Οι μπαρμπέρηδες, όπως λέγονταν παλιά οι κουρείς, ανήκουν στα παλιά επαγγέλματα της Τρίπολης, των οποίων η τέχνη συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Η ονομασία «μπαρμπέρης» προέρχεται από την ιταλική λέξη «barba» που σημαίνει μούσι. Η λέξη «κουρέας» βγαίνει από το αρχαίο ρήμα «κείρω» που σημαίνει κόβω τα μαλλιά κοντά ή τα ξυρίζω. Τα κουρεία αποτελούσαν τον χώρο καλλωπισμού των ανδρών. Από τα αρχαία χρόνια στην Ελλάδα και έπειτα στην Ιταλία, ανάλογα με την κοινωνική τάξη, είχαν και το ανάλογο κούρεμα. Δεν έλειπε και η περιποίηση των μαλλιών με διάφορα λάδια και μύρα για τη φροντίδα και το γυάλισμα των μαλλιών. Φυσικά, όλα αυτά ήταν για την άρχουσα τάξη και τους πλούσιους πάντα.
Από τα αρχαία χρόνια τα κουρεία αποτελούσαν κέντρα συγκέντρωσης όπου διεξάγονταν συζητήσεις και ανακοινώνονταν τα νέα της ημέρας, κάτι σαν τα σημερινά καφενεία. Φυσικά τον πρώτο λόγο τον είχε πάντοτε ο φλύαρος κουρέας. Χαρακτηριστική είναι και η απάντηση του Αρχελάου απέναντι στο φλύαρο κουρέα του, όταν αυτός τον ρώτησε «πως σε κείρω;», απαντά «σιωπών», μη αντέχοντας άλλο τη φλυαρία του!
Κατά τους Κλασικούς Χρόνους και τη Ρωμαϊκή Εποχή, οι κουρείς δεν περιορίζονταν μόνο στο κούρεμα και στο ξύρισμα αλλά και στην περιποίηση των νυχιών, τα οποία κόβονταν με ειδικό ψαλίδι. Από πληροφορίες του Νικάνδρου γίνεται γνωστό ότι ως πρόσθετη εργασία των κουρέων ήταν και η αφαίρεση των τύλων (κάλων) με ειδικό εργαλείο.
Είναι γνωστό από τα αρχαία χρόνια ότι οι κουρείς ήταν ειδικοί ακόμη και στην εξαγωγή δοντιών! Το επάγγελμα του κουρέα στην Ευρώπη απέκτησε μεγάλη εκτίμηση, όταν εκτός από τον χειρισμό του ξυραφιού ο κουρέας εξασκήθηκε και στον χειρισμό της χειρουργικής σμίλης και του νυστεριού. Κατά κανόνα όταν οι γιατροί αποφάσιζαν να γίνει αφαίμαξη, επέτρεπαν η εκτέλεσή της να γίνεται από τους κουρείς. Εξαιτίας αυτής της πρακτικής ονομάστηκαν «frater», δηλαδή βοηθοί. Πριν ονομαστούν «frater», είχαν το όνομα «mire» το οποίο σημαίνει ιατρός χειρουργός και παθολόγος ιατρός.
Κατά τον Μεσαίωνα τα κουρεία πάνω από την είσοδό τους είχαν ως σύμβολο μια λευκή ταινία ελισσόμενη και μια λεκάνη. Η λευκή ταινία συμβόλιζε τον λευκό επίδεσμο τον οποίο χρησιμοποιούσαν στο βραχίονα για την αφαίμαξη και η λεκάνη το αίμα που δεχόταν. Έτσι και στα χρόνια που ακολούθησαν συνεχιζόταν η εφαρμογή αυτής της μεθόδου αλλά με διαφορετικό τρόπο. Η αφαίμαξη γινόταν με τις βδέλλες. Σε πολλά κουρεία υπήρχε ταμπέλα που έλεγε «Βάζουμε βδέλλες», τις οποίες τοποθετούσαν στον σβέρκο του πελάτη με σκοπό να ρουφήξουν το σκοτωμένο αίμα, προκειμένου να αποτρέψει τη συμφόρεση, όπως έλεγαν οι παλιοί. Μετά την απελευθέρωση στην Ελλάδα και πιο πολύ μετά τη δεκαετία του 1930 γινόταν εξαγωγή δοντιών και αφαίμαξη πάντα ανεπίσημα γιατί ήταν πλέον δουλειά των γιατρών.
