Ο Κώστας Ζουγρής μιλάει για τη μουσική, τη ζωή του, τη σχέση του με τον Πετρίδη, τη δισκογραφία & το ραδιόφωνο

© Θανάσης Καρατζάς

Συνέντευξη του Κώστα Ζουγρή στην Athens Voice και στον Γιώργο Φλωράκη. 

Ο Κώστας Ζουγρής στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν ένα ερωτηματικό για μένα. Το όνομά του ακουγόταν στο τέλος της εκπομπής Pop Club του Γιάννη Πετρίδη, όπου αναφερόταν ως «συνεργάτης της εκπομπής».

Αναρωτιόμουν αν υπήρχε τρόπος να γίνω κι εγώ συνεργάτης αυτής της εκπομπής, μέχρι που τον άκουσα κάποιες φορές να αντικαθιστά τον Πετρίδη -αλλά και στις δικές του προσωπικές εκπομπές στην Ελληνική Ραδιοφωνία- και κατάλαβα ότι οι γνώσεις του ήταν τεράστιες και οι δικές μου πενιχρές. Αν ο Γιάννης Πετρίδης δίνει ελάχιστες συνεντεύξεις, ο Κώστας Ζουγρής δεν παρουσιάζεται σχεδόν ποτέ. Μετά από μερικές δεκαετίες στην ΕΡΑ, μετά την έκδοση του Ποπ+Ροκ αλλά και τη βαριά του θητεία στη δισκογραφία, αυτή την εποχή κρατάει στα χέρια του το apotis4stis5.com, το site που δημιουργεί σοβαρότατο περιεχόμενο στον χώρο της μουσικής.

Συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι σε ένα ήσυχο καφέ ενός προαστίου της Αθήνας και μιλήσαμε για πολλή ώρα που κύλησε υπερβολικά γρήγορα. Με το που άνοιξα το κασετοφωνάκι, ο Κώστας Ζουγρής μίλησε πρώτος…

© Θανάσης Καρατζάς

Λοιπόν, ξεκινάω χωρίς να περιμένω ερώτηση, είμαι ένας πάρα πολύ τυχερός άνθρωπος, γιατί κατάφερα στην ζωή μου, να συνδυάσω το επάγγελμά μου με αυτό που αγαπούσα. Και σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες, οι οποίοι πάντα έχουν την πίεση του να πετύχουν και να είναι αναγνωρίσιμοι, να τα πάνε όλα καλά, να είναι καλές οι ερμηνείες τους, εγώ ήμουν πάντα από πίσω, έκανα αυτό που αγαπούσα, και δεν υπήρχε ανάγκη να κριθώ για το αν το έκανα καλά. Δεν υπήρχε κανείς να με κρίνει, πέραν από τους προϊσταμένους μου τότε, που ανήκαν συνήθως σε ξένες πολυεθνικές εταιρίες, και στο ραδιόφωνο βέβαια, όπου πάντα ήταν ο Πετρίδης μπροστά. Εγώ ήμουν, όπως μου είπε κάποιος από τους υπαλλήλους της ΕΡΤ που με συνάντησε πριν από μερικά χρόνια στο κέντρο της Αθήνας, «ο αόρατος άνθρωπος», δηλαδή ποτέ δεν ήμουν –και δεν μου άρεσε κιόλας– να είμαι μπροστά.  

Δεν κάνατε όμως και εκπομπές μόνος για μια εποχή;

Έχω κάνει εκπομπές πολλές εκπομπές στο Δεύτερο Πρόγραμμα, έχω κάνει για τα μπλουζ, για κινηματογράφο, ήμουν στην παλιά ΥΕΝΕΔ για ένα διάστημα με το «Ένα τραγούδι τότε, ένα τραγούδι τώρα», έχω κάνει πολλές εκπομπές.

Άρα δεν είστε μόνο στη σκιά του Γιάννη Πετρίδη.

