Adolescence | Netflix: Ένα τηλεοπτικό αριστούργημα για την τοξική αρρενωπότητα και την ιστορία της βίας
Τέσσερα επεισόδια, μια μίνι σειρά - αποκάλυψη
«Adolescence» - «Εφηβεία» στο Netflix: Εντυπώσεις από τη μίνι τηλεοπτική σειρά για τη βία και τις κακοποιητικές συμπεριφορές.
«Είδες καμιά καλή σειρά τελευταία;» Είναι η συνηθισμένη ερώτηση που θα ακουστεί τουλάχιστον μια φορά σε κάθε παρέα «δυναμικού κοινού» που σέβεται τον εαυτό της και στριμάρει υπεύθυνα, με τις απαντήσεις που περνάνε πάνω από τον πήχη του «καλή ήταν, μου άρεσε» να λιγοστεύουν όλο και πιο επικίνδυνα. Το Netflix που άλλαξε τα δεδομένα της τηλεόρασης πριν μια δεκαετία είναι γεμάτο με κάθε λογής τηλεοπτικό θόρυβο, ο ανταγωνισμός των υπόλοιπων πλατφορφμών δεν είναι πάντα αποδοτικός, η μάχη των εντυπώσεων σπάνια ωφέλησε την ποιότητα, η φετινή χρονιά αποδεικνύει ότι το στοίχημα της «σπουδαίας τηλεόρασης» κινδυνεύει κάθε χρόνο όλο και περισσότερο να χαθεί μέσα στη γενικότερη, άπληστη ζήτηση περιεχομένου και στις με το στανιό αποθεώσεις μονόφθαλμων επιλογών ή προσοδοφόρων brands. Ευτυχώς όμως, ακόμα, για κάθε εκατοστή άχρηστων τίτλων θα υπάρχει ο ένας που θα κάνει τη διαφορά, ο ένας για τον οποίο αξίζει να κρατάς τις συνδρομές σου ενεργές. Θα περιμένει συνήθως εκεί που δεν το περιμένεις και εν προκειμένω εκεί που θα έπρεπε να το περιμένεις, εκεί που άρχισαν όλα, στην οθόνη του Netflix.
Adolescence: Η νέα μίνι crime σειρά στο Netflix
H νέα μίνι crime σειρά, «Adolescence», των Jack Thorne και Stephen Graham, στο Netflix είναι όμως ακριβώς αυτό, χωρίς καμία υπερβολή, αυτή η σπουδαία τηλεόραση που έρχεται από το πουθενά και δεν αφήνει κανένα περιθώριο σε κανέναν για τη σημασία και την ποιότητά της, μια αριστουργηματική στιγμή του μέσου που ό, τι και να γραφτεί για αυτήν είναι λίγο. Τηλεόραση που πρεσβεύει στην εντέλεια το «ουκ εν τω πολλώ το ευ», σπουδαία τηλεόραση που όπως κάθε σπουδαία τέχνη δεν χρειάζεται κανέναν να την υπερασπιστεί ή να την προτείνει, που θα καθηλώσει και θα συγκινήσει από τον πιο «απαίδευτο» τηλεθεατή μέχρι τον πιο απαιτητικό nerd streaming. Σειρά πρέπει απλώς να τη δεις και μετά να την καταχωρίσεις, με συνοπτικές διαδικασίες, στο τηλεοπτικό πάνθεον ως ένα από τα καλύτερα τηλεοπτικά εγχειρήματα όλων των εποχών.
Τέσσερα επεισόδια, τέσσερα αριστουργηματικά μονοπλάνα με κάθε επεισόδιο να είναι γυρισμένο σε one take των υψηλότερων απαιτήσεων (πολυεπίπεδοι χώροι, εξωτερικά γυρίσματα, πλήθος κόσμου) σε μια διακριτική αλλά θριαμβευτική επίδειξη τεχνικής αρτιότητας, που καθηλώνει δικαιωματικά.
Σε μια μέση, απλή γειτονιά κάποιας βρετανικής πόλης, η πόρτα ενός μέσου, απλού σπιτιού σπάει και αστυνομικές δυνάμεις ορμάνε μέσα με το πρωτόκολλο της εφόδου που ακολουθείται για τα βίαια εγκλήματα. Ο 13χρονος Jamie Miller (Owen Cooper) συλλαμβάνεται και οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα με τους γονείς του Eddie και Manda (Stephen Graham, Christine Tremarco) και την αδελφή του Lisa (Amelie Pease) να τον ακολουθούν σοκαρισμένοι. Ο Jamie κατηγορείται για τη βίαιη, με πολλαπλές μαχαιριές, δολοφονία ενός συνομηλίκού του κοριτσιού και επιμένει ότι δεν το έχει κάνει. Όλα όμως στον τρόπο που δρουν οι αστυνομικοί και οι ερευνητές, και ιδίως ο επικεφαλής ντετέκτιβ Luke Bascomble (Ashley Walters), συνηγορούν στο αντίθετο, μέχρι που όλες οι αμφιβολίες διαλύονται στο τέλος του πρώτου επεισοδίου. Σκηνοθετική επιλογή και τεχνικός άθλος που απογειώνεται πολύ περισσότερο από τον τρόπο που λειτουργεί στο αφηγηματικό περιβάλλον της σειράς: χωρίς να φωνάζει τα κατορθώματά του, σαν ένα ακόμα εργαλείο που έχει επιστρατευτεί για να υπηρετήσει την ανάγκη να αποδοθεί η λεπτομέρεια ενός περιβάλλοντος που γεννά αλλά και υποδέχεται την ωμή βία, ενός περιβάλλοντος που δεν διαφέρει σε πολλά από άλλα πιο τυχερά που δεν θα γίνουν μάρτυρες τέτοιων περιστατικών.
