Close-Up του Abbas Kiarostami

Το 1989, ένας παθιασμένος σινεφίλ, ο Χοσεΐν Σαμπζιαν, που όμως είναι φτωχός και περιθωριοποιημένος, προσποιήθηκε ότι ήταν ο διάσημος  Ιρανός σκηνοθέτης Mohsen Makhmalbaf και κατάφερε να πείσει μια οικογένεια της μεσαίας τάξης, την οικογένεια Αχάνκα, που ήταν επίσης σινεφίλ, ότι ήθελε να χρησιμοποιήσει το σπίτι τους και τη βοήθειά τους για τα γυρίσματα μιας νέας ταινίας. Όταν η απάτη αποκαλύφθηκε, ο Σαμπζιαν συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δίκη. Αυτή η παράξενη αληθινή ιστορία τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον του μεγάλου σκηνοθέτη Abbas Kiarostami, που άφησε άλλα σχέδιά του για να ασχοληθεί με αυτήν την ιστορία και να φτιάξει την πανέμορφη ταινία Close-up.

Ο Kiarostami κινηματογράφησε την δίκη και έπεισε τον Σαμπζιαν και τους Αχάνκα να αναπαραστήσουν κάποια από τα γεγονότα που είχαν ήδη συμβεί, υποδυόμενοι τους εαυτούς τους. Όσοι παίζουν στην ταινία, υποδύονται τους εαυτούς τους. Ακόμη και ο στρατιώτης που συλλαμβάνει τον Σαμπζιαν στην ταινία είναι ο ίδιος άνθρωπος που το έκανε αυτό στην πραγματικότητα. Σενάριο δεν υπήρχε. Το σενάριο ήταν η ιστορία από μόνη της και αυτό αρκούσε για τον Kiarostami. Οι σκηνές στην αίθουσα του δικαστηρίου γυρίστηκαν σε φιλμ 16mm, με μια ανήσυχη κάμερα που κινείτε και κάνει zoom, θυμίζοντας ειδησεογραφικό ρεπορτάζ και ντοκιμαντέρ. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική. Κατά την διάρκεια της δίκης βλέπουμε σε φλασ-μπακ τι συνέβη ανάμεσα στον Σαμπζιαν και τους Αχάνκα, σκηνές οι οποίες γυρίστηκαν σε 35mm και πιο κοντά στο ιδιαίτερο κινηματογραφικό στυλ του Kiarostami, των αργών πανοραμικών μακρών λήψεων, κοντά, δίπλα ή μέσα σε ένα αμάξι που κινείται σε έναν ζιγκ-ζαγκ δρόμο, που είναι χαρακτηριστικά στις ταινίες του.

Κάποια άλλα χαρακτηριστικά των ταινιών του είναι η ανάμειξη της φαντασίας με την πραγματικότητα, η αγάπη του για τα ταξίδια με αμάξι, τα οποία συνήθως είναι και φυσικά και πνευματικά, ο ρεαλισμός, οι απλοί διάλογοι και τα αποσπάσματα από την αγαπημένη του περσική ποίηση, τοπία με λιβάδια και οικόπεδα που όλα έχουν ένα δραματικό στυλ και συγκεκριμένα στο Close-up, ο μοναδικός συνδυασμός ντοκιμαντέρ με μυθοπλασία. Ο Κιαροστάμι τα συνδυάζει τόσο όμορφα και ευφυώς, θολώνοντας τα όρια και καθιστώντας δύσκολο για το κοινό να καταλάβει ποια μέρη της ταινίας είναι ντοκιμαντέρ και ποια είναι αναπαραστάσεις ή κατασκευασμένα. Δημιούργησε ένα υβριδικό μοντέλο που μέχρι σήμερα οι ειδικοί του σινεμά δεν έχουν καταφέρει να κατηγοριοποιήσουν. Είναι ένα δράμα μυθοπλασίας ή είναι ένα ντοκυμαντέρ;  Τελικά το Close-up είναι η πανηγυρική ένωσή τους.

