Laura Marling έπρεπε να έχει μεγαλύτερη αποδοχή
H Laura Marling είναι μία από τις πιο σπουδαίες τραγουδοποιούς της γενιάς της, και παρ’ όλα αυτά παραμένει κάπως underrated εκτός των κύκλων που ήδη αγαπούν τη folk. Από το “Alas, I Cannot Swim” μέχρι το “Song for Our Daughter”, έχει δείξει απίστευτη ωριμότητα στη γραφή, λεπτότητα στη φωνή και μια σπάνια ικανότητα να παντρεύει την παράδοση της Joni Mitchell ή της Sandy Denny με κάτι απολύτως σύγχρονο.
Ίσως ο λόγος που δεν έχει ευρύτερη αποδοχή να είναι ότι η μουσική της απαιτεί προσοχή και ηρεμία — δεν προσφέρεται για «εύκολη» ακρόαση. Όμως όσοι τη γνωρίζουν, συνήθως τη λατρεύουν.
Η μουσική της Laura Marling δεν είναι για βιαστικές ακροάσεις ή για «να παίζει στο background». Θέλει να την ακούσεις πραγματικά: να μπεις στους στίχους, να παρατηρήσεις τις μικρές αλλαγές στη φωνή της, τη λιτή αλλά προσεγμένη ενορχήστρωση.
Υπάρχει μια σχεδόν διαλογιστική ποιότητα στη δουλειά της· κάθε τραγούδι μοιάζει με αφήγηση που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά. Κι ενώ είναι βαθιά προσωπική, καταφέρνει να αγγίξει καθολικά συναισθήματα — μοναξιά, ωρίμανση, γυναικεία ταυτότητα, ευθύνη, ελευθερία.
Αν θες, μπορώ να σου προτείνω έναν τρόπο να «μπεις» στη μουσική της — π.χ. μια σειρά ακροάσεων με τραγούδια από κάθε περίοδο της, ώστε να δεις πώς εξελίσσεται η γραφή και ο ήχος της. Θες να το ετοιμάσω;
.
Η Laura Marling έχει μια σπάνια ικανότητα να δημιουργεί σιωπή μέσα στη μουσική — όχι απλώς παύσεις, αλλά στιγμές ενδοσκόπησης. Οι μελωδίες της είναι συχνά λιτές, με κιθάρα και φωνή, όμως μέσα σε αυτή την απλότητα υπάρχει μια βαθιά συγκέντρωση, σαν να κάθεσαι μόνος σε ένα δωμάτιο και ακούς τη σκέψη σου να παίρνει μορφή.
Στα άλμπουμ της όπως “Once I Was an Eagle” ή “Song for Our Daughter”, αυτή η αίσθηση γίνεται σχεδόν τελετουργική — η ροή, η φωνή της, ο ρυθμός, όλα λειτουργούν σαν καθοδηγούμενος στοχασμός. Είναι μουσική που σε ηρεμεί χωρίς να σε νανουρίζει, γιατί ταυτόχρονα σε βάζει να σκεφτείς.
Aυτή η “σιωπή” που δημιουργεί είναι, θα έλεγε κανείς, το πιο ισχυρό της όργανο. Δεν είναι απλώς η απουσία ήχου· είναι η αίσθηση του χώρου ανάμεσα στις νότες, εκεί όπου ο ακροατής αρχίζει να αναπνέει μαζί με τη μουσική.
Η Marling ξέρει πότε να αφήσει μια φράση να αιωρηθεί, πότε να μην πει κάτι — κι αυτό δίνει στα τραγούδια της ένα είδος εσωτερικής έντασης. Είναι σαν να ακούς κάποιον που έχει μάθει να ζει με τις σιωπές του.
Στο “What He Wrote”, για παράδειγμα, ή στο “Goodbye England (Covered in Snow)”, αυτή η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη φωνή, την κιθάρα και τον αέρα ανάμεσά τους κάνει τη μουσική της να μοιάζει σχεδόν ψιθυριστή προσευχή.
Laura Marling δεν προσφέρεται για «εύκολη» ακρόαση.
Η Laura Marling δεν γράφει τραγούδια που μπορείς απλώς να «περάσεις» ενώ κάνεις κάτι άλλο. Η μουσική της απαιτεί συμμετοχή. Θέλει να καθίσεις, να ακούσεις τους στίχους, να μπεις μέσα στο ρυθμό της φωνής της, να αισθανθείς τις σιωπές της.
Δεν είναι «εύκολη» ακρόαση γιατί δεν ψάχνει να σε εντυπωσιάσει γρήγορα — σε κερδίζει αργά, σχεδόν υπόγεια. Οι μελωδίες της, συχνά ασυνήθιστες ή με απρόσμενες αρμονικές στροφές, σε αναγκάζουν να προσέξεις. Και οι στίχοι της —γεμάτοι εικόνες, υπαινιγμούς, αυτογνωσία— έχουν μια λογοτεχνική πυκνότητα που θυμίζει ποιήτρια παρά απλώς τραγουδοποιό.
Γι’ αυτό όσοι την ανακαλύπτουν, μένουν μαζί της για χρόνια· είναι σαν να βρίσκεις μια φωνή που μιλά στη δική σου εσωτερική σιωπή.