Σε μια μέση, απλή γειτονιά κάποιας βρετανικής πόλης, η πόρτα ενός μέσου, απλού σπιτιού σπάει και αστυνομικές δυνάμεις ορμάνε μέσα με το πρωτόκολλο της εφόδου που ακολουθείται για τα βίαια εγκλήματα. Ο 13χρονος Jamie Miller (Owen Cooper) συλλαμβάνεται και οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα με τους γονείς του Eddie και Manda (Stephen Graham, Christine Tremarco) και την αδελφή του Lisa (Amelie Pease) να τον ακολουθούν σοκαρισμένοι. Ο Jamie κατηγορείται για τη βίαιη, με πολλαπλές μαχαιριές, δολοφονία ενός συνομηλίκού του κοριτσιού και επιμένει ότι δεν το έχει κάνει. Όλα όμως στον τρόπο που δρουν οι αστυνομικοί και οι ερευνητές, και ιδίως ο επικεφαλής ντετέκτιβ Luke Bascomble (Ashley Walters), συνηγορούν στο αντίθετο, μέχρι που όλες οι αμφιβολίες διαλύονται στο τέλος του πρώτου επεισοδίου.
Τα επόμενα και υπόλοιπα τρία επεισόδια θα αφιερωθούν σε μια παραγοντική ανάλυση αυτής της σύγχρονης ιστορίας ωμής και, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, αναίτιας εφηβικής βίας – λες και η βία, αυτού του τύπου η βία, μπορεί να έχει ποτέ κάποια ικανή δικαιολογία, ή λες και η βία δεν έχει πάντα μια σειρά από αίτια, συχνά διαπλεκόμενα μεταξύ τους, που απλώς τείνουμε να αγνοούμε, ή το πολύ πολύ να τους κουνάμε το δάχτυλο σαν κάτι εντελώς εκτός της δικής μας ατομικής σφαίρας, επειδή πολύ απλά δεν μας συμφέρει να παραδεχτούμε τη θέση μας στην αλυσίδα αυτού του κοινωνικού αιτιώδους συνδέσμου.
Αυτήν την αλυσίδα προσπαθεί να ακολουθήσει ο φακός της σειράς, με το δεύτερο επεισόδιο να διαδραματίζεται στο σχολείο όπου οι ντετέκτιβ ερευνητές προσπαθούν να βρουν την άκρη της κλωστής ανάμεσα σε δεκάδες εφήβους που, μιλώντας σε μια δική τους γλώσσα, προσπαθούν να ξετυλίξουν το δικό τους μπερδεμένο κουβάρι, με όποιον τρόπο θεωρεί ο καθένας προσφορότερο: bullying και θυμό, απαξίωση, κοροϊδία, αλλά και ανοχή και προσπάθεια χαμηλών πτήσεων κάτω από τα ραντάρ των βασανιστών. Κοινός παρονομαστής όλων των στρατοπέδων, η ενδόμυχη ή ολοφάνερη επιθυμία για αποδοχή και δημοφιλία, ο καταλυτικός φόβος της απόρριψης.
Αυτές οι δύο αιχμές σχηματίζουν τη δαγκάνα στην οποία φαίνεται να εκγλωβίστηκε ο Jamie, για να οδηγηθεί να εξωτερικεύσει και να εκδηλώσει με τον πλέον εγκληματικό και τυφλό τρόπο την κουλτούρα τοξικής αρρενωπότητας μέσα στην οποία μεγάλωσε. Την ίδια κουλτούρα μέσα στην οποία μεγάλωσαν όλα τα αγόρια, οι φίλοι του, ο πατέρας του και οι δικοί του φίλοι, και γενιές επί γενεών αντρών. Την κουλτούρα που τους βγάζει στον κόσμο έρμαια των άμεσων ή έμμεσων ερεθισμάτων που έχουν συσσωρευτεί σε όλη τους την παιδική και νεανική ηλικία, παίκτες σε μια ρουλέτα βίας στην οποία «χάνουν» εύκολα και τα πιο «καλά παιδιά».
