10 χρόνια μετά την εμφάνιση της κρίσης οι τράπεζες συνεχίζουν να ροκανίζουν την οικονομία μας
Ίλιγγος σε πιάνει βλέποντας την κατάσταση των Ελληνικών τραπεζών που είναι μία εστία που συνέχεια ζητάει νέο χρήμα από τις Ελληνικές κυβερνήσεις, παρά το γεγονός ότι είναι ίσως η μόνη χώρα στον πλανήτη που οι τράπεζες χορηγούν δάνεια με τόσο υψηλό επιτόκιο, ενώ παράλληλα δεν δίνουν παρά ελάχιστο τόκο και αυτό σε ειδικές προθεσμιακές καταθέσεις.
Το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας επένδυσε 42 δισεκ.
Συνολικά επενδύθηκαν 54 δισεκ. και η αξία αυτών είναι 3,6 δισεκ. ή υποαξία -93%...
Το ΤΧΣ θα χάσει σχεδόν 50 δισεκ. ευρώ από τις επενδύσεις του στις ελληνικές τράπεζες…
Στις ΗΠΑ το 2009 όταν κρατικοποιήθηκε η Citigroup και άλλες τράπεζες και εταιρίες… το Αμερικανικό δημόσιο… όταν ξεκίνησε να πουλάει από το 2010 και 2011 μετοχές εξήλθε με σημαντικό κέρδος περίπου 43 δισεκ. δολαρίων…
Στην Ελλάδα το κράτος άρχισε να πουλάει, με πρώτο το ποσοστό της Eurobank και τη άλλη εβδομάδα της ALPHA με ζημιά 50 δισεκ. ευρώ και θα μας το παρουσιάσουν σαν επιτυχία… παραβλέποντας το κόστος με 3 μνημόνια που θα τα πληρώσουμε σαν δάνεια μέχρι τελευταίο ευρώ…
Τις αρνητικές επιπτώσεις της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αναδεικνύει το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με αφορμή το εναρκτήριο λάκτισμα της διαδικασίας, με την πώληση του μεριδίου συμμετοχής στην Eurobank.
Η έκθεση του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες
Όπως επισημαίνει το ΚΕΠΕ, με βάση το δημοσιευμένο υλικό στην ιστοσελίδα του ΤΧΣ προκύπτει ότι το Ταμείο έχει ενισχύσει σωρευτικά τις ελληνικές τράπεζες με 46 δισ. ευρώ από το 20112, καθώς επισημαίνεται ότι σκοπός είναι η διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στη χώρα, προς χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού αφορά άμεσα ή έμμεσα τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Έμμεσα, διότι έχουν διοχετευτεί κονδύλια μέσω άλλων μη συστημικών τραπεζών, οι οποίες μετέπειτα εξαγοράστηκαν από, ή συγχωνεύθηκαν με τις τέσσερις συστημικές. Σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά δεδομένα στις 31/12/2022 του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, που αναφέρονται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας Μαΐου 2023 της Τράπεζας της Ελλάδος, τα 46 δισ. ευρώ ισοδυναμούν με το 170,2% και 14,1%, αντίστοιχα, της λογιστικής αξίας ιδίων κεφαλαίων και της λογιστικής αξίας ενεργητικού του τραπεζικού συστήματος.
Αναλυτικά, τα ποσοστά συμμετοχής του ΤΧΣ στις τέσσερις συστημικές τράπεζες είναι:
8,9% στην Alpha Bank,
1,4% στην Eurobank,
40,39% στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, και
27% στην Τράπεζα Πειραιώς.
Επιπλέον, το χαρτοφυλάκιο του ΤΧΣ εμπεριέχει και ποσοστό συμμετοχής ίσο με 69,51% στην Attica Bank.
Η κεφαλαιοποίηση (market cap) στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών των τεσσάρων συστημικών
τραπεζών στο κλείσιμο της συνεδρίασης της 6/10/2023 ήταν:
Alpha Bank: 2,87 δισ. ευρώ,
Eurobank: 5,26 δισ. ευρώ,
Εθνική Τράπεζα Ελλάδος: 4,63 δισ. ευρώ, και
Τράπεζα Πειραιώς: 3,34 δισ. ευρώ
Το συνολικό άθροισμα των ως άνω ποσών είναι περίπου €16,09 δισ.
