MASH (1970): Μία από τις πιο εμβληματικές σάτιρες του αμερικανικού κινηματογράφου

M*A*S*H  Mobile Army Surgical Hospital

Η ταινία MASH (1970) του Ρόμπερτ Άλτμαν αποτελεί μία από τις πιο εμβληματικές σάτιρες του αμερικανικού κινηματογράφου. Το φιλμ, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Richard Hooker,  διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας και επικεντρώνεται στη ζωή και το έργο των γιατρών σε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο εκστρατείας (Mobile Army Surgical Hospital). Η προσέγγιση του Άλτμαν ξεπέρασε κατά πολύ την παραδοσιακή πολεμική ταινία, εστιάζοντας σε μια αντιπολεμική και αντικομφορμιστική ματιά που επαναπροσδιόρισε τον τρόπο αφήγησης και τη σκηνοθετική αισθητική του Χόλιγουντ.

Ένα από τα πιο διακριτά χαρακτηριστικά του MASH είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Άλτμαν χρησιμοποιεί τη δομή του διαλόγου για να δημιουργήσει ρεαλισμό και πολυφωνία. Αντί να ακολουθήσει τη συμβατική δομή διαλόγων όπου οι χαρακτήρες μιλούν διαδοχικά και καθαρά, ο Άλτμαν προτιμά να τους αφήνει να μιλούν ταυτόχρονα, δημιουργώντας έναν χαοτικό ήχο που θυμίζει τη φυσική ροή της καθημερινής ζωής.

Αυτή η τεχνική, γνωστή και ως overlapping dialogue (επικαλυπτόμενοι διάλογοι), έγινε σήμα κατατεθέν του Άλτμαν και επηρέασε πολύ το στυλ του. Σε κάποιες στιγμές μπορει να ακούγονται και τέσσερις συνομιλίες ταυτόχρονα Η χρήση αυτής της τεχνικής στο MASH δεν είναι απλώς μια αισθητική επιλογή, αλλά και ένας τρόπος να αντικατοπτρίσει τη σύγχυση, την ένταση και την αταξία της ζωής σε έναν στρατιωτικό καταυλισμό κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι διάλογοι που επικαλύπτονται δίνουν την εντύπωση ότι οι χαρακτήρες βρίσκονται σε έναν χώρο γεμάτο ένταση, όπου ο καθένας προσπαθεί να ακουστεί μέσα στο χάος της καθημερινότητας. Αυτό προσθέτει μια αίσθηση αυθεντικότητας και πλούτου στη σκηνή, κάνοντάς τη να μοιάζει περισσότερο με πραγματική ζωή παρά με δραματοποιημένο σενάριο.

Ο Άλτμαν χρησιμοποίησε πρωτοποριακά την τεχνολογία ήχου για να πετύχει αυτό το αποτέλεσμα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, χρησιμοποίησε πολλαπλά μικρόφωνα για να καταγράψει τις φωνές των ηθοποιών ταυτόχρονα, επιτρέποντας στον ήχο να διατηρήσει τον φυσικό του ρυθμό. Στη διαδικασία του μοντάζ, επέλεξε προσεκτικά ποιοι διάλογοι θα ακούγονταν πιο καθαρά, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη ηχητική εμπειρία που προσομοιάζει τη φυσική ακουστική αίσθηση. Αυτό το “ηχητικό χάος” αντικατοπτρίζει τη θεματική της ταινίας. Οι χαρακτήρες δεν ζουν σε έναν κόσμο όπου όλα είναι τακτοποιημένα και λογικά – αντιθέτως, ζουν μέσα στο χάος του πολέμου, με κατακερματισμένες σχέσεις και συνεχή αβεβαιότητα. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει στους θεατές να αισθανθούν αυτή την ατμόσφαιρα, βυθίζοντάς τους στον κόσμο της ταινίας. Ενώ αυτό θεωρήθηκε ανορθόδοξο και επαναστατικό εκείνη την εποχή, το ένστικτο του Άλτμαν δικαιώθηκε όταν οι ακροατές συμφώνησαν ότι η τεχνική συνέβαλε στην αίσθηση ότι ο πόλεμος ήταν μπερδεμένος.

