Αφού έχει ήδη ξεκαθαριστεί ότι η ηδονή δεν αφορά ούτε την κίνηση ούτε τη γένεση, αλλά την ενέργεια, αυτό που θα προστεθεί έχει να κάνει με την ερμηνεία της ηδονής ως μηχανισμού που θα καταδείξει την τελειότητα της ενέργειας που την επιφέρει: «Αυτό όμως μπορεί να γίνει φανερό και από τη στενότατη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην κάθε ηδονή και στην ενέργεια που αυτή η ηδονή την κάνει τέλεια» (1175a 5, 34-35).
Με άλλα λόγια, αν μια ενέργεια προσφέρει ηδονή, είναι απολύτως φανερό ότι η διαρκής επιδίωξή της (λόγω της αντλούμενης ευχαρίστησης) θα κάνει τον άνθρωπο να τελειοποιηθεί σ’ αυτού του είδους την ενέργεια: «Γιατί η οικεία ηδονή αυξάνει την ενέργεια. Ο λόγος είναι ότι όσοι, σε οποιονδήποτε επιμέρους τομέα, ενεργούν με ευχαρίστηση, είναι οι καλύτεροι κριτές και οι ακριβέστεροι γνώστες» (1175a 5, 35-38).
Ο Αριστοτέλης θα φέρει και παραδείγματα: «καλοί, επι παραδείγματι, στη γεωμετρία γίνονται αυτοί που βρίσκουν ευχαρίστηση στο να ασχολούνται με αυτήν – και, φυσικά, αυτοί που κατανοούν καλύτερα τις διάφορες λεπτομέρειές της· με τον ίδιο τρόπο οι φιλόμουσοι, οι φιλοικοδόμοι και οι φίλοι όλων των άλλων τεχνών προκόβουν ο καθένας στη δική του εργασία, ακριβώς γιατί βρίσκουν ευχαρίστηση σ’ αυτή». (1175a 5, 38-42).
Η ηδονή είναι το απαραίτητο στοιχείο όλων των ανθρώπινων ενδιαφερόντων, αφού αν δεν υπήρχε τα πάντα θα οδηγούνταν στην αδράνεια της απόλυτης αδιαφορίας. Από αυτή την άποψη, η ηδονή όχι μόνο δεν είναι κάτι κατακριτέο, αλλά παίρνει διαστάσεις σχεδόν υπαρξιακές ως κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης δράσης. Θα έλεγε κανείς ότι όλα τα επιτεύγματα του ανθρώπου (εν τέλει) οφείλονται σ’ αυτή.
Η ηδονή είναι η αγάπη προς κάποιο πεδίο που καλεί τον άνθρωπο να ενεργήσει. Δηλαδή να κοπιάσει. Ο μόχθος παρουσιάζεται με τρόπο αλληλένδετο με την ηδονή, αφού δεν μπορεί να υπάρξει ενέργεια χωρίς μόχθο.
Κι ίσως εδώ να βρίσκεται η ουσία των πραγματικών ηδονών που εκπληρώνονται μετά από κόπο και προσωπικό αγώνα. Οι ηδονές που μπορεί να νιώθει κανείς χωρίς να κοπιάζει είναι καταδικασμένες στην επιφάνεια, καθώς (σε τελική ανάλυση) στερούνται ενέργειας.
Η ταύτιση της ξεκούρασης ή των ράθυμων σωματικών απολαύσεων με την ηδονή αποτελεί διαστρέβλωση που υποβαθμίζει την ηδονή στην ευτέλεια του ζωώδους. Οι απολαύσεις αυτού του είδους είναι αδύνατο να συγκριθούν με το μεγαλείο της ψυχικής ολοκλήρωσης (ύψιστη ηδονή) που επέρχεται ενεργώντας. Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το μάθει κανείς.
