Έχουνε περάσει τόσα χρόνια και η Κατερίνα Κυρμιζή συνεχίζει να κατέχει σημαντική θέση στις καρδιές μας οικογενειακώς, τα κορίτσια μου που ήταν τότε πιτσιρίκες είχαν την Κατερίνα στην κορυφή των προτιμήσεων τους, όπως εγώ και ο Πετρίδης.
Πραγματικά την θεωρούσαμε και συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι ήταν και είναι κάτι μοναδικό, το ίδιο ξέρω ότι πιστεύουν πολλοί επώνυμοι από την δισκογραφία και ψάχνουν να βρουν δικαιολογίες γιατί δεν έγινε αστέρι πρώτου μεγέθους ένα τόσο μεγάλο ταλέντο.
Η Κατερίνα είναι ένα μεγάλο ταλέντο, γράφει εξαιρετικά ποιήματα και ιστορίες, εκτός από μουσική, είναι μια χαρισματική γυναίκα, έχει βέβαια τις αδυναμίες της, όπως όλοι οι άνθρωποι, αλλά στις τέχνες πρέπει μόνο να δίνεις και αν σου δώσουν σου έδωσαν, η Κατερίνα είχε γνώση του ταλέντου της, αλλά δεν ήθελε π πάντα να το μοιρασθεί με άλλους και αυτό ίσως είναι αδυναμία της.
Προσωπικά νιώθω ευτυχισμένος που ήμουν αυτός που ουσιαστικά της έδωσα την ευκαιρία να κάνει αυτό που κάνει, τον ίδιο ενθουσιασμό έδειξε και ο Πετρίδης μόλις του την παρουσίασα, θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα σε διεθνές επίπεδο, τότε δεν ήθελε και στέρησε στον εαυτό της ίσως κάτι μεγαλύτερο, γιατί αυτό θα συνέβαινε αφού άρεσε στον διευθυντή της ΕΜΙ Ευρώπης που μας ζήτησε να του την πάμε να την αξιοποιήσει σε διεθνές επίπεδο και δεν ήθελε για τους δικούς της λόγους. Την βάλαμε σε κάτι συλλογές με μεγάλα ονόματα, αλλά αν δεν πας εκεί, δεν... τέλος πάντων η Κατερίνα γράφει ακριβώς αυτά που ήθελα να μας γράψουν κι άλλοι καλλιτέχνες, όταν βρουν χρόνο, είναι κάτι που πρέπει να ξέρουν τα νέα παιδιά που ασχολούνται με την μουσική.
Τι ήταν αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με την μουσική, η σχέση που έχετε μαζί της σήμερα, πέρα από το επαγγελματικό μέρος, ένα κομμάτι από τις αναμνήσεις σας και μια γενική περιγραφή που μπορεί να έχει όση έκταση θέλετε, από μερικές γραμμές μέχρι ολόκληρο βιβλίο σε αριθμό σελίδων.
Γενικά, μια περιγραφή των αναμνήσεων σας πριν γίνετε γνωστοί και τι ήταν αυτό που σας προσέλκυσε στο να ασχοληθείτε με την μουσική, οι πρώτες εμπειρίες σας από αυτήν την περίοδο και αν σήμερα παρακολουθείτε τις μουσικές εξελίξεις και ακούτε μουσική για ψυχαγωγία και όχι για επαγγελματικούς λόγους.
Είχα υποσχεθεί το καλοκαίρι πως «στη σιωπή θα μπω και σιωπή θα γίνω» μέχρι να ακούσω πάλι τη «λεπτή φωνή» της συνείδησής μου να τραγουδάει ξανά. Δεν μπορούσα όμως να αρνηθώ στον Κώστα Ζουγρή και στον Γιάννη Πετρίδη που με βάφτισαν στα νάματα της δισκογραφίας, να γράψω δυο λόγια για τις νότες που μας ενώνουν.
Είμαι κόρη τραγουδιστών. Ο μπαμπάς μου είχε τελειώσει μονωδία στο Ωδείο κι έπαιζε κλασική κιθάρα. Η μητέρα μου ήταν μοντέλο, έπαιξε λίγο στο θέατρο, έγραφε στίχους και τραγουδούσε. Γνωρίστηκαν στη δουλειά, στη νύχτα. Κάπως έτσι καταδικάστηκα ερήμην μου να ασχοληθώ με τη μουσική. Δεν ήταν κάτι που διάλεξα. Απλά τραγουδούσα και σκάρωνα τραγούδια από νήπιο. Είχα ευκολία. Αφτί. Μάλιστα έχω αναμνήσεις από στιγμές εκστατικής καταπληξίας όπου άκουγα στο κεφάλι ολόκληρα κομμάτια παιγμένα από ορχήστρα. Άκουγα κάθε όργανο ξεχωριστά.