Αν είσαι δίπλα σε έναν Πετρίδη, μοιραία ζεις στη σκιά του. Γιατί ο Πετρίδης είναι ένας χαρισματικός άνθρωπος, ο οποίος κάνει γκελ. Εγώ, όσο καλός και αν είμαι σε ορισμένα πράγματα, δεν κάνω γκελ. Αυτό έχει μεγάλη σημασία.

Το γκελ τι σημαίνει; Πώς το ορίζετε;

Να είσαι ελκυστικός στους ανθρώπους για κάποιο λόγο. Δηλαδή ο Γιάννης, με το που τον βλέπει ο άλλος, τον τραβάει, είναι ελκυστικός και στην όψη. Επιπλέον, έχει και το χάρισμα της ομιλίας, που εγώ δεν το έχω. Και δεν το έχουν και πολλοί άνθρωποι, βέβαια. Δεν είναι εύκολο. Κάποια στιγμή είχα πάει στην εκπομπή του Γεωργίου, του αθλητικογράφου. Μου λέει, «εσύ είσαι ο καλύτερος και ο Πετρίδης δεν είναι τίποτα». Μα ο κόσμος δεν είναι χαζός, ξέρει να ξεχωρίζει τον καθένα. Αν εγώ ήμουν καλύτερος, θα ήμουν εγώ ο Πετρίδης και θα ήταν αυτός ο Ζουγρής. 

Σας έχει ενοχλήσει αυτό ποτέ;

Ποτέ. Σαν χαρακτήρας, ποτέ δεν μ’ ένοιαζε η προβολή. Μου αρέσει βέβαια να μου πει κάποιος «μπράβο Ζουγρή, πολύ ωραίο αυτό που έκανες» αλλά δεν το επιδιώκω. Χωρίς να θέλω να κάνω τον έξυπνο, είμαι ένα μυρμήγκι που θέλει πάντα να προσπαθεί να πετυχαίνει τα πράγματα που βάζει σαν στόχο. Και σε αυτό έχουμε ταιριάξει με τον Πετρίδη γιατί εκείνος, ενώ θέλει να κάνει πάρα πολλά πράγματα, δεν είναι από αυτούς που παίρνουν την πρωτοβουλία να βάλουν στόχους. Εγώ ήμουν αυτός που πάντα του πρότεινα να κάνουμε πράγματα. Του έδινα την ώθηση και αυτός με την ικανότητά του και το χάρισμά του, πάντα τα πετύχαινε.

Πώς ξεκινήσατε να ακούτε μουσική;

Ξεκίνησα να ακούω μουσική σε μία παιδική χαρά που είχα πάει πολύ μικρός, 7-8 χρονών, και συνάντησα ένα παιδάκι που μου τραγούδησε το «Good night Irene» του Gordon Jenkins. Με το που το άκουσα αυτό, κάτι άναψε μέσα μου και λέω «ωραίο τραγούδι αυτό»! Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση αυτό το πράγμα. Και κάποια στιγμή-είχε χωρίσει η μητέρα μου και περνούσαμε δύσκολα χρόνια- κατάφερε και αγόρασε ένα ραδιόφωνο επιτραπέζιο, που το είχε βάλει σε γραμμάτια. Μόλις ήρθε αυτό το ραδιόφωνο στο σπίτι μου, έπεσα στον «Αμερικάνικο» και δεν ξεκόλλαγα καθόλου. Τέρμα. Μετά βγήκαν και τα τρανζίστορ και πάντα εγώ και ο Πετρίδης κυκλοφορούσαμε με ένα τρανζιστοράκι στο χέρι. Και δεν ξέρω αν είχες προλάβει αυτή την εποχή, όσοι κυκλοφορούσαν με τρανζιστοράκι στο αυτί, μας έλεγαν ότι είμαστε χαζά και δεν θα κάνουμε στη ζωή μας τίποτα. Γιατί τρώγαμε τον χρόνο μας σε κάτι άσχετο. Τότε έμενα στα Κάτω Πετράλωνα, στην Πανδώρου, και πήγαινα για δουλειά στη γέφυρα του Πουλόπουλου και είχα το τρανζιστοράκι και άκουγα συνέχεια στον δρόμο, έτσι όπως πήγαινα με τα πόδια.. Ειδικά το απόγευμα, που σχολούσα κατά τις 6 η ώρα, τότε στα μεσαία έπιανες τον «Αμερικάνικο» που ήταν στην Ρόδο. 

