Από τον Γιάννη Πετρίδη
Ακούμε και διαβάζουμε όλο και πιο συχνά τελευταία ότι το ροκ σαν μουσική είναι πια νεκρό.
Ανεξαρτήτως πόση αλήθεια περιέχει αυτή η φράση, κανείς δεν μπορεί πια να αμφισβητήσει ότι το ροκ, ακόμα και αν δεν είναι εντελώς πεθαμένο, σίγουρα γερνάει μαζί με αυτούς που το δημιούργησαν, παίζοντας κάποιο ρόλο στα 66 χρόνια που αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως μουσικός όρος από τον Αμερικανό ντισκ τζόκεϊ Alan Freed.
Ο Eric Burdon, που ήταν ένας από αυτούς που έπαιξαν τον ρόλο τους σ' αυτό το πολύχρονο μουσικό ταξίδι, συμπλήρωσε 58 χρόνια καριέρας. Γεννήθηκε στις 11 Μαΐου του 1941 στο Newcastle της Αγγλίας και μεγάλωσε σε μια πόλη που είχε πολλούς εργαζόμενους στα ανθρακωρυχεία και τη ναυτιλία.
Εως το 1962, τελειώνοντας το σχολείο, έκανε πολλές δουλειές, μέχρι που συναντήθηκε με τον Alan Price και έγινε μέλος στο συγκρότημα που είχε φτιάξει ο Price από το 1958 με το όνομα Alan Price Compo, που σύντομα, μετά την προσθήκη του Burdon, εξελίχτηκε στους Animals.
Ο Giorgio Gomelsky ήταν αυτός που τους ανακάλυψε να παίζουν στο κλαμπ του Newcastle «Club a Gogo» μια βραδιά του Δεκεμβρίου του 1963 και εντυπωσιάστηκε.
Μερικές μέρες αργότερα το συγκρότημα θα μετακομίσει στο Λονδίνο και θα αλλάξει το όνομά του σε Animals, ύστερα από υπόδειξη ενός άλλου μουσικού, του Graham Bond, που με αυτόν χαρακτηρισμό ήθελε να αποδώσει τη δυναμική που έβγαινε μέσα από τον ήχο του συγκροτήματος.
Οι Animals ήταν από τα πρώτα βρετανικά συγκροτήματα που ο ήχος τους κατάφερε να προσελκύσει λευκό και μαύρο ακροατήριο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού χάρη στη διασκευή και ενορχήστρωση του Alan Price στο παραδοσιακό τραγούδι των μαύρων The house of the rising sun, που είχε ηχογραφήσει δύο χρόνια νωρίτερα για το πρώτο του άλμπουμ και ο Bob Dylan, με διαφορετική όμως ενορχήστρωση.
Συγκρότημα με φανατικούς φίλους, οι Animals, κυρίως χάρη στον Eric Burdon, θα αποτελέσουν μαζί με τους Beatles, Rolling Stones, Kinks και Who τα ονόματα που θα προκαλέσουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε όλο τον κόσμο και θα διαδώσουν τη βρετανική μουσική κίνηση της εποχής σε όλο τον πλανήτη, φέρνοντας παράλληλα με την καλλιτεχνική επίδραση και αρκετά χρήματα στη βρετανική οικονομία.
Ο Eric Burdon θα είναι ο Βρετανός τραγουδιστής με τις περισσότερες επιρροές από το αμερικανικό μπλουζ, κυρίως από τον John Lee Hooker, ενώ και η παρουσία του στη σκηνή σίγουρα είχε αρκετά στοιχεία από αυτήν του James Brown, που άλλωστε ήταν πρότυπο και για πολλούς άλλους βρετανούς τραγουδιστές, όπως ο Mick Jagger.
Τα περισσότερα από τα τραγούδια που κυκλοφόρησαν εκείνη την εποχή οι Animals, ήταν διασκευές σε αμερικανικά τραγούδια, όπως τα Don't let me be misunderstood της Nina Simone, We're gotta get out of this place, τραγούδι που προοριζόταν για τους Righteous Brothers και οι Animals το άκουσαν σαν ντέμο με ερμηνευτές τους συνθέτες του Barry Man και Cynthia Weil, που δούλευαν στο γνωστό κτήριο της Νέας Υόρκης Brill, στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί αρκετοί από τους μεγαλύτερους συνθέτες της εποχής και έγραφαν συνέχεια επιτυχίες.
Το συγκεκριμένο τραγούδι θα γίνει το αγαπημένο των Αμερικανών στρατιωτών στο Βιετνάμ λόγω των στίχων του.
Από το κτήριο Brill θα είναι το It's my life, που αρκετά χρόνια αργότερα θα αποκαλύψει ο Bruce Springsteen ότι ήταν από τα αγαπημένα του τραγούδια, άλλωστε ο Bruce έχει επηρεασθεί αρκετά από τον Eric, αλλά και η σύνθεση των Gerry Goffin και Carole King, Don't bring me down.
