Portishead για εκλεκτικούς ακροατές

Portishead για εκλεκτικούς ακροατές

 

Γιατί θεωρούνται “εκλεκτικοί”;

  • Το ήχο τους τον χαρακτηρίζει μια σπάνια μίξη: trip-hop, electronica, jazz, noir ατμόσφαιρες και κινηματογραφική μελαγχολία.

  • Η φωνή της Beth Gibbons είναι εύθραυστη αλλά και στοιχειωτική· ένα συναισθηματικό εργαλείο που μεταφέρει οδύνη και νοσταλγία χωρίς ίχνος υπερβολής.

  • Οι ρυθμοί και οι παραγωγές (κυρίως του Geoff Barrow) έχουν εκείνο το vintage/lo-fi στίγμα που θυμίζει βινύλιο, κινηματογραφικό soundtrack και σκοτεινό μπαρ στο Bristol ταυτόχρονα.

  • Οι στιχοι δεν είναι ποτέ εύκολοι: μιλούν για αποξένωση, απώλεια, αμφιβολία, υπαρξιακό βάρος — όλα με μια ποιητική πυκνότητα.

 

  • Dummy (1994) – το εμβληματικό ντεμπούτο, με κομμάτια όπως “Roads”, “Sour Times”, “Glory Box”. Ένα μανιφέστο μελαγχολίας.

  • Portishead (1997) – πιο ψυχρό, πιο μινιμαλιστικό, πιο κινηματογραφικό.

  • Third (2008) – σπάει το trip-hop καλούπι, με πιο industrial και πειραματικούς ήχους.

Αν σ’ αρέσουν, πιθανότατα θα εκτιμήσεις και Massive Attack, Tricky, UNKLE, ή ακόμη και πιο σύγχρονες καλλιτέχνιδες όπως FKA twigs ή Sevdaliza.

 

Οι στίχοι των Portishead δεν είναι ποτέ γραμμένοι για να «τραγουδηθούν» εύκολα· είναι σχεδόν εξομολογητικοί, γεμάτοι συναισθηματική ομίχλη και υπόγειο πόνο. Η Beth Gibbons γράφει (και τραγουδά) σαν να προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό της μέσα από την απώλεια — κι αυτό τους κάνει τόσο αληθινούς.

Μερικά παραδείγματα που δείχνουν αυτό που λες:

  •  “Roads”

    “Oh, can't anybody see / We've got a war to fight / Never found our way...”

    Μια κραυγή για επικοινωνία που δεν έρχεται ποτέ, μια εσωτερική μοναξιά που δεν λύνεται.

  •  “Wandering Star”

    “Please, could you stay awhile to share my grief?”

    Ο πόνος γίνεται σχεδόν ιερός, κάτι που ζητάς να το μοιραστείς απλώς για να μην σε καταπιεί.

  •  “Glory Box”

    “I'm so tired of playing / Playing with this bow and arrow…”

    Ένα τραγούδι για τη γυναικεία ταυτότητα, την κούραση από τις άμυνες, τη λαχτάρα για αληθινή οικειότητα.

Όλοι αυτοί οι στίχοι μοιάζουν με εσωτερικούς μονολόγους περισσότερο παρά με τραγούδια — σαν να ακούς σκέψεις που δεν έπρεπε να ειπωθούν ποτέ δυνατά.

 

Η φωνή της Beth Gibbons είναι σαν να έρχεται από κάπου μακριά — ή από μέσα σου. Δεν είναι τεχνικά εντυπωσιακή με την έννοια της δύναμης ή του εύρους· είναι εύθραυστη, σχεδόν τρέμει, αλλά μέσα σ’ αυτή την αδυναμία υπάρχει κάτι στοιχειωτικό, βαθιά ανθρώπινο.

 Κάποια χαρακτηριστικά της:

  • Τραγουδά σαν να ψιθυρίζει μυστικά: υπάρχει μια οικειότητα, μια αίσθηση ότι ακούς κάτι που δεν προοριζόταν να ακουστεί.

  • Η φωνή της έχει χρόνο και σιωπή μέσα της· δεν γεμίζει τον χώρο, τον αφήνει να αναπνέει.

  • Η συναισθηματική ένταση δεν εκφράζεται με φωνητικές κορυφές, αλλά με μικρές δονήσεις, με ραγίσματα στη φωνή — εκεί που φαίνεται η αλήθεια.

  • Σε κάθε κομμάτι μοιάζει “παρούσα-απούσα”· σαν να τραγουδά μέσα από ανάμνηση, όχι από το παρόν.

Αυτός ο συνδυασμός κάνει τη Gibbons μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές της δεκαετίας του ’90 — όχι επειδή «φτάνει ψηλές νότες», αλλά γιατί σου αφήνει κάτι να σε ακολουθεί.

Video Url