Οι Ελληνικές ταινίες του παλιού «καλού κινηματογράφου» όπως συνηθίζεται να λέγεται, συνεχίζουν να συγκινούν γενιές και γενιές αλλά και τα μηχανάκια της AGB.
Πόσες φορές έχουμε δει τα «Χτυποκάρδια στο θρανίο», την «Σωφερίνα», τα «Κίτρινα γάντια», της «Κακομοίρας», το «Μια κυρία στα μπουζούκια», το «Τέντυ μπόι αγάπη μου», το «Τρελός παλαβός και Βέγγος» ή έχουμε μάθει να τις αναγνωρίζουμε ακόμη και με τα παρατσούκλια τους, από χαρακτηριστικές σκηνές ή σπαρταριστές ατάκες που έχουν μείνει στην μνήμη όλων μας σαν προφορικός πολιτισμός.
Έτσι όταν κάποιος αναφέρει τις ταινίες με τις φράσεις «Ο μπακαλόγατος»-Χατζηχρήστος, «Ξέρεις από βέσπα»-Βέγγος, «Πορτοκαλάδα από πορτοκάλι»-Γκιωνάκης, «Έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα»-Βουτσάς, «Στρίβειν δια του αρραβώνος»-Ηλιόπουλος, ή ακόμη «Όχι άλλο κάρβουνο»-Κούρκουλος, ξέρουμε όλοι μας σε ποια ταινία αναφέρεται ο συνομιλητής μας.
Όλος αυτός ο λαϊκός πλούτος του πολιτισμού μας, τα χρόνια κυρίως του ’50, ’60 & ’70 υπήρξε μαζί με τα ζαχαροπλαστεία και τα καφενεία, η φτηνότερη και «ασφαλέστερη» διασκέδαση των Ελλήνων και όλης της ελληνικής οικογένειας από γιαγιάδες και παππούδες έως εγγόνια και δισέγγονα.
Αυτό που έκανε και κάνει τις ταινίες αξιομνημόνευτες και αγαπημένες δεν είναι η πρωτοποριακή σκηνοθεσία, τα ευφάνταστα σενάρια και οι μεγάλοι καρατερίστες επί σκηνής, αλλά ο τρόπος που αποδίδουν την καθημερινότητα, τις καταστάσεις και την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής, η φυσική τους τοποθέτηση στον περιβάλλοντα χώρο, καθώς νιώθεις την ίδια αμεσότητα και συμμετοχή με την οποία αντιμετωπίζει ένας απλός άνθρωπος την ίδια του την ζωή.
Ο κινηματογράφος ως έβδομη τέχνη, αναπλάθει με την τεχνική του όλες τις υπόλοιπες «αρχαίες» τέχνες σ’ ένα κινούμενο καμβά, αποτυπώνοντας ιστορίες και καταστάσεις πολλές φορές χωρίς ξεκάθαρο χρονικό ορίζοντα, έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί και ως τέχνη του μέλλοντος.
Στην Ελλάδα ποτέ δεν έλειψαν τα σπινθηροβόλα πνεύματα, οι μεγάλοι μάστορες του λόγου και του θεάτρου άλλα όσον αφορά αυτή την έβδομη χρηματοβόρα τέχνη, οι ελλείψεις σε τεχνικά μέσα, προϋπολογισμούς και οι συνθήκες λειτουργίας του θεσμού, αλλοίωναν πάντα το αισθητικό, οπτικό και σεναριακό αποτέλεσμα στις κινηματογραφικές παραγωγές.
Παρόλο που οι κινηματογραφιστές, σκηνοθέτες, παραγωγοί και σεναριογράφοι είχαν κυρίως στο μυαλό τους και στις αίθουσες, ως φιλοθεάμον κοινό, τους απλούς διψασμένους έλληνες που συνωστίζονταν μπροστά από το μαγικό πανί του συνοικιακού, επαρχιακού ή και υπαίθριου κινηματογράφου στην πλατεία του χωριού, πολλές από τις ταινίες προσπαθούσαν να αποτυπώσουν μια «ατσαλάκωτη» και «αριστοκρατική» εικόνα, μιας Ελλάδας που υπήρχε τελικά μόνο μέσα στα πολύχρωμα περιοδικά, στις σελίδες των βιβλίων, τοποθετημένη ανάμεσα σε περιπετειώδη κοινωνικά ρομάντζα, κοσμοπολίτικες αστυνομικές περιπέτειες, δακρύβρεχτα μελοδράματα, βερμπαλιστικές κωμωδίες, ενίοτε πασπαλισμένες κομψά με χολιγουντιανή χρυσόσκονη και άρωμα απροσδιόριστης ελπίδας, λέγοντας με άλλα λόγια, πως το αδιέξοδο της ελληνικής καθημερινότητας και φτώχιας είναι γιατί απλούστατα κοιτάμε λανθασμένα τον καθρέπτη του μέλλοντος μας, δηλαδή από την πίσω μεριά του.
Αυτή δεν είναι όμως η γοητεία της αυταπάτης της εικόνας, η τέχνη του ονείρου με ανοιχτά μάτια, του ακατόρθωτου της ευτυχίας, του ξεκαρδιστικά αστείου, του τυφλά βασανισμένου που τελικά βρίσκει το «φως του». Δεν την απολαύσαμε και την αγγίξαμε «προστατευμένοι» από την καρέκλα μας, ως μια πραγματικότητα πάντα ανάλογη με την δόση του «αναισθητικού» της τέχνης που είχε πάρει ο καθένας μας μέσα στην αίθουσα.
Πολλές όμως από τις τεχνικές, τις λήψεις, τα μεμονωμένα σκετς, τα ευρηματικά γκανγκ, ακόμη-ακόμη κάποιες φορές κι ολόκληρα σενάρια ή ιδέες, πρωταγωνιστικοί ρόλοι και χαρακτήρες αλλά και όλη η κοινωνική ταυτότητα του έργου ή το αισθητικό τοπίο στο οποίο τοποθετούσαν οι σκηνοθέτες, κινηματογραφιστές των ελληνικών ταινιών, ήταν παρμένες ως «δάνεια», επιρροές, αισθητικές και σεναριακές «μεταποιήσεις» και «μεταμορφώσεις», από τον ξένο κινηματογράφο.
Στην τέχνη από πού ξεκινά η επιρροή, η ιδέα ή η έμπνευση είναι πολλές φορές δυσδιάκριτο και σε τελική ανάλυση δεν παίζει μεγάλο ρόλο όταν έχουμε μπροστά μας μια καθόλα ολοκληρωμένη δημιουργία και ένα αυθύπαρκτο έργο με σφραγίδα ποιότητας και συνέπειας.
Ο μεγάλος Γάλλος κριτικός Serge Daney (1944-1992) έλεγε : Σε μια τέχνη τόσο λίγο αγνή όσο ο κινηματογράφος, που γίνεται από πολλούς ανθρώπους και με πολλά ετερόκλητα πράγματα, που υπόκειται στην έγκριση του κοινού, δεν είναι άραγε λογικό να σκεφτεί κανείς ότι δεν υπάρχει δημιουργός –δηλαδή, μοναδικότητα – παρά μόνο σε σχέση μ’ ένα σύστημα –δηλαδή ένα πρότυπο? Δημιουργός δεν είναι μόνο αυτός που βρίσκει την δύναμη να εκφραστεί σε πείσμα και εναντίον όλων, αλλά και αυτός που, μέσα από την έκφραση του, καταφέρνει να πάρει την σωστή απόφαση, ώστε να πει την αλήθεια για το σύστημα από το οποίο αποσπάται.
Στα παραδείγματα της έμπνευσης, αντιγραφής, μίμησης, μεταποίησης ή ιδιοποίησης με σκοπό την παραγωγή και δημιουργία ενός νέου κινηματογραφικού αφηγήματος δεν θα σταθούμε απέναντι στο έργο κανενός, με το καχύποπτο μάτι του εξειδικευμένου κριτικού που ανακαλύπτει ως άλλος Σέρλοκ Χολμς από την στάχτη της γόπας ή από τις τρίχες της περσικής γάτας πάνω στο πατάκι της εξώπορτας, το «έγκλημα» του Έλληνα σκηνοθέτη πάνω στο «πτώμα» της σκηνής, του γκάνγκ ή της ιστοριογραφίας σε κάτι που μοιάζει, περισσότερο ή λιγότερο γνώριμο ή αναγνωρίσιμο απ’ αυτά που έχουμε δει στην οθόνη από την «πένα» ενός αλλοδαπού σκηνοθέτη, σεναριογράφου ή επιμελητή. Στην οποιαδήποτε τέχνη όλα τα μεγάλα έργα «γεννιούνται» με ποικίλους τρόπους όπου οι συμπτώσεις, οι εποχές, τα γεγονότα, ένα όνειρο, μια εικόνα ή μία λέξη είναι ικανά για τον θεράποντα της ίδιας τέχνης να παραγάγει εξίσου ένα νέο αυθύπαρκτο και ολοκληρωμένο έργο που οι λέξεις αντιγραφή, μίμηση ή κλοπή φαντάζουν δόλιες, εμπαθείς ή και προμελετημένες.
Για την ιστορία και όχι μόνο, ας δούμε κάποια «παραδείγματα» που αν μη τι άλλο αποδεικνύουν ότι τελικά στην τέχνη η παρθενογένεση είναι άπιαστο όνειρο και ο χρόνος τελικά δείχνει μόνο την πραγματική αντοχή των έργων.
Πάμε σε μια διαχρονικά αγαπημένη ελληνική ταινία, που και σήμερα προκαλεί το αυθόρμητο γέλιο μας παρότι έχουν περάσει σχεδόν 62 χρόνια από την πρώτη της προβολή.
«Η κυρά μας η μαμμή» της Φίνος-Φιλμ σε σενάριο και σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου έκανε πρεμιέρα στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1958. Τους βασικούς ρόλους στο έργο κρατούσαν ο Ορέστης Μακρής, ως συνταξιούχος γυναικολόγος (Λυκούργος Μπέκος) και η Γεωργία Βασιλειάδου ως διπλωματούχος μαία (Καλλιόπη Μουστάκη). Όταν ο Ορέστης Μακρής μετακομίζει από την Αθήνα με την οικογένεια του, στο χωριό της γυναίκας του (Ελένη Ζαφειρίου) για να ανοίξει ιατρείο στην Λεστινίτσα, εκεί έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με τον «αντίπαλο» του στο χωριό, την μαμμή Γεωργία Βασιλειάδου, που έχει τις λύσεις για όλες τις αρρώστιες και όλα τα βάσανα που απασχολούν τους χωρικούς. Εκμεταλλευόμενη την αφέλεια, την αγραμματοσύνη, την αμάθεια, την ευκολοπιστία αλλά κυρίως τις προλήψεις και αντιλήψεις των χωρικών εκείνης της εποχής , λύνει & δένει, ξεγεννώντας, «προβλέποντας» ταχυδακτυλουργικά ακόμη και το φύλο των εγκύων, μοιράζοντας γαλάζιες χάντρες για ξεμάτιασμα ως ασπίδα προστασίας δια πάσα νόσο. Μάταια ο Μακρής προσπαθεί να πείσει για την χρησιμότητα της επιστήμης και ότι δεν μπορεί να γίνει κάποιος καλά με χάντρες και μεταξωτές κορδέλες.
Το ειδύλλιο της κόρης του (Ξένια Καλογεροπούλου) και του ωραίου φοιτητή της ιατρικής - ατυχώς γιου της μαμμής (Δημήτρη Παπαμιχαήλ)- περιπλέκουν τα πράγματα περισσότερο. Τα αστεία επεισόδια που διαδραματίζονται στο χωριό, με τον γιατρό να ξεγεννά την γελάδα του ξαδέλφου του, την μαμμή με τον γιατρό να διαπληκτίζονται τι ακριβώς θεράπευσε τον πυρετό ενός μικρού αγοριού (Βασίλης Καΐλας), καθώς και το ιατρικό συμβούλιο της μαμμής με τον γιατρό, στο σπίτι του άρρωστου δημάρχου (Γιώργου Δαμασιώτη) πάνω από το προσκεφάλι του πόνου με όλο το χωριό να παρακολουθεί και να μπιζάρει, είναι κάποια από τα σπαρταριστά σκετς του έργου που έχουν μείνει ακόμη αξέχαστα στην μνήμη μας και θα παραμείνουν εκεί για χρόνια ακόμη.
Η αγωνιώδης προσπάθεια του Ορέστη Μακρή, είναι η προσπάθεια όλης της μεταπολεμικής Ελλάδος να ορθώσει ανάστημα και να μετέλθει σύγχρονες πρακτικές και αντιλήψεις, ξεριζώνοντας προλήψεις για βασκανία, βότανα και ξεμάτιασμα που βρίσκονται βαθιά ριζωμένα στο θυμικό και την καθημερινότητα του κόσμου της υπαίθρου έως και σήμερα. Η περιπετειώδης εγκυμοσύνη της Ξένιας Καλογεροπούλου από τον «απρόσεκτο» Δημήτρη Παπαμιχαήλ εκτός γάμου, ανασύρει στην επιφάνεια ένα κοινωνικό ταμπού και θα χρειαστεί να επέμβει ο σεναριογράφος Αλέκος Σακελλάριος για να συμφιλιώσει οικογένεια, δεισιδαιμονία και αγάπη κάτω από την ίδια στέγη. Στο τέλος του έργου όμως έρχεται το χάπι-εντ, η μαμμή και ο γιατρός γίνονται συμπέθεροι, η κόρη και ο φοιτητής παντρεύονται, τα χρηστά ήθη της εποχής αποκαθίστανται και ζήσαν αυτοί καλά και ‘μείς καλύτερα.
Όλα κυλούν «ρολόι» και ο Σακελλάριος μας παραδίδει μια πανέξυπνη ηθογραφική κωμωδία, που σκιαγραφεί μοναδικά την κοινωνία της μεταπολεμικής Ελλάδος, ξεκινώντας από την «πολιτισμένη» Αθήνα για να καταλήξει στις λαγκαδιές, τα χωμάτινα ρουμάνια, με τα λιθόκτιστα σπίτια και τα αφώτιστα σοκάκια της Λεστινίτσας. Ισοπεδωτική, η καταγγελτική χρηστομάθεια του Ορέστη Μακρή που συγκρούεται με την χειμαρρώδη και αμίμητη Γεωργίας Βασιλειάδου, φτιάχνοντας ένα εκρηκτικό μείγμα εικόνας και λόγου.
Παρότι ο Αλέκος Σακελλάριος ήταν και είναι ένας καθόλα αναγνωρισμένος άνθρωπος της πένας και του λόγου και δευτερεύοντος πιστεύω καλός σκηνοθέτης, στο συγκεκριμένο έργο, που δεν πρόκειται για μεταγραφή θεατρικού, πέφτει, άγνωστο γιατί, στην σεναριακή τρύπα της «αντιγραφή» μιας ιταλικής κωμωδίας, της ακριβώς προηγούμενης κινηματογραφικής χρονιάς από την γειτονική μας Ιταλία.
Πρόκειται για την ταινία «il medico e lo stregone» - «Ο γιατρός και ο μάγος» που παίχτηκε στην Ιταλία τον Δεκέμβριο του 1957 και στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1958 με τον ατυχή, όπως πάντα τίτλο για τα δικά μας δεδομένα, «Ο τυχοδιώκτης της πεντάρας», σε σκηνοθεσία του Mario Monicelli και σενάριο του ιδίου και άλλων τεσσάρων συνεργατών του. Τους βασικούς ρόλους κρατούν δύο «τεράστιοι» ηθοποιοί. Ο Marcello Mastroianni (στο ρόλο του γιατρού) και ο Vittorio De Sica (στο ρόλο του μάγου).
Το σενάριο και η κινηματογραφική εξέλιξη της Ιταλικής ταινίας δεν έχει απλώς θεαματική συγγένεια με την «Κυρά μας την μαμμή», αλλά είναι σαν έχουμε επί οθόνης διζυγωτικά δίδυμα, δύο μεγάλων παραμυθάδων της οθόνης του Σακελλάριου και του Monicelli.
Στην υπόθεση του «il medico e lo stregone», ο νεαρός γιατρός Francesco Marchetti (Marcello Mastroianni)
διορίζεται αγροτικός γιατρός στο χωρίο Pianetta. Εκεί βρίσκεται αντιμέτωπος με τον πρακτικό θεραπευτή του χωριού Antonio Locoratolo (Vittorio De Sica) ο οποίος «θεραπεύει» τους πάντες και τα πάντα, με οποιονδήποτε θαυμαστό, ταχυδακτυλουργικό και ευφυές κατασκεύασμα επινοεί, από μαντζούνια, ξεμάτιασμα, ελιξίρια, φυλακτά, πλασάροντας τα ως «μοναδική» και αλάνθαστη συνταγή, στηριζόμενος την αφέλεια των χωρικών αλλά και την μαεστρία του στην πειθώ. Ο αγώνας απέναντι στον γιατρό είναι άνισος καθώς ο «μάγος» κάνει ότι μπορεί για να υπονομεύσει το κύρος και την επιστήμη του αντιπάλου του, με γνώμονα το εύκολο κέρδος.
Στήνει ολόκληρο σκηνικό σωτηρίας, με τον δήθεν «άρρωστο» δημοτικό υπάλληλο Umberto, για να εξευτελίσει μπροστά στα μάτια των κατοίκων ως «ανειδίκευτο» και «ανάξιο» τον γιατρό, ξεματιάζει και «θεραπεύει» με μαεστρία κάθε ζωντανή ύπαρξη αλλά στο τέλος φεύγει νικημένος από την επιστήμη, εγκαταλείποντας το χωριό.
Οι ομοιότητες με την «Μαμμή» είναι παραπάνω από σεναριακά οφθαλμοφανείς και σκηνοθετικά πρόδηλες.
Από την σκηνή με το λεωφορείο, που ο γιατρός Marcello Mastroianni φτάνει στο χωριό, μέσω ενός υποτυπώδους επαρχιακού δρόμου όπως στην Λεστινίτσα, η ίδια η μορφολογία των δύο χωριών Pianetta-Λεστινίτσα, οι χαρακτήρες των ηρώων, τα κοινωνικά επεισόδια που δημιουργούνται στα δύο έργα και φυσικά ο τρόπος με τον οποίο οι αντικρουόμενοι χαρακτήρες δίνουν λύση και οι διέξοδοι που παίρνουν τα αστεία σκετς.
Η Ιταλική ταινία αν και παίχτηκε στην Ελλάδα δεν είχε απήχηση, αλλά ούτε και στην Ιταλία, εξαιτίας ίσως του γεγονότος ότι, το 1958 που παιζόταν στην Ελλάδα «Η κυρά μας η μαμμή» ο Mario Monicelli είχε γυρίσει ήδη την αριστουργηματική κωμωδία «Ο κλέψας του κλέψαντος» που ήταν υποψηφία για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας με τον Marcello Mastroianni και την Claudia Cardinale.
Πιο πιθανό λοιπόν ήταν κάποιος να δει και να θυμάται το «Ο κλέψας του κλέψαντος» παρά το «il medico e lo stregone» ως «Τυχοδιώκτης της πεντάρας».
Την ταινία μπορείτε να δείτε με ελληνικούς υπότιτλους στο Youtube εδώ:
Άλλη μια αγαπημένη ελληνική κωμωδία της «χρυσής» περιόδου είναι το «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια» -1965 σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου. Κλασσική «θεραπευτική» και «τρελλή» κωμωδία που σε βγάζει από το αδιέξοδο τι θα δεις ένα βράδυ που βαριέσαι και σ’ έχει πάρει από κάτω. Βασισμένο στο θεατρικό έργο των Τσιφόρου-Βασιλειάδη «Oι Γυναίκες προτιμούν τους Σκληρούς» που ανέβηκε με τον θίασο της Βίλμας Κύρου το 1964 στο Θέατρο Φλορίντα Εκείνη την χρονιά το έργο δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία, πιθανόν γιατί το αρχικό κείμενο έτσι όπως παρουσιάστηκε από τον θίασο, το έκανε ακόμη πιο άνευρο και αδύναμο. Έπρεπε να το αναλάβει ο Ντίνος Δημόπουλος, να αλλάξει τον τίτλο και την διανομή των ρόλων και να αφήσει τους ηθοποιούς να ξεδιπλώσουν το «τρελό» τους ταλέντο στο έγχρωμο πανί της οθόνης.
Η ταινία είναι ένα αδιάλειπτο εύρημα από την αρχή ως το τέλος. Μια πολιορκητική μηχανή γέλιου, απρόβλεπτων ερμηνειών και ασύλληπτων γκανγκ που κάνει και τον πιο δύσκολο θεατή να γελάσει.
Στην ταινία η κακομαθημένη Μίκα (Τζένη Καρέζη) ετοιμάζεται να παντρευτεί από οικογενειακό συμφέρον τον «πέρα-βρέχει» εφοπλιστή Μίκη (Δημήτρη Καλλιβωκά) προστατευόμενο της μάνας της. Επειδή όμως η τρέλα δεν πάει στα βουνά και συνήθως μας «κτυπά» μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, σ΄ μια αψυχολόγητη παρόρμηση την παραμονή του γάμου, εν μία νυκτι, γνωρίζει και παντρεύεται ξαφνικά τον «σκληρό άντρα» Ανδρέα (Αλέκο Αλεξανδράκη). Στην επιστροφή στο σπίτι, πρέπει να εξηγήσει στον εαυτό της και την οικογένεια της γιατί το έκανε. Έτσι καταφεύγει στην αμίμητη ατάκα μπροστά στους δύο, «από εδώ ο αρραβωνιαστικός μου, από εδώ ο άντρας μου». Όταν έρχονται οι γονείς της, ο μόνιμα απελπισμένος βιομήχανος πατέρας Στέλιος ή Λιόλιος (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος), που βρίσκεται ένα βήμα πριν την νευρική κατάρρευση και ή πάντα «ντοπαρισμένη» μάνα «Πάστα Φλώρα» (Μαίρη Αρώνη), τα πράγματα περιπλέκουν ακόμη περισσότερο.
Στο σκηνικό προστίθενται ή μικρή αδελφή της Μίκας, η «επαναστατημένη» Σίσσυ (Κατερίνα Γώγου) με τον ξεκούδουνο πλεί-μπόι Μίλτο (Αλέκο Τζανετάκο), που πάσχουν όλη από την ίδια ασθένεια, του αθεράπευτου παραλογισμού. Οι ισορροπίες χάνονται για πάντα στο έργο, όταν η υπερβολή και το παράλογο πέφτουν πάνω στον ογκόλιθο που κρατά τα σκήπτρα της «τρέλας» και ακούει στο απίθανο όνομα «Πάστα Φλώρα» (Μαίρη Αρώνη). Στο σημείο αυτό ο θεατής απολαμβάνει ένα από τα καλύτερα σόλο ερμηνείας στον ελληνικό κινηματογράφο..
Ο «σκληρός» Ανδρέας (Αλέκος Αλεξανδράκης) βάζει όμως σκοπό να ημερέψει το θηριοτροφείο της τρέλας, με την βοήθεια του πεθερού του Στέλιου (Διονύσης Παπαγιαννόπουλος),. Με όπλα την ανθρώπινη ζήλεια, την αγάπη, τις μηχανορραφίες αλλά και τα χαστούκια – δοκιμασμένη συνταγή του ελληνικού κινηματογράφου – ξαναφέρνει τις ισορροπίες κατά το δυνατόν.
Την κριτική, στην απίθανη αυτή κωμωδία, πιστεύω ότι δίνει επιγραμματικά ο «τρελός» Νικήτας Πλατής, σ΄ ένα μονόλογο δοκησισοφίας στο έργο «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» -μέσω της πένας πάλι του Σακελλάριου -όπου μπροστά στον έκπληκτο Ντίνο Ηλιόπουλο λέει ο «ψυχίατρος» - Ν. Πλατής : «Και τι πάει να πει τρέλα; Η τρέλα είναι η λογική των ολίγων. Και τρελός είναι εκείνος που διαφωνεί με τους πολλούς. Ερωτάται όμως: Είναι πάντοτε τρελός αυτός που διαφωνεί με τους πολλούς;»
Μπροστά σε τέτοια «επιχειρήματα» ποιος μπορεί ν΄ αντέξει.
Αν θέλουμε όμως ν’ αναζητήσουμε τις αρχικές κατευθυντήριες γραμμές και επιρροές του Ντίνου Δημόπουλου για την μεταστροφή του θεατρικού αυτού σεναρίου, σε «διαστροφή» «ανδρισμού» και κωμικών παρεξηγήσεων, πρέπει να πάμε πίσω στο 1936, στην Αμερική στα χρόνια του Ρούσβελτ, της λογοκρισίας στην τέχνη και του κώδικα Hays.
Η ταινία στην οποία στηρίχτηκε και απ’ όπου εμπνεύστηκε ο Ντίνος Δημόπουλος είναι το φιλμ “My man Godfrey” –«Ο άντρας μου ο αλήτης» του Gregory La Cava του 1936, βασισμένο σε μια νουβέλα της προηγούμενης χρονιάς, το “1101 Park Avenue” του Eric Hatch. Με πρωταγωνιστές το δίδυμο στην ζωή και στην σκηνή William Powell (Godfrey “Smith” Parke) & Carole Lombard (Irene Bullock), η ταινία χαρακτηρίζει μια εποχή και ένα στυλ κωμωδίας που γεννήθηκε στη Αμερική μετά το κραχ του 1929, την ρομαντική σοφιστικέ κωμωδία με «τρελό» ρυθμό, γνωστή με τον κινηματογραφικό όρο screwball comedy. Μετά το κραχ η ανεργία και η ανέχεια μαστίζει την Αμερική, με τις ανισότητες να διευρύνονται όλο και περισσότερο ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα. Οι «έξυπνες» & «γρήγορες» κωμωδίες με τα ευφυή σενάρια και τις μανιέρες των ηθοποιών να γεφυρώνουν με εξωφρενικό σε σύλληψη τρόπο, το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών, κάνει το θεατή να ξεχνά με όμορφο τρόπο το πραγματικό του πρόβλημα.
Η βαθύπλουτη οικογένεια των Bullock, με πατριάρχη τον «χαμένο» στον κόσμο των επιχειρήσεων και της αλλοπρόσαλλης οικογένειας του, Alexander Bullock (Eugene Pallette) και της μόνιμα «ξεχασμένης» συζύγου Angelica Bullock (Alice Brandy), συμπληρώνεται από δύο κακομαθημένες και αλαφροΐσκιωτες κόρες την Irene Bullock (Carole Lombard) & Cornelia Bullock (Gail Patrick) που διαγωνίζονται μεταξύ τους για τα σκήπτρα του παραδοξου. Στον κόσμο τους μόνο οι κοσμικές συγκεντρώσεις, τα δώρα, τα πάρτυ, τα ευφάνταστα ρούχα, τα καπρίτσια και οι τρελές απαιτήσεις μπορούν, έστω για λίγο, να σπάσουν την μονοτονία και την πλήξη του -κολυμπώ μέσα στα πλούτη χωρίς να δεν ξέρω μπάνιο, αλλά δεν με νοιάζει. Στην ταινία, σ’ ένα «παιχνίδι» εύρημα, βρίσκω τον πιο «ξεχασμένο άνθρωπο» στον πλανήτη γη, τον φέρνω στο πάρτι και κερδίζω «ασημένιο μανταλάκι», η Irene Bullock σε κόντρα με την αδελφή της για το «τρόπαιο», βρίσκει στον σκουπιδότοπο του Μανχάταν τον άνεργο τρωγλοδύτη «αλήτη», Godfrey (William Powell), που απλώς όμως υποδύεται τον ξεπεσμένο για να δοκιμάσει αν αντέχει την φτώχια των πολλών. Σ’ ένα ράλι παραλογισμού προσφέρει στον «ελεεινό» Godfrey, την θέση του μπάτλερ στην οικογένειά της.
Στο «φτωχικό» της παλάτι μπαινοβγαίνουν διάφοροι τύποι, όπως ο προστατευόμενος της μαμάς, Carlo (Mischa Auer), φίλοι, υπηρέτες και ένα άλογο! που ξεκουράζεται στην βιβλιοθήκη. Μέσα στην δίνη αυτή, ο Godfrey προσπαθεί στωικά να μην παρασυρθεί από το αξιαγάπητο χάος που ξεχειλίζει κάθε σκηνή της ταινίας, με τον σκηνοθέτη σ’ ένα κρεσέντο αυτοσχεδιασμού, σκηνικών και ανθρώπων να κάνει τ’ αδύνατα δυνατά και τ’ απίθανα αξιοζήλευτα. Στο τέλος ο ευγενής «αλήτης» Godfrey κερδίζει την καρδιά της Irene Bullock (Carole Lombard) και με τα χρήματα , που πάντα περισσεύουν στο Αμερικάνικο όνειρο, χτίζει μια συνοικία για απόκληρους, ώστε το αύριο των δυστυχισμένων να έχει «φως».