Από την εποχή του Εδουάρδου Δ’, το 1461, οι κουρείς θεωρούνταν ως βοηθητικοί υπάλληλοι των χειρουργών περιορισμένης δικαιοδοσίας, δηλαδή εκείνων που έκαναν αφαιμάξεις και εξαγωγές δοντιών. Η εξαγωγή των δοντιών πραγματοποιείτο με μια γερή κλωστή την οποία έδεναν γύρω από το πονεμένο δόντι και με τη βοήθεια ενός ειδικού γυρτού σουγιά την έσπρωχναν προς το ούλο. Στη συνέχεια, ο έμπειρος κουρέας χρησιμοποιώντας τη φλυαρία του με σκοπό να αποσπάσει την προσοχή και τον πόνο του πελάτη, τραβούσε με μια απότομη κίνηση την κλωστή αφαιρώντας το δόντι του.
Τα πρώτα χρόνια μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδας ο κουρέας ασκούσε το επάγγελμα του υπαίθρια δεν είχε σταθερή βάση. Περιφερόταν στις γειτονιές με το βαλιτσάκι του ανά χείρας, όπου είχε τα απαραίτητα σύνεργα για να κουρεύει όποιον τον καλούσε.
Από τότε το κουρείο παραμένει αναλλοίωτα ως τόπος συνάντησης και κουτσομπολιού για τους άντρες. Ο κουρέας ήταν και είναι ο εξομολογητής, «κάνει κουβέντα» και μαθαίνει τα πάντα από τους πελάτες, όλες τις ειδήσεις, όλα τα κουτσομπολιά. Αλλά κι ο κάθε πελάτης έχει τη δυνατότητα να μάθει τα νέα της ημέρας : «Ήρθε ο Τάσης από την Αμέρικα…», «πιάσαν τους κατσικοκλέφτες στο Βαλτέτσι…», «του Τζίμη του ράφτη ο γιος πήγε φαντάρος…», «η κόρη του Μπάρμπα-Γιώργου του ταβερνιάρη γέννησε…». Ο κουρέας είχε ειδικότητα σε όλα τα θέματα, πολιτικά, οικονομικά, αθλητικά, κοινωνικά κ.ά. Το κουρείο έμοιαζε με μικρή Βουλή! Από την αρχαιότητα είχε αποδειχθεί προσοδοφόρο επάγγελμα κι ο κουρέας ήταν εξέχον άτομο της κοινωνίας μετά τον δήμαρχο, τον ιατρό και τον δάσκαλο.
Σχολές για κουρείς δεν υπήρχαν τα παλιά χρόνια, ήταν όλοι τους εμπειροτέχνες. Η τέχνη του κουρέα έμενε συνήθως παρακαταθήκη από τον πατέρα στον γιο. Αν κάποιος δεν είχε κληρονομήσει το επάγγελμα από τον γονιό του κι ήθελε να ανοίξει κουρείο, το καλύτερο σχολείο εκμάθησης της τέχνης ήταν ο στρατός. Όταν παρουσιαζόταν, δήλωνε κουρέας. Έτσι μάθαινε πρακτικά στα κεφάλια των φαντάρων. Ύστερα από δυο χρόνια θητείας είχε μάθει πια να κουρεύει. Όταν απολυόταν, άνοιγε δικό του κουρείο έμπειρος πλέον! Έπειτα από χρόνια άρχισαν να εμφανίζονται σχολές για κουρείς και κομμώτριες όπως Αμάραντου, Κάμμερ.
Στα σχολεία παλιά οι δάσκαλοι επέβαλαν στους μαθητές να κουρεύουν τα μαλλιά κοντά ή με την «ψιλή» (για να προφυλάσσονται από τις ψείρες), έτσι συνέρρεαν οι μικροί μαθητές στα κουρεία. Για αυτόν τον λόγο ο προνοητικός κουρέας στερέωνε μια τάβλα πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας ή τοποθετούσε ένα μικρό σκαμνάκι πάνω στην πολυθρόνα, ώστε το παιδί να κάθεται ψηλά για να το κουρεύει. Επίσης σε πολλές περιοχές, επικρατούσε η συνήθεια μετά τη βάπτιση των παιδιών να τα κουρεύουν πολύ κοντά (γουλί) με σκοπό την ενδυνάμωση των μαλλιών τους.