Ο πατέρας μου με αποκαλούσε «αφτάρες μου» και με σύστηνε ως «η κόρη μου η φίρμα» ή, «η κόρη μου η λαϊκιά» επειδή με είχε βαφτίσει η Ρίτα Σακελαρίου. Μόνο το τραγούδι μού αναγνώρισε σαν ταλέντο ο περίγυρος. Το δημιουργικό κομμάτι το παρέβλεψε. Στα τέσσερα με έγραψαν στο μπαλέτο, (επιθυμία της μαμάς), στα εννιά στην τάξη της κιθάρας στο Εθνικό Ωδείο (επιθυμία του μπαμπά). Ανατράφηκα με την επωδό πως θα τους δικαιώσω. Θα κάνω την καριέρα που δεν έκαναν εκείνοι. Γονίδια, ανατροφή και εκπαίδευση συντέλεσαν ώστε να ασχοληθώ με τη μουσική.
Όλοι τραγουδούσαν στο σπίτι μας. Θεωρούσα τον εαυτό μου τον πιο αδύναμο κρίκο. Για αυτό αρνιόμουν να πάρω στα σοβαρά το τραγούδι. Δεν διάβαζα κιθάρα ενώ την αγαπούσα. Αντέγραφα τα θέματα αρμονίας από την αδερφή μου στο ωδείο. Κορόιδευα τραγουδώντας με κοκοράκια και φαλτσέτα. Το αστείο είναι πως αυτό με βοήθησε να αποκτήσω την ευκολία να μεταπηδώ από τη φωνή που απλοϊκά λέμε αληθινή, στην ψεύτικη. Αντιδρούσα, επαναστατούσα σπασμωδικά μα με χιούμορ στην εργοστασιακή μου ρύθμιση.
Στην εφηβεία πίστεψα απ’ το βλέμμα των δασκάλων μου πως μπορούσα να ξεφύγω από την προδιαγεγραμμένη μοίρα μου και να γίνω μπαλαρίνα. Φευ! Δεν είχα το «σωστό» σωματότυπο.
Στην χορωδία του λυκείου μπήκα από έρωτα. Είχα ερωτευτεί τον κιθαρίστα και ήθελα να είμαι κοντά του. Τόσο τους εξέπληξα με τις φωνητικές μου ικανότητες που ήρθε ο ίδιος μετά από μια εβδομάδα και μου ζήτησε να μπω στην μπάντα που έπαιζε. Μετά από λίγο γίναμε ζευγάρι. Αποστολή εξετελέσθη! Από έρωτα και για χάρη του έγραψα τα πρώτα «ενήλικα τραγούδια» που μπήκαν στο «Κοντσέρτο». Έπειτα ξέμεινα να τραγουδάω τον έρωτα που με λάβωσε και καθόρισε τη ζωή και τις επιλογές μου. Βρήκα αγάπη και αποδοχή με τα τραγούδια μα ποτέ από εκείνους για τους οποίους τα έγραψα.
Έγραφα και γράφω τραγούδια για να παρηγορηθώ. Να φτιάξω μιαν άγκυρα σε ένα κόσμο που νιώθω χαμένη, που δεν ταιριάζω. Το μόνο σταθερό σημείο στη ζωή μου είναι ότι καταλαβαίνω τη μουσική. Καταλαβαίνω τη φωνή πίσω από τη «φωνή»: τις προθέσεις, τις σκέψεις, την όποια δίψα. Η μουσική δεν με πρόδωσε ποτέ.
Δεν ήθελα να κάνω τη δουλειά του μπαμπά μου. Στο κουδούνι μας έγραφε το όνομά του και από κάτω «καλλιτέχνης». Με εξόργιζε. Το θεωρούσα ύβρη. Ο πατέρας μου μπορεί να ξεκίνησε με καλλιτεχνικά όνειρα όμως εγώ τον θυμάμαι νυχτοκαματιάρη τραγουδιστή. Ήταν ένα λαϊκό, φτωχό παιδί προσφύγων που πίστεψε πως μπορούσε να τα καταφέρει μόνο και μόνο επειδή είχε ταλέντο. Πότε δεν εκτίμησα πόσο θάρρος, πίστη, τρέλα – ένα άλμα ταξικό στο κενό, ήταν η απόφαση για να γίνει τραγουδιστής του ελαφρού τραγουδιού (τότε δεν υπήρχε ακόμα έντεχνο, μόνο κλασικό, λαϊκό και ελαφρύ) ο γιός ενός γκαρσονιού και μιας αγαθής νοικοκυράς που δεν πήγε ποτέ του στο Γυμνάσιο για να έχει δικαίωμα να αποκτήσει πτυχίο Μονωδίας.
