Τα δώδεκα είναι ζήτημα αν τα είχα συμπληρώσει. Όμως στο σπίτι υπήρχε ήδη το γραμμόφωνο για τους δίσκους τών 78 στροφών και στο ραδιόφωνο στο «Μουσικό μου λεύκωμα» ή «μουσικό μου άλμπουμ» όπως λεγόταν στην αρχή, η Τόνια Καράλη παρουσίαζε τα ωραιότερα ξένα τραγούδια μεταφράζοντας τους στίχους.
Το τελευταίο τραγούδι τής εκπομπής ήταν πάντα το τραγούδι τής βδομάδας, που κάθε μέρα τις επόμενες επτά μέρες, θα επαναλαμβανόταν σε ορισμένες ώρες για να το εμπεδώσουμε κι εμείς οι ακροατές.
Έτσι πρωτάκουσα την Εντίτ Πιάφ να τραγουδά Padam Padam. Και την επομένη, στο κατάστημα τής Columbia στην Σταδίου στο Μετοχικό Μέγαρο Στρατού, με το παιδικό μου χαρτζιλίκι θα αγόραζα το δίσκο για τη μικρή προσωπική μου δισκοθήκη. Ο έρωτάς μου για την μεγάλη Γαλλίδα τραγουδίστρια είχε αρχίσει κιόλας να φουντώνει. Υπήρχαν φυσικά κι άλλα τραγούδια της που λάτρευα, και που τα άκουγα στο φρεσκογεννημένο Δεύτερο Πρόγραμμα τού ΕΙΡ. «Η ρόδινη ζωή», «Ο ύμνος στον έρωτα», «Οι τρεις καμπάνες».
Για μένα η Εντίτ Πιάφ ήτανε ήδη ένας μύθος. Και δεν θα αργούσα να την δω στο σινεμά, στο «Αν μιλούσαν οι Βερσαλλίες» τού Σασά Γκιτρύ να τραγουδά το Ça ira πάνω στους τοίχους τής Βαστίλλης και η φωνή της παντοδύναμη να αγκαλιάζει όλο τον παριζιάνικο ουρανό και την κινηματογραφική αίθουσα μαζί. Φυσικά θα μάθαινα κι όλη τη ζωή της, τις τραγωδίες που είχε ζήσει από παιδί αλλά και αργότερα, όταν ήταν πια πολύ διάσημη. Θα διάβαζα επίσης το βιβλίο που είχε γράψει για την Πιάφ η αδελφή της, η Σιμόν Μπερτώ. Και βέβαια, θα έβλεπα και την ταινία, με την Μαριόν Κοτιγιάρ να ζωντανεύει τέλεια το υπέροχο σπουργίτι.
Στις 10 Οκτωβρίου τού 1963, ήταν θυμάμαι μεσημέρι που ήρθε στο γραφείο μου στη Ρηγίλλης, η Τόνια Καράλη, υπεύθυνη τότε στο Β’ Πρόγραμμα για το ξένο ρεπερτόριο και μού είπε «Μη φύγεις, πρέπει να ετοιμάσουμε αφιέρωμα. Πέθανε η Πιάφ». Όλοι ξέραμε πως ήταν χάλια η υγεία της, αλλά και πάλι η είδηση ήταν σοκ. «Βυθίστηκε το σκάφος», είπε ο Ζαν Κοκτώ, ο φίλος της ποιητής μόλις το έμαθε. Και ύστερα από λίγο πέθανε κι αυτός. Σε μια από τις πολύωρες βόλτες μου στο Νεκροταφείο Père Lachaise στο Παρίσι, πέρασα και από τον τάφο τής Εντίτ.
Εκεί βρίσκονται και ο πατέρας της και το κοριτσάκι που είχε χάσει πολύ νέα, εκεί βρίσκεται και ο τελευταίος άνδρας τής ζωής της, ο Théo Sarapo. Είχε κληρονομήσει όλα της τα χρέη ο Τεό, Θεοφάνης Λαμπούκας ήταν το πραγματικό του όνομα. Και το 1970, στα 34 του χρόνια, σκοτώθηκε σε τροχαίο. Θα κλείσω αυτό το μικρό αφιέρωμα στην ανεπανάληπτη Εντίτ Πιάφ, τώρα που συμπληρώνονται πενήντα εννέα χρόνια από το θάνατό της, με το τραγούδι της που είχε ομορφύνει κάποτε την παιδική μου δισκοθήκη τών 78 στροφών. Padam, Padam, τραγούδι τού 1951-52, εδώ σε ερμηνεία που δανείζομαι από τό διαδίκτυο. Μικροκαμωμένη η Εντίτ με το κλασικό σκούρο φορεματάκι της, αλλά κυρίαρχη επάνω στη σκηνή με το τεράστιο καλλιτεχνικό της ανάστημα.
Από τη στιγμή που το τραγούδησε η μεγάλη Εντίτ Πιάφ, το τραγούδι ταυτίστηκε με την Γαλλία και με τα υπέροχα, ποιητικά χρόνια τού γαλλικού chanson. Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική.
Το La foule, ήρθε στο Παρίσι από την Λατινική Αμερική. Και ήταν τραγούδι τού 1936, που η Πιάφ το άκουσε τυχαία, όταν σε κάποια περιοδεία της στα χρόνια τού ‘50, βρέθηκε στην Αργεντινή. Αργεντινοί ήταν και οι δημιουργοί τού τραγουδιού, ο συνθέτης και ο στιχουργός, αλλά περουβιάνικο βαλς θεωρείται ο ρυθμός του. Και ο πρωτότυπος τίτλος στα ισπανικά, Que nadie sepa mi sufrir, που σημαίνει «Κανείς να μην μάθει πόσο υποφέρω». Με τους γαλλικούς στίχους τού Michel Rivgauche (1923-2005), που τραγούδησε η Πιάφ σε δίσκο το 1957, το τραγούδι μιλάει για ένα ζευγάρι που συναντιέται, ερωτεύεται, στροβιλίζεται και χάνεται στο πλήθος. Για το «σπουργίτι» Εντίτ Πιάφ η Οριάνα Φαλάτσι είχε γράψει «Να μια ζωή που αξίζει να έχει ζήσει κανείς».
Αυτή η ζωή που ήταν σύντομη, αλλά γεμάτη έρωτες, δυστυχίες, απώλειες, αρρώστιες και θριάμβους, πέρασε σε κάμποσα βιβλία και σε ταινίες τού σινεμά, ανέβηκε στο θέατρο, έγινε και σόου σε μουσικές σκηνές. Γιατί το άστρο τής môme Piaf ποτέ δεν έπαψε να στέλνει το εκτυφλωτικό του φως. Το καλοκαίρι του 1981, στο Αθηναϊκό Κηποθέατρο τής οδού Μαυροματαίων, την Πιάφ είχε ζωντανέψει η Τάνια Τσανακλίδου σε μια παράσταση που η ίδια αγάπησε πολύ. Το έργο το είχε γράψει μια Εγγλέζα, η Pam Gems (1925-2011), που έγραψε επίσης για το ζωγράφο Στάνλεϋ Σπένσερ και για την Μαρλένε Ντήτριχ. Εδώ ο εξαίρετος Άρης Δαβαράκης είχε κάνει τη μετάφραση και την ελληνική απόδοση τών στίχων, τού Μικέ Καραπιπέρη ήταν τα σκηνικά, τού Γιάννη Τσιώλη η σκηνοθεσία, τού Σωτήρη Μπασιάκου η παραγωγή.
Τα τραγούδια, ενορχηστρωμένα από τον Τάσο Καρακατσάνη και με την φωνή τής Τάνιας, κυκλοφόρησαν λίγο μετά, σε έναν ωραίο δίσκο τής Polydor, που στο εξώφυλλό του, μαύρο σαν τα φουστάνια που η Εντίτ φορούσε στη σκηνή, έγραφε με μεγάλα γράμματα το όνομά της, PIAF. Ένα απ’ αυτά τα τραγούδια ήταν La foule, «Το πλήθος». Με τα ελληνικά λόγια τού Άρη, η Τάνια το τραγούδησε το 1983, και στην εκπομπή «Μικρά πορτρέτα», που το τμήμα μας έφτιαχνε τότε για την τηλεόραση τής ΕΡΤ. Τού Λάκη Καλύβα η φωτογραφία, της Λαμπρινής Αθανασίου-Μπλέτα η διεύθυνση παραγωγής, η σκηνοθεσία και η επιμέλεια της εκπομπής είχαν την έγκυρη υπογραφή Δάφνη Τζαφέρη.
Γιώργος Παπαστεφάνου