Μετά από αρκετό καιρό ένα συγκρότημα με παρακίνησε να ασχοληθώ μαζί του. Και το όνομα αυτού: black midi

Μετά από αρκετό καιρό ένα συγκρότημα με παρακίνησε να ασχοληθώ μαζί του.  Και το όνομα αυτού: black midi

Το μουσικό είδος black MIDI που άνθησε στις αρχές του 21ου αιώνα κυρίως στην Ιαπωνία από καλλιτέχνες που χρησιμοποιούσαν το πρωτόκολλο MIDI (Musical Instrument Digital Interface = Ψηφιακή Διασύνδεση Μουσικών Οργάνων) για να συνθέτουν και να επεξεργάζονται τις ηχογραφήσεις τους, ήταν ο νονός των black midi, που επέλεξαν να γράφουν όλο το όνομά τους με πεζά γράμματα.

Πόσο ψαγμένοι μπορεί να είναι αυτοί οι 20χρονοι (Geordie Greep, Matt Kwasniewski-Kelvin, Cameron Picton, Morgan Simpson) από το Νότιο Λονδίνο; Όλοι τους απόφοιτοι του εμπνευσμένου από το «Fame» και χρηματοδοτούμενου από την κυβέρνηση και τη βρετανική φωνογραφική βιομηχανία, δευτεροβάθμιου BRIT School, που εδώ και τριάντα χρόνια φαίνεται να κάνει εξαιρετική δουλειά. Υπέγραψαν στην εταιρεία του παραγωγού Dan Carey, υπεύθυνου και για τον ήχο άλλων συγκροτημάτων που έχουν κάνει αίσθηση όπως οι Fontaines D.C., οι Squid και οι Black Country, New Road - έναν ήχο που το NME βάφτισε «crank wave».

Οι black midi κίνησαν το ενδιαφέρον των μουσικόφιλων πριν από δυο χρόνια, όταν κυκλοφόρησαν ένα απαιτητικό ντεμπούτο με τίτλο SCHLAGENHEIM, μια φαινομενικά γερμανική λέξη που, όμως, έπλασαν οι ίδιοι και που δεν σημαίνει τίποτε, πιθανόν επηρεασμένοι από τις ντανταϊστικές λέξεις που επίτηδες δεν έβγαζαν νόημα. Είναι ο χώρος, το σκηνικό, το δικό τους Dogville, που έστησαν για να διηγηθούν ιστορίες που εκπλήσσουν με τη σφαιρικότητα των ενδιαφερόντων τους και πολυμορφία των θεμάτων. Από τη μυστηριώδη, σαγηνευτική γυναίκα του πρώτου τους single «bmbmbm» που κινείται με κάποιο σκοπό (χωρίς να μας μαρτυρούν ποιος είναι αυτός), περνούν στα κινηματογραφικά γουέστερν και φτάνουν μέχρι το Flint του Μίσιγκαν, μια μικρή πόλη έξω από το Ντιτρόιτ που έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες (όχι τα κομματικά χασαπόχαρτα) όταν ο δήμαρχος αντικατέστησε την παροχή νερού από την ομώνυμη λίμνη με μια πηγή μολυσμένη από χημικά. Παραμένουν στις ΗΠΑ και το επεισόδιο του ράπερ Marshall Pope (aka The Phoenix) που δεν μπόρεσε να απαγγείλει ένα από τα ποιήματά του σε μια τηλεοπτική συνέντευξη. Ξεκινάνε μάλιστα το τραγούδι τους «Years Ago» με τον στίχο στον οποίο ο Pope «σκάλωσε» για να τελειώσουν με ένα κουπλέ στα πολωνικά, του Matt που έλκει την καταγωγή του από την Πολωνία. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν μάθαινα πως είχαν υπόψιν τους ότι κάτι ανάλογο είχε κάνει ο Bobby Vinton με τους στίχους του τραγουδιού «My Melody of Love» (1974) που του χάρισε τον τίτλο του «Πολωνού πρίγκιπα». Το πρώτο τους άλμπουμ κλείνει με ένα ακόμα single, το «Ducter» που περιέχει ψήγματα φροϋδικής θεωρίας. Είχε προηγηθεί μια κυκλοφορία από τη ζωντανή εμφάνισή τους με τον τραγουδιστή των Can, Damo Suzuki, και το single «Talking Heads», εμφανής αναφορά στο συγκρότημα που αποτελεί, όπως άλλωστε και το kraut rock, μία από τις επιρροές τους.

Δυο χρόνια αργότερα καταφθάνουν με το δεύτερο άλμπουμ τους CAVALCADE, εμπλουτισμένο με πνευστά, συνθεσάιζερ και έγχορδα, που ανοίγει με το «Johnny L», ένα τραγούδι που μιλάει για έναν ηγέτη ονόματι Johnny Fifty καθιστώντας αντιληπτό ότι το γράμμα «L» δεν είναι το αρχικό του επιθέτου του, αλλά ο αριθμός 50 στο ρωμαϊκό σύστημα! Οι στίχοι αναφέρουν το τραγούδι «Sonny Boy», επιτυχία για τον Al Jolson το 1928. Εκείνη την εποχή γινόταν γνωστή παγκοσμίως και η Marlene Dietrich με το φιλμ «Γαλάζιος Άγγελος» και το όνομά της είναι ταυτόχρονα ο τίτλος του δεύτερου τραγουδιού. (Μία παρένθεση: Είναι φαινόμενο της εποχής του διαδικτύου που φανερώνει την έλλειψη αρχισυντακτών να διαβάζεις κριτική με την εξήγηση εντός παρενθέσεως ότι πρόκειται για Αμερικανίδα ηθοποιό. Όπως και το «Mackie Messer» που αναφέρεται στο τέλος, σε άλλη κριτική νεόκοπου και ενθουσιώδους γραφιά χαρακτηρίζεται «τραγούδι της Ella Fitzgerald», μάλλον από το πρώτο όνομα που βρήκε γκουγκλάροντας!) Αλλά ακόμη και ιατρικές γνώσεις προδίδουν τίτλοι όπως «Chondromalacia Patella» (χονδροπάθεια επιγονατίδας), ενώ από τη λογοτεχνία και το βιβλίο της Isabel Waidner «We Are Made of Diamond Stuff» είναι εμπνευσμένο το «Diamond Stuff». Η αγάπη τους για τη λογοτεχνία εξάλλου τους καθοδήγησε εν μέσω πανδημίας να ηχογραφήσουν το Black Midi Anthology Vol. 1: Tales of Suspense and Revenge, αφηγούμενοι, με υπόβαθρο μουσικών αυτοσχεδιασμών, διηγήματα των Guy de Maupassant, Ernest Hemingway και Edgar Allan Poe μεταξύ άλλων, προκειμένου να συμβάλουν στην πρωτοβουλία του Bandcamp και να συνδράμουν συναδέλφους τους που επλήγησαν από τα περιοριστικά μέτρα.

Στις συνθέσεις τους, με τη διαρκώς εναλλασσόμενη ένταση και τέμπο, κυριαρχούν συμβατικά όργανα, αλλά παιγμένα με τρόπο που δύσκολα ταυτίζονται οι ήχοι τους. Η σύντηξη της τζαζ με το ροκ όπως την ξέραμε από τη Mahavishnu Orchestra (που αναφέρουν ως επιρροή) με απρόθυμο φωνητικό ύφος (οι Swans είναι άλλο ένα σχήμα που τους επηρέασε) συχνά λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Από τις ανατρεπτικές υπονομεύσεις του punk και των επιγόνων του απέμεινε το κενό της νεότερης δυστοπίας, που με ένα σαξόφωνο α λα No Wave γίνεται ρέκβιεμ για τα εγκαταλειμμένα ή απροσπέλαστα κλαμπ. Η υποψία ρομαντισμού έχει εξανεμιστεί. Οι νεαροί μουσικοί ακούγονται δυσπρόσιτοι γιατί εξίσου δύσβατος είναι ο δρόμος μπροστά τους. Τι μπορούν να καταφέρουν απέναντι στην κοινωνική ανεπάρκεια, τις φοβίες περιθωριοποίησης σε μια εποχή που τα φώτα είναι στραμμένα σε αμφίβολες φιγούρες μιας εκπορνευμένης υποκουλτούρας εφήμερων διασημοτήτων; Η αποξένωση, ο νευρικός κλονισμός, οι ψυχώσεις που ήταν τα θέματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι πατεράδες τους είναι ακόμα εδώ, εντονότερα - ήδη ο Matt Kelvin αποχώρησε από το συγκρότημα λόγω ψυχολογικών προβλημάτων.

Ωστόσο, κάτι φαίνεται να αναζωπυρώνει τη μουσική σκηνή σε ένα Λονδίνο, που παραδόξως απουσιάζει από τις αναφορές των δημιουργών. Η βρετανική πρωτεύουσα έχει πάψει να αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα ανερχόμενων καλλιτεχνών, μεταβλήθηκε σε εχθρικό περιβάλλον. Στη θέση της πλανάται ένα σύμβολο πολιτικών και πολιτισμικών κατεδαφίσεων, σαν απόηχος κοντσέρτου των Einstürzende Neubauten…

Βασίλης Κοντόπουλος