Η Φίνος Φιλμ θυμάται τον γίγαντα της κωμωδίας, Βασίλη Αυλωνίτη

Copyright Instagram @finosfilm_official

Ο Βασίλης Αυλωνίτης αν και ξεκίνησε να παίζει στο θέατρο σε ηλικία 20 ετών, το μεγάλο άλμα στον κινηματογράφο έγινε τριάντα χρόνια αργότερα, όταν το 1954 πέρασε την πόρτα της Φίνος Φιλμ για τα γυρίσματα της ταινίας «Η Ωραία των Αθηνών» του Νίκου Τσιφόρου. Συμπρωταγωνίστρια ήταν η Γεωργία Βασιλειάδου, με την οποία θα συνέθεταν ένα αχτύπητο δίδυμο παίζοντας στη συνέχεια μαζί και σε άλλες τρεις ταινίες-σταθμούς του Φίνου: «Η Καφετζού» (1956), «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959) και «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός» (1961).

Με το πηγαίο χιούμορ, το ταλέντο αλλά και την χαρακτηριστική κινησιολογία του, ο Βασίλης Αυλωνίτης οδηγήθηκε πολλές φορές σε αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι όχι μόνο δεν απορρίπτονταν από τους σκηνοθέτες, αλλά έδιναν χρώμα στα σενάρια και στους ρόλους του.

Σήμερα θυμόμαστε τον γίγαντα της κωμωδίας, Βασίλη Αυλωνίτη, που έφυγε στις 10 Μαρτίου του 1970, μα παραμένει στις καρδιές μας για πάντα.

 

Ο Βασίλης Αυλωνίτης γεννήθηκε την 1 Ιανουαρίου του 1904 και μεγάλωσε στο Θησείο. Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια και έτσι πριν ακόμα τελειώσει το δημοτικό, αναγκάστηκε να δουλέψει σε διάφορες δουλειές, για να βοηθήσει την μητέρα του οικονομικά. Περιστασιακά δούλεψε και στο θέατρο «‘Εντεν», σαν βοηθός σκηνογράφου, όπου και πρωτοεμφανίστηκε το 1924 στην οπερέτα του Ν. Χατζηαποστόλου «Το κορίτσι της γειτονιάς». Την ίδια χρονιά, εμφανίστηκε επίσημα ως ηθοποιός στον θίασο της Ελένης Ζαφειρίου στην παράσταση «Ερωτικές γκάφες». Στη συνέχεια συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους σε οπερέτες και κωμωδίες, μέχρι το 1928, οπότε και στράφηκε προς την επιθεώρηση επικεφαλής δικού του θιάσου που τον είχε ονομάσει «Κρίνονα». Συνολικά πρωταγωνίστησε ή εμφανίστηκε σε μικρότερους ρόλους σε 75 ταινίες. 

Ο Αυλωνίτης νυμφεύθηκε μία Ελληνίδα, την Πόπη, την οποία εγκατέλειψε όταν ερωτεύθηκε παράφορα μία θαυμάστριά του. Με αυτή, ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου γνώρισε μία Γαλλίδα με το όνομα Γιογιό. Νυμφεύθηκε τη Γιογιό, και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Ελένη. Ένα μεγάλο πάθος του ήταν τα στοιχήματα στον ιππόδρομο, κάτι που τον έφερνε συχνά σε τόσο δύσκολη οικονομική κατάσταση, ώστε να αναγκάζεται να παίζει σε δευτερεύοντες ρόλους.

Στις 22 Αυγούστου του 1931 παραλίγο να τον σκοτώσει σφαίρα από θερμόαιμο οπαδό ομάδας φιλελευθέρων, "Βενιζελικών", που εισέβαλε στο θέατρο όταν έπαιζε τότε στην επιθεώρηση «Κατεργάρα» και άρχισαν να πυροβολούν θεωρώντας ότι σατιριζόταν ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Από την εισβολή αυτή τραυματίσθηκαν κάποιοι θεατές ενώ σκοτώθηκε ο τεχνικός του θεάτρου Παναγιώτης Μωραΐτης. Στη συνέχεια από τις ανακρίσεις που ακολούθησαν θεωρήθηκε ότι υπαίτια ήταν η σάτιρα και όχι οι δράστες. Δύο από τους δράστες συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν, ενώ ως ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο Παύλος Γύπαρης, ο οποίος υπήρξε καθοδηγητής και στη δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη 12 χρόνια νωρίτερα. Ο ίδιος μέχρι το τέλος της ζωής του έφερε το βάρος ότι ήταν η αφορμή για αυτόν τον θάνατο και είχε δηλώσει: «Θα περάσουν πολλά χρόνια για να βγω σε αθηναϊκή σκηνή».

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1929 στην ταινία του Αχιλλέα Μαδρά, «Μαρία Πενταγιώτισσα». Καθιερώθηκε όμως κινηματογραφικά το 1955, με την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» στην οποία ο Φίνος δεν τον ήθελε επειδή είχε παίξει σε πολλές ταινίες δεύτερης διαλογής και πίστευε ότι είχε πληγεί το προφίλ του, αλλά πρωταγωνίστησε μετά από μεγάλη επιμονή του Αλ. Σακελλάριου.  Η ταινία είχε τόσο μεγάλη επιτυχία ώστε το 1957 δόθηκε και συνέχεια με την ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και γαρύφαλλο». Ακολούθησαν δεκάδες άλλες έως το 1970, όπως «Η αριστοκράτισσα κι ο αλήτης», όπου εμφανίστηκε στον τελευταίο ρόλο της ζωής του. 

Ο Βασίλης Αυλωνίτης υπέφερε από χρόνια βρογχίτιδα, η οποία εξελίχθηκε σε βρογχοπνευμονία και στις 10 Μαρτίου του 1970 άφησε την τελευταία του πνοή στα 66 του χρόνια. Κηδεύτηκε στο Β' Νεκροταφείο των Πατησίων και σήμερα τα οστά του βρίσκονται σε οστεοφυλάκιο του κοιμητηρίου.