Η άντληση της ηδονής από κάποια ενέργεια είναι που οδηγεί στο οικείο, αφού οικείο είναι αυτό που ο καθένας αρέσκεται να κάνει: «Η ηδονή λοιπόν συντελεί στην αύξηση της ενέργειας, και ό,τι συντελεί στην αύξηση ενός πράγματος, είναι οικείο σ’ αυτό· όταν όμως κάποια πράγματα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος, διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το είδος και τα οικεία τους» (1175a 5, 42 και 1175b 5, 1-2).
Κι ο Αριστοτέλης θα γίνει σαφέστερος: «Το πράγμα γίνεται, νομίζω, ακόμη πιο φανερό, αν προσέξουμε ότι οι ηδονές που προέρχονται από ένα είδος ενεργειών γίνονται εμπόδιο για άλλες ενέργειες. Οι άνθρωποι, επι παραδείγματι, που τους αρέσει πάρα πολύ η μουσική του αυλού, αδυνατούν να δώσουν προσοχή στις φιλοσοφικές συζητήσεις, αν εκείνη τη στιγμή ακούσουν κάποιον να παίζει αυλό, γιατί η μουσική του αυλού τούς ευχαριστεί περισσότερο από την ενέργεια της στιγμής εκείνης· συμπέρασμα: η ηδονή που γεννάει η αυλητική τέχνη φθείρει την ενέργεια που σχετίζεται με τη φιλοσοφική συζήτηση» (1175b 5, 2-8).
Ο άνθρωπος δεν έχει άλλη επιλογή από το να στραφεί προς αυτό που τελικά τον ευχαριστεί. Ο λάτρης του αυλού θα εγκαταλείψει τη φιλοσοφική συζήτηση, όπως ο λάτρης της φιλοσοφίας θα ενοχληθεί από το άκουσμα του αυλού που (ενδεχομένως) του χαλάει τη συγκέντρωση.
Η ηδονή είναι ο παράγοντας που θα καθορίσει την κατεύθυνση των ενδιαφερόντων. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να ευχαριστιέται κανείς από πράγματα που έχουν ποιότητα, αφού θα αναγκαστεί να στραφεί προς αυτά. Αν, αντίθετα, συνηθίσει να ευχαριστιέται από την ευτέλεια, θα επιθυμεί τις ευτελείς ενέργειες.
Όμως, από τις ευτελείς πράξεις γεννιούνται και οι ευτελείς ηδονές. Οι διασκεδάσεις της ευτέλειας από ένα σημείο και μετά δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στην πλήξη, καθώς η ηδονή που προσφέρουν δεν έχει κανένα βάθος. Αντίθετα, οι ποιοτικές ενέργειες γίνονται σύντροφοι ζωής.
Από αυτή την άποψη, εκείνος που γίνεται έρμαιο της ευτέλειας αγνοεί την ίδια τη σημασία της ηδονής, αφού τη συγχέει με τη ρηχότητα της ανούσιας παροδικής ευχαρίστησης. Γι’ αυτό και η ζωή του είναι καταδικασμένη στη φτώχεια, όση περιουσία κι αν διαθέτει. Κι αυτή είναι η μοίρα των απαίδευτων ανθρώπων.
Η απαιδευσιά δεν έχει να κάνει (κατ’ ανάγκη) με το μορφωτικό επίπεδο. Κι ο εξειδικευμένος-βαθύς γνώστης του πιο απαιτητικού επιστημονικού πεδίου μπορεί να είναι επίσης απαίδευτος. Η τεχνοκρατική γνώση που κατέχει μπορεί να τον καταξιώνει επαγγελματικά (κι επιστημονικά), αλλά δε σημαίνει ότι τον διαπλάθει κιόλας. Τα ενδιαφέροντά του μπορεί να είναι εξίσου ευτελή, όπως και οι χαρές που εισπράττει ως προσωπικότητα.