Τη δεκαετία του 1970 επικρατούσε η μόδα της φαβορίτας. Ο κουρέας ήταν ενήμερος για την τάση της εκάστοτε μόδας, καθώς επίσης και για τις ιδιαιτερότητες, τα «χούγια» του κάθε πελάτη του.
Οι κοπέλες, από τη άλλη μεριά, από την αρχαιότητα κιόλας πήγαιναν σε ειδικά κουρεία για αυτές και η περιποίησή τους γινόταν από τις λεγόμενες «κουρεύτριες». Η τέχνη τους δεν περιοριζόταν σε απλές και συνάμα γοητεύτηκες κοτσίδες, αλλά και σε πολύπλοκες κομμώσεις! Έπειτα από πολλά χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 εμφανίζονται τα πρώτα κομμωτήρια με κομμωτές αποκλειστικά άνδρες.
Το κούρεμα και το ξύρισμα ήταν φτηνό κι όλοι πήγαιναν στα κουρεία. Ο κουρέας ήταν έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του ακόμη και σε ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να μετακινηθούν, όπως ασθενείς ή ηλικιωμένοι. Είχε πάντα έτοιμο το φορητό βαλιτσάκι του με τα απαραίτητα σύνεργα, ξυράφι, σαπούνι, τσατσάρες, πινέλο κι άλλα πολλά. Έδινε στον πάσχοντα την ευχαρίστηση και την ανακούφιση που νιώθει κανείς, όταν έχει μια καθαρή και υγιή κόμη ή καθαρό και καλοξυρισμένο πρόσωπο.
Ο καθένας είχε τον προσωπικό του κουρέα, τον οποίον δεν άλλαζε, καθώς ήταν αυτός ο οποίος ήξερε επακριβώς τις ανάγκες του. Με την πάροδο των χρόνων μάθαινε μέχρι και τη φορά των γενιών του! Ως αποτέλεσμα, ήξερε να χειρίζεται το ξυράφι έτσι ώστε να μην τον κόψει, πράγμα που θα αποτελούσε μεγάλη καταστροφή για αυτόν, καθώς τα γένια του αποτελούσαν τη «μόστρα» του η οποία καθόριζε τη μαγκιά, την ύπαρξή του στην κοινωνία!
Ο κουρέας, πάντα καλοντυμένος φορούσε το κουστούμι του και απ’ έξω τη λευκή βαμβακερή μπλούζα με μακριά μανίκια, θύμιζε γιατρό. Υπήρχε και το «τσιράκι», ο μικρός βοηθός ο οποίος καθάριζε τον σβέρκο του πελάτη με τη βούρτσα ή σκούπιζε το κουρείο κι έκανε κι άλλες δουλειές.
Τα εργαλεία του κουρέα από τα αρχαία χρόνια δεν διέφεραν από τα σημερινά. Τα σύνεργα του κουρέα ήταν λευκά εμαγέ· μία δερμάτινη ζώνη (λαδάκονα - μακριά λουρίδα) όπου ακόνιζαν το ξυράφι (την κάμα), η σινδόνη, δηλαδή το λευκό σεντόνι το οποίο έβαζε στο στήθος του πελάτη και το έδενε στον λαιμό του για προστασία από τις τρίχες· τα ξυράφια (μάχαιρα), τα ψαλίδια, η βούρτσα, το πινέλο, το σαπούνι (τριμμένο το έριχνε στο δοχείο και το αραίωνε με ζεστό νερό), το σαπουνοδοχείο, το καφτίρι για το κόψιμο, το χτένι, οι τσατσάρες με τα αραιά και χοντρά δόντια για τα πολλά μαλλιά και με ψιλά δόντια για τα λίγα μαλλιά· μία μηχανή (αρχικά χειροκίνητες, μετά από χρόνια ήρθαν οι ηλεκτρικές, το 1960) για το χοντρό κούρεμα και μια άλλη για το ψιλό, η μπριγιαντίνη ή μπριγιόλ (γαλλικής προέλευσης λέξη που σημαίνει γυάλισμα), το ταλκ το οποίο έβαζαν στον σβέρκο, για να μην κολλάει η μηχανή, καθώς επίσης και το σκεύος της κολόνιας. Πρόκειται για μια ανοξείδωτη ή γυάλινη συσκευή με φούσκα στο πίσω μέρος την οποία πίεζε ο κουρέας κι από την άλλη μεριά ψέκαζε την κολόνια. Για το στέγνωμα, αυτό γινόταν με ζεστές πετσέτες (έπειτα από χρόνια μεταπολεμικά εμφανίστηκε το σεσουάρ λεγόμενο ηλεκτρικό μπιστολάκι). Ο κουρέας ανελλιπώς καθάριζε τα εργαλεία του με οινόπνευμα για απόλυτη απολύμανση. Τον χειμώνα οι κουρείς μετά το ξύρισμα έβρεχαν μια πετσέτα σε ζεστό νερό και έκαναν μασάζ στο πρόσωπο του πελάτη.
