Judas Priest δεν ήταν super stars όμως είχαν την επιδραση τους σε πολλούς
Oι Judas Priest μπορεί να μην έφτασαν ποτέ το επίπεδο «mainstream superstardom» που είχαν, π.χ., οι Metallica ή οι Iron Maiden τη δεκαετία του ’80, αλλά η επιρροή τους στο heavy metal είναι τεράστια και βαθιά.
Γιατί δεν έγιναν ποτέ superstars του mainstream;
-
Το στυλ τους ήταν πιο «σκληρό» και λιγότερο εμπορικό από τους συνομιλήκους τους.
-
Δεν είχαν ποτέ τεράστιο single που να «σπάσει» στο ευρύ κοινό.
-
Ήταν πιο συνεπείς στο metal από ό,τι ευέλικτοι προς πιο mainstream ήχους.
Αλλά η επιρροή τους;
Απίστευτη.
Οι Judas Priest ουσιαστικά διαμόρφωσαν:
-
τον δίδυμο κιθαριστικό ήχο (dual lead guitars),
-
την αισθητική του heavy metal (leather & studs),
-
το πιο επιθετικό, στιβαρό στυλ που έκαναν δεδομένο για όλο το είδος,
-
το high-pitched, εμβληματικό στιλ φωνητικών του Rob Halford.
Επίσης αποτέλεσαν πρότυπο για:
-
thrash (Metallica, Slayer, Megadeth),
-
power metal,
-
speed metal,
-
και γενικά όλη τη μεταγενέστερη metal σκηνή.
Με λίγα λόγια: ίσως όχι superstars, αλλά σίγουρα “architects” του metal. Θες να το δούμε συγκριτικά με άλλες μπάντες της εποχής;
Οι Judas Priest είναι ένα από τα σημαντικότερα και πιο επιδραστικά συγκροτήματα στην ιστορία του heavy metal. Ιδρύθηκαν στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας, μια περιοχή που θεωρείται γενέτειρα του σκληρού ήχου, στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Παρότι η αρχική σύνθεση άλλαξε αρκετές φορές πριν σταθεροποιηθεί, ο πυρήνας που συνδέθηκε άρρηκτα με την ταυτότητα της μπάντας αποτελείται από τον τραγουδιστή Rob Halford, τους κιθαρίστες Glenn Tipton και K.K. Downing, και τον μπασίστα Ian Hill. Με την πάροδο των χρόνων πέρασαν αρκετοί ντράμερ, με τον Dave Holland και αργότερα τον Scott Travis να έχουν σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση του ήχου τους.
Τα πρώτα τους βήματα ήρθαν με το άλμπουμ “Rocka Rolla” το 1974, ένα πιο bluesy και πειραματικό άκουσμα, το οποίο δεν έδειχνε ακόμα τον μελλοντικό τους μουσικό χαρακτήρα. Η ταυτότητα των Judas Priest άρχισε να διαμορφώνεται ξεκάθαρα με τα “Sad Wings of Destiny” (1976) και “Sin After Sin” (1977), όπου συνδύασαν επιθετικό ήχο, δίδυμες κιθάρες και τα χαρακτηριστικά υψηλά φωνητικά του Halford. Με αυτά τα άλμπουμ έβαλαν τις βάσεις για όσα θα ακολουθούσαν και βοήθησαν καθοριστικά στη μετάβαση από το κλασικό hard rock στο πιο σύγχρονο heavy metal.
Η πραγματική τους αναγνώριση ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80. Δίσκοι όπως “Stained Class” (1978), “Hell Bent for Leather” (1978), “British Steel” (1980), “Point of Entry” (1981), “Screaming for Vengeance” (1982) και “Defenders of the Faith” (1984) καθόρισαν το ύφος της εποχής. Με τραγούδια όπως τα “Breaking the Law”, “Living After Midnight”, “You’ve Got Another Thing Comin’” και “Electric Eye”, οι Judas Priest δημιούργησαν κάποια από τα πιο αναγνωρίσιμα anthems του metal. Παρότι δεν έγιναν ποτέ «superstars» με την εμπορική έννοια, η επιρροή τους στην ηχητική αισθητική, την τεχνική κιθάρας και το συνολικό στυλ της metal κουλτούρας υπήρξε τεράστια.
Εξίσου καθοριστική ήταν η συμβολή τους στην εικόνα του heavy metal. Ο Rob Halford υιοθέτησε την εμφάνιση με δέρμα, καρφιά και μεταλλικά στοιχεία, που αργότερα έγινε το κυρίαρχο αισθητικό μοτίβο του metal παγκοσμίως. Η μπάντα βοήθησε επίσης στη διάδοση του δίδυμου κιθαριστικού σχήματος, το οποίο επηρέασε αμέτρητα συγκροτήματα, από την κλασική έως τη thrash και power metal σκηνή.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90, οι Judas Priest πέρασαν μια περίοδο αλλαγών. Ο δίσκος “Painkiller” (1990) θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα τους, συνδυάζοντας ταχύτητα, τεχνική και επιθετικότητα σε πρωτόγνωρο βαθμό. Ωστόσο, λίγο μετά την κυκλοφορία του, ο Halford αποχώρησε, οδηγώντας την μπάντα σε μια δεκαετία ανακατατάξεων με τον Tim “Ripper” Owens στη θέση του τραγουδιστή. Παρά τις αξιόλογες κυκλοφορίες αυτής της περιόδου, το κοινό πάντα συνέδεε τη φωνή των Judas Priest με τον Halford.
Το 2003 ο Halford επέστρεψε και η μπάντα γνώρισε μια νέα δημιουργική άνθιση. Το “Angel of Retribution” (2005) σηματοδότησε τη θριαμβευτική επανένωση, ενώ το concept άλμπουμ “Nostradamus” (2008) έδειξε την προθυμία τους για πειραματισμό. Με τον καιρό, ο K.K. Downing αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από τον Richie Faulkner, που έφερε ανανέωση και ενέργεια. Οι πρόσφατοι δίσκοι τους, όπως το “Redeemer of Souls” (2014) και κυρίως το “Firepower” (2018), απέσπασαν εξαιρετικές κριτικές, αποδεικνύοντας ότι οι Judas Priest έχουν ακόμη δημιουργική φλόγα.
Σήμερα οι Judas Priest θεωρούνται θεμέλιο του heavy metal, με καλλιτέχνες όλων των υποειδών να τους αναγνωρίζουν ως πρωτεργάτες. Αν και ποτέ δεν κυριάρχησαν στο mainstream, η επιρροή τους στην μουσική, στην αισθητική και στην κουλτούρα του metal παραμένει αναμφισβήτητη. Με μια καριέρα που ξεπερνά τα πέντε δεκαετίες, συνεχίζουν να περιοδεύουν και να ηχογραφούν, αποδεικνύοντας ότι ο ήχος και το πνεύμα των Judas Priest παραμένουν ζωντανά και διαχρονικά.