Η τεχνοκρατική αντίληψη της εξειδικευμένης γνώσης δεν πρέπει να συγχέεται με την παιδεία, αφού η παιδεία αφορά την ολοκλήρωση της προσωπικότητας, ενώ η εξειδικευμένη γνώση όχι. Η προσωπικότητα ολοκληρώνεται με την εναρμόνιση του ανθρώπου με τους άλλους και τη μετουσίωση των ερεθισμάτων που δέχεται σε προσωπικό πλούτο. Η εξειδικευμένη γνώση δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σ’ αυτό το αποτέλεσμα.
Ο πετυχημένος χειρούργος δεν είναι βέβαιο ότι το κατανοεί αυτό. Γι’ αυτό και (εν τέλει) μπορεί να είναι και απαίδευτος. Τουλάχιστον, όμως, έχει την επιστήμη του, από την οποία μπορεί να αντλήσει αληθινή χαρά. Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν κατέχει καμία επιστημονική ή τεχνική γνώση και ταυτόχρονα είναι και απαίδευτος. Η ρηχότητα και η πλήξη είναι η μοναδική του προοπτική. Η ευτυχία του είναι κατώτερης ποιότητας, αφού ταυτίζεται με το ευτελές.
Θα έλεγε κανείς ότι η ποιότητα των οικείων ηδονών είναι το ασφαλέστερο κριτήριο της παιδείας. Κι όπως υπάρχουν οικείες ηδονές, έτσι υπάρχουν και οι οικείες λύπες (κι αντιστοίχως οι ξένες ηδονές και λύπες): «Πραγματικά, οι ξένες ηδονές κάνουν αυτό σχεδόν που κάνουν οι οικείες λύπες: οι οικείες λύπες καταστρέφουν τις ενέργειες· αν, επι παραδείγματι, το γράψιμο ή η αριθμητική δεν προκαλούν σε κάποιον άνθρωπο καμιά ευχαρίστηση και, ίσα ίσα, τον στενοχωρούν, αυτός δε γράφει ή δεν κάνει πράξεις αριθμητικής, αφού αυτού του είδους οι ενέργειες τού προκαλούν στενοχώρια» (1175b 5, 18-23).
Α
σφαλώς, δεν μπορούν όλες οι ηδονές να είναι οικείες, αφού δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να αντλούν χαρά από τα ίδια πράγματα. Όμως, όσο πιο περιορισμένες είναι τόσο φτωχότερη γίνεται και η ζωή αυτού που τις κατέχει, αφού οι πηγές της χαράς είναι λίγες. Κι αν εκτός από λίγες είναι και στείρες, τότε η ζωή οδεύει προς τη στέρηση της ηδονής αναζητώντας τη χαρά σε υποκατάστατα. Οι στείρες ηδονές σηματοδοτούν και τη στειρότητα της ζωής. Υπό αυτή τη συνθήκη, η αριστοτελική έννοια της ευτυχίας (ως εξύψωση στο θεϊκό) κρίνεται ιδιαιτέρως επίφοβη.
Κατά συνέπεια οι ξένες ηδονές είναι οι πηγές της χαράς των άλλων, που όμως είναι αδύνατο σε κάποιον να τις ιδιοποιηθεί. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ανεκμετάλλευτες δυνατότητες χαράς. Η παιδεία είναι ο μηχανισμός που διευρύνει την προσωπικότητα μετατρέποντας σε οικείες τις ως τώρα ξένες ηδονές.
Κι αυτή είναι η έννοια του μόχθου, αφού ο μόχθος θα δώσει το βάθος και την ποιότητα του ενδιαφέροντος. Το ζήτημα είναι να μην ταυτίζεται ο μόχθος με τον καταναγκασμό. Γιατί ο καταναγκασμός αποτελεί οικεία λύπη και η επιμονή στη λύπη είναι η ύψιστη δυστυχία.
