Ο Nick Drake ήταν ο σκοτεινός πρίγκηπας της folk-rock και η Sandy Denny η στοιχειωμένη της βασίλισσα...
SANDY DENNY / NICK DRAKE
RECOGNITION. AT LAST, AND LASTING
Αν ο Nick Drake ήταν ο σκοτεινός πρίγκηπας της folk-rock, η Sandy Denny ήταν η στοιχειωμένη της βασίλισσα, με την μουσική της επίσης να μοιράζεται μια απόκοσμη αίσθηση αιωνιότητας. Οι ομοιότητες μεταξύ των δύο μπορούν να μεταφερθούν ακόμα πιο πέρα. Και οι δύο ήταν τραγουδιστές και τραγουδοποιοί που "ανατράφηκαν" από τον παραγωγό Joe Boyd στα τέλη του'60. Και οι δύο ήταν καλλιτέχνες που καλλιέργησαν ένα εξειδικευμένο και ευρέως αφοσιωμένο κοινό, που ελκύστηκε από την αμήχανη μίξη του ειδύλλιου και της επικείμενης καταστροφής. Και το μυθικό στάτους και των δύο επιβεβαιώθηκε από ένα πρόωρο, απρόσμενο θάνατο.
Who Knows Where Time Goes (1969)
Οι ομοιότητες ωστόσο εκτείνονται μέχρι εκεί. Ο Nick Drake κυκλοφόρησε μόνο τρία άλμπουμ σε όλη του την ζωή. Η δισκογραφία της Sandy Denny είναι μια πυκνή ζούγκλα σε σύγκριση, περιλαμβάνοντας ένα σταθερό ρεύμα από σόλο άλμπουμ και ηχογραφήσεις ως βασικό μέλος των Fairport Convention, των Fotheringay και των Strawbs, ένα διάστημα σχεδόν δώδεκα χρόνων. Ο Drake είναι γνωστός μόνο σε μερικούς χιλιάδες κατά την διάρκεια της καριέρας του και με δυσκολία έκανε κάποια συναυλία. Η Denny έπιασε την κορυφή στα προγνωστικά της Melody Maker για καλύτερη ερμηνεύτρια, περιοδικά χτύπησε τα chart στην Αγγλία και περιόδευσε διεθνώς. Ο Nick θα μπορούσε να κλειστεί στον εαυτό του μέχρι το σημείο της κατατονίας. Η Sandy μπορεί να είχε τις διαθέσεις της, αλλά ήταν, όπως σχεδόν όλοι λένε μια ζεστή και εξωστρεφής προσωπικότητα.
SANDY DENNY (FOLK MUSIC-ROCK ATTITUDE)
Η Denny δεν αναφερόταν ιδιαίτερα για μεγάλα δράματα στην συμπεριφορά της ή δραματοποιημένες φήμες παράξενης συμπεριφοράς. Ό,τι κρατάει ζωντανή την ανάμνησή της, είναι εκείνη η φωνή με το ρίγος, που έσκιζε τα ηχεία σαν άνεμος στα Αγγλικά χερσοτόπια.
Autopsy (1969)
Τόσο ιδιαίτερη στην εποχή της, έφερε το μυστήριο των τόσων αιώνων των Αγγλικών folk παραδόσεων στην ζωή, προξενώντας ένα άμεσο, ξαφνικό σοκ σαν να έβρισκες να κάθεται ένα φάντασμα στο ίδιο τραπέζι μαζί σου. Ήταν εκείνη η αλλόκοτη Αγγλική ποιότητα ίσως, που την εμπόδισε να βρει το άστρο της στην Αμερική, αλλά έχει κρατήσει το δικό της φάντασμα ζωντανό τον καιρό που πολλοί πιο φημισμένοι σύγχρονοί της, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ονόματα στις ροκ εγκυκλοπαίδειες. Η μερίδα του λέοντος της φήμης της Denny δημιουργήθηκε από την θητεία της στα τέλη του '60, στο πιο αναγνωρισμένο Αγγλικό folk-rock γκρουπ όλων των εποχών, τους Fairport Convention. Η Denny ωστόσο υπήρξε μόνο για δεκαοκτώ μήνες μέλος των Fairport, έκανε lead vocals μόνο σε μια μερίδα από τα τραγούδια τους (αν και σημαντική μερίδα), έγραψε μόνο μερικά τραγούδια για την μπάντα και ήταν ήδη μια φτασμένη folk ερμηνεύτρια με αρκετές ηχογραφήσεις στο ενεργητικό της όταν μπήκε στο γκρουπ τον Μάιο του 1968. Στα μέσα του '60 είχε αναμιχθεί ρομαντικά με έναν απόδημο Αμερικανό τραγουδιστή της folk τον Jackson C. Frank, εντάσσοντας αρκετά τραγούδια του στο ρεπερτόριό της. Σύντομα μετά από αυτό, έκανε το δικό της ηχογραφικό ντεμπούτο με δυσδιάκριτα τραγούδια ακουστικής folk, των folk τραγουδιστών Alex Cambell και Johnny Silvo. Τα τραγούδια που είχε τραγουδήσει είχαν ξαναμαζευτεί ως the Original Sandy Denny, και ενώ πολύ υλικό ήταν ξεκάθαρα διασκευασμένο, στάνταρ folk του '60, η έξοχη, υψηλή ελαφρώς γκρίζα φωνή της ήδη σε καθήλωνε. Η Denny έκανε την είσοδό της στον κόσμο της folk-rock (αν και ελαφρώς ηλεκτρικής), όταν ο Dave Cousins της ζήτησε να πάει στους the Strawbs. Η Sandy ηχογράφησε ένα άλμπουμ με το γκρουπ στην Δανία το 1967, τραγουδώντας δυνατά στα περισσότερα τραγούδια, με pop-folk μελωδίες που τα περισσότερα είχε γράψει ο Cousins.
