Η ταινία 12 Angry Men (1957), σε σκηνοθεσία του Σίντνεϊ Λιούμετ, αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά δικαστικά δράματα στην ιστορία του κινηματογράφου. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα δωμάτιο ενόρκων, όπου δώδεκα άνδρες καλούνται να αποφασίσουν την ενοχή ή την αθωότητα ενός νεαρού αγοριού που κατηγορείται για τη δολοφονία του πατέρα του. Η απόφαση πρέπει να είναι ομόφωνη και, αν ο κατηγορούμενος κριθεί ένοχος, αντιμετωπίζει την ποινή του θανάτου.
Στην αρχή της διαδικασίας, η υπόθεση φαίνεται απλή και σχεδόν όλοι οι ένορκοι θεωρούν τον κατηγορούμενο ένοχο. Έχουν ακούσει μαρτυρίες που δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση και πολλοί επιθυμούν να τελειώνουν γρήγορα, είτε λόγω προσωπικών υποχρεώσεων είτε επειδή πιστεύουν πως «δεν υπάρχει αμφιβολία». Ωστόσο, ο Ένορκος Νο 8, τον οποίο υποδύεται ο Χένρι Φόντα, ψηφίζει «αθώος» στην πρώτη ψηφοφορία. Δεν δηλώνει ότι είναι βέβαιος για την αθωότητα του αγοριού, αλλά ότι θεωρεί απαραίτητο να συζητηθεί σοβαρά η υπόθεση πριν σταλεί ένας άνθρωπος στον θάνατο.
Από αυτό το σημείο και μετά, η ταινία μετατρέπεται σε μια έντονη ψυχολογική και ηθική αντιπαράθεση. Ο Ένορκος Νο 8 αρχίζει να θέτει ερωτήματα για τα αποδεικτικά στοιχεία και τις μαρτυρίες που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Σταδιακά, αποκαλύπτονται αμφιβολίες: η αξιοπιστία ενός ηλικιωμένου μάρτυρα, η μαρτυρία μιας γυναίκας που ισχυρίστηκε ότι είδε το έγκλημα, καθώς και το φονικό όπλο, ένα μαχαίρι που θεωρούνταν μοναδικό. Κάθε νέο στοιχείο δεν αποδεικνύει απαραίτητα την αθωότητα του κατηγορουμένου, αλλά δείχνει ότι η υπόθεση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο φαινόταν αρχικά.
Παράλληλα, η ταινία σκιαγραφεί με ακρίβεια τις προσωπικότητες και τις προκαταλήψεις των ενόρκων. Ορισμένοι επηρεάζονται από τον θυμό τους, άλλοι από κοινωνικά στερεότυπα, προσωπικά τραύματα ή την αδιαφορία τους. Ένας από τους πιο έντονους χαρακτήρες είναι ο Ένορκος Νο 3, ο οποίος φαίνεται να προβάλλει τη δύσκολη σχέση με τον γιο του πάνω στον κατηγορούμενο, γεγονός που θολώνει την κρίση του. Αντίθετα, κάποιοι άλλοι ένορκοι αλλάζουν στάση όχι από βαθιά κατανόηση, αλλά επειδή παρασύρονται από τη συζήτηση ή θέλουν απλώς να τελειώνουν.
Η ένταση αυξάνεται καθώς οι ψήφοι αλλάζουν μία προς μία. Η ζέστη, ο κλειστός χώρος και οι συγκρούσεις κάνουν την ατμόσφαιρα αποπνικτική, ενισχύοντας το αίσθημα πίεσης και ευθύνης. Ο Λιούμετ χρησιμοποιεί έξυπνα την κάμερα και το μοντάζ για να τονίσει την κλιμακούμενη ένταση, εστιάζοντας στα πρόσωπα των ενόρκων και περιορίζοντας σταδιακά τον χώρο.
Στο τέλος, όλοι οι ένορκοι καταλήγουν στην ετυμηγορία «αθώος», όχι επειδή αποδείχθηκε με βεβαιότητα η αθωότητα του κατηγορουμένου, αλλά επειδή υπάρχει εύλογη αμφιβολία. Η ταινία ολοκληρώνεται με ένα ισχυρό μήνυμα για τη δικαιοσύνη, την ευθύνη του πολίτη και τη σημασία της κριτικής σκέψης. Το 12 Angry Men δεν είναι απλώς μια ιστορία για ένα δικαστήριο, αλλά μια βαθιά μελέτη της ανθρώπινης φύσης, των προκαταλήψεων και της δύναμης της λογικής και της ηθικής.