Οι επιπτώσεις
Όπως επισημαίνεται από το ΚΕΠΕ, από τη συνολική έκθεση του ΤΧΣ στις ελληνικές τράπεζες των 46 δισ. ευρώ και τα παραπάνω στοιχεία κεφαλαιοποίησης σε αγοραίες τιμές προκύπτει ότι, ακόμα και αν το Ταμείο κατείχε το 100% των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οι ζημίες που θα κατέγραφε από την πώληση των μετοχών θα άγγιζαν το ύψος σχεδόν των 30 δισ. Αυτό συνεπάγεται μία απόδοση κατά προσέγγιση ίση με -65%. Εναλλακτικά, για να υπήρχε απόσβεση των 46 δισ., τότε θα έπρεπε η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να ήταν τουλάχιστον 186% μεγαλύτερη από αυτή στις 6/10/2023. Το ΚΕΠΕ διευκρινίζει οτι δεν συνοπολογίζει τη διαχρονική αξία του χρήματος στα 46 δισ. (δηλαδή, δεν χρησιμοποιεί τη μελλοντική αξία των 46 δισ. που έχουν διοχετευθεί σταδιακά από το 2011) για τη σύγκριση με τα σημερινά 16,09 δισ. ευρώ. Όπως σημειώνει, εάν υπολογιζόταν η μελλοντική αξία των 46 δισ. με κατάλληλο προεξοφλητικό επιτόκιο (π.χ. το μεσοσταθμισμένο επιτόκιο καταθέσεων με βάση τα στατιστικά στοιχεία που παρέχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος), τότε αυτά θα άξιζαν περισσότερο σήμερα και, άρα, οι ζημίες θα ήταν μεγαλύτερες από 30 δισ.
Υπολογίζοντας τα μέσα δυνητικά έσοδα από την αποεπένδυση από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, σταθμισμένα με βάση τα παραπάνω ποσοστά συμμετοχής και τις αντίστοιχες κεφαλαιοποιήσεις, προκύπτει ότι με μηδενικό premium τα δυνητικά έσοδα αγγίζουν το ποσό των 3,10 δισ. ευρώ, αναφέρεται στην ανάλυση.
Στη δε εξεζητημένη περίπτωση με υποθετικό 80% premium7, αυτά ανέρχονται σε 5,58 δισ. «Παρατηρούμε ότι ακόμη και με 80% premium και χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η διαχρονική αξία του χρήματος οι ζημίες ανέρχονται σε πάνω από 40 δισ. ευρώ, δηλαδή προκύπτει μία απόδοση σχεδόν -88%. Εναλλακτικά, για να υπήρχε απόσβεση των 46 δισ. τότε, θα έπρεπε η κεφαλαιοποίηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών να ήταν τουλάχιστον 1383% μεγαλύτερη από αυτή στις 6/10/2023. Δηλαδή, περίπου 14,83 φορές μεγαλύτερη αυτής στις 6/10/2023» αναφέρει το ΚΕΠΕ.
Σημειώνει ακόμη ότι σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας Moody’s, τα αναμενόμενα έσοδα του ΤΧΣ από την αποεπένδυση των ελληνικών τραπεζών είναι 3 δισ. με 4 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου, με βάση το ποσό της συνολικής επένδυσης 46 δισ. από το ΤΧΣ, οι υπαινισσόμενες ζημίες (implied losses) ανέρχονται σε 42 δισ. με 43 δισ. ή, εναλλακτικά, η υπαινισσόμενη απόδοση (implied return) κυμαίνεται μεταξύ -91,3% και -93,5%, επισημαίνει το Κέντρο.
Τα παραπάνω, όπως υπογραμμίζεται στην ανάλυση, καθιστούν αναγκαία την επισήμανση τριών αξόνων, οι οποίοι θα πρέπει να συνοδεύσουν μία αποτίμηση της παρέμβασης του ελληνικού Δημοσίου στη διάσωση των συστημικών κυρίως τραπεζών:
Καθίσταται αναγκαίος ο λεπτομερής απολογισμός του έργου του ΤΧΣ σε όρους πλήρους διαφάνειας, όπως προτείνεται και από τη διεθνή βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα συνιστάται, μεταξύ άλλων, να ανακοινωθούν τα ακριβή κονδύλια ενίσχυσης για κάθε μία τράπεζα από την οποία απεμπλέκεται το ΤΧΣ, ώστε να είναι δυνατό να υπολογισθεί το καθαρό αποτέλεσμα μετά και την πώληση του αντίστοιχου μεριδίου λαμβάνοντας υπ’ όψιν τυχόν άλλα σχετικά έσοδα.
Οι ενδιαφερόμενοι φορείς του Δημοσίου, καθώς και η ακαδημαϊκή – ερευνητική κοινότητα, οφείλουν να αξιολογήσουν τις πρακτικές που υιοθετήθηκαν από το ΤΧΣ στο πλαίσιο της διεθνούς εμπειρίας.
Ο κεντρικός στόχος της παραπάνω αξιολόγησης πρέπει να είναι πρακτικός και να καταλήγει σε προτάσεις πολιτικής σχετικά με το τι πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί, δεδομένων των περιορισμών που επέβαλε η οικονομική συγκυρία, ούτως ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες ζημιογόνες ενέργειες στο μέλλον για το ελληνικό Δημόσιο.
Τα παραπάνω, καταλήγει το ΚΕΠΕ, έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς και επείγοντα χαρακτήρα, ιδίως δε, αν ληφθούν υπ’ όψιν:
Ο υπερβολικός βαθμός κάλυψης των ιδίων κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος από αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (deferred tax credits, DTCs), οι οποίες είναι εν δυνάμει κρατική κεφαλαιακή ενίσχυση και το καθιστούν οιονεί δημόσιο
ότι σε άλλες χώρες, παρόμοιοι κρατικοί μηχανισμοί ύστερα από την αποεπένδυση κατέγραψαν είτε κέρδη είτε μικρότερες ζημίες.