John Sykes: Ωδή σε έναν ακούραστο rock εργάτη (HighwayStar Stories)

John Sykes / Phil Lynott
John Sykes / Phil Lynott, Photo by Wikimedia Commons

Τα εκρηκτικά solos, οι σπουδαίες συνεργασίες και τα κλασικά albums 

Είναι από τις περιπτώσεις που ο εκλιπών άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του σε όποιο project και αν συμμετείχε. Ο John Sykes δεν ήταν σε καμία περίπτωση star, αλλά για τους παροικούντες την Hard Rock Ιερουσαλήμ υπήρξε ένα λαμπρό αστέρι. Ένας μουσικός που με την ανακοίνωση του θανάτου του από καρκίνο, σε ηλικία 65 ετών, θα μαρτυρούσε μόνο θετικά σχόλια για τη δουλειά του, την ενέργεια του, τις κλασικές στιγμές που αποτυπώθηκαν στα albums που μας χάρισε. 

Το ξεκίνημα στην αγγλική επαρχία

Ο δρόμος του John Sykes ήταν προκαθορισμένος. Με πατέρα και θείο που διατηρούσαν δισκοπωλείο, το ενδιαφέρον για τα βινύλια και τα ροκ ακούσματα της εποχής ήταν δεδομένο. Μαζί και το ενδιαφέρον για την ηλεκτρική κιθάρα, το οποίο οδήγησε τον John και χιλιάδες άλλους Άγγλους στο σχηματισμό μικρών "παρεών" που άρχισαν να οργώνουν τις Αγγλικές μεγαλουπόλεις και τα clubs τους. Πηγαίνοντας έτσι το classic rock πολλά βήματα παραπέρα και σχηματίζοντας, παρά το παράλληλο punk rock κίνημα που τότε ήταν στα φόρτε του, τον οδοστρωτήρα που λεγόταν New Wave of British Heavy Metal (NWOBHM). Ένα ξεχωριστό μουσικό είδος και σκηνή που μεταξύ άλλων μας έδωσε γκρουπ όπως οι Iron Maiden, Def Leppard και Saxon, αλλά και επηρέασε σημαντικά παλαιότερα ονόματα όπως οι Motorhead και οι Judas Priest. Με τη χαρακτηριστική και αγαπημένη Gibson Les Paul ανά χείρας, ο John Sykes αρχίζει να κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα.

Πρώτο του συγκρότημα οι Streetfighter, όπου συμμετέχει μαζί με τον φίλο του Merv Goldsworthy. Ο τελευταίος στη συνέχεια θα συμμετέχει στους σπουδαίους Diamond Head, Samson και FM, με τους τελευταίους μάλιστα να μας έχουν επισκεφτεί και πρόσφατα. Τα πράγματα θα σοβαρέψουν όταν θα μπει στο δυναμικό του cult συγκροτήματος των Tygers of Pan Tang. Μπορεί το γκρουπ από το Whitley Bay της Βόρειας Αγγλίας να μη μνημονεύεται παρέα με τα σπουδαία brands του χώρου, ωστόσο τα πρώτα τέσσερα albums είναι πραγματικά κειμήλια για το είδος. Για τα τρία από αυτά και συγκεκριμένα τα Spellbound (1981), Crazy Nights (1981) και The Cage (1982), "ευθύνη" φέρει αυτός ο νέος και φέρελπις κιθαρίστας που με τα εκρηκτικά riffs και solos τους κάνει τους Tygers συγκρότημα της πρώτης γραμμής, τουλάχιστον ποιοτικά. Ο John Sykes χτίζει σιγά σιγά τη φήμη του στο χώρο και το πρώτο μεγάλο επαγγελματικό κάλεσμα δε θα αργήσει. Θα έρθει μάλιστα μόλις ένα χρόνο αργότερα. 