Στη διαρρύθμιση του χώρου των κουρείων περιλαμβανόταν ένας μεγάλος καθρέφτης από τη μια άκρη του τοίχου έως την άλλη, ο θρόνος, δηλαδή οι καρέκλες, αρχικά σκαλιστές ενώ μετέπειτα εμφανίστηκαν οι φαρδιές πολυθρόνες. Σε πολλά κουρεία υπήρχε ατομικό επιπλάκι με πολυθρόνα και ατομικός καθρέπτης σε κάθε πελάτη. Πολλά κουρεία παλιά, τα λεγόμενα «κυριλέ κουρεία Α’ κατηγορίας», διέθεταν σκαλιστά έπιπλα, καναπέδες, δερμάτινους καναπέδες κι έλαμπαν πάντα από καθαριότητα. Σε μια γωνία υπήρχε μια βιτρίνα με τζάμι και ράφια. Στα ράφια αυτά υπήρχαν διάφορα μπουκαλάκια ή μεγάλες γυάλες με κολόνιες, είδη βαφών, μυρωδικά έλαια, πούδρες και μπριγιόλ (μια ελαιώδης κρέμα, ο πρόγονος του ζελέ το οποίο χρησιμοποιούσαν προκειμένου να γυαλίζει, να στρώνει το μαλλί και να κολλαρίζεται). Χαρακτηριστικό στοιχείο σε ένα κουρείο ήταν και το κλουβί με το πουλί, συνήθως καρδερίνα, με σκοπό την ψυχαγωγία των πελατών!
Η θέρμανση γινόταν αρχικά με το μαγκάλι, το οποίο λειτουργούσε με κάρβουνα που ανάβονταν έξω από το κουρείο. Αφού «χώνευαν», έφερναν το μαγκάλι μέσα στο κουρείο για να ζεσταθούν. Επειδή ήταν αρκετά επικίνδυνο να προκαλέσει θανατηφόρες αναθυμιάσεις, αντικαταστάθηκε αργότερα με τη μαντεμένια σόμπα. Πάνω στη σόμπα υπήρχε ένα τσαγερό για να ζεσταίνουν το νερό για το ξύρισμα. Σε μια άκρη του μαγαζιού υπήρχε και το ραδιόφωνο το οποίο έπαιζε τραγούδια της εποχής. Μάλιστα επικρατούσε ένας άτυπος ανταγωνισμός ανάμεσα στην καρδερίνα και στο ραδιόφωνο για το ποιος θα τραγουδήσει καλύτερα!
Γνωστοί τριπολίτες μπαρμπέρηδες τέλη του 19ου και αρχές 20ού αιώνα ήταν οι Σταύρος Αδαμόπουλος, Γ. Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Ανδρώνης, Π. Βλασσόπουλος ή φασουλής στην οδό Μεταξά (Παλλαντίου) και Φιλελλήνων γωνία, Δ. Διαμαντόπουλος, Ι. Βαρβέρης, Π. Βλαχόπουλος, Αδάμ Γιαννόπουλος, Δ. Γιαννόπουλος, Γ. Γκουσγκούνη, Φ. Δαουλτζής, Ι. Δαουλτζής, Χ. Δαουλτζής, Κυρ. Δρακόπουλος, Απ. Δρούζιας, Κ. Θεοδωρόπουλος, Ισκαριώτη και Περδίου, Σταμ. Κανελλόπουλος, Απ. Κανελλόπουλος, Ι. Καραχάλιος, Χαρίλαος και μετά ο γιος του Ιωάννης Καλούκης, Δ. Καλογερόπουλος, Γ. Κόκκαλης, Χ. Κολάρας, Χ. Κουλούκης, Γρηγόρης Κωνσταντόπουλος πίσω από τον Άγιο Βασίλειο στην οδό Κύπρου γωνία με την οδό Ερμού, Πέτρος Λυμπερόπουλος, Αντ. Μουρούκας, Εμ. Μουρούκας, Γ. Μπουλουγουράς, Δ. Νικολάου, Δ. Παρασκευόπουλος, Πέτρος Παρασκευόπουλος, Σπήλιος Περδίου, Α. Πετρόχειλος, Γ. Πετρόχειλος στην οδό Γορτυνίας (σημερινή είσοδο του Πολεμικού Μουσείου), Ι. Πετρόχειλος, Π. Πουλόπουλος, Α. Παρασκευόπουλος, Γ. Παρασκευόπουλος, Φιλ. Πετρόπουλος ή Λαίμης, Γ. Πικραμένος, Π. Ριτζάς, Αντ. Σαλαπάτας, Ι. Σαλαπάτας, Σ. Σαλαπάτας κάτω από τον Άγιο Βασίλειο, Πέτρος Σκουρλής, Π. Ταρναράς, Κ. Τσιώλης, Β. Φιλοσοφόπουλος, Κ. Φιλοσοφόπουλος, Σπ. Φραγκούλης και Ι. Χριστόπουλος στην οδό Ουάσιγκτον.