Μια μέρα που χτύπησα το κουδούνι να μου ανοίξουν γυρνώντας από το σχολείο με χτύπησε και η συνειδητοποίηση ό,τι ο τραγουδιστής, δεν είναι καλλιτέχνης. Ο χορευτής επίσης. Όλοι όσοι κάνουν επιτελεστικές τέχνες (performing arts) είναι εκτελεστικά όργανα του οράματος ενός αληθινού καλλιτέχνη -που είναι ο δημιουργός. Ενός ζωγράφου, συνθέτη, λογοτέχνη, χορογράφου... Οι εκτελεστές/ερμηνευτές είναι κατά κάποιον τρόπο πρωταθλητές. Πρέπει να είναι διαρκώς σε φόρμα για να ανταπεξέρχονται στις απαιτήσεις των δημιουργών (αν και πολλές φορές συμμετέχουν δημιουργικά και επαυξάνουν το αρχικό όραμα). Αυτό είναι δουλειά πλήρους απασχόλησης. Το έβλεπα στον πατέρα μου, το είχα μάθει στο ωδείο, στα μαθήματα μπαλέτου. Πρέπει να είναι του κόσμου τούτου, ευέλικτοι, δεκτικοί, ετοιμοπόλεμοι. Ο δημιουργός από την άλλη πρέπει να είναι στον κόσμο του, να δημιουργεί τον κόσμο του.
Αλίμονο σε όσους σαν κι εμένα τα κάνουν όλα. Πλατσουρίζουν λίγο από εδώ και λίγο από εκεί νομίζοντας πως τα καταφέρνουν. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να πιάνουν πρώτη θέση στο τρένο για την μετριότητα. Και τη μοναξιά. Όταν είσαι αυτόνομος και δεν εξαρτάσαι από κανέναν, δεν έχεις υποστηρικτές. Κανείς δεν έχει να κερδίσει κάτι. Έστω, βρε αδερφέ, να νιώσει την ανωτερότητα εκείνου που βοηθάει. Ο καθείς και τα συμφέροντά του άλλωστε. Τα καλά νέα: δεν φοβάσαι κανέναν, μόνο τον κακό σου εαυτό.
Όταν παρουσίασα λίγο πριν τα δεκαοχτώ ένα από τα πρώτα ενήλικα τραγούδια μου στην οικογένεια -το τραγούδι «Στην Ιοκάστη» εμπνευσμένο από το βιβλίο «Τα παιδιά της Ιοκάστης» της Οlivier Christiane, δεν εισέπραξα επαίνους, ούτε μπράβο. Με αντιμετώπισαν μάλλον αμήχανα. Σαν να με είδαν πρώτη φορά. Με άκουσαν προσεκτικά και στο τέλος ο πατέρας μου είπε: «ωραία όλα αυτά, αλλά μάθε κανένα τραγούδι, φτιάξε ρεπερτόριο για τη δουλειά». Πληγώθηκα. Δεν το έκανα ποτέ. Ούτε το ρεπερτόριο, ούτε τη «δουλειά».
Έφτιαξα το δικό μου ρεπερτόριο.
Ξέρω πως μιλούν οι άντρες για τις γυναίκες του χώρου από παιδί. Ορκίστηκα πως θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να μην τολμήσει να μιλήσει κανείς για μένα έτσι και μάλιστα πίσω από την πλάτη μου. Έμαθα όμως να βλέπω και να προσδιορίζω τον εαυτό μου μέσα από το βλέμμα των αντρών. Και θύμωνα, χωρίς να ξέρω ακόμα το γιατί. Αργότερα συνειδητοποίησα πως θύμωνα γιατί αναγκαζόμουν να αντιδρώ σε αυτό το βλέμμα κι όχι να δρω, να ζω και να δημιουργώ για μένα, για να τιμήσω τα δώρα που μου χαρίστηκαν.