Τι δουλειά κάνατε τότε;

Στην αρχή ήμουν τυπογράφος. Δύσκολη δουλειά, στοιχειοθέτης, αυτός που μαζεύει ένα-ένα γραμματάκι. Ύστερα προέκυψε μία θέση σε δισκογραφική εταιρία, πωλητής. Μου λέει ο Πετρίδης «θέλεις να έρθεις σαν πωλητής, παρ’ όλο» -μου λέει- «που είσαι άχρηστος και δεν κάνεις». Το ρίσκαρα κι εγώ και πήγα με λιγότερα λεφτά. Την αμέσως προηγούμενη χρονιά -πρέπει να ήταν 1974-είχα πάει και είχα βρει τον Πατσιφά στη ΛΥΡΑ. Επρόκειτο να με δοκιμάσει τα απογεύματα κι αν του έκανα, θα με κρατούσε. Αλλά κάτι άλλαξε στα ωράρια των καταστημάτων και δεν κατάφερα να πάω.

Οπότε το 1975 πήγατε στη Phonogram;

Ναι.

Όταν πήγατε στη Phonogram, τι ρεπερτόριο είχατε να δουλέψετε εκείνη την εποχή εκεί;

Πήγα στη Phonogram το 1975. Ήταν τότε οι Genesis, οι Led Zeppelin, είχαμε τότε την Atlantic. Ο Πετρίδης είχε τότε έναν τρόπο –και τον έχει ακόμα– να τον εκτιμούν όλοι οι ξένοι για τις γνώσεις του. Δηλαδή με το που άρχιζαν να συζητούν, έβλεπαν έναν άνθρωπο που ήξερε από μουσική. Οπότε μοιραία, ο ξένος έδινε τη διανομή της εταιρείας του στην Ελλάδα σε έναν άνθρωπο που πραγματικά ξέρει. Γι’ αυτό μάζευε όλες τις εταιρίες. Με τον ίδιο τρόπο αργότερα μάζεψε στη Virgin όλες τις ανεξάρτητες εταιρίες. Δεν είναι τυχαίο. Ο Πετρίδης, κατάφερνε πάντα να προβάλλει τις εταιρείες που είχε, αλλά κάποια στιγμή συνέπεσε να έχει σχεδόν όλο το ανεξάρτητο ρεπερτόριο. Στη Virgin είχε τη 4AD, την BeggarsBanquet, τη Mute κι άλλα πολλάεπειδή του άρεσε να μαζεύει όλα τα ανεξάρτητα. Και έγινε στα 90s η έκρηξη του ανεξάρτητου, και πολλά από αυτά τα ονόματα έγιναν mainstream. Έτσι συμβαίνει πάντα. Κανείς δεν μπορεί να ξεκινήσει από την κορυφή.

Πριν πάμε στις μουσικές, γιατί έχουμε να μιλήσουμε πολύ για μουσική, τελικά στη Phonogram τα καταφέρατε ως πωλητής;