Η πρώτη επιτυχία των Animals ήταν το Baby let me take you home, επίσης διασκευή σε αμερικανικό παραδοσιακό μπλουζ, που είχε φέρει στην επικαιρότητα ο Bob Dylan στο πρώτο του άλμπουμ με τον τίτλο Baby, Let me follow you down.
Η ερμηνεία των Animals σ' αυτό το τραγούδι, όπως και στο House Of The Rising Sun, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη στροφή που έκανε λίγους μήνες αργότερα ο Dylan στην ηλεκτρική κιθάρα.
Η αποχώρηση του Alan Price, το 1965, οδήγησε λίγο αργότερα τον Burdon στο να δημιουργήσει τη νέα μορφή του συγκροτήματος, με το όνομα Eric Burdon and The Animals, και η κατεύθυνσή τους στράφηκε πια περισσότερο στην ψυχεδελική μουσική που είχε αρχίσει να κυριαρχεί εκείνη την περίοδο.
Ο Burdon θα είναι ένα από τα μεγάλα ονόματα που θα παρουσιαστούν στο γνωστό φεστιβάλ του Μοντερέι, θα γράψει μάλιστα και το ομώνυμο τραγούδι - επιτυχία γι' αυτό, ενώ η Καλιφόρνια θα τον απορροφήσει πια καλλιτεχνικά και θα γράψει τα τραγούδια San Franciscan nights, when Ι was young, που ο ήχος του πλησιάζει αυτόν του χέβι μέταλ και για πολλούς θεωρείται και πρόδρομος του grunge.
Από τη νέα μορφή των Animals θα περάσουν ονόματα όπως ο Andrew Somers, ο οποίος ως Andy Summers θα γίνει αργότερα μέλος των Police, ενώ από τα παλαιότερα μέλη των Animals, ο Chas Chandler θα γίνει ο πρώτος μάνατζερ του Jimi Hendrix και αυτός που θα τον επιβάλει αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια στην Αμερική, ενώ ο Alan Price, εκτός από τις επιτυχίες που θα γνωρίσει με το όνομα Alan Price Set, θα γράψει το 1971 και τη μουσική για την πετυχημένη κινηματογραφική ταινία Ο lucky man!.
Το 1969, ο Burdon θα συνεχίσει τις αναζητήσεις του και θα ανακαλύψει στο Long Beach της Καλιφόρνιας τους War, τους οποίους θα παρουσιάσει σε δίσκο το 1970 και θα γνωρίσουν μαζί μεγάλη επιτυχία με το Spill the wine, εγκαινιάζοντας έναν νέο ήχο που βασιζόταν αρκετά στους λατινικούς ρυθμούς και το φανκ.
Με τους War θα κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ, το Eric Burdon declares war και Black man's burdon, αλλά ενώ η επιτυχία του συγκροτήματος ήταν δεδομένη, τους εγκαταλείπει και τον επόμενο χρόνο κυκλοφορεί ένα άλμπουμ με τον αμερικανό μαύρο μπλουζίστα Jimmy Witherspoon, με τίτλο Guilty.
Με το όνομα Eric Burdon Band θα κυκλοφορήσει άλλα δύο άλμπουμ μέχρι το 1975, τα Sun secrets και Stop, και, πριν κυκλοφορήσει το 1977 το άλμπουμ Survivor, θα ενωθεί το 1975 με τα αυθεντικά μέλη των Animals για να ηχογραφήσουν το Before we were so rudely interrupted, που θα περιοριστεί όμως μόνο σε καλές κριτικές από τον Τύπο, ενώ εμπορικά θα περάσει σχεδόν απαρατήρητο. Με τους Animals θα κάνει άλλη μία επιστροφή το 1983 με το άλμπουμ Ark, το οποίο θα παρουσιάσουν σε παγκόσμια περιοδεία, η οποία θα τερματιστεί το 1984, με την οριστική διάλυση του συγκροτήματος.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, ο Burdon, εκτός από τη συνεργασία του με τους Animals, θα κάνει περιοδείες με διάφορα μουσικά σχήματα και θα κυκλοφορήσει τα άλμπουμ Darkness darkness (1980), The last drive (1980), Come back (1982), Power company (1983), Ι used to be an animal (1988).
Στη συνέχεια θα περιοριστεί αρκετά η ηχογράφηση νέων δίσκων και θα κυκλοφορήσει το 1995 το Lost with in the hall of fame (1995), My secret life (2004) και Soul of a (2005), που είναι αφιερωμένο στους Ray Charles και John Lee Hooker.
Ανάμεσα στα 13 ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ που κυκλοφόρησε κατά καιρούς, περιλαμβάνεται και το Athens traffic live, με αρκετά από τα τραγούδια του να ηχογραφούνται στην Αθήνα, την οποία έχει επισκεφθεί για εμφανίσεις αρκετές φορές και είναι από τις αγαπημένες του πόλεις. Το 1999 συμμετείχε μάλιστα στην ταινία του Αντώνη Κόκκινου Ο αδελφός μου κι εγώ.