Τα κουρεία χωρίζονταν σε κατηγορίες Α, Β, Γ και συνήθως βρίσκονταν σε κεντρικά σημεία της Τρίπολης, πλατείες, κεντρικούς δρόμους κ.α.
Κουρείς από τη δεκαετία του 1920 έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν οι Αθ. Δάμης, Γ. Λαμπρόπουλος, Π. Πετρόπουλος, Δ. Χριστόφυλος, ο Γ. Γκουσκούνης, ο Γιωργάκης Πεπέης, Π. Δελής, Ι. Κούκος, Τρ. Κωνσταντόπουλος, Σταύρος Μπαλτάς, Κ. Μπιτζάνης, Εμ. Ρούσος.
Εν συνεχεία κατά τη δεκαετία του ’30 με την άνοδο του βιωτικού επιπέδου των κατοίκων, με τα θέατρα, τις δεξιώσεις και διάφορες άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, τα κουρεία εξελίχθηκαν και δημιουργήθηκαν τα κομμωτήρια γυναικών όπως του Αναστασίου Καλογερόπουλου στην αρχή της Παλλαντίου δίπλα από το γαλακτοπωλείο του Κανατά, τα κομμωτήρια της «Φεμίνας» του Παν. Κωνσταντόπουλου στην οδό Αγίας Βαρβάρας 17 και Νικηταρά στην οικία Βοσυνιώτη, η «Σεμίραμις» του Ν. Καρρά στην οδό Αγίας Βαρβάρας, του Π. Τσιχριντζή στη Γεωργίου Α’ δίπλα από το σημερινό ψιλικατζίδικο του Φαμελίτη, των Ιωάννη και Χρήστου Μορφονιού στη Γεωργίου Α’ 20 δίπλα από το ξενοδοχείο «Άλεξ» κι έπειτα στην Π. Πατριών πίσω από το Φαρμακείο Πανούση, του Χάρη Χριστόπουλου στην οδό Ουάσιγκτον, του Χαραλ. Φιλόπουλου στη Βασιλέως Παύλου δίπλα από το σπίτι του Πετρονώτη.
Κάποια καφενεία λειτουργούσαν και ως κουρεία ταυτόχρονα όπως το «Βυζάντιο» του Τζίμη Σαλαπάτα στην πλατεία Αγίου Βασιλείου και τα καφενεία του Διαμαντάκου και του Κολιόπουλου στο Σιταροπάζαρο (πλατεία Πετρινού ).
Την εποχή του Πολέμου το επάγγελμα παρήκμασε λόγω του ότι ο κόσμος αγωνιζόταν να επιβιώσει και δεν ενδιαφερόταν να καλλωπιστεί.