Sandy Denny & the Strawbs - Stay Awhile With Me (1967)
Η Denny πρόσφερε μια νοσταλγική πρωτοτυπία στο δικό της "Who Knows Where Time Goes" - το ντεμπούτο της στη συγγραφή τραγουδιού θα έμενε ως ένα από τα πιο δημοφιλή της τραγούδια. Γρήγορα διασκευάστηκε από την Judy Collins ως το ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ της Who Knows Where Time Goes του 1968. Οι the Strawbs δεν μπόρεσαν να κλείσουν deal για δίσκο και το Μάιο του 1968 η Denny έφυγε για τους Fairport Convention αντικαθιστώντας την Judy Dyble. Οι Fairport ήδη είχαν κυκλοφορήσει ένα αρκετά σταθερό folk-rock άλμπουμ, ένα είδος απομίμησης του ροκ στυλ της Δυτικής Ακτής, αλλά ο ερχομός της Sandy θα σήμαινε την αληθινή λάμψη της χρυσής εποχής του γκρουπ. "Η Sandy ήταν ένας τελείως διαφορετικός τύπος σε σχέση με την Judy, μια πολύ πιο δυνατή τραγουδίστρια". λέει ο Joe Boyd (παραγωγός των Fairport εκείνο τον καιρό). "Η μπάντα έγινε λιγότερο διστακτική με την Sandy, επειδή η Judy ήταν μια εύθραυστη τραγουδίστρια. Πρέπει να υπήρχε κάτι σαν μια αίσθηση συγκράτησης ή διστακτικότητας στο να μην είναι τόσο "επιθετική" η μπάντα, επειδή η τραγουδίστρια ήταν τόσο ευάλωτη και εύθραυστη". "Αλλά με την Sandy είχες μια υπερδύναμη. Το γεγονός ότι διάλεξε να έρθει στο γκρουπ, επιτάχυνε την αυτοπεποίθηση των Fairport , επειδή η Sandy ήταν καλά αναγνωρισμένη ως σόλο καλλιτέχνις. Έφερε το συγγραφικό της ταλέντο και ήταν απολύτως υπεύθυνη που τους εισήγαγε στον κόσμο της folk επειδή είχε ένα μεγάλο ρεπερτόριο, το οποίο και χρησιμοποιούσε για να τραγουδάει με το γκρουπ από τον δρόμο μέχρι σε δωμάτια ξενοδοχείων μετά από συναυλίες". Όταν η Denny πρωτομπήκε στους Fairport, η μπάντα συνέχιζε να εστιάζει σε μια μίξη τραγουδιών δικών τους και διασκευών από Αμερικανούς γίγαντες της folk-rock όπως ο Bob Dylan, η Joni Mitchell και ο Leonard Cohen. Τα πρώτα της δύο άλμπουμ με τους Fairport, What We Did on Our Holidays και Unhalfbricking ήταν ορχηστρικά στο να εγκαθιδρύσουν μια ταυτότητα για την Αγγλική folk-rock σαν ξεχωριστή οντότητα από Αμερικάνικες μπάντες όπως οι the Byrds. Αυτό είναι ιδιαιτέρως εμφανές στις ηλεκτρικές τους ενημερώσεις παραδοσιακών Αγγλικών folk όπως τα "Nottamun Town" και "She Moves Through the Fair".
Fairport Convention - She Moves Through the Fair (1969)
Η Denny επίσης επέδειξε επιδεξιότητα στη συγγραφή τραγουδιών στο ίδιο στυλ όπως στους Fotheringay. Η μπάντα άγνωστη ακόμα στην Αμερική κέρδισε δυναμική στο δικό τους έδαφος, όπου τα άλμπουμ τους έπιασαν το top 20. Αλλά δυστυχώς η ακριβής ύπαρξη των Fairport απειλήθηκε από ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα στα μέσα του 1969. Ο ντράμερ Martin Lamble και η κοπέλα του κιθαρίστα Richard Thompson, Jeannie Franklyn, σκοτώθηκαν. Όταν οι μουσικοί ανασχηματίστηκαν είχαν αποφασίσει να ορμήξουν με όλη τους την δύναμη στην ηλεκτρική παραδοσιακή Αγγλική folk, μια απόφαση που σε μια μεγάλη προέκταση έχει δώσει σχήμα στην Αγγλική folk σκηνή μέχρι σήμερα. Ο Boyd εξηγεί: "Το καθοριστικό συμβάν που οδήγησε στην περίοδο του the Liege and Lief-που έκανε τους Fairport αυτό που έχουν γίνει από τότε και μετά-ήταν το ατύχημα. Το γκρουπ στην αρχή ήταν πολύ αβέβαιο για το αν θα έπαιζε ξανά μαζί. Όταν άρχισαν να σκέφτονται την πιθανότητα του ανασχηματισμού ήταν πολύ πολύ ξεκάθαρο ότι ποτέ πια δεν θα έπαιζαν τα παλιά τραγούδια που ο Martin συμμετείχε.
Έπρεπε να ξεκινήσουν από τα σπάργανