Κριτική της νέας ταινίας του George C. Wolfe “Ma Rainey’s Black Bottom”

Κριτική της νέας ταινίας του George C. Wolfe “Ma Rainey’s Black Bottom”

Από τον Κωστή Δ. Μπίτσιο

Ma Rainey’s Black Bottom

7,5/10

Ο σκηνοθέτης George C. Wolfe (The Immortal Life of Henrietta Lacks, 2017) – βασισμένος στο ομώνυμο θεατρικό έργο (1982) του August Wilson (1945-2005) (Fences, 1985), όπως αυτό διασκευάστηκε για το σινεμά από τον Ruben Santiago-Hudson – αφηγείται μία μέρα ηχογράφησης της θρυλικής τραγουδίστριας των blues Ma Rainey (1886-1939) στο φιλμ συμπαραγωγής Denzel Washington (Fences, 2016). Πρόκειται για μία ταινία, που πριν 10 χρόνια δεν θα γυρίζονταν. Μαύρος σκηνοθέτης, μαύρος σεναριογράφος, μαύροι συμπαραγωγοί, μαύροι πρωταγωνιστές, μαύρο σάουντρακ. Η Ma Rainey (The Mother of the Blues) είναι άγνωστη στο ευρύ κοινό. Το 2015 την υποδύθηκε καταπληκτικά η Mo’Nique στο Bessie, την καλύτερη τηλεοπτική ταινία του 2015, με την Queen Latifah να υποδύεται την Bessie Smith (1894-1937). Η Ma Rainey υπήρξε μέντορας της Smith στα πρώτα χρόνια της καριέρας της, ενώ διατήρησαν και ερωτική σχέση.

Η ηρωίδα καταφτάνει στο Σικάγο, για να ηχογραφήσει – μεταξύ άλλων – και το τραγούδι της Ma Raineys Black Bottom στα στούντιο της Hot Rhythm Recordings (στην πραγματικότητα στην Paramount Records) εν έτει 1927. Με αφορμή αυτή την ιστορία το έργο εξετάζει την φυλετική βία, που υφίστανται οι μαύροι των ΗΠΑ, την γυναικεία χειραφέτηση, την lgbtq περηφάνεια, την Μεγάλη Μετανάστευση, την διεκδίκηση της έμμισθης εργασίας 100 χρόνια πριν, την ρατσιστική μουσική βιομηχανία (τους race records και το whitewashing των μαύρων ηχογραφήσεων, για τα οποία μιλά εδώ και δεκαετίες ο δάσκαλος Γιάννης Πετρίδης, δίνοντας αφορμή για περαιτέρω μελέτη).

Στην ταινία την Ma Rainey υποδύεται η Viola Davis. Για τον ρόλο έβαλε κιλά, και πραγματικά και τεχνητά, βοηθούμενη από τα κοστούμια της Ann Roth, αλλά και από το τμήμα των περουκών και του μακιγιάζ, καθώς φόρεσε θήκες δοντιών και έντονο make up. Μετά την μέση του έργου προσφέρει δύο μαγικούς μονολόγους, ενώ και σχέση της στο πανί με τον συμπρωταγωνιστή της Chadwick Boseman (1976-2020) γοητεύει. Ο Boseman υποδύεται τον τρομπετίστα Levee Green και με το παίξιμό του κυριαρχεί στο πρώτο μισό της ταινίας, φανερά αδυνατισμένος από τον καρκίνο, αλλά τόσο δυνατός ερμηνευτικά. Ο ηθοποιός κυριολεκτικά μεταμορφώνεται. Έχει μία διαφορετική φωνή και ξεχωριστή ματιά. Οι δύο ερμηνευτές δείχνουν να κινούνται εύκολα από το κωμικό στο δραματικό στοιχείο των ρόλων τους, ενώ αυτό είναι αποτέλεσμα δουλειάς και ταλέντου. Οι χαρακτήρες τους εξελίσσονται μέσα στο φιλμ και οι ίδιοι υπηρετούν πιστά το ζητούμενο σκηνοθέτη και συγγραφέων.

Η Davis υποδύεται αγέρωχα την δυναμική τραγουδίστρια, που δεν ντρέπεται για τις προσωπικές της επιλογές, καταφέρνοντας να ελίσσεται μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον, όπως αυτό συμβολίζεται από τον μάνατζέρ της Irvin (o Jeremy Shamos του φετινού τηλεοπτικού The Undoing) και τον ατζέντη της Sturdyvant (Jonny Coyne). Ο χαρακτήρας του Boseman προσπαθεί να αντισταθεί στο λευκό κατεστημένο, έχοντας προσωπικές φιλοδοξίες, οι οποίες συνθλίβονται από τους καταχρηστικούς όρους των δισκογραφικών συμβολαίων. Ο ηθοποιός διέπεται από δυναμισμό και αντίσταση μέχρι το τέλος της ταινίας, που έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα και καταρρέει, λόγω της διάψευσης των ελπίδων του.

Το καστ των καλών ηθοποιών συμπληρώνουν ο περήφανος γκέι Colman Domingo (Euphoria, 2019-20), ο Glynn Turman (Fargo, How to get away with murder), η Taylour Paige, ο Dusan Brown (42, 2013), ενώ το σάουντρακ υπογράφει ο Branford Marsalis (The Immortal Life of Henrietta Lacks, 2017).

Trivia: τα φωνητικά της Ma Rainey ανήκουν στην Maxayn Lewis.

Το φιλμ παίζεται στο Netflix.