Τα παλιά χρόνια δεν έλειπαν και πολλές κωμικές σκηνές στην Τρίπολη. Στο κουρείο του Πετρόχειλου -Τσίμπουγλη στην αρχή της οδού Μαντινείας, όταν θύμωνε ο γέρο-Τσίμπουγλης με κάποιον πελάτη, του έλεγε :«Κάτσε καλά, γιατί θα σε πετάξω στα κεραμίδια του Χαριτόπουλου!» (μεγάλο εμπορικό που ήταν απέναντι). Κάποια στιγμή ο Χαριτόπουλος άλλαζε τα κεραμίδια του. Όταν ο μάστορας τελείωσε τη δουλειά, του ζήτησε τα εργατικά. Τότε ο Χαριτόπουλος του λέει: «Πήγαινε να τα πάρεις από τον Τσίμπουγλη, γιατί αυτός πετάει τους ανθρώπους στα κεραμίδια μου και σπάνε». Τότε ο μάστορας πάει στο Τσίμπουγλη, του λέει ότι άλλαξε τα κεραμίδια του Χαριτόπουλου και ότι η δουλειά του κοστίζει τόσο... Θυμώνει ο Τσίμπουγλης, «τι δουλειά έχω με τα κεραμίδια του Χαριτόπουλου;» για να πάρει την απάντηση: «Εσύ πετάς τους ανθρώπους απέναντι και τα σπας!». Ακούγοντας αυτό, ο Τσίμπουγλης βγαίνει έξαλλος έξω και φώναζε. Όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλαγαν κι έσπαγαν πλάκα. Ήταν μια από τις πλάκες τις παλιάς εποχής.
Μετά τον Πόλεμο άρχισε η εμπορική δραστηριότητα στην Τρίπολη να επανακάμπτει κι εμφανίστηκαν κουρεία πιο εξελιγμένα.
Τα κουρεία από τη δεκαετία του 1930 και έπειτα ήταν τα εξής:
•Στην πλατεία Αγ. Βασιλείου και γύρω από αυτήν βρίσκονταν : ο Πολύβιος Κολλάρας ο οποίος είχε το «Κρόνιους» στην πλατεία Αγίου Βασιλείου και γωνία Γορτυνίας (Βασιλέως Παύλου) κάτω από κτίριο Μαλλιαρόπουλου, ο Κώστας Κανέλλος κάτω από τον Άγιο Βασίλειο και επί της πλατείας είχε κομμωτήριο η γυναίκα του, ο Ιάσωνας και Γρηγόριος Κωνσταντόπουλος πίσω από τον Άγιο Βασίλειο στην οδό Κύπρου γωνία με την οδό Ερμού, ο Τρύφωνας Ραδαίος στην οδό Παλλαντίου απέναντι από το γαλακτοπωλείο του Κανατά, ο Φώτης Κοροδήμος στην αρχή της οδού Κύπρου, ο Βαγγέλης Κιτσόπουλος στην οδό Ερμού, ο Βασίλης Αλεξ. Μπιρμπίλη (δεκ. ΄50) στη στοά Αθανασιάδη, ο Γιάννης Νικητόπουλος (δεκ. ΄50) στην οδό Ερμού, ο Αντ. Παπαθεοφάνης (δεκ. ΄50) κράτησε του πεθερού του Γ. Σαλαπάτα ή Μπόζου, ο Τρυφώνας Κοίλιαρης ( δεκ. ΄60) στην οδό Παλλαντίου, ο Γιαννακόπουλος στην αρχή της οδού Κύπρου κάτω από των Άγιο Βασίλειο, ο Φιλίππας Ραδαίος (δεκ. ΄60) στην οδό Φιλελλήνων.
•Στην οδό Γεωργίου Α΄ βρίσκονταν οι αφοί Ανδριανάκη γωνία με την οδό με Π. Π. Γερμανού, ο Νίκος Καλατζής με το κουρείο «Λουξ» κάτω από τον Άγιο Βασίλειο στην οδό Ναυπλίου(μετέπειτα Γεωργίου Α’), ο Γεώργιος Σαλαπάτας ή Μπόζος απέναντι από το ιστορικό βιβλιοπωλείο «Παλλάδιο» κι αυτό επίσης κάτω από τον Άγιο Βασίλειο, οι Βασίλης και Ηλίας Κουνέλης (δεκ. ΄50) απέναντι από το ποτοποιείο των αφών Αθανασιάδη.
•Στην πλατεία Πετρινού: ο Γεώργιος Γαβρίλος ή Φρούλα μαζί με τον Γεώργιο Γαμβρούλη δίπλα από το Μαλλιαροπούλειο Θέατρο κι έπειτα μόνος του ο Γαμβρούλης στην οδό Κύπρου, ο Αντώνης Κόκκοτας απέναντι από το Μαλλιαροπούλειο στο κτίριο της Παλιάς Αγοράς, ο Δημήτρης (Μίμης) Πετρόχειλος με το Χρόνη Χρονόπουλο στη βόρεια πλευρά της πλατείας.