Και ναι και όχι. Kαταρχήν η συμφωνία ήταν να πηγαίνω μέχρι τη μία μετά το μεσημέρι στα μεγάλα καταστήματα στο κέντρο της Αθήνας και μετά να πηγαίνω στο γραφείο να βοηθάω τον Πετρίδη στο ρεπερτόριο. Να ακούμε δείγματα και τέτοια. Εγώ, όμως, δεν είχα το εμπορικό μέσα μου, παρόλο που είμαι άνθρωπος που μου αρέσει να αυξάνω τις επιδόσεις μου, όμως λυπόμουνα να πω στον καταστηματάρχη πάρε 10 κομμάτια από τον τάδε δίσκο ας πούμε. Τον λυπόμουν, γιατί σκεφτόμουν ότι θα του μείνουν. Πήγαινε, όμως, ο άλλος και του έλεγε πάρε 2.000 κομμάτια Καρουσάκη ή Μητροπάνο. Και ο δισκάς τον πίστευε. Ε, αυτό το χάρισμα δεν το είχα. Δεν μου άρεσε το παραμύθιασμα. Το ελάττωμά μου –αν είναι ελάττωμα αυτό– είναι που πάντα λέω αυτό που πιστεύω. Και αυτό είναι καλό αλλά είναι και κακό γιατί δεν μπορείς να πετύχεις έτσι ορισμένα πράγματα. Παρόλο που δεν τα πιστεύω τόσο πολύ τα ζώδια, ο Παρθένος είναι έτσι.

Είστε λοιπόν Παρθένος…

Ναι, κι ο Παρθένος είναι γκρινιάρης. Παρ’ όλο που έχω πετύχει τόσα πολλά πράγματα στην ζωή μου, δεν είμαι ευχαριστημένος.

Αυτό μπορεί να είναι και ένα έναυσμα για να πάει κανείς ακόμα παραπέρα.

Η γκρίνια είναι κακό πράγμα, με την έννοια, τι άλλο να πετύχει ένας άνθρωπος σαν εμένα; Στον οικογενειακό τομέα, έχω 4 παιδιά, έχω εγγόνια, στη μουσική πέρασα τόσα χρόνια γνωρίζοντας εκατοντάδες καλλιτέχνες που τους διάβαζα στα περιοδικά, στα οικονομικά μπορεί να μην έγινα πλούσιος αλλά δεν πέρασα και άσχημα…

Με τον Γιάννη Πετρίδη πώς γνωριστήκατε;

Γνωριζόμαστε από 12 χρονών. Είχαμε κοινό ενδιαφέρον τη μουσική, γιατί ήμασταν, όπως είπαμε, ψωνισμένοι, και ταιριάξαμε.

Βγαίνει καλή μουσική σήμερα;

Βγαίνουν φοβεροί δίσκοι. Με τη διαφορά ότι τότε έβγαζαν δίσκο οι Jethro Tull και το «Living in the Past» το έπαιζε το BBC2 που παίζει τις επιτυχίες. Τώρα, αν βγει ένα αντίστοιχο γκρουπ, που μπορεί να μην είναι Jethro Tull γιατί δεν βγαίνουν κάθε μέρα Jethro Tull, δεν το παίζει. Το παίζει μόνο το BBC6. Αυτό το ακούνε οι πιο ψαγμένοι, και δεν είναι αυτοί που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Είναι σαφώς λιγότεροι από τους ψαγμένους του 1970. Γιατί οι ψαγμένοι του 1970 δεν άκουγαν τους Porridge Radio, άκουγαν τον Frank Zappa. Ο οποίος στην πορεία απεδείχθη ότι ήταν ιδιοφυΐα, δεν ήταν τυχαίος. Όλοι αυτοί του 1960, οι Can, οι Tangerine Dream, οι Genesis… Ο Peter Gabriel γιατί έφυγε από τους Genesis; Γιατί δεν μπορούσαν να ζήσουν, το είχε πει ξεκάθαρα. Τους εγκατέλειψε, δεν έβγαζαν φράγκο. Παρόλο που τα άλμπουμ τους πήγανε Νο 6 στην Αγγλία, αλλά αυτά δεν σημαίνει ότι έβγαζαν και χρήματα.

