Οι Camel αποτελούν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και καλλιτεχνικά συνεπή συγκροτήματα της progressive rock σκηνής, με ιστορία που ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Δημιουργήθηκαν το 1971 στο Γκίλντφορντ της Αγγλίας από τους Andrew Latimer (κιθάρα, φωνητικά), Peter Bardens (πλήκτρα), Doug Ferguson (μπάσο) και Andy Ward (ντραμς). Από την πρώτη στιγμή το συγκρότημα έδειξε πως είχε ξεχωριστή μουσική ταυτότητα, συνδυάζοντας μελωδικότητα, τεχνική δεξιοτεχνία και έντονη συναισθηματική φόρτιση. Η μουσική τους, αν και συγγενική με άλλες progressive rock μπάντες της εποχής, είχε έναν πιο λυρικό, ανθρώπινο χαρακτήρα που τους χάρισε αφοσιωμένο κοινό.
Το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους κυκλοφόρησε το 1973 και αποτέλεσε την απαρχή μιας εντυπωσιακής πορείας. Η πραγματική καταξίωση, ωστόσο, ήρθε το 1974 με το άλμπουμ Mirage, που θεωρείται από πολλούς ένα από τα σημαντικότερα έργα του είδους. Με συνθέσεις γεμάτες ατμόσφαιρα και ευρηματικές ενορχηστρώσεις, οι Camel απέδειξαν ότι μπορούσαν να σταθούν δίπλα στα μεγάλα ονόματα της σκηνής, διατηρώντας όμως το δικό τους αναγνωρίσιμο ύφος.
Το 1975 κυκλοφόρησε το The Snow Goose, ένα ορχηστρικό concept άλμπουμ εμπνευσμένο από το ομώνυμο βιβλίο του Paul Gallico. Χωρίς τους περιορισμούς της φόρμας του τραγουδιού, το συγκρότημα δημιούργησε έναν ολόκληρο μουσικό κόσμο με συναισθηματικό βάθος και κινηματογραφική αφήγηση. Ο δίσκος γνώρισε μεγάλη κριτική επιτυχία και καθιέρωσε τους Camel ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα και δημιουργικά σχήματα του progressive rock.
Η επόμενη δουλειά τους, το Moonmadness (1976), συνέχισε στον ίδιο μελωδικό δρόμο και παραμένει ένα από τα πιο αγαπημένα άλμπουμ των οπαδών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 όμως, οι εσωτερικές αλλαγές στο συγκρότημα, οι πιέσεις της μουσικής βιομηχανίας και οι μετασχηματισμοί στη μουσική σκηνή οδήγησαν σε ανακατατάξεις. Ο Bardens αποχώρησε το 1978, και οι Camel ακολούθησαν σταδιακά πιο jazz-rock και πιο pop-rock κατευθύνσεις, πάντα όμως με πυρήνα το όραμα του Latimer.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο Latimer ανέλαβε ουσιαστικά πλήρως την καλλιτεχνική ηγεσία, γεγονός που κράτησε τον ήχο των Camel συνεκτικό παρά τις αλλαγές στο προσωπικό. Το 1991, με το Dust and Dreams, το συγκρότημα επέστρεψε δυναμικά στα concept albums, εμπνευσμένο αυτή τη φορά από τα κοινωνικά και ανθρώπινα θέματα του βιβλίου Τα Σταφύλια της Οργής του John Steinbeck. Τη δεκαετία του 1990 και του 2000 ακολούθησαν οι δίσκοι Harbour of Tears και Rajaz, έργα βαθιά μελωδικά, ώριμα και πλούσια σε συναισθηματική ένταση.
Παρά τις σοβαρές υγειονομικές δυσκολίες του Latimer στις αρχές των 2000s, οι Camel δεν έπαψαν να αποτελούν ενεργή και δημιουργική παρουσία. Μετά την ανάρρωση του Latimer, το συγκρότημα επέστρεψε ξανά στη σκηνή και από τότε πραγματοποιεί περιοδείες που προσελκύουν κοινό κάθε ηλικίας, αποδεικνύοντας ότι η μουσική τους έχει διαχρονική απήχηση.
Η μακρά πορεία των Camel χαρακτηρίζεται από ποιότητα, συνέπεια και αυθεντικότητα. Δεν επιδίωξαν εμπορικά τρικ ούτε βασίστηκαν στη μόδα της εποχής. Η μουσική τους κερδίζει μελωδικά, συναισθηματικά και καλλιτεχνικά, και γι’ αυτό απέκτησαν και διατήρησαν φανατικούς φίλους σε όλο τον κόσμο. Το έργο τους παραμένει ένα πολύτιμο κεφάλαιο του progressive rock, αλλά και μια μαρτυρία του πόσο δυνατή μπορεί να είναι η μουσική όταν υπηρετείται με αφοσίωση και δημιουργικότητα.