Με συνοδεύει από τότε η αμφιθυμία. Αμφιθυμία για το κομμάτι του εαυτού μου που τραγουδάει και κάνει μουσική για να αρέσει. Στους γονείς, στους αγαπημένους, στους συνεργάτες. Βλέπεις το να είσαι κόρη τραγουδιστών σε μια άμουση κι ακαλλιέργητη χώρα που νομίζει πως ανήκει στη Δύση αλλά μάλλον βυθίζεται στην δύση της, δεν είναι μόνο ευλογία, είναι και κατάρα. Είδα νωρίς το κέντημα από την πίσω πλευρά. Απογοητεύτηκα νωρίς από τους ανθρώπους του χώρου.
Είμαι γεμάτη αντιφάσεις. Για ό,τι αφορά τη μουσική το μυαλό μου έχει… σχιζοειδή διαταραχή. Απαρνιέμαι κάθε μέρα την καλλιτεχνική μου φύση και εκείνη με περιμένει κάθε βράδυ και με παίρνει αγκαλιά να με νανουρίσει, να μου πει «εγώ θα είμαι εδώ ό,τι κι αν γίνει, ο κόσμος να χαλάσει». Κοροϊδεύω τους καλλιτέχνες και τα φτηνά τους κόλπα μα τους υπερασπίζομαι με πάθος αν κάποιος πάει να τους υποτιμήσει. Και αυτήν την κιθάρα που τόσο λατρεύω την αρνήθηκα τρείς φορές μέχρι να πάρω το δίπλωμα. Μελετούσα εφτάωρα ξεπλένοντας τις αντιφάσεις και όλα τα απαρέμφατα της ζωής μου με καταρράκτες νοτών και δακρύων.
Μόνο κατά διαστήματα ακούω και ενημερώνομαι για ό,τι γίνεται μουσικά. Τώρα ακούω πολλή μουσική γιατί είμαι σε έκλειψη, ανασυγκροτούμαι. Έχω ελευθερωθεί από τις αυταπάτες που με έφεραν ως εδώ μα δεν έχω βρει ακόμα το κουράγιο να θεμελιώσω τον νέο μου καλλιτεχνικό εαυτό. Δυσκολεύομαι. Δεν έχω και ανατροφοδότηση από το περιβάλλον και πρέπει να κάνω μόνη και «αφ' εαυτού μου» τη βρώμικη δουλειά -όπως πάντα άλλωστε. Νιώθω πως όλοι είμαστε βυθισμένοι σε μια πρωτοφανή νύχτα. Ζοφερή, λούμπεν και ξεδιάντροπη.
Όταν είμαι δημιουργική δεν ακούω μουσική. Είμαι απασχολημένη με τα δικά μου. Το ευτύχημα/πρόβλημά μου είναι πως εγγράφεται εντός μου με τη μία ακρόαση καθετί. Όταν φτιάχνω κάτι δικό μου δεν ξέρω αν είναι όντως «δικό μου» ή κάτι που άκουσα. Πολλές φορές ψάχνω μανιωδώς να βρω αν αυτό που έφτιαξα μοιάζει με κάτι άλλο. Δεν το εκδίδω αν δεν σιγουρευτώ πως είναι ένα βήμα παραδίπλα από τις αναφορές μου.
Θέλω να φτιάξω το τραγούδι του λιβαδιού που ανθίζει την Άνοιξη, να περιγράψω την τελειότητα της δομής των φλεβών ενός φύλλου. Θέλω το χρυσάφι έτοιμο για θερισμό του αγρού και τα σύννεφα στον γαλάζιο ουρανό να χορέψουν με το δικό μου τραγούδι. Το μόνο που καταφέρνω όμως είναι να στοχάζομαι πάνω στη ζωή μου και να αφηγούμαι σε τραγούδια αυτό το στοχασμό. Τα τραγούδια μου είναι μια άγουρη κι ατελής έκφανση της πνευματικής μου ζωής.
Εχω ακούσει από στέλεχος δισκογραφικής εταιρείας πως δεν έχει πέραση το προσωπικό τραγούδι για αυτό καλό θα ήταν να αλλάξω πλεύση. Μα συγγνώμη! Υπάρχει τραγούδι που να έχει κάποια αξία που δεν είναι προσωπικό; Ίσως η βράβευση με Νόμπελ της Annie Ernaux να είναι μια ηχηρή απάντηση για το πόσο εν τέλει ενδιαφέρει το προσωπικό βίωμα. Βέβαια άλλο λογοτεχνία, άλλο μουσική και μάλιστα το είδος που μου αρέσει να κάνω. Άλλο Ευρώπη, άλλο Ελλάδα.