Η σκηνοθεσία του Άλτμαν στο MASH δεν είναι μόνο τεχνικά πρωτοποριακή αλλά και αφηγηματικά επαναστατική. Ο Άλτμαν απομακρύνεται από τις παραδοσιακές γραμμικές αφηγήσεις και υιοθετεί μια πιο επεισοδιακή δομή. Η ταινία αποτελείται από μια σειρά από μικρές ιστορίες και στιγμές, αντί για έναν ενιαίο κεντρικό αφηγηματικό άξονα. Αυτό δίνει στην ταινία μια αίσθηση ελευθερίας και αυθορμητισμού.

Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζεται και στην ανάπτυξη των χαρακτήρων. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας – ο Χόκεϊ (Ντόναλντ Σάδερλαντ) και ο Τραπέρ (Έλιοτ Γκουλντ) – δεν παρουσιάζονται ως ηρωικές φιγούρες με ξεκάθαρη αποστολή, αλλά ως κυνικοί και αστεία αναρχικοί που διακωμωδούν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται. Ο Άλτμαν χρησιμοποιεί τον αυτοσχεδιασμό και τις αλληλεπιδράσεις των ηθοποιών για να ενισχύσει αυτή την αίσθηση αυθεντικότητας, αφήνοντας τους διαλόγους και τις σκηνές να εξελίσσονται οργανικά.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στην Νέα Υόρκη πριν ακριβώς 55 χρόνια, στις 25 Φεβρουαρίου το 1970. Δίπλα στους δύο πρωταγωνιστές Donald Sutherland και Elliott Gould, παίζουν οι Sally Kellerman, Tom Skerritt, Robert Duvall ενώ στο γνωστό τηλεοπτικό σήριαλ που ακολούθησε δύο χρόνια μετά, και συνεχίστηκε για 11 σεζόν με τεράστια επιτυχία, ακόμα και στην Ελλάδα, πρωταγωνιστής ήταν ο Alan Alda.

Η κυκλοφορία του MASH το 1970 συνέπεσε με την κορύφωση του πολέμου στο Βιετνάμ και της κοινωνικής αναταραχής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρόλο που η ταινία διαδραματίζεται στον Πόλεμο της Κορέας, οι υπαινιγμοί για τον πόλεμο στο Βιετνάμ είναι εμφανείς. Ο Άλτμαν χρησιμοποιεί το χιούμορ και τη σάτιρα για να επικρίνει τον μιλιταρισμό και την παράνοια του πολέμου, προσφέροντας μια αντιπολεμική δήλωση που αντανακλά την εποχή της. Οι διάλογοι που διασταυρώνονται και το χάος που επικρατεί στην ταινία αποτελούν επίσης ένα σχόλιο για τη σύγχρονη κοινωνία. Και εδώ πρέπει να αποδώσουμε τα εύσημα στον μαέστρο Robert Altman, που κατάφερε όλο αυτό το χάος να το κάνει μία απολαυστική και καινοτόμα ταινία με ενδιαφέρον μηνύματα.

•    Ο Άλτμαν αρχικά σκεφτόταν τον Τζέιμς Γκάρνερ για το ρόλο του Hawkeye επειδή ήταν ένας βετεράνος του πολέμου της Κορέας που είχε τραυματιστεί και νοσηλευτεί σε στρατιωτικό νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του πολέμου. 
•    Ο Sylvester Stallone εμφανίζεται ως κομπάρσος στα 10 πρώτα λεπτά της ταινίας, ως ένας στρατιώτης που τρώει μεσημεριανό. 
•    Το τραγούδι των τίτλων, "Suicide Is Painless", είναι γραμμένο από τον Johnny Mandel και σε στίχους του Mike Altman, του 14χρονου τότε γιου του σκηνοθέτη. 
•    Μετά την τεράστια επιτυχία της ταινίας, το M*A*S*H έγινε ένα αμερικανικό τηλεοπτικό franchise που αποτελείται από μια σειρά μυθιστορημάτων, αρκετές τηλεοπτικές σειρές, θεατρικά έργα και διάφορα άλλα, βασισμένα όλα στην ημι-αυτοβιογραφική μυθοπλασία του Ρίτσαρντ Χούκερ.

