Album κυριολεκτικό "ορόσημο" του classic rock
Μέχρι και σήμερα το ομώνυμο ντεμπούτο των Bad Company θεωρείται ένας δίσκος "σημείο μηδέν" για το hard rock και το classic rock γενικότερα. Τα βραβεία και τα πλασαρίσματα σε διάφορες θέσεις, δεν έχουν και πολύ μεγάλη σημασία τελικά, όταν 50 χρόνια μετά το album ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με το θυμικό του κόσμου για εκείνη την εποχή. Ο απλός και ιδανικός συνδυασμός της κιθάρας, της φωνής, του μπάσου και των τυμπάνων, έφυγε συνειδητά από τον φαντασιακό ενίοτε κόσμο των Led Zeppelin, έγινε γήινος, ερωτικός, καθημερινός και προσιτός. Με μεγάλο όπλο, πέρα από τα κάτι παραπάνω κλασικά τραγούδια που περιέχει, τον τραγουδιστή - πρότυπο των ουσιαστικών και αισθαντικών ερμηνειών, τον σπουδαίο Paul Rodgers.
Σε άλλη μια εκδοχή ενός κλασικού προτύπου, τα τέσσερα τραγούδια της κάθε πλευράς του βινυλίου είναι σοφά τοποθετημένα ώστε ο δίσκος να ακούγεται από την αρχή ως το τέλος, με μια ευχαρίστηση που δε μειώνεται στο ελάχιστο. Το Cant get enough που αποτελεί για πολύ κόσμο την είσοδο στη 70s μαγεία μέχρι σήμερα και το Rock Steady με τον εθιστικό ρυθμό του. Το Ready for Love δείχνει το δρόμο σε όλες τις power μπαλάντες που ακολούθησαν, ενώ το Don't Let me Down θα μπορούσε να είναι η πιο ροκ εκδοχή της Motown Records, μέσα στο soul συναίσθημα του. Το ομώνυμο Bad Company που στέκεται ως σήμερα ίσως το καλύτερο τραγούδι που μας έδωσε ποτέ η παρέα του Rodgers, καθώς και η εξαιρετική τριάδα που κλείνει το δίσκο, με το Seagull να αποτίει φόρο τιμής στην πανταχού παρούσα επιρροή των Led Zeppelin σε όλη τη δεκαετία. Ένας δίσκος που ίσως οι δημιουργοί του δε συνειδητοποίησαν τη σημειολογία του, τη στιγμή που τον κυκλοφορούσαν. Αυτό ήταν το Bad Company.
Και υπήρξε εκτός των άλλων η αρχή μιας σπουδαίας καριέρας. Τα διαπιστευτήρια είχαν δωθεί με τους Free λίγα χρόνια νωρίτερα, ωστόσο στο εκ νέου διαμορφωμένο rock κλίμα της εποχής, ο ήχος των Bad Company ήταν πιο αυστηρά ορισμένος και εκτός των άλλων, ό,τι πιο ταιριαστό μπορούσε να υπάρξει για τη φωνή του Paul Rodgers. 50 χρόνια αργότερα, η παρουσία του "Bad Company" σε κάθε ενημερωμένη και σοβαρή (ως φιλοδοξία) ροκ δισκοθήκη φαντάζει παραπάνω από επιβεβλημένη. Με την απουσία του να αγγίζει τα όρια του αστείου, αν όχι του φαιδρού.