Όσο πιο πολύ μοχθεί κανείς για κάτι με τη θέλησή του, τόσο βαθύτερα το αγαπά, κι όσο βαθύτερα το αγαπά, τόσο βαθύτερη είναι και η χαρά που εισπράττει κάνοντάς το. Η επιφανειακή ενασχόληση θα φέρει κι επιφανειακή χαρά. Αλλιώς αγαπά κανείς τη μουσική, όταν απλώς ευχαριστιέται ακούγοντάς τη, κι αλλιώς όταν τη σπουδάζει ή όταν μοχθεί να μάθει ένα όργανο και να συμμετέχει στο παίξιμό της. Ο οικειοθελής κόπος κάνει πιο οικεία την ηδονή. Κι αυτός είναι ο αληθινός πλούτος των ανθρώπων.
Οι ηδονές ευτελίζονται όταν κόβουν τους δεσμούς με τις επιταγές της αρετής. Η αρετή είναι η δύναμη που θα δώσει το βάθος και την ποιότητα στις πράξεις, πράγμα που στη συνέχεια θα καθορίζει το βάθος και την ποιότητα των ηδονών.
Οι επαίσχυντες πράξεις θα γεννήσουν και τις επαίσχυντες ηδονές, που για τον Αριστοτέλη δεν είναι ηδονές, αλλά μια κατάφωρη διαστρέβλωση της έννοιας: «Είναι λοιπόν φανερό ότι δεν πρέπει να λέμε ότι είναι ηδονές αυτές που κατά την κοινή ομολογία είναι επαίσχυντες: αυτές είναι ηδονές μόνο για τους διεφθαρμένους ανθρώπους» (1176a 5, 26-29).
Δεν είναι τυχαίο ότι η χαρά των διεφθαρμένων αδυνατεί να έχει διάρκεια, αφού η διαφθορά τους αποτελεί την ύστατη προσπάθεια να εκδηλωθεί η χαρά μέσα σε συνθήκες όπου οτιδήποτε αξιόλογο αποτελεί ξένο. Γι’ αυτό και είναι ασήμαντη. Κι όσο βυθίζεται κανείς στις ηδονές της διαφθοράς, τόσο θέλει και να τις επιτείνει, καθώς το συνηθισμένο δεν μπορεί να φέρει πλέον τη χαρά που έφερνε στην αρχή – επιβεβαιώνοντας την ασημαντότητά του.
Οι ηδονές της διαφθοράς δεν έχουν ούτε βάθος ούτε μόχθο ούτε ψυχική ολοκλήρωση και προσπαθούν να τα αντικαταστήσουν με την κλιμάκωση, που θα δώσει την ψευδαίσθηση της εξέλιξης. Ο διεφθαρμένος δεν έχει άλλη επιλογή από το να γίνεται όλο και περισσότερο διεφθαρμένος. Κι αυτός είναι ο δρόμος της κακίας που επιφέρει το αδιέξοδο, τη φτήνια, τη διαστρέβλωση και την παρακμή, δηλαδή τη δυστυχία.
Όταν αυτού του είδους οι επαίσχυντες ηδονές μετατρέπονται σε κοινωνικό πρότυπο, είναι αδύνατο να μιλάμε για ποιότητα της πόλης, αφού η πόλη καθορίζεται από τις συλλογικές αξίες που προάγει. Η δυστυχία θα είναι συνολική, όπως και το επαίσχυντο της στρέβλωσης, γιατί ο διεφθαρμένος κάνει τους γύρω του δυστυχείς χωρίς ποτέ να ευτυχήσει ο ίδιος. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για την πόλη των τιποτένιων, που δεν έχουν καταλάβει τίποτε για την ανθρώπινη ευτυχία και προσπαθώντας να την επιτύχουν προωθούν αξίες κατορθώνοντας ακριβώς το αντίθετο.