• Οι Γιώργος και Σάββας Πετρόχειλος (δεκ. ΄50) στην οδό Νεομάρτυρα Δημητρίου (παιδιά του Αντώνη Πετρόχειλου), οι Ηλίας Κακουργιώτης, Αθανάσιος Κατσαρός, Ευάγγελος Ροδόπουλος για λίγα χρόνια στην Παλαιά Αγορά.
• Στην οδό Μαντινείας ή Κένεντυ: οι Αντώνης και Κώστας Πετρόχειλος ή Τσίπουγλης (δεκ. ΄40) στην οδό Μαντινείας (Κένεντυ) κάτω από το σπίτι του Ντάτσουλη κι έπειτα στα μέσα δεκαετίας 1950 στην οδό Νεομάρτυρα Δημητρίου το λειτουργούν οι Σάββας και Γιώργος παιδιά του Αντώνη, ο Διονύσης (Νιόνιος) Κυριαζής ή Βαλτετσιώτης κάτω από το κτίριο του Μαλλούχου, οι Χρήστος Κολοκοτρώνης και Γιάννης Νικητόπουλος (δεκ. ΄50), ο Τάκης Γκοβόστης (δεκ. ‘70) κάτω από το κτίριο Μαντζαγριωτάκη, ο Χαράλαμπος Καρνέζης (δεκ. ΄70).
•Στην οδό Βασιλίσσης Όλγας ή Σπάρτης ο Γ. Χ. Τσιμογιάννης (δεκ. ΄30) το «Νέον» και Ηλίας Γκουντάνης (δεκ. ΄60).
•Στην πλατεία Κολοκοτρώνη: ο Μηνάς Τσαβδάρης στην πλατεία Κολοκοτρώνη και Βασιλίσσης Όλγας (Σπάρτης).
• Στην οδό Ταξιαρχών: ο Ιωάννης Μπιρμπίλης αρχικά στην οδό Ταξιαρχών κι έπειτα στην Ουάσιγκτον 74 (ο γιος του Νικήτας), ο Βασίλης Καλαϊτζής ή Τσοκολάτος με το Χρήστο Μουρούκα (δεκ. ΄40) στην οδό Ταξιαρχών, οι Πέτρος Γαρδελίνος ( δεκ. ΄40; ) μαζί με τον Ιωάννη Γιαννίκο, ο Ευθ. Γιωνάς (δεκ. ‘50), οι Μανουσάκος και Γκοβόστης (δεκ. ΄50) στην οδό Ταξιαρχών και Νικηταρά γωνία, ο Ιωάννης Γιαννίκος (δεκ. ΄50) μόνος του αφού χώρισε από τον Πέτρο Γαρδελίνο, ο Λεωνίδας Λαγομιτζής (δεκ. ΄60) αρχικά με τον Ανδρέα Μιχαλόπουλο στην οδό Ταξιαρχών κι έπειτα μόνος ο Λεωνίδας στην οδό Βύρωνα.
• Στην οδό 28ης Οκτωβρίου ο Μαρίνος Δελής ή Πούλος (δεκ. ‘50) κι έπειτα το πήρε ο γιος του Τάσος, ο οποίος μεταφέρθηκε μετά από χρόνια στην αρχή της οδού Σπετσεροπούλου.
•Στην οδό Ανακτόρων ή Κων/νου ΙΒ’: ο Σαράντος Παπαδόπουλος (δεκ. ΄50) γωνία με την οδό Δεληγιάννη κι έπειτα το κράτησε η κόρη του, ο Ευστράτιος Μυρούλης (δεκ. ΄50) στο οποίο έπειτα από λίγα χρόνια μπήκε συνέταιρος ο Σαράντος Κυρίμης, ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος (δεκ. ΄50) γωνία με την οδό Σπετσεροπούλου, ο Θεόδωρος Σταματόπουλος (δεκ. ‘60) στην οδό Ανακτόρων κάτω από το ξενοδοχείο Ανακτορικό (στο μετέπειτα στραγαλάδικο του Σταυρόπουλου) και μετά μεταφέρθηκε στη οδό Δεληγιάννη στο κτίριο Σταθάκη.
•Στην οδό Ουάσιγκτον ο Δημήτρης Κλήρος (δεκ. ΄40), οι Γεώργιος Χριστόπουλος και Χαράλαμπος Χριστόπουλος, γωνία με την οδό Υψούντος.
