στους ηλικιωμένους. Με την επίκληση της δυστυχίας σε ισορροπημένη διαχείριση, στο πλαίσιο της καθημερινής κανονικότητας, χωρίς ίχνος νοσηρότητάς ή δυστοπίας, ο Hayakawa σχολιάζει με ευθύτητα την εργασιακή ρουτίνα και την αναγκαία υποταγή στις κρατικές προτροπές που υποτίθεται προάγουν την προβεβλημένη στο μέλλον δικαιοσύνη.
ΑΡΓΚΑΪΛ
Συγγραφέας με εμπειρία στις ιστορίες κατασκοπίας έχοντας δημιουργήσει δημοφιλή ήρωα στα βιβλία της, τον Αργκάιλ, θα μπει στο στόχαστρο σκοτεινού κυκλώματος που έχει πολλές ομοιότητες με τους χαρακτήρες της. Ίσως η νέα περιπέτεια της τη βοηθήσει και να γράψει το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου της αλλά και να μάθει ποια τελικά είναι.
Αν ψάχνετε μια ταυτόχρονα καταιγιστική αλλά ισάξια ανιαρή ταινία, τη βρήκατε. Αμήχανο χιούμορ που θα έκανε ακόμα και τον Προυστ να ανακαλέσει τον ξανακερδισμένο χρόνο. Ο «Αργκάιλ» έχει χρόνο για σκότωμα και τον τρίβει στη μούρη των θεατών με ξεχειλωμένες σεκάνς, ανερμήνευτες λογικά ανατροπές και μύριες ακόμα αμηχανίες. Το ερώτημα που ακούγεται στην ταινία, «Ποιος ο λόγος της επιτυχίας αν δεν μπορείς να τη μοιραστείς με κάποιον», φοβάμαι δεν θα απασχολήσει τους παραγωγούς.
Αρνητικό πρόσημο: Η Μπράις Ντάλας Χάουαρντ έχει τον ανθρωποδιώκτη, και το σύντομο πέρασμα της Ντούα Λίπα, θυμίζει τα αντίστοιχα της Lady Gaga στα «Machete: Η επιστροφή» και «Αμαρτωλή Πόλη: Η Κυρία Θέλει Φόνο» (δηλαδή αδιάφορα).
Θετικό πρόσημο: Οι Μπράιαν Κράνστον και Κάθριν ο’ Χάρα έχουν άνεση αλλά ασπόνδυλους χαρακτήρες, ο Σαμ Ρόκγουελ -παρά τις ευκολίες του- είναι διεκπαιρεωτικός, η Σοφία Μπουτέλα είναι καλή αλλά λίγη. Το χορευτικό τραγούδι της Αριάνα ΝτεΜπόζ είναι ξεσηκωτικό.
Το πρόσημο του Ελληνάρα: Εμείς πάλι χαιρόμαστε για την ψηφιακή Ελλάδα που ο Ελληνικός καφές είναι Αμερικάνο και η καρυδόπιτα ακούγεται σα γλωσσοδέτης στο στόμα του John Cena.
ΥΠΟΠΤΟΣ
Σαν ένα εκτεταμένης διάρκειας επεισόδιο του «Black Mirror» [που καλή ώρα παίζουμε τώρα στο ertflix], το θρίλερ καταδίωξης του Φίλιπ Μπαραντίνι («Σημείο Βρασμού») με τίτλο «Ύποπτος» προσδοκεί να παρουσιάσει και να κρίνει τους haters και την παραπληροφόρηση. Ύποπτος -αλλά αθώος- παραμένει τρομαγμένος στο σπίτι των γονιών του να φροντίζει τον σκύλο όσο ένα κύμα παραπληροφόρησης τον παρουσιάζει ως βομβιστή (απλά επειδή ταιριάζει φυλετικά στο προφίλ) με αποτέλεσμα η ζωή του και ο προσωπικός του χώρος να απειλούνται ισάξια από διαδικτυακούς ρατσιστές. Με τους φίλους να τον εγκαταλείπουν, τη σύντροφο να τους ακολουθεί και την αστυνομία να του ζητάει να ηρεμίσει «εν υπομονή» γιατί δέχονται πολλές κλήσεις, ο φόβος κορυφώνεται και γίνεται μίσος.
Κάπου ανάμεσα στο «Searching», το «Unfriend» και το «Missing» αλλά και το «Prisoners» και το «Gone Baby Gone», δημιουργείται μια ταινία που φιλοδοξεί να προσομοιάσει στο «Ο Ένοχος». Πριν γίνει ένα εκτεταμένο επεισόδιο του «CSI-Social Media», τα πρώτα 20 λεπτά της ταινίας (συνολικής διάρκειας 88 λεπτών) είναι καταιγιστικά και οριοθετούν τα δεδομένα που θα αξιοποιηθούν και αξιολογηθούν στη συνέχεια της ιστορίας, δυστυχώς όμως το Hate Couture επεμβαίνει και εδώ και από μια ταινία που το θέτει αντιμέτωπο με τις συνέπειες του, το ενδυναμώνει και το καταγγέλλει ταυτόχρονα και ανεστίαστα. Αρχικά συναρπαστικά τακτοποιημένο και εν συνεχεία ξεχειλωμένο, μας μεταφέρει από τον διαδικτυακό τρόμο, στον εκφοβισμό και την σωματική/ψυχολογική βία. Η ταινία αποδυναμωμένη από την κριτική ανάλυση των crime detectives του διαδικτύου που τροφοδοτούν τον άκριτο ρατσισμό ως μαζική κουλτούρα μίσους, μεταμορφώνεται σε ταινία είδους.
.Πηγή: ERTNews.gr Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος