Στου καφενείου
του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος κάθετ' ένας γέρος
με μιαν εφημερίδα εμπρός του,
χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων
γηρατιών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο
χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμη,
και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει πως γέρασε πολύ.
Το νοιώθει, το κοιτάζει.
Κ' εν' τούτοις ο καιρός
που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες.
Τι διάστημα μικρό,
τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται
η Φρόνησις πως τον εγέλα
και πώς την εμπιστευόταν
πάντα - τι τρέλα! -
την ψεύτρα που έλεγε
''Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.''
Θυμάται ορμές που βάσταγε
και πόση χαρά θυσίαζε.
Την άμυαλή του γνώση
κάθ' ευκαιρία χαμένη
τώρα την εμπαίζει.
...Μα απ' το πολύ
να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε.
Κι αποκοιμάται στου καφενείου
ακουμπισμένος το τραπέζι.
Κ. Π. Καβάφης - Ένας γέρος