 

 

Οι μεγάλες συνεργασίες 

Το 1983 οι Thin Lizzy βρίσκονταν στα τελευταία τους. Ο Phil Lynott ενδιαφερόταν πιο πολύ για την προσωπική του εικόνα και καριέρα και ο Scott Gorham ήταν εξαντλημένος από τις περιοδείες και τις καταχρήσεις. Ο κιθαρίστας Snowy White είχε αποχωρήσει επικαλούμενος το αντιεπαγγελματικό κλίμα που συναντούσε, ωστόσο το συγκρότημα "χρωστούσε" ένα καλό τελευταίο album. Ο Lynott βρήκε αντικαταστάτη στο πρόσωπο του John Sykes και το "Thunder & Lightning" έμελλε να είναι ένα εξαιρετικό και καταιγιστικό κύκνειο άσμα, από ένα σπουδαίο γκρουπ. Υπεύθυνος για άλλη μια φορά ο Sykes ο οποίος έστρεψε το classic rock συγκρότημα σε μια πιο metal κατεύθυνση, με το album να μας χαρίζει κλασικά τραγούδια όπως το ομώνυμο, το "Cold Sweat" και το "The Sun Goes Down". Παρά το γεγονός ότι οι Thin Lizzy διέλυσαν πριν τελειώσει η χρονιά (τελευταία συναυλία στις 4 Σεπτεμβρίου στη Νυρεμβέργη), ο John Sykes απολάμβανε τη φήμη ενός από τα πιο hot ονόματα της ηλεκτρικής κιθάρας στη hard rock σκηνή. Αυτή τη φήμη εξαργύρωσε με την πλέον σημαντική και ιστορική "θέση εργασίας". Μιλώντας στο Vintage Guitar, ο κιθαρίστας θα θυμηθεί χαρακτηριστικά:

"Είχα ένα τηλεφώνημα και ήταν ο Coverdale, ή οι άνθρωποί κάτι τέτοιο. Με πήραν και με ρώτησαν αν ήθελα να συμμετάσχω (σ.σ. στους Whitesnake), και είπα, "Όχι, δεν το κάνω. Δεν με ενδιαφέρει. Συνεχίζω με τον Phil". Κάλεσαν ξανά και είπαν: «Απλά έλα». Νομίζω ότι πήγαμε στο Μόναχο τότε ηχογραφούσαν το άλμπουμ "Slide It In" του 1984. Γνώρισα τον David και τον Mel Galley, ο οποίος ήταν ένας πολύ καλός τύπος, έκανα παρέα μαζί τους για μερικές μέρες και δοκιμάσαμε μερικά τραγούδια. Όταν επέστρεψα στο Λονδίνο, με φώναξαν και μου πρότειναν τη δουλειά. Και είπα: «Όχι, δεν θέλω να το κάνω». Τότε είπαν βασικά, "Πόσα χρήματα θα χρειαζόσουν για να το κάνεις;". Έτσι πέταξα έναν αριθμό χρημάτων που πίστευα ότι δεν θα έπαιρνα ποτέ, και μου είπαν, "Εντάξει", και μου έδωσαν τα χρήματα...".

Ο John Sykes έγινε μέλος των Whitesnake με τις ευλογίες του Phil Lynott. 

 

 

Το ιστορικό "Whitesnake 1987" και το Still of the Night 

Το "Slide it In" του 1984 είναι ένας εξαιρετικός δίσκος (όπου μάλιστα συμμετέχει και ο Sykes με αρκετά overdubs) αλλά ο μουσικός χάρτης αλλάζει. Η δράση έχει μεταφερθεί στο Λος Άντζελες και τη Sunset Boulevard, ενώ το MTV εξισώνει ουσιαστικά τη σημασία του image, με τη μουσική καθαυτή. Ο David Coverdale δεν έχει σκοπό να μείνει στο περιθώριο και έτσι, με το κατάλληλο προσωπικό και το ιδανικό album, θα κυριαρχήσει σε έναν χώρο που εξαρχής ίσως δεν ήταν καλεσμένος. Το "Whitesnake" album, ή αλλιώς "1987" όπως το γνωρίζουν οι fans, είναι ένας πραγματικός rock ογκόλιθος που έκανε το όνομα των Whitesnake γνωστό σε όλο τον κόσμο, δίνοντας τους hits τα οποία σήμερα θεωρούνται κάτι παραπάνω από κλασικά. Ένα από αυτά ήταν η επανεκτέλεση του Here I Go Again αλλά είναι το Is This Love? και κυρίως το Still of the Night, όπου η συνεργασία των Coverdale/Sykes δίνει τα καλύτερα αποτελέσματα. Το Still of the Night, με το ιστορικό video και ένα από τα καλύτερα riffs όλων των εποχών, ουσιαστικά κάνει τον Sykes να φτάσει στο απόγειο της δόξας του. Και δικαίως. 