Όσο η πλοκή πυκνώνει, τελικά καταλαβαίνουμε ότι ο κατηγορούμενος είναι αναμφίβολα ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, άξιος της προσοχής, της συμπάθειας και του σεβασμού μας. Ο Σαμπζιαν είναι ένας ακραίος σινεφίλ, που θυσιάζει τη ζωή του και την οικογένειά του για τον κινηματογράφο. Σινεμά δεν βλέπει για να διασκεδάσει αλλά για να ονειρεύεται και να φαντάζεται μια καλύτερη ζωή. Ο Κιαροστάμι, παρουσιάζει τον Σαμπζιαν με ενσυναίσθηση, δείχνοντας ότι δεν είχε κακές προθέσεις. Η πράξη του ήταν περισσότερο μια έκφραση της βαθιάς του αγάπης για τον κινηματογράφο και της ανάγκης του να βρει μια θέση σε έναν κόσμο που αισθανόταν ότι τον απορρίπτει . Προσωπικά πιστεύω ότι αυτός ήταν και ο λόγος που ο Κιαροστάμι γοητεύτηκε από αυτήν την ιστορία εξ' αρχής.

Η ταινία ήταν συγκλονιστική για τους Δυτικούς θεατές στις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε πολλά μέτωπα.  Όταν πρωτοκυκλοφόρησε, σαν σήμερα 31 Ιανουαρίου του 1990, δημιούργησε έναν πολιτισμικό και πολιτιστικό μικροσεισμό.  Η Ανατολίτικη φινέτσα, η διαφορετική, και πολύπλοκη για τους Δυτικούς, φιλοσοφική προσέγγιση, αλλά και η απρόσμενη εφευρετικότητά της, ταρακούνησαν πολλούς Δυτικούς θεατές, που αλλιώς περίμεναν μία ταινία φτιαγμένη σε μια αυταρχική θεοκρατία. Παρουσίασε ένα διαφορετικό Ιράν από αυτό που προβαλόταν στις δυτικές τηλεοπτικές ειδήσεις. Ήταν μια έξυπνη, ευφυή και ασυνήθιστα προκλητική τυπική προσέγγιση, προσφέροντας μια εικόνα της Ισλαμικής Δημοκρατίας πολύ πιο σκιερή αλλά και πιο ενδιαφέρουσα. Ο Κιαροστάμι συνδύασε την κοινωνική ανησυχία του ιταλικού νεορεαλισμού  με την πνευματική προσέγγιση και ξεχωριστή αισθητική του γαλλικού Νέου Κύματος και αυτά μέσα στο πλαίσιο μιας μετα-επαναστατικής ισλαμικής κουλτούρας.

Έθιξε την κοινωνική ανισότητα,  την προσωπική ταυτότητα και την αμηχανία της δικαιοσύνης. 
Η ταινία τελειώνει με την αποφυλάκιση του Σαμπζιαν και τον Κιαροστάμι να έχει κανονίσει με τον Mohsen Makhmalbaf, που είναι το είδωλό του Σαμπζιαν, να τον παραλάβει με το μηχανάκι του από την φυλακή, χωρίς βέβαια ο Σαμπζιαν να γνωρίζει ποιον θα δει και τι θα γίνει. Ο Κιαροστάμι βρίσκεται φυσικά μέσα σε ένα αμάξι και κινηματογραφεί τους δύο άντρες από εκεί. Ακούει τον διάλογό τους από τα ακουστικά του και από ένα μικρόφωνο που βρίσκεται στο μηχανάκι. Χωρίς σενάριο, χωρίς σκηνοθεσία αλλά παρ' όλα αυτά, καθαρό σινεμά. Απλό, καθαρό, τολμηρό, μινιμαλιστικό και ιδιοσυγκρασιακό σινεμά.

Αυτός είναι ο Abbas Kiarostami. Μια ιδιοφυΐα, με σκούρα γυαλιά ηλίου, με μια βαθιά ανθρώπινη αλλά πολύ ξεχωριστή άποψη για τον κόσμο και ένας από τους μεγαλύτερους ουμανιστές του κινηματογράφου μαζί με τον Jean Renoir και τον Satyajit Ray. Και πάνω απ' όλα,ένα ανοιχτό και ανήσυχο πνεύμα. Τόσο ανοιχτό που όταν το Close-up παίχτηκε στο φεστιβάλ του Μονάχου, ο υπεύθυνος προβολής έδειξε τις μπομπίνες της ταινίας με λάθος σειρά. Η νέα εκδοχη της ταινίας άρεσε στον Κιαροστάμι αναγκάζοντάς τον να επανεπεξεργαστεί την ταινία στην τρέχουσα μορφή της.