Εδώ είναι Βαλκάνια…
Είναι δύσκολο να είσαι γυναίκα επαγγελματίας τραγουδοποιός στην Ελλάδα και μάλιστα με ιδιοσυγκρασιακό, απολύτως προσωπικό τραγούδι που δεν ακουμπάει σε καμιά κυρίαρχη τάση. Όλα και όλοι σε σπρώχνουν να γίνεις «έντεχνη» ή «λαϊκιά» μούσα κάποιου αρσενικού δημιουργού. Ως μούσα και μουσίτσα πουλάς λίγη σάρκα σαν κινουμένη τοποθέτηση προϊόντων ένδυσης/υπόδησης και υπηρεσιών αισθητικής ή, ένα αφήγημα: στιλιστική ή/και σεξουαλική ιδιαιτερότητα, αλητεία όσο επιτρέπει «το σύστημα», ένα κάποιο προσωπικό δράμα, μαχητικό πολιτικό φρόνημα, ξεχωριστά ή σε συνδυασμό για να εξασφαλίσεις μεγαλύτερη ποσόστωση στην εξ ανδρών καθορισμένη «επιτυχία». Όλα αυτά αφού πρώτα έχεις δώσει γη και ύδωρ για να είσαι υποψήφια.
Η μουσική βιομηχανία σήμερα προτάσσει φερέφωνα: όμορφα κορίτσια (και αγόρια) που τυχαίνει να τραγουδούν και που θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να έχουν κέρδη οι μαγαζάτορες, οι σπόνσορες, οι μάνατζερ, οι εταιρείες… Δεν ενδιαφέρει ο πολιτισμός, οι δημιουργοί, η πολιτιστική κληρονομιά. Δεν αναζητούν καλλιτέχνες, ούτε μουσικές προτάσεις. Δεν είναι αυτή η δουλειά τους.
Για να επιβιώσουμε εμείς, οι κατά χρηστών μουσικών ηθών φτωχές σαλές του Σάλεμ που τολμάμε να δημιουργούμε έχουμε τις εξής επιλογές:
1) Να μας αρκεί μια ανεξάρτητη μικρή γωνίτσα στο μουσικό γίγνεσθαι. Δεν έχουμε γαρ εκπαιδευτεί να διεκδικούμε, ούτε να είμαστε ανταγωνιστικές. Ξέρουμε πως τα τραγούδια μας έχουν οροφή. Δεν πιστεύουμε πως μπορούμε, ούτε δουλεύουμε για αυτό. Μας νοιάζει να εκφραστούμε όχι να πιάσουμε στασίδι στα τσάρτς (τουλάχιστον η γενιά μου, ελπίζω οι επόμενες να είναι αλλιώς).
2) Να δουλεύουμε στα μετόπισθεν της δισκογραφίας σε αφανείς ρόλους.
3) Να γράφουμε σαν άντρες λειαίνοντας κάθε αιχμή κι ετερότητα με αποτέλεσμα να παράγουμε κάτι που δεν αρέσει ούτε σε μας, ούτε στους άλλους, νομίζοντας μάλιστα πως εκμεταλλευόμαστε τις ρωγμές του συστήματος γινόμαστε εντέλει μέρος του.
4) Να γινόμαστε δασκάλες μουσικής (βολικός ρόλος η δασκάλα και κοινωνικά αναμενόμενος).
Χαμένες και προδομένες όλες από χέρι, ανεξαρτήτως ταλέντου. Α! Ξέχασα να αναφέρω τι γίνεται με τις πλούσιες «σαλές του Σαλεμ». Εννοείται πως δεν ισχύουν τα παραπάνω! Αυτές μπορούν να αγοράζουν δόξα, τιμές και το δικαίωμα στην μεταξωτή τρέλα λόγω υπερβολικού ταλέντου.
Προσωπικά νιώθω περήφανη για όσα κατάφερα, με τον τρόπο που τα κατάφερα και ανυπομονώ για τα επόμενα που έχω κατά νου. Πάντα μεταξύ αναγκαιότητας και τύχης.
Η δημιουργία, η υλοποίηση μιας ιδέας, από τη σύλληψη ως στην εκτέλεση μου δίνει χαρά. Παρόλο που σκιάζεται από το ανεκπλήρωτο και το ανέφικτο. Όταν βλέπω στο βλέμμα του επίσης τραγουδοποιού, συνεργάτη και συνοδοιπόρου Νίκου Γρηγοριάδη τη σπίθα της σύμπνοιας και της ροής τη στιγμή που ντύνουμε με ηχοχρώματα και εικόνες τα τραγούδια μας, επίσης. Όλα τα άλλα… κάτι που πρέπει να κάνω για να μην προδώσω αυτή την ιδέα.
