Η προδημοσίευση από τον πρόλογο του βιβλίου του Αλ. Τσίπρα “Ιθάκη” – Εκδόσεις GUTENBERG
Αλ.Τσίπρας – “Ιθάκη”: Ώρα ν’ ακουστεί η δική μου φωνή
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που φτάνεις σ’ έναν κόμπο. Όχι έναν απλό δισταγμό ή μια δύσκολη απόφαση της καθημερινότητας, αλλά σε εκείνο το κρίσιμο σημείο όπου κάθε εσωτερική σου βεβαιότητα δοκιμάζεται. Στη μέχρι τώρα πολιτική μου διαδρομή, έχω βρεθεί πολλές φορές μπροστά σε τέτοιους κόμπους. Και κάθε φορά, το βάρος ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα άντεχε να σηκώσει ένας άνθρωπος μόνος του. Γιατί όταν οι αποφάσεις σου δεν επηρεάζουν απλώς τη δική σου ζωή, αλλά διαμορφώνουν τη μοίρα χιλιάδων ή και εκατομμυρίων ανθρώπων, η ευθύνη γίνεται σχεδόν υπαρξιακή. Δεν χωρούν βεβιασμένες κινήσεις αλλά ούτε και καθυστερήσεις. Δεν υπάρχει χώρος για απλουστεύσεις.
Όταν όλα σφίγγουν σαν μέγγενη γύρω σου, η λογική και το συναίσθημα μοιάζουν ανεπαρκή. Δεν αρκεί να υπολογίσεις τα δεδομένα ή να ακούσεις την καρδιά σου. Υπάρχει κάτι πιο θεμελιώδες που, κάθε φορά, καθορίζει την επιλογή: ένα ένστικτο, όχι ανεπεξέργαστο και αυθόρμητο, αλλά βαθιά διαμορφωμένο από την εμπειρία, σφυρηλατημένο από τα γεγονότα και το αίσθημα ευθύνης. Κάτι που λειτουργεί σχεδόν σιωπηλά, αλλά σε σπρώχνει προς μια κατεύθυνση που μέσα σου αναγνωρίζεις ως τη μόνη έντιμη και ορθή.
Κάθε κρίσιμη στιγμή συνοδεύεται από αυτή την εσωτερική παρόρμηση. Να μη δεχτείς τον κόμπο ως τελικό όριο. Να βρεις τον τρόπο, με ευθύνη, με σταθερότητα, με κόστος, να περάσεις απέναντι. Αυτή η δύναμη δεν προκύπτει από τη φιλοδοξία, αλλά από την ανάγκη να παραμείνεις πιστός σε μια αποστολή που υπερβαίνει το πρόσωπό σου. Να υπηρετήσεις όχι αυτό που σε συμφέρει, αλλά αυτό που θεωρείς σωστό.
Το βιβλίο αυτό γεννήθηκε από μια τέτοια ανάγκη. Όχι από την ανάγκη για προσωπική δικαίωση. Δεν γράφτηκε για να εξωραΐσει αποφάσεις, να ωραιοποιήσει γεγονότα ή να κατασκευάσει ένα αφήγημα βολικό για τον συγγραφέα του. Ο αναγνώστης, εξάλλου, γρήγορα θα συνειδητοποιήσει πως το βιβλίο γράφτηκε από την αίσθηση μιας εσωτερικής υποχρέωσης: την ανάγκη της μαρτυρίας. Να ειπωθούν τα γεγονότα όπως τα έζησα, να αποτυπωθούν οι συνθήκες, οι συγκρούσεις, τα διλήμματα και το κόστος.
Γιατί είχα τη βεβαιότητα από καιρό πως στην Ιστορία δεν οφείλουμε να παρουσιαστούμε δικαιωμένοι της οφείλουμε, όμως, να μιλήσουμε. Με ευθύνη, με καθαρότητα και χωρίς φόβο. Αυτό προσπάθησα να κάνω με το βιβλίο αυτό.
