Ο Γιάννης Μαρκόπουλος είναι από τους συνθέτες που δικαίως χαρακτηρίστηκαν ως «μουσική μέσα από τα σπλάχνα της Ελλάδας».
1. Ρίζωμα στην ελληνική παράδοση
Η μουσική του αντλεί βαθιά από:
τα δημοτικά τραγούδια,
τους δωρικούς, αυστηρούς ρυθμούς της κρητικής μουσικής (καθώς ήταν Κρητικός),
τις βυζαντινές μελωδικές γραμμές.
Δεν τα μιμείται απλώς· τα μετασχηματίζει σε σύγχρονη λόγια μουσική.
2. Συνδυασμός λόγιας μουσικής και λαϊκών οργάνων
Στα έργα του συνυπάρχουν:
ορχηστρικά σύνολα,
λαϊκά όργανα όπως λύρα και λαούτο,
φωνές που θυμίζουν το ελληνικό τοπίο και τη μυθολογία.
Δημιουργεί έτσι έναν ήχο άμεσα αναγνωρίσιμο ως «ελληνικό».
3. Το ελληνικό βίωμα στο επίκεντρο
Πολλά έργα του έχουν κοινωνικό, ιστορικό και υπαρξιακό χαρακτήρα:
Θητεία (με Λ. Καζαντζίδη),
Χρονικό και Ιθαγενής Μουσική,
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι,
Λειτουργία του Ορφέα.
Η μουσική του μιλά για τον αγώνα, την ταυτότητα, την συλλογική μνήμη.
4. Ένας ήχος που «αναβλύζει» από τον τόπο
Ο Μαρκόπουλος συχνά έλεγε ότι για να γεννηθεί μια μουσική που να ανήκει πραγματικά σε έναν λαό «πρέπει να ξεπηδά από την καρδιά και τα σπλάχνα του». Για εκείνον, η Ελλάδα δεν ήταν μόνο έμπνευση· ήταν τρόπος γραφής.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος υπήρξε μία από τις πλέον χαρακτηριστικές και γνήσιες μουσικές φωνές της νεότερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στις 18 Μαρτίου 1939 στον Άγιο Νικόλαο Κρήτης, σ’ ένα περιβάλλον όπου η μουσική παράδοση αποτελούσε μέρος της καθημερινής ζωής. Η κρητική λύρα, τα τοπικά τραγούδια, οι χοροί και η έντονη κοινωνική ζωή της μικρής πόλης διαμόρφωσαν από νωρίς την ευαισθησία του και καθόρισαν την αισθητική του πορεία. Παράλληλα, ο πατέρας του, άνθρωπος με καλλιτεχνικές ανησυχίες, τον παρότρυνε να καλλιεργήσει το μουσικό του ταλέντο, δίνοντάς του τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με την λόγια μουσική αλλά και με τα μεγάλα έργα της ευρωπαϊκής παράδοσης.
Τα πρώτα του μαθήματα μουσικής τα έλαβε στο Ωδείο Ηρακλείου, όπου έδειξε από νωρίς ιδιαίτερη κλίση στη σύνθεση. Ως έφηβος έγραψε μικρές ορχηστρικές και χορωδιακές συνθέσεις, αποκαλύπτοντας μία προσωπική μουσική γλώσσα που ήδη συνδύαζε στοιχεία από το τοπικό του περιβάλλον με τις κλασικές επιρροές. Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί φοίτησε στο Ωδείο Αθηνών, όπου διδάχτηκε ανώτερα θεωρητικά, φούγκα και ορχήστρα. Οι σπουδές του, αν και θεμελιώδεις, δεν περιόρισαν τη δημιουργικότητά του· αντιθέτως, τον ενθάρρυναν να αναζητήσει μια μουσική γλώσσα προσωπική, ελληνική και ταυτόχρονα σύγχρονη.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 άρχισε να εργάζεται ως συνθέτης για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Η ικανότητά του να δημιουργεί μουσικές που υπηρετούσαν το δραματικό περιεχόμενο τον έκανε γρήγορα περιζήτητο από σκηνοθέτες και θεατρικούς θιάσους. Το 1963, η μουσική του για τη θεατρική παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» άφησε έντονο αποτύπωμα, ενώ τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες του νέου ελληνικού κινηματογράφου, συνθέτοντας μουσική που ξεχώριζε για την πρωτοτυπία και την καθαρότητα της γραφής της.
Η πορεία του όμως διακόπηκε προσωρινά από τη δικτατορία του 1967. Η πολιτική κατάσταση τον οδήγησε στο Λονδίνο, όπου συνέχισε τις μουσικές του σπουδές και γνώρισε από κοντά τα νέα μουσικά ρεύματα της Ευρώπης. Παράλληλα, πειραματίστηκε με ηλεκτρονικούς ήχους και σύγχρονες τεχνικές, χωρίς όμως να χάσει την επαφή του με τις ελληνικές του ρίζες. Αυτή η περίοδος αποτέλεσε κρίσιμο σταυροδρόμι: συνειδητοποίησε ότι η προσωπική του κατεύθυνση δεν ήταν να μιμηθεί τις διεθνείς τάσεις, αλλά να εμβαθύνει στην ελληνικότητα μέσω μιας σύγχρονης μουσικής έκφρασης.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η δημιουργικότητά του εκτοξεύθηκε. Τότε γεννήθηκαν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά έργα του, όπως «Το Χρονικό», «Η Θητεία», «Ο Στρατής Θαλασσινός ανάμεσα στους Αγάπανθους», «Ο Ρήγας Φεραίος» και «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι». Στα έργα αυτά ο Μαρκόπουλος συνδύασε λαϊκά όργανα με συμφωνικές δομές, αξιοποίησε παραδοσιακούς ρυθμούς και δημιούργησε ένα πρωτότυπο σύστημα μουσικής έκφρασης που ονόμασε «Ιθαγενή Μουσική». Η μουσική αυτή δεν ήταν επιστροφή στο παρελθόν αλλά νέα πρόταση για το μέλλον. Βασιζόταν στο δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή παράδοση, αλλά προχωρούσε πέρα από αυτά, μετατρέποντάς τα σε σύγχρονα μουσικά υλικά.
Εξίσου καθοριστικές ήταν οι συνεργασίες του με σημαντικούς ποιητές και τραγουδιστές. Δούλεψε με ποιητές όπως ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τάσος Διγενής και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ντύνοντας τους στίχους τους με μουσική που αναδείκνυε το βάθος και την ουσία του λόγου. Παράλληλα, οι συνεργασίες του με τραγουδιστές όπως ο Νίκος Ξυλούρης, ο Λάκης Χαλκιάς, η Βίκυ Μοσχολιού και η Μαρία Δημητριάδη αποτέλεσαν ιστορικά σημεία αναφοράς. Η φωνή του Ξυλούρη, ιδιαίτερα, συνδέθηκε άρρηκτα με τη μουσική του Μαρκόπουλου, δημιουργώντας έναν ήχο που χαράχτηκε βαθιά στη συλλογική μνήμη.
Σημαντικό μέρος του έργου του αποτέλεσαν οι Λυρικοί Κύκλοι, ορχηστρικά έργα που παρουσίαζε στο εξαίρετο μουσικό σύνολο «Παλίντονος Αρμονία». Με αυτό το σύνολο ανέπτυξε νέες ορχηστρικές τεχνικές, αξιοποιώντας λαϊκά όργανα όπως η κρητική λύρα, το λαούτο, το σαντούρι και τα παραδοσιακά κρουστά, σε συνδυασμό με έγχορδα και πνευστά της δυτικής συμφωνικής ορχήστρας. Ο ήχος που προέκυψε ήταν πρωτόγνωρος, μελωδικός αλλά και δωρικός, βαθύς και ταυτόχρονα φωτεινός, καθαρά ελληνικός χωρίς να είναι αναχρονιστικός.
Ο Μαρκόπουλος συνέχισε αδιάλειπτα να συνθέτει για δεκαετίες, καλύπτοντας ένα τεράστιο φάσμα ειδών: συμφωνική μουσική, μουσική δωματίου, τραγούδια, όπερες, μουσική για το θέατρο, την τηλεόραση και το σινεμά. Κάθε του έργο έφερε το ίδιο χαρακτηριστικό αποτύπωμα: τη συνδυαστική αξιοποίηση της ελληνικής παράδοσης με μια σύγχρονη μουσική ματιά. Παράλληλα, υπήρξε ενεργός στην καλλιτεχνική ζωή της χώρας, δίνοντας συναυλίες, δημιουργώντας κύκλους παραστάσεων και μιλώντας για τη σημασία της πολιτιστικής συνέχειας.
Το έργο του αναγνωρίστηκε ευρέως τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε διεθνείς αίθουσες, ενώ τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος παρέμεινε χαμηλών τόνων, πιστός στην άποψη ότι η μουσική πρέπει να προέρχεται «από τα σπλάχνα του λαού» και να υπηρετεί την αλήθεια και το αίσθημα.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος έφυγε από τη ζωή στις 10 Ιουνίου 2023, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της νεότερης ελληνικής ταυτότητας. Η μουσική του, βαθιά ριζωμένη στην παράδοση αλλά ανοιχτή στο σύγχρονο κόσμο, συνεχίζει να συγκινεί και να εμπνέει. Με το συνολικό του έργο, ο Μαρκόπουλος κατέκτησε μια μοναδική θέση στη νεοελληνική μουσική ιστορία: υπήρξε ο συνθέτης που κατόρθωσε να μετατρέψει την ελληνική ψυχή σε ήχο, να αποτυπώσει την ιστορία, τον πόνο, τη χαρά και την ελπίδα ενός λαού μέσα από μια γλώσσα που αντηχεί μέχρι σήμερα.