Το "Whitesnake" κυκλοφόρησε στις 23 Μαρτίου 1987. Στο τέλος Μαΐου είχε βρεθεί στο no.2 του Billboard Top 200. Ήταν το album με τις περισσότερες εβδομάδες διαμονής στο top 5 εκείνη τη χρονιά, ενώ στο σύνολο του έμεινε στα charts για 76 ολόκληρες εβδομάδες. Ουσιαστικά απειλήθηκε από albums όπως το Joshua Tree των U2 και το Bad του Michael Jackson. Μέχρι σήμερα έχει πουλήσει περίσσότερα από 10 εκατομμύρια κόπιες, ενώ σύμφωνα με μετρήσεις πλησιάζει τα 15 εκατομμύρια. 

 

Η σχέση όμως των δύο ανδρών δεν υπήρξε ποτέ αρμονική, κάτι συνηθισμένο μεταξύ δύο έντονων προσωπικοτήτων. Ο John Sykes δεν έμελλε να ηχογραφήσει άλλο album με τους Whitesnake και τη θέση του για το "Slip of the Tongue" που ακολούθησε πήρε ο πολύς Steve Vai. Είχε ανοίξει ο δρόμος για την ευχή και προσδοκία πολλών μουσικών, το προσωπικό project και καριέρα. 

Ένα μπλε έγκλημα σε μια ακατάλληλη στιγμή 

Ο John Sykes είχε ακόμα πολλά να δώσει αλλά το μουσικό περιβάλλον γύρω του άλλαζε για ακόμα μια φορά. Μπορεί το συγκρότημα των Blue Murder που ίδρυσε να έδωσε δύο καταπληκτικούς δίσκους (Blue Murder (1989), Nothin' But Trouble (1993)), ωστόσο το alternative rock και grunge έκαναν τους δίσκους αντικείμενο ενασχόλησης μόνο από τους φανατικούς του hard rock των 80s, καθώς και τους σημερινούς συλλέκτες εκείνων των ημερών. Κρίμα πάντως γιατί πέρα από τον απελευθερωμένο Sykes, απολαμβάναμε για άλλη μια φορά έναν από τους σπουδαιότερους drummers όλων των εποχών, τον Carmine Appice (Vanilla Fudge, King Kobra κ.α.). Ο John Sykes ήταν ακόμα αγαπητός, αλλά δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό ανεπίκαιρος. 

 

Τα χρόνια έκτοτε κύλησαν με μια σειρά από solo albums, τα οποία ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αναβιώσουν τις παλιές ημέρες δόξας. Σημαντικό (θα) ήταν και το project των Bad Apple, με τον Mike Portnoy στα τύμπανα, άρτι αποχωρήσαντα από τους Dream Theater. Το project αυτό δεν προχώρησε ποτέ. Την πρωτοχρονιά του 2021, ο John Sykes παρουσίασε το νέο του τραγούδι "Dawning of a Brand New Day", το πρώτο εδώ και 20 χρόνια. Ήταν η τελευταία φορά που το όνομα του ακούστηκε στα μουσικά δρώμενα. 

O John Sykes έφυγε από τη ζωή στις 20 Ιανουαρίου 2025, σε ηλικία 65 ετών. Η κληρονομιά του παραμένει ζωντανή μέσα από την πλειάδα των ιστορικών albums στα οποία συμμετείχε.