Ο Κιαροστάμι έχει κάνει μαγικές ταινίες, με απλές ιστορίες, τις περισσότερες φορές καθημερινές και συνηθισμένες, που έχουν βάθος και δύναμη, πάντα με ρεαλισμό και με την ποιητική χρήση του ιρανικού αγροτικού τοπίου. Έχει συχνά παιδιά για πρωταγωνιστές, δεν χρησιμοποιεί σχεδόν ποτέ επαγγελματίες ηθοποιούς, οι ιστορίες του διαδραματίζονται σε χωριά της υπαίθρου και οι συνομιλίες εκτυλίσσονται μέσα σε αυτοκίνητα, χρησιμοποιώντας σταθερές κάμερες. Οι ταινίες του Κιαροστάμι περιέχουν ένα αξιοσημείωτο βαθμό αμφισημίας, ένα ασυνήθιστο μείγμα απλότητας και πολυπλοκότητας, και συχνά ένα μείγμα μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Στον Ταξιδιώτη (1974) αφηγείται την ιστορία ενός προβληματικού αγοριού από μια μικρή πόλη του Ιράν που θέλοντας να παρακολουθήσει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στην μακρινή Τεχεράνη, εξαπατά τους φίλους και τους γείτονές του για να μαζέψει χρήματα και ταξιδεύει στο γήπεδο για το παιχνίδι. Στο Η Αναφορά (1977), η ιστορία περιστρέφετε γύρω από τη ζωή ενός φοροεισπράκτορα που κατηγορήθηκε για δωροδοκία και η αυτοκτονία είναι ένα από τα θέματα της ταινίας.

Στο καταπληκτικό Where Is The Friend's Home? (1987) αφηγείται την προσπάθεια ενός οκτάχρονου μαθητή να επιστρέψει το σημειωματάριο του φίλου του σε ένα γειτονικό χωριό για να μην αποβληθεί ο φίλος του από το σχολείο. Ο Κιαροστάμι έκανε την ταινία από την οπτική γωνία ενός παιδιού. Ήταν η πρώτη ταινία της τριλογίας Κόκερ και ακολούθησαν Και η Ζωή Συνεχίζεται (And Life Goes On) - 1992 και Μέσα από τα Ελαιόδεντρα (Through the Olive Trees) - 1994. Ωστόσο, αυτή η τριλογία αποφασίστηκε από τους κριτικούς κινηματογράφου και όχι από τον ίδιο τον Κιαροστάμι. Ο σκηνοθέτης δεν θεώρησε ποτέ ότι οι τρεις ταινίες αποτελούν τριλογία. Πρότεινε αντ΄αυτού, ότι οι δύο τελευταίοι τίτλοι μαζί με το Taste of Cherry (1997) θα μπορούσαν να αποτελέσουν τριλογία, δεδομένης της κοινής θεματικής τους για την αξία της ζωής.

Ο Κιαροστάμι είχε εργαστεί ως σεναριογράφος, σκηνοθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής και παραγωγός και είχε σχεδιάσει τίτλους και διαφημιστικό υλικό. Ήταν επίσης ποιητής, φωτογράφος, ζωγράφος, εικονογράφος και γραφίστας. Την δεκαετία του 60 σχεδίαζε αφίσες, εικονογράφησε παιδικά βιβλία και γύρισε πάνω από 150 διαφημίσεις για την ιρανική τηλεόραση. Αργότερα είχε για βοηθό του τον Jafar Panahi και έγραψε και το σενάριο στην ταινία του The White Balloon (1995). Οι ταινίες του έχουν επιρρεάσει πολλούς και διαφορετικούς δημιουργούς από τους Βέλγους αδελφούς Dardenne, τον Lars von Trier, τον Charlie Kaufman, τον Hirokazu Kore-eda, την Agnès Varda, τον Michael Haneke, τον  Jean-Luc Godard, τους συμπατριώτες του Jafar Panahi και Asghar Farhadi μέχρι Το Ρουμανικό Νέο Κύμα.

Ο Abbas Kiarostami, αυτός ο ιδιοφυής και ιδιόμορφος Ιρανός δημιουργός, άφησε αυτόν τον κόσμο στις 4 Ιουλίου του 2016 σε ηλικία 76 ετών. Οι ταινίες του, λιτές και λυρικές, μπορούσαν να σε αφήσουν άναυδο με την απλότητά τους. Είναι ένα σινεμά που θέτει ερωτήματα αλλά δεν δίνει απαντήσεις γιατι καλεί τον ίδιο τον θεατή να στοχαστεί και να συμπληρώσει τα κενά. Μιά προσέγγιση περισσότερο φιλοσοφική παρά καλλιτεχνική που μας υπενθυμίζει ότι η τέχνη δεν πρέπει να είναι διδακτική ή να προσφέρει εύκολες λύσεις. Αντίθετα, πρέπει να εμπνέει, να διεγείρει τη φαντασία και να επιτρέπει στο κοινό να συμμετέχει ενεργά.

Video Url