Λένε πως ήταν κάποτε ένας πρίγκιπας που άρχισε ξαφνικά να πιστεύει πως ήταν πετεινός. Μια μέρα λάλησε τόσο δυνατά, που ξύπνησε όλη την αυλή με την ανατολή.
Τρέχουν όλοι στο δωμάτιο του και βλέπουν τον πρίγκιπα γυμνό, να πηγαίνει ανακούρκουδα από τη μια άκρη στην άλλη, ανεβοκατεβάζοντας τα χέρια στα πλευρά του σαν να ήταν φτερά, και να βγάζει κάτι περίεργους ήχους, σαν κακαρίσματα.
Οι αυλικοί τρομάζουν με την εικόνα και προσπαθούν να φέρουν τον πρίγκιπα στα σύγκαλα του, εκείνος όμως αρχίζει να τρέχει πέρα-δώθε στο δωμάτιο, «τσιμπώντας» με τη μύτη του δυνατά όσους καταφέρνουν να τον πλησιάσουν, ώσπου μπαίνει κάτω από ένα τραπέζι και μένει εκεί.
Οι μέρες περνάνε, αλλά η κατάσταση του πρίγκιπα δεν βελτιώνεται. Ο πατέρας του, ο βασιλιάς, καλεί τους επιφανέστερους γιατρούς του βασιλείου. Δοκιμάζουν αναρίθμητες αλοιφές και φάρμακα από το στόμα, αλλά κανένα γιατροσόφι δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ο βασιλιάς καταφεύγει στους σοφούς και τους μυστικιστές, καθώς επίσης και σ’ αυτούς που αποκαλούνται μάγοι και σαμάν, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πρίγκιπας είναι το ίδιο τρελός όσο ήταν και στην αρχή.
Ώσπου μια μέρα έρχεται στο παλάτι ένας γέρος και δηλώνει ότι μπορεί να θεραπεύσει τον πρίγκιπα. Ίδιος ζητιάνος, οι φρουροί ετοιμάζονται να τον ξαποστείλουν χωρίς δεύτερη κουβέντα, όμως ο απελπισμένος βασιλιάς δέχεται να τον δει.
«Μόνο εγώ μπορώ να θεραπεύσω τον γιο σου» λέει ο γέρος μόλις παρουσιάζεται στον βασιλιά. «Για να θεραπεύσεις έναν τρελό χρειάζεσαι κάποιον ακόμα πιο τρελό… κι αυτός είμαι εγώ. Μονάχα εγώ, που έχω περάσει από τον κόσμο της τρέλας, ξέρω τον δρόμο της επιστροφής».
Ο βασιλιάς που δεν ξέρει πια τι άλλο να δοκιμάσει, δέχεται την πρόταση του γέρου και διατάζει να τον οδηγήσουν στο δωμάτιο του πρίγκιπα. Μπαίνει μέσα ο γέρος, γδύνεται τελείως, γονατίζει, κουνάει τα χέρια του, κακαρίζει και πάει να κουρνιάσει κάτω απ’ το τραπέζι.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρωτάει ο πρίγκιπας βλέποντας τον να μπαίνει στα χωράφια του.
«Είμαι ένας πετεινός πιο έμπειρος από σένα» λέει ο γέρος. «Εσύ είσαι κοτοπουλάκι ακόμα, μαθητής. Δεν ξέρεις τι θα πει να είσαι πετεινός».
Ο πρίγκιπας δείχνει να τα χάνει.
«Δηλαδή… είσαι κι εσύ πετεινός;» του λέει. «Όμως, μοιάζεις με άνθρωπο…»
«Μην εμπιστεύεσαι το παρουσιαστικό μου» απαντάει ο γέρος. «Δες το πνεύμα μου, και θα καταλάβεις πως είμαι κι εγώ πετεινός σαν εσένα».
Έτσι, ο πρίγκιπας δέχεται τον γέρο κάτω από το τραπέζι, και μετά από λίγο γίνονται φίλοι. Λαλούν μαζί τα χαράματα που βγαίνει ο ήλιος, και περνούν τη μέρα τους κάνοντας βόλτες καμαρωτοί μέσα στο δωμάτιο.
Ώσπου, μια μέρα, ανέλπιστα, ο γέρος φοράει ένα πουκάμισο. «Τι κάνεις εκεί;» του λέει ο πρίγκιπας. «Οι πετεινοί δεν ντύνονται όπως οι άνθρωποι!».
«Όπως και να ντυθώ, παραμένω πετεινός. Ξεγελάω τους ανθρώπους και νομίζουν πως είμαι ένας απ’ αυτούς. Εσύ όμως δεν πρέπει να είσαι τόσο εύπιστος. Το πνεύμα μου παραμένει πάντα πνεύμα πετεινού».
Ο πρίγκιπας αναγκάζεται να παραδεχτεί πως έχει δίκιο, γι’ αυτό, όταν αρχίζει να κάνει κρύο, ο γέρος καταφέρνει να τον πείσει να φορέσει κι αυτός ένα πουκάμισο. Περνάνε μερικές μέρες και, ένα βράδυ, ο γέρος ζητάει από τους υπηρέτες τον παλατιού να του φέρουν φαγητό. Ο πρίγκιπας αντιδρά ξανά:
«Μα τι κάνεις; Θα φας όπως αυτοί;».
«Η φύση του πετεινού δεν θ’ αλλάξει απ’ αυτό που θα φάω. Μπορείς ν’ απολαύσεις οποιαδήποτε λιχουδιά. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις και να συνεχίσεις να είσαι πετεινός».
Εκείνο το βράδυ μοιράζονται οι δυο τους ένα νοστιμότατο πιάτο με ψητό κρέας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο γέρος πείθει τον πρίγκιπα να γυρίσει βήμα βήμα ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο πρίγκιπας καταλήγει να συμπεριφέρεται απολύτως φυσιολογικά, ενώ ο γέρος γίνεται δεκτός στην αυλή σε ένδειξη ευγνωμοσύνης.
Ώσπου κάποια μέρα, στη μέση ενός επίσημου δείπνου στο οποίο παρίσταται και ο πρίγκιπας τηρώντας απολύτως το πρωτόκολλο, ένας από τους αυλικούς σχολιάζει:
«Και να σκεφτεί κανείς, ότι πριν από μερικές εβδομάδες η Υψηλότης σας πίστευε πως ήταν πετεινός!».
Ο πρίγκιπας σκύβει και ψιθυρίζει στο αφτί του αυλικού:
«Μην πεις τίποτα, αλλά είμαι πετεινός. Απλώς, φέρομαι σαν άνθρωπος κι έτσι τους ξεγελάω όλους».
Ο αυλικός τρέχει αμέσως να το πει στον βασιλιά, κι εκείνος, έξαλλος, πηγαίνει συνοδευόμενος από την ακολουθία του να επιπλήξει τον γέρο: «Ο γιος μου εξακολουθεί να είναι τρελός!» του λέει.
«Ασφαλώς» απαντάει ο γέρος. «Όπως όλοι σας. Εκείνος πιστεύει πως είναι πετεινός, εσύ πως είσαι βασιλιάς, εσείς ότι είσαστε αυλικοί ευγενείς… Ποια είναι η διαφορά;».
Ο βασιλιάς πάει κάτι να πει, δεν βρίσκει όμως το κατάλληλο επιχείρημα και παραμένει άλαλος μ’ ανοιχτό το στόμα. Ο γέρος συνεχίζει:
«Η διαφορά είναι πως εκείνος έμαθε να ξεχωρίζει την ουσία από τη συμπεριφορά · το είμαι από το φαίνομαι. Μπορεί να είναι σήμερα πετεινός, αύριο άνθρωπος, την επομένη λιοντάρι ή και πέτρα… Μπορεί να γίνει γυναίκα, παιδί ή πειρατής, η ουσία του όμως θα μείνει αναλλοίωτη.
Αντιθέτως, εσύ είσαι κολλημένος. Πιστεύεις πως είσαι βασιλιάς και δεν μπορείς παρά να φέρεσαι σαν βασιλιάς. Εσύ είσαι ο τρελός! Τελείως τρελός. Όπως όλοι όσοι θεωρούν πως η τρέλα σου είναι μέρος μιας αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας…
Μπορεί ο γιος σου να είναι λίγο τρελός, αλλά αυτός τουλάχιστον το ξέρει. Και είναι σίγουρα λιγότερο τρελός απ’ όλους εσάς!».
Μ’ αυτά τα λόγια και μ’ ένα χαμόγελο, ξανάπιασε ο γέρος το πιρούνι του και συνέχισε ήρεμα το φαγητό του.
Όταν δεν μπορούμε ούτε για μια στιγμή ν’ απαλλαγούμε από το εγώ μας, η εικόνα που έχουμε κατασκευάσει για εμάς τους ίδιους γίνεται φυλακή.
Και αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε σίγουρα αφήνουμε έξω άπειρες εναλλακτικές και ακυρώνουμε μεγάλες δυνατότητες, απλά και μόνο γιατί είναι αντίθετες με την ιδέα που έχουμε σχηματίσει για το «ποιοι είμαστε».
Αντιθέτως, αν βρούμε το κουράγιο να διαγράψουμε αυτό το κατασκεύασμα, δημιούργημα ως επί το πλείστον της διαπαιδαγώγησης μας, το οποίο όμως, με τον καιρό διατηρήθηκε και ενισχύθηκε με τη δική μας πάντα συνενοχή, θα μπορέσουμε, όπως ο πρίγκιπας της ιστορίας, να επιλέξουμε μέχρις ενός ορισμένου σημείου ποιοι θέλουμε να είμαστε, πως θέλουμε να συμπεριφερόμαστε και ποιες πλευρές της ζωής μας θέλουμε να εξελίξουμε και να εξερευνήσουμε περισσότερο.
Χόρχε Μπουκάι, «Ο δρόμος της πνευματικότητας».