Για μια ακόμη φορά ο Αριστοτέλης βρίσκεται μπροστά στο πρόβλημα της υποκειμενικότητας της ευτυχίας και του πραγματικά ευδαίμονος ανθρώπου. Η τάση των περισσότερων να ταυτίζουν την ευτυχία με την αποφυγή του μόχθου είναι η στρέβλωση που συγχέει τη διασκέδαση με την ευτυχία: «Και όμως πολλοί από τους ανθρώπους που θεωρούνται ευδαίμονες προστρέχουν σ’ αυτού του είδους τις ευχάριστες διασκεδάσεις· αυτός είναι και ο λόγος που οι χωρατατζήδες, τα άτομα που έχουν ευστροφία σ’ αυτού του είδους τις διασκεδάσεις, έχουν μεγάλη υπόληψη στις αυλές των τυράννων· γιατί οι άνθρωποι αυτοί προσφέρουν ευχάριστο τον εαυτό τους σ’ αυτά ακριβώς που οι τύραννοι επιθυμούν, και έτσι οι τύραννοι χρειάζονται να έχουν δίπλα τους τέτοιους ανθρώπους. Έτσι όμως δημιουργείται η εντύπωση ότι οι διασκεδάσεις αυτές αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία της ευδαιμονίας, αφού οι άνθρωποι της δύναμης και της εξουσίας ξοδεύουν σ’ αυτές τον ελεύθερο χρόνο τους – μόνο που αυτού του είδους οι άνθρωποι δεν αποτελούν, μάλλον, κανενός είδους απόδειξη» (1176b 6, 14-21).
Ο τύραννος, ως κατεξοχήν πρότυπο διαφθοράς, είναι ο πρώτος που θα συμβάλει στη διαστρέβλωση της ηδονής. Η συμμετοχή στις σαρκικές ηδονές και στις ανούσιες (πλην πλουσιοπάροχες) συνεστιάσεις της επιφανειακής ευχαρίστησης μετατρέπεται σε σύμβολο επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης.
Για τον Αριστοτέλη αυτοί που ζουν έτσι είναι άνθρωποι κατώτερης ποιότητας, που στην πραγματικότητα αγνοούν της σημασία της ηδονής: «αν οι άνθρωποι αυτοί, μη έχοντας ποτέ γευτεί την αληθινή ηδονή, αυτή που ταιριάζει στους ελεύθερους ανθρώπους, καταφεύγουν στις σωματικές ηδονές, δεν είναι αυτός λόγος οι ηδονές αυτές να θεωρηθούν πιο άξιες για επιλογή και προτίμηση» (1176b 6, 23-25).
Η τιποτένια κοσμικότητα αυτού του είδους, που πολλές φορές υποθάλπει τη διαφθορά, για τον Αριστοτέλη είναι τόσο ασήμαντη που τείνει στο παιδαριώδες: «Εδώ και τα παιδιά, τα πράγματα που έχουν στο χώρο τους κάποια αξία, νομίζουν ότι είναι τα καλύτερα! Όπως λοιπόν είναι άλλα τα πράγματα που έχουν αξία για τα παιδιά και άλλα αυτά που έχουν αξία για τους ώριμους άντρες, είναι λογικό άλλα πράγματα να έχουν αξία για τους κατώτερης ποιότητας ανθρώπους και άλλα για τους σημαντικούς και αξιόλογους ανθρώπους» (1176b 6, 25-28).
Και βέβαια, αν κάποιος θέλει να μάθει ποια είναι τα αξιόλογα πράγματα πρέπει να παραδειγματιστεί από τους αξιόλογους ανθρώπους, δηλαδή αυτούς που κινούνται μέσα στις επιταγές της αρετής: «Όπως λοιπόν το έχουμε ήδη πει πολλές φορές, πολύτιμα και ευχάριστα πράγματα είναι αυτά που είναι τέτοια για τον σημαντικό και αξιόλογο άνθρωπο» (1176b 6, 29-30).