Μόλις έφυγε, όμως, ανέβηκαν…

Εδώ έχω διαμάχη με τον Πετρίδη, είναι φίλος του Gabriel, τον ξέρουμε και οι δύο προσωπικά βέβαια, αλλά πάντα του άρεσε η μουσική του Gabriel. Αλλά από την άλλη, ο Phil Collins είναι μουσικάρα. Έχει κάνει και τζαζ δίσκους, και μουσική για ταινίες, δεν είναι τυχαίος, και είναι και κολλητός του Gabriel. Φίλοι από μικρά παιδιά. Ο κόσμος σκέφτεται «ο καλός Gabriel και ο κακός Phil Collins». Διάβασα σε μία συνέντευξη στο «Q» που είπε ο Gabriel «νόμιζα με το που θα φύγω ότι θα διαλύσουν. Αλλά αυτοί με ξεπεράσανε. Ευτυχώς που έφυγα!». Και αναγκάστηκε, όποιος το παρακολουθεί, μετά την επιτυχία των Genesis, να κάνει κι αυτός το «Sledgehammer».

Ναι. Επιτυχημένος δίσκος εμπορικά.

Tο «So» πήγε νο. 1 στην Αγγλία και στην Αμερική.

Είχε και την Kate Bush, ήταν πολύ πιο pop από τα παλιά του…

Η Kate Bush ήταν αστέρι τότε. Αυτό το άλμπουμ τον έκανε κορυφαίο καλλιτέχνη. Ο Phil Collins έγινε με το «In the Air Τonight». Οι Genesis έγιναν με το «Invisible Touch». Εμάς που μεγαλώσαμε με τα παλιά τους, μας άρεσε πολύ το «Foxtrot». Σ’ αυτά τα άλμπουμ για να καταλάβεις, το Rolling Stone τους έβαζε 2 στα 5. Τα έφτυναν. Χαζομάρα τους, πιστεύω. Οι Genesis και όλο το progressiveτ ότε, οι Yes, οι Emerson, Lake & Palmer, έκαναν φοβερά album, σχεδόν κλασική μουσική και στο μέλλον θα δικαιωθούν.

© Θανάσης Καρατζάς

Πάμε λίγο πίσω στο 1975, εσείς είχατε την πρόσβαση στη Phonogram, γνωρίζατε τον Πετρίδη, μαθαίνατε μουσική. Πώς μπορούσε ένας νέος άνθρωπος εκτός κυκλώματος να ενημερωθεί εκείνη την εποχή;

Οι νέοι του 1960 ακούγανε πολύ ραδιόφωνο. Υπήρχε ο «Αμερικάνικος» που τουλάχιστον στα αμερικάνικα τραγούδια σε ενημέρωνε πολύ καλά. Οι εταιρείες δίσκων κυκλοφορούσαν σε μικρούς δίσκους όλες τις επιτυχίες της Αγγλίας και της Ευρώπης. Το ιταλικό τραγούδι, το γαλλικό τραγούδι, ήταν πολύ αγαπητό στην Ελλάδα. Αν ρωτήσεις τις επιτυχίες της εποχής, τις ξέρουν όλοι οι Έλληνες του τότε. Τα λάτιν του 1950 ήταν πολύ επιτυχημένα στην Ελλάδα, επίσης.

Οπότε είχαμε το ραδιόφωνο και τις δισκογραφικές εταιρίες.

Ένας νέος της εποχής είχε τα πάντα από μικρούς δίσκους. Έπαιρνε σε μικρό δίσκο το top 20 της Αγγλίας. Οπότε τι άλλο να μάθει; Είχαν βγει κάτι περιοδικά «Μοντέρνοι Ρυθμοί», «Μουσικό Εξπρές», δεν είχε βγει κάτι ιδιαίτερο που να έχει πιάσει. Οι «Μοντέρνοι Ρυθμοί» είχαν κάνει κάτι. Αλλά όχι το μπαμ. Ο Παπαθανασίου, ο οποίος έγινε ό,τι έγινε, είχε επιτυχία. Όλος ο κόσμος χόρευε «Γιάνκα» στα πάρτι. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα τα ποπ τραγουδάκια του 1970 βγήκανε τότε, είχανε μία κάποια απήχηση, αλλά μέχρι εκεί. Η disco ήταν μουσική βαρβάτη. Εγώ έχω μεγαλώσει με το rock. Όμως δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι τα κομμάτια της disco του 1970 είναι πιο άρτια μουσικά από πολλά rock. Γιατί έχουν έναν ήχο που είναι πολύ πλούσιος.

Το αναγνωρίζατε όταν έβγαιναν;

Πάντα. Και του Πετρίδη του άρεσε…

Και τι άλλα ακούγατε;

Ο Πετρίδης κι εγώ, από μικρά παιδιά, ακούγαμε τα πάντα. Αυτό μας βοήθησε πολύ. Ακούγαμε λαϊκό τραγούδι. Καζαντζίδη. Μια φορά θυμάμαι κάναμε στο Πρώτο Πρόγραμμα μία ολόκληρη εβδομάδα αφιερωμένη στον Καζαντζίδη. Μου λέει ο Πετρίδης «είσαι σίγουρος;». Το κάναμε και έγινε χαμός.

Βγάλατε και το βιβλίο που δείχνει τρομερή γνώση για το ελληνικό τραγούδι.

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έγραψε στα «Νέα» τότε που είχε μία στήλη καθημερινή, ότι ήταν το καλύτερο πράγμα που είχε διαβάσει για την ελληνική μουσική. Το αιτιολόγησε ότι είχε όλα τα είδη της μουσικής. Εμείς ακούγαμε από Τζένη Βάνου μέχρι Άσιμο. Δεν είχαμε κολλήματα. Ο Καζαντζίδης, ήταν μέσα στην ψυχοσύνθεση του Έλληνα. Τον κατηγορούσαν ότι μερικά από τα τραγούδια του ήταν ινδικά. Εκείνα τα ινδικά δεν ήταν καλά, δηλαδή; Τα άλλα που κυκλοφορούσαν αργότερα ο Pete Gabriel και ο David Byrne, ήταν καλύτερα;

Το «Ποπ και Ροκ» πώς ξεκίνησε;

Ο Πετρίδης έφτιαχνε πάντα αυτοσχέδια περιοδικά μόνος του. Έπαιρνε διάφορες ειδήσεις κι έφτιαχνε σελίδες που κολλούσε μεταξύ τους φτιάχνοντας μικρά περιοδικά. Κάποια στιγμή ήρθε και μας βρήκε ένας άνθρωπος που τότε είχε μια αλυσίδα videoclub. Ο Άρης Γκρίτζαλης. Και μας πρότεινε να βγάλουμε ένα περιοδικό Βγάλαμε το περιοδικό, που σε μεγάλο βαθμό ήταν αντιγραφή ξένων εντύπων, του Rolling Stone, του Cream, του γαλλικού Rock and Folk.Είχαμε στην παρέα μας και τον Βάσο Τσιμιδόπουλο, ένα παιδί που ήταν στη δισκογραφία και δυστυχώς δεν ζει πια και μας βοήθησε σημαντικά στην αρχή του περιοδικού. Βρήκαμε πάρα πολλά παιδιά, τα οποία βοηθήθηκαν και αυτά στην πορεία. Ο Γιάννης Νένες, σε κάτι κίτρινες κόλλες με πάρα πολύ ωραία γράμματα μας έστελνε τα κείμενά του. Ο Γιάννης Δόξας, ο στιχουργός. Και πάρα πολλοί άλλοι. Μας έλεγαν ότι δεν βγαίναμε, μας έδιναν ένα μικρό ποσό κάθε μήνα, και εμείς ήμασταν ευχαριστημένοι γιατί κάναμε το ψώνιο μας, κι επιπλέον αν δεις τα παλιά τεύχη του «Ποπ και Ροκ», πάντα βρίσκαμε αυτά που θα γίνονταν μεγάλα στην πορεία. Αυτό δεν είναι εύκολο.