(Τώρα που είπα για τον Νίκο πρέπει να αναφέρω ότι φτιάξαμε μαζί, με πολλή δουλειά και αγάπη ένα μουσικό σπίτι και κάναμε και το Μυρτάκι μας, την κόρη μας, καλλιτεχνάκι. Μόνο που η Μυρτώ έχει περισσότερο μυαλό και ταλέντο κι από τους δυο μας μαζί και επιπλέον είναι πλάσμα του κόσμου, αεράτο. Δεν είναι σαν εμένα και τον μπαμπά της).
Δεν νοηματοδοτούν λοιπόν τη μέρα μου οι συνεντεύξεις, οι δημόσιες εμφανίσεις, τα live, η παρουσία στα σόσιαλ και οι αυτοπαρουσιάσεις (καλή ώρα), οι δημόσιες σχέσεις, οι κουβέντες με συναδέλφους, να τους βλέπω να παλεύουν στις επάλξεις να επιβιώσουν. Με αγχώνουν. Και λίγο με θλίβουν.
Το live ήταν πάντα στα μάτια μου λίγο τσίρκο. Σε έναν κόσμο που έχει σβήσει η δημιουργική φλόγα και θέλει διαρκώς προσάναμμα για να πάρει μπρος, κάηκαν πολλοί μουσικοί. Το τσίρκο είναι αμείλικτο.
Συμπεριφέρεται κακοποιητικά στους τσιρκολάνους του. Αν το πάρεις σαν ένα αστείο, επιβιώνεις και ίσως καταφέρεις να κάνεις κάτι αξιομνημόνευτο για το τσίρκο. Δεν έχω τέτοια φύση. Δεν πιάνω το αστείο. Τα παίρνω όλα στα σοβαρά.
Δεν ζω λοιπόν για το πάλκο αν και ξέρω όλα του τα κόλπα από μικρή. Δεν τα χρησιμοποιώ. Σκόπιμα. Έτσι κάνω την επανάσταση στην βιολογική, κοινωνική και ταξική ρύθμισή μου. Ο κατάλληλος άνθρωπος στον κατάλληλο ρόλο είναι κάτι το υπερβολικό λέει ο Andy Warhol. Ζω για την έκλαμψη που φωτίζει για μια στιγμή τα γεγονότα και τους δίνει νόημα. Ζω για την αστραπή της έμπνευσης. Της αλήθειας.
Η ερώτηση «τι είναι για μένα η μουσική» είναι πολύ δύσκολη τελικά για να την απαντήσω. Θα έλεγα «ανάσα, φως και φυλακή» μαζί όμως το έχω πει ήδη σε ένα τραγούδι για να περιγράψω το αντικείμενο του έρωτά μου. Ίσως η μουσική είναι τελικά «ο ερωτάς μου, ο πόνος μου» που λέει ένα άλλο τραγούδι.
Θα κάνω ένα παιχνίδι που μου δίνει λύσεις όταν προβληματίζομαι πάνω σε κάτι. Μια ακροστιχίδα με τη λέξη μουσική. Γράφω συνειρμικά ό,τι μου έρθει…
Μ μάνα, μοναχικός, μαραθώνιος
Ο ουσία, όνειρο, οργάνωση
Υ ύλη, ύφος, υφάντρα
Σ σήμαντρο, σημάδι, σταυρός
Ι ιατρός, ίμερος, ίαση
Κ κάθαρση, κλειδί, κοίταγμα
Η ήττα, ηδονή, ηρεμία
*Οι μαυρόασπρες φωτογραφίες είναι του Θοδωρή Σταμπέλου
*Η Κατερίνα Κυρμιζή και ο Νίκος Γρηγοριάδης, παίρνουν τις κιθάρες τους και με τον πιανίστα Άκη Μουχλιανίτη, παρουσιάζουν τα τραγούδια που έχουμε αγαπήσει από την πολύχρονη δισκογραφία τους και τα τραγούδια άλλων καλλιτεχνών που το μουσικό δίδυμο λατρεύει να πειράζει τη Δευτέρα 28 Νοεμβρίου, στο «Μουσικό Κουτί», Κωνσταντινουπόλεως 70, στο Γκάζι.
Πληροφορίες Ακολουθείστε την Κατερίνα Κυρμιζή Facebook | Instagram | YouTube