Η ευδαιμονία, ως τελικός στόχος του ανθρώπου, είναι αδύνατο να ταυτιστεί με τη διασκέδαση. Οι άνθρωποι που συγχέουν τις δύο καταστάσεις αγνοούν τις πραγματικές ηδονές, καθώς η ευτυχία είναι η βαθύτερη ηδονή που ενώνει τους ανθρώπους με το θεό, ενώ η διασκέδαση αφορά την επιφανειακή ευχαρίστηση της ελαφρότητας που προσφέρει η ανάπαυλα: «Η ευδαιμονία λοιπόν δε βρίσκεται στις ψυχαγωγικές ασχολίες και στις διασκεδάσεις· θα ήταν, πράγματι, αδιανόητο η ψυχαγωγία και η διασκέδαση να είναι ο τελικός στόχος του ανθρώπου, και ακόμη ο άνθρωπος να μπαίνει σε κόπους και να κακοπαθαίνει μια ολόκληρη ζωή για χάρη της διασκέδασής του. Γιατί –για να το πούμε έτσι– τα πάντα τα προτιμούμε και τα επιλέγουμε για χάρη κάποιου άλλου πράγματος, εκτός από την ευδαιμονία· γιατί αυτή είναι ο τελικός στόχος. Να αγωνίζεται όμως κανείς και να υποβάλλεται σε κόπους για χάρη της διασκέδασης είναι ανοησία, κάτι το εντελώς παιδαριώδες» (1176b 6, 32-38).
Όμως, το ότι η διασκέδαση δεν ταυτίζεται με την ευτυχία και την πραγματική ηδονή δε σημαίνει ότι στερείται νοήματος ή ότι είναι κάτι που πρέπει να απορριφθεί. Ο Αριστοτέλης τη διαχωρίζει από την ευτυχία όχι για να τη ματαιώσει, αλλά για τις αποδώσει τις πραγματικές της διαστάσεις: «Αντίθετα, θεωρείται σωστό “να διασκεδάζει κανείς για να μπορεί ύστερα να επιδίδεται με σοβαρότητα στα έργα του”. Όπως το είπε ο Ανάχαρσης· γιατί η διασκέδαση είναι ένα είδος ανάπαυσης, και καθώς οι άνθρωποι δεν μπορούν να υποβάλλονται ασταμάτητα σε κόπους, έχουν ανάγκη από ανάπαυση. Η ανάπαυση λοιπόν δεν είναι τέλος, αφού γίνεται για χάρη της ενέργειας» (1176b 6, 38-40 και 1177a 6, 1-2).
Γι’ αυτό η ευδαιμονία, σε τελική ανάλυση, αφορά μόνο τους ελεύθερους ανθρώπους, που ξέρουν να ζουν σύμφωνα με τους νόμους της αρετής. Γιατί μόνο ο ελεύθερος μπορεί να κατανοήσει τη σημασία της αυτόνομης ζωής, δηλαδή την ανεξαρτησία που εκπληρώνεται με την ψυχική ισορροπία που προσφέρει η γνώση του εαυτού και η ενέργεια (κόπος) που πρέπει να καταβληθεί για την ύψιστη απόλαυση της πραγματικής ηδονής. Με άλλα λόγια, μόνο ο ελεύθερος γνωρίζει τι σημαίνει να ενώνεται κανείς με το θείο.
Όλοι οι υπόλοιποι είναι καταδικασμένοι στην κατωτερότητα του ανεκπλήρωτου. Εξάλλου, ακόμη και ο δούλος είναι σε θέση να απολαύσει τις σωματικές ηδονές: «Τις σωματικές […] ηδονές μπορεί να τις απολαύσει και το πρώτο τυχαίο πρόσωπο –ακόμη και ένας δούλος– όχι λιγότερο από τον καλύτερο και τον πιο αξιόλογο άνθρωπο· μέρος όμως από την ευδαιμονία του κανείς δεν μπορεί να μεταδώσει σ’ έναν δούλο, εκτός και αν του δώσει τη δυνατότητα μιας αυτόνομης ζωής. Γιατί η ευδαιμονία δε βρίσκεται σ’ αυτού του είδους τις ψυχαγωγικές ενασχολήσεις και στις διασκεδάσεις, αλλά στις σύμφωνες με την αρετή ενέργειες» (1177a 6, 8-13).
Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια», βιβλίο δέκατο, μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, τόμος δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2006.
Του Θανάση Μπαντέ
Πηγή: eranistis.net