•Ο Νικήτας Μπιρμπίλης (δεκ. ΄50) απέναντι από το κρεοπωλείο του Μπολοβή, ο Λιάς Κουνέλης (δεκ.΄50) απέναντι από τον φούρνο του Φουφόπουλου, ο Αγγελής Κοκκίνης (δεκ. ΄50), o Σπύρος Γαλίφας (δεκ. ΄60) στην Πάνω Αγορά (αφού είχε κρατήσει για λίγο το κουρείο του Αν. Κόκκωτα στην Παλιά Αγορά) και Μιχάλη Ντόπη (δεκ. ΄70) στην οδό Ουάσιγκτον.
•Στην οδό Βασιλέως Παύλου ή Εθνομαρτύρων: Οι αφοί Παναγιώτης και Φανούριος Πετρόπουλοι (μέσα δεκ. ΄30), ο Ηλίας Κακουργιώτης ή Κουγιούφας στην αρχή της οδού Εθνομαρτύρων (δεκ. ΄50) μαζί με τον Αθανάσιο Κατσαρό, το 1960 έμεινε μόνος ο Αθ. Κατσαρός κι άνοιξε απέναντι από το παλιό ταχυδρομείο, ο Ηλίας Κακουργιώτης (δεκ. ΄60) στην οδό Εθνομαρτύρων μαζί με τον Ανδρέα Γιαννουλόπουλο.
•Στην οδό Γρηγόριου Ε΄ ο Νίκος Γκικόπουλος (δεκ. ΄50), ο Παρασκευάς Μουρλάς (δεκ. ΄70), ο οποίος δούλευε πρώτα στου Αγγ. Κοκκίνη κι έπειτα άνοιξε τη δεκαετία του ΄80 στη Γρηγορίου Ε’ όπου πήρε το παλιό κουρείο του Νίκου Γκικόπουλου.
• Στον Συνοικισμό Φιλικών, ο Νίκος Ρατσιάτος (δεκ. ΄60).
Και ο Ευάγγελος Ροδόπουλος
Την εποχή της δεκαετίας του ’50, ενδεικτικά οι τιμές ήταν για κούρεμα 2 δραχμές, ξύρισμα 3 δραχμές και τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν το κούρεμα 25 δραχμές και το ξύρισμα 6 δραχμές.
Υπήρχαν και τα κομμωτήρια μετά τον Πόλεμο όπως η Ελένη και ο Γεώργιος Βυτόγιαννης στην οδό Μεταμορφώσεως 19 δίπλα από το ζαχαροπλαστείο του «Λάκη», έως τη δεκαετία του ΄70 όπου μεταφέρθηκαν στην οδό Κένεντυ πάνω από το σημερινό φαρμακείο Αγγ. Αγγελάκου, ο Παναγιώτης Γκοβόστης στην οδό Μαντινείας 41,ο Ιωάννης Καλογερόπουλος στην Παλλαντίου 8, η Κούλα Κανέλου στην πλατεία Αγ. Βασιλείου, η Αικατερίνη Ντόπη στην οδό Ουάσιγκτον μαζί με το κουρείο του συζύγου της Μιχάλη, η Ευγενία Παπαντωνοπούλου στην οδό Δεληγιάννη 4, ο Χαράλαμπος Φιλόπουλος στην οδό Βασιλέως Παύλου 24.
Αρχικά, οι γυναίκες που ήθελαν να μάθουν την τέχνη της κομμωτικής πήγαιναν στην Αθήνα στη σχολή Αμαράντου. Στην Τρίπολη η πρώτη σχολή κομμωτικής που άνοιξε ήταν της Βούλας Βλαχοπούλου, η οποία εγκαινιάστηκε το 1968 στην οδό Κωνσταντίνου ΙΒ’, απέναντι και διαγώνια από το Δημαρχείο και μετά από χρόνια η σχολή κομμωτικής της Αγγελικής Χασάπη στην οδό πλ. Κολοκοτρώνη.
Ο Σύλλογος Κουρέων ιδρύθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα και είχε –όπως έχει και σήμερα- υπό την προστασία του το ξωκκλήσι των Αγίων Αποστόλων. Στην εορτή τους γινόταν μεγάλο πανηγύρι με χορούς και τραγούδια.
Χρήστος Η.Μητσιάς, arcadiaportal.gr