Αφού δεν έβγαιναν πολλά χρήματα, πώς τα βγάζατε πέρα;

Στη Phonogram ήμουν πολύ τυχερός γιατί μετά από 3 χρόνια, έφυγε κάποιος που ήταν υπεύθυνος για τα εκδοτικά δικαιώματα, και μου έκανε πρόταση ο Αντύπας να τα αναλάβω εγώ. Δέχτηκα κι αυτό με έσωσε. Βρέθηκα διευθυντής μιας ανεξάρτητης εταιρείας μέσα στη Phonogram.

Από άποψη ενδιαφέροντος για εσάς προσωπικά, ποια δουλειά σας άρεσε πιο πολύ; Ήταν το ραδιόφωνο; Ήταν το «Ποπ και Ροκ»; Ήταν τα δικαιώματα; Ήταν η δισκογραφία; Ποια ήταν η δουλειά που αγαπήσατε πιο πολύ από όλες;

Όλα όσα έκανα είχαν σχέση με τη μουσική. Δεν μπορώ να πω για παράδειγμα ότι αγαπούσα την τυπογραφία, την έκανα για βιοπορισμό. Αλλά η μουσική είναι κάτι το οποίο αγαπούσα πραγματικά σε οποιοδήποτε πόστο.

Ας πάμε στην ίδια τη μουσική τώρα. Αν είχαμε μία δεκαετία της μουσικής να ξεχωρίσουμε, ποια θα ήταν αυτή;

Κάθε δεκαετία έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και τα δικά της πλεονεκτήματα. Εγώ πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος αγαπάει περισσότερο τα τραγούδια της εποχής που ήταν 12-16 ετών.

Πολύ ενδιαφέρον αυτό!

Δεν το συζητάω. Όλοι αυτό κάνουμε. Οι Rolling Stones βασίζονται στα blues που άκουγαν πιτσιρικάδες, κι εσύ άμα το ψάξεις, τα αγαπημένα σου ποια είναι; Όταν ήσουν 15 χρονών. Δεν υπάρχει περίπτωση να βάλεις καλύτερα ένα τωρινό, με αυτό που σου άρεσε όταν ήσουν 15. Έχει άλλη γοητεία. Είναι σαν την πρώτη σου αγάπη. Μπορεί η πρώτη σου αγάπη να μην έχει αυτή την στιγμή την θέση που έχει η τωρινή, αλλά όμως έχει σπουδαία θέση.

Τι θα βγει άραγε αύριο;

Πάντα η μουσική έχει αποδείξει ότι έχει τους τρόπους να ανανεώνεται. Ανήκω σε αυτούς που πρόλαβαν κι έζησαν πιο πολύ με δίσκους των 45 στροφών. Ζήσαμε και με τα album και με τις κασέτες, αν και δεν ήμουν πολύ της κασέτας. Ύστερα βγήκαν τα cd, τα οποία cd τότε όλοι τα έβριζαν. Τώρα αναπολούμε το cd. Το cd πιστεύω ότι στο μέλλον, στο τέλος της δεκαετίας αυτής, θα έχει την τύχη που έχει το βινύλιο σήμερα. Θα ανέβει. Το βινύλιο δεν πιστεύω ότι μπορεί να συνεχίσει να συγκινεί τους σημερινούς 15άρηδες.

Τι πιστεύετε ότι θα φέρει η επόμενη δεκαετία στη μουσική;

Η μουσική υπήρχε από την αρχαιότητα. Από όταν ήταν στις σπηλιές ο άνθρωπος, είχε ένα πράγμα που το κοπανούσε για να ακούει ένα ήχο. Πάντα βρίσκει κάτι. Αυτό που περιμένουμε όλοι, είναι έναν νέο σούπερ σταρ, που θα τραβήξει προς ένα νέο είδος μουσικής. Βέβαια ένα νέο είδος μουσικής δεν είναι εύκολο να βγει. Θα βγει ένας συνδυασμός αυτών που ξέρουμε τώρα. Ένα κράμα χορευτικής και ροκ, ας πούμε. Το hard rock και το heavy metal, συνεχίζουν να έχουν οπαδούς φανατικούς, κάνουν και πωλήσεις. Εάν το Billboard είχε επιλέξει να έχει τις φυσικές πωλήσεις πιο ψηλά από ό,τι έχει τα streaming, τα συγκροτήματα του heavy metal θα είχαν μεγάλη επιτυχία.