Μετά το MASH, η τεχνική των επικαλυπτόμενων διαλόγων και η επεισοδιακή αφήγηση έγιναν χαρακτηριστικά γνωρίσματα του έργου του Άλτμαν. Ταινίες όπως το Nashville (1975) και το Short Cuts (1993) επεκτείνουν αυτή την προσέγγιση, αναδεικνύοντας τη μοναδική ικανότητα του Άλτμαν να σκηνοθετεί σκηνές με πολυπλοκότητα και ρεαλισμό. Η τεχνική αυτή επηρέασε και μεταγενέστερους σκηνοθέτες, όπως οι Πωλ Τόμας Άντερσον και Κουέντιν Ταραντίνο, που υιοθέτησαν τη χρήση φυσικών διαλόγων και πολυπρόσωπων σκηνών στις δικές τους ταινίες.

Ο Robert Altman είπε ότι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Elliott Gould και ο Donald Sutherland πήγαν μαζί στο στούντιο και παραπονέθηκαν ότι ο Altman κινηματογραφούσε πάρα πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες και επιπλέον, εξέφρασαν την ανυσηχία τους για το σκηνοθετικό του στυλ, που έκανε τους ηθοποιούς του να μιλούν μεταξύ τους ταυτόχρονα, για να μιμηθούν την πραγματική ζωή. Ανησυχούσαν ότι η ταινία θα κατέληγε σε χάος και μια καταστροφή στο box office θα μπορούσε να καταστρέψει τις καριέρες τους. Ζήτησαν να απολυθεί από την ταινία, αλλά το στούντιο αρνήθηκε. Ο Άλτμαν είπε αργότερα ότι αν ήξερε ότι οι ηθοποιοί του αισθάνονταν έτσι, θα είχε παραιτηθεί, αλλά δεν το έμαθε μέχρι αργότερα. Μετά την επιτυχία της ταινίας, μόνο ο Elliott Gould ζήτησε συγνώμη από τον Altman. Ανέφερε εκ των υστέρων ότι «νομίζω ότι, ο Ντόναλντ και εγώ ήμασταν δύο ελιτίστικοι, αλαζόνες ηθοποιοί που πραγματικά δεν καταλάβαμε την ιδιοφυΐα του Άλτμαν». Ως αποτέλεσμα, έλαβε μέρος και σε επόμενες ταινίες του Altman, ενώ ο Donald Sutherland δεν ξαναέπαιξε σε ταινία του. Γενικά η παραγωγή αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, κυρίως λόγω του χαμηλού μπάτζετ. Αστειευόμενος ο Άλτμαν συνήθιζε να λέει: «Αυτή η ταινία δεν κυκλοφόρησε, ξέφυγε» (This film wasn't released, it escaped!).

Η ταινία MASH δεν είναι μόνο μια σάτιρα για τον πόλεμο, αλλά και μια νέα σκηνοθετική ματιά στον τρόπο αφήγησης στο σινεμά. Ο Ρόμπερτ Άλτμαν, μέσα από την τεχνική των επικαλυπτόμενων διαλόγων και τη χαλαρή δομή, δημιούργησε μια ταινία που αντικατοπτρίζει το χάος, την πολυπλοκότητα και την ανθρώπινη διάσταση του πολέμου. Το έργο του αποτελεί ορόσημο για τον κινηματογράφο και συνεχίζει να επηρεάζει γενιές δημιουργών, προσφέροντας ένα πρότυπο για το πώς η μορφή μπορεί να ενισχύσει το περιεχόμενο και το μήνυμα μιας ταινίας.

Video Url