Όταν το 2008 ανέλαβα την ηγεσία ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς, σε ηλικία μόλις 34 ετών, πολλοί μιλούσαν για ένα «άλμα στο κενό». Εγώ το έβλεπα αλλιώς: ως μια προσωπική πρόκληση μεν, αλλά και πράξη αναγκαία, όχι μόνο για μένα προσωπικά, αλλά και για μια γενιά ανθρώπων που έψαχνε φωνή, που ένιωθε ότι ο διαμορφωμένος πολιτικός χάρτης δεν τη χωρούσε. Ήξερα ότι δεν υπήρχε δίχτυ ασφαλείας αν έπεφτα, ούτε πολιτικό ούτε προσωπικό. Υπήρχε όμως εκείνο το μείγμα πίστης, πείσματος και ευθύνης που σε σπρώχνει να προχωρήσεις κι ας λένε όλα γύρω σου να σταματήσεις.
Όταν ανέλαβα την ευθύνη της χώρας, το 2015, η πραγματικότητα ήταν αμείλικτη. Πολλοί με προέτρεπαν να αποφύγω την ευθύνη, να τη μεταθέσω σε άλλους για να παραλάβω εγώ ως ώριμο φρούτο μια χώρα απολύτως εξαντλημένη. Δεν δείλιασα. Ανέλαβα την ευθύνη, όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε μια από τις πιο κρίσιμες καμπές της σύγχρονης Ιστορίας της. Οι αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν δεν είχαν απλώς πολιτικό κόστος· είχαν ηθικό βάρος, κοινωνική προέκταση, ιστορική διάσταση. Ένιωθα να κουβαλώ στις πλάτες μου τα φαντάσματα των αδικαίωτων αγώνων του χθες, αλλά και τις ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς που τόλμησε να πιστέψει ότι τα πράγματα μπορούσαν να αλλάξουν. Δεν ήταν απλώς η ευθύνη της διακυβέρνησης. Ήταν η ευθύνη απέναντι σε μια συλλογική ανάγκη για αλλαγή και αξιοπρέπεια.
Το 2019, δεν ήμουν ο ίδιος. Το σημαντικότερο, η Ελλάδα δεν ήταν πια ίδια. Η χώρα δεν έμοιαζε με την Ελλάδα της παράλυσης και του φόβου, εκείνη τη σκιά του εαυτού της που έσερνε ταπεινωμένη τα βήματά της χωρίς τέλος. Είχε ανακτήσει την οικονομική αυτονομία της, είχε επουλώσει, ώς έναν βαθμό, τις πληγές της, είχε σταθεί ξανά στα πόδια της. Όχι χωρίς απώλειες, όχι χωρίς λάθη, αλλά με το κεφάλι ψηλά. Είχα ζήσει εμπειρίες που με διαμόρφωσαν βαθιά. Ήξερα πια, βιωματικά, τι σημαίνει να κυβερνάς με κομμένη την ανάσα και σε συνθήκες τήξης: να σηκώνεις το βάρος και τις επιθέσεις, να αντέχεις την αμφισβήτηση, να προστατεύεις ό,τι μπορεί να σωθεί και να χτίζεις ό,τι δεν υπήρχε.
Η πολιτική, όταν δεν ασκείται ως ρόλος που κληρονομείς αλλά ως εσωτερική αποστολή, έχει τη δύναμη να σε μεταμορφώσει. Δεν είναι η διαχείριση της καθημερινότητας αλλά η τέχνη της υπέρβασής της. Η ικανότητα να διευρύνεις τα όρια του εφικτού μέχρι αυτό που χθες φάνταζε αδύνατο να γίνει πραγματικότητα. Αυτή η πολιτική είναι έφοδος στον ουρανό. Η πολιτική σε φθείρει, ναι, αλλά σου χαρίζει κάτι πολύτιμο. Τη σπάνια δυνατότητα να συνδεθείς αληθινά με την εποχή σου. Να αφήσεις πίσω σου μια ανεξίτηλη σφραγίδα, μια κληρονομιά που θα ξεπερνά τον χρόνο και το πρόσωπό σου. Να δεις την όμορφη χώρα σου να στέκεται όρθια και τον λαό της να έχει σηκωθεί λίγο ψηλότερα.