Τι σας άρεσε φέτος; Ποιοι δίσκοι; Ποια πράγματα;

Μου αρέσουν οι γυναικείες φωνές. Και βλέπω ότι έχουν βγει πολλές γυναίκες καλές, από την Νέα Ζηλανδία, την Αυστραλία. Μου αρέσουν μερικές Αμερικανίδες επίσης, όπως η Maggie Rogers και η Phoebe Bridgers. Βέβαια όταν ακούς ένα album για πρώτη φορά δεν μπορείς να κρίνεις. Εγώ, πια, δεν προλαβαίνω να τα ακούσω πάνω από μία φορά. Τις προάλλες άκουσα τον Kendrick Lamar δεύτερη φορά μήπως και έκανα λάθος. Καλό album είναι αλλά έχει βγάλει και καλύτερα αυτός. Το ίδιο είχα πει και για το καινούργιο του Weeknd, το οποίο ήταν μετριότατο. Θα ήθελα να θυμίσω ότι τον Weeknd και τον Kendrick Lamar τον είχαμε εντοπίσει με τον Πετρίδη το 2009 και είχαμε βάλει τα album τους στα καλύτερα της χρονιάς. Και Frank Ocean είχαμε βάλει. Είχε κάνει ένα άλμπουμ φοβερό με διασκευή το «Hotel California». Στο rock, οι Dry Cleaning είναι εξαιρετικοί αλλά δεν είναι εύκολο να προχωρήσουν καθώς δεν τους παίζει το ραδιόφωνο. Οι Dry Cleaning στην Αμερική σε άλλες εποχές θα έμπαιναν στο top 40.

© Θανάσης Καρατζάς

Έχετε κάνει πολλά πράγματα και συνεχίζετε. Τι σας ωθεί;

Συνεχίζω κι ελπίζω ότι θα συνεχίσω όσο μπορώ ακόμα να σκέφτομαι. Η αγάπη για τη μουσική με ωθεί πάνω απ’ όλα. Ο Πετρίδης κι εγώ πρέπει να είμαστε ένα μοναδικό φαινόμενο. Ίσως οι μόνοι που ακούμε όλα τα καινούργια από μικρά παιδιά. Δεν έχω σταματήσει να τα ακούω ποτέ. Και τις επιτυχίες ακόμα. Μπορεί ο Πετρίδης να το παίζει πιο πολύ ανεξάρτητος, αλλά τα ακούει όλα. Ο Πετρίδης παρακολουθεί και σινεμά πολύ, που εγώ δεν παρακολουθώ πια. Δεν προλαβαίνω. Καμιά φορά περιστασιακά γράφω για κινηματογράφο. Ότι για παράδειγμα το καινούργιο West Side Story δεν θα μπορούσε να είναι σαν το παλιό. Ο σκηνοθέτης είναι σπουδαίος, τα πήγε πολύ καλά αλλά το πρώτο ήταν ταινία-σταθμός.

Το La-La Land ήταν όμορφο, δεν ήταν;

Μου άρεσε πολύ, με είχε συγκινήσει, γιατί μου θύμισε τα παιδικά μας χρόνια, τους χαμένους έρωτες, όλα αυτά. Λίγο μελό, λίγη jazz μέσα, λίγη pop, Los Angeles που εμάς πάντα μας τρέλαινε το Los Angeles. Πάντα η Αμερική ασκεί μία γοητεία και πόσο μάλλον το Los Angeles…

Ίσως γιατί είναι και πιο μακριά. Πολύ σας ευχαριστώ γι’ αυτή τη συζήτηση…

Πηγή: athensvoice.gr