Η ταινία ήταν υποψήφια για έξη (6) Όσκαρ, αλλά παραδόξως δεν κέρδισε κανένα. Παραμένει όμως έως σήμερα η απόλυτη screwball κωμωδία.
Την ταινία μπορείτε να δείτε με ελληνικούς υπότιτλους στο Youtube εδώ:
Τα σημεία στα οποία το “My man Godfrey” αγγίζει, εφάπτεται και πολλές φορές ταυτίζεται με το «Μια τρελλή τρελλή οικογένεια» είναι πολλά και ευδιάκριτα. Ο «σκληρός» Αντρέας (Αλεξανδράκης) με τον ευγενή και απαθή Godfrey (Powell), οι δύο κακομαθημένες αδελφές Μίκα-Σίσσυ με τις επίσης ομοιοπαθείς Irene-Cornelia Bullock. Οι πλούσιοι οικογενειάρχες που έχουν χάσει «τ’ αυγά και τα πασχάλια», οι ασυναγώνιστες «άτρωτες» και «ατρόμητες» μανάδες, Angelica Bullock (Alice Brandy) και η «Πάστα Φλώρα» (Μαίρη Αρώνη), ως αλληλοσυμπληρούμενα alter-ego η μία της άλλης. Ακόμη και οι προστατευόμενοι ξεκάρφωτοι «μαϊντανοί», Μίκης (Δημήτρη Καλλιβωκά) και ο σπουδαγμένος Carlo (Mischa Auer), ταιριάζουν απόλυτα στον καμβά αυτής της ενορχηστρωμένης παράνοιας που ξεσπά σε απανωτά σπαρταριστά κοκτέιλ τρέλας.
Ο Δημόπουλος «διάβασε» όσο έπρεπε την ταινία και την προσάρμοσε στο περιβάλλον της εποχής, βάζοντας και βγάζοντας το καλύτερο εαυτό από τους «επιβάτες» αυτής την εκτροχιασμένης κωμωδίας.
Δίκαια η «τρελή οικογένεια» διεκδικεί λάφυρα μοναδικότητας και πρωτοτυπίας στον ελληνικό κινηματογράφο. Άλλωστε είπαμε και στην αρχή πως η παρθενογένεση στην τέχνη έχει μεγάλη σχέση με την αντοχή στον χρόνο και οι ελληνικές ταινίες αντέχουν και θα αντέχουν για πολύ ακόμη.
Βέβαια υπάρχουν και άλλες ελληνικές ταινίες που μιμούνται, αντιγράφουν ή «φέρνουν» στο νου μας ξένα πρότυπα, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά. Ο δρόμος της τέχνης ποτέ δεν είναι ένας εύκολος κουραστικός μονόδρομος, γιατί τότε δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον.
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΟΛΟΓΚΑΣ
Δείτε ακόμη:
>> Covid-19: Φωτογραφίες και αφίσες του παρελθόντος για την πανδημία που ταλαιπωρεί όλους μας
>> Ταινίες για όλους χωρίς... Ιούς
>> Κόψτε το κάπνισμα... Αλλά με στυλ
>> Κουίζ: Εσείς μπορείτε να βρείτε τα εξώφυλλα στη βιτρίνα του δισκάδικου "ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ";
>> Οι απαντήσεις στο Κουιζ για τη βιτρίνα του δισκάδικου "ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ"...
>> Είμαστε για τα πανηγύρια ή κάνουμε εξαγωγή χιούμορ...; Μέρος 'Α
>> Γιορτές, καρναβάλια, πέταμα αετού, διασκεδάσεις και άλλα...πανηγύρια
>> Τσιγάρο και τέχνη στη μουσική αλλά... με εικόνες
>> Άν οι κωφοί τραγουδούν, οι τυφλοί ακούνε...;
>> Χριστούγεννα με άλμπουμ χωρίς σύνορα και Ταμπού...!
>> Πόλεμος, καλλίγραμμα πόδια και αλεξίπτωτα...!
>> Οι Pink Floyd σε κινούμενες περιπέτειες...
>> Το σώμα είναι ο ναός της ψυχής, αλλά ξέχασα τα κλειδιά στο σπίτι...