Την κυρίαρχη κουλτούρα με τα αμέτρητα παρακλάδια, ένα από τα οποία έχει εκβάλει την τελευταία δεκαετία στην υποκολτούρα και τη νεο-μισογυνιστική ιδεολογία των incels: των αντρών που λόγω χαμηλής ερωτικής/σεξουαλικής δημοφιλίας ξεσπάνε τον θυμό τους πάνω στις γυναίκες, υποτιμώντας και αντικειμενικοποιώντας τις, οδηγούμενοι συχνά σε ειδεχθή εγκλήματα.
Όλα αυτά αποτυπώνονται έξοχα στην αριστουργηματική κορύφωση της σειράς στο τρίτο επεισόδιο – ένα επεισόδιο που φλερτάρει άνετα με τον τίτλο του καλύτερου επεισοδίου τηλεοπτικής σειράς των τελευταίων χρόνων. Με όχημα τον διάλογο μιας ψυχολόγου εμπειρογνώμονα (Erin Doherty) και του έγκλειστου ήδη σε αναμορφωτήριο Jamie εν αναμονή της δίκης του, η σειρά κάνει ένα άριστο zoom ακριβείας στην ψυχοσύνθεσή του, στον τρόπο σκέψης του, σε όλα αυτά που τον οδήγησαν εκεί από όπου δεν μπορεί να επιστρέψει και δεν τον αφήνουν (ακόμα) να το συνειδητοποιήσει.
Αδιαμφισβήτητα μία από τις κορυφαίες ηθοποιούς της γενιάς της, η Erin Doherty δίνει με τον σεσημασμένο αβίαστα cool τρόπο της ρεσιτάλ ερμηνείας, σε έναν ρόλο που προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη σχετικά με τη διαδικασία ψυχολογικής εκτίμησης, με τον πιο άξιο παρτενέρ που θα μπορούσε να έχει σε μια χορογραφία λεπτών ισορροπιών: τον 15χρονο πρωταγωνιστή Owen Cooper, μια αποκάλυψη ηθοποιίας, που σε αυτό το επεισόδιο ξεδιπλώνει όλο το απίστευτο ταλέντο που του χάρισε όχι μόνο αυτό το συγκλονιστικό ντεμπούτο, αλλά και τον ρόλο του νεαρού Χίθκλιφ στα πολυαναμενόμενα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Emerald Fennell. Remember his name – πιθανότατα μιλάμε για τα πρώτα μεγάλα δείγματα γραφής του επόμενου σπουδαίου ηθοποιού από το Νησί.
Στο τελευταίο επεισόδιο πια, η εστίαση μετακινείται στην οικογένεια του Jamie, που καλείται να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της ιστορίας του γιου τους στη δική τους ζωή. Είναι η ώρα του επίσης και σταθερά σπουδαίου Stephen Graham να σαρώσει ερμηνευτικά με τον δικό του τρόπο τον ρόλο ενός μέσου, απλού, εργατικού, τίμιου πατέρα, χωρίς παραβατικό ιστορικό, που κάνει αυτό που πιστεύει ως καλύτερο για την οικογένειά του: κάνει «ό,τι μπορεί» χωρίς ιδιαίτερες μελανές σελίδες στο ιστορικό του, πέρα από τα καθημερινά, απλά νεύρα του μέσου άντρα, «όπως νευριάζουν όλοι».
Εκεί συνοψίζεται και η μεγάλη επιτυχία της εστίασης της σειράς, του κορυφαίου τρόπου που επιστρατεύει σύγχρονες και απλές ρεαλιστικές φόρμες για να μιλήσει για τη βία, για το male rage και τις αδιανόητες δυνητικές προεκτάσεις που αυτό μπορεί να πάρει κυριολεκτικά σε κάθε συνθήκη, κυριολεκτικά στη διπλανή πόρτα.
Δεν είναι όλες οι οικογένειες εγκληματιών διαλυμένες, δεν χρειάζεται να υπάρχει κάποιο ιστορικό βίαιων, με τη στενή έννοια του όρου, παιδικών χρόνων του εγκληματία, δεν είναι απαραίτητο να έχει κακοποιηθεί, πάλι με τη στενή έννοια, για να κακοποιήσει και να σκοτώσει. Ο ίδιος σπόρος μπορεί να δώσει μια ποικιλία καρπών, και ίσως κι αυτό το «ό,τι καλύτερο μπορούν» να κάνουν οι γονείς να μην αρκεί για να μην πάρει κάποιος τον λάθος δρόμο. Ακόμα και να μη φταίνε στενά, ευθύνονται όπως ευθυνόμαστε όλοι μας ως μέρη της κοινωνικής εξίσωσης που βγάζει στα αποτελέσματά της ιστορίες όπως αυτή του «Adolescence».
Είναι κάτι με το οποίο πρέπει να μάθουμε να ζούμε, αν θέλουμε να το κοιτάξουμε στα μάτια και, ίσως κάποια στιγμή, καταφέρουμε να το αντιμετωπίσουμε.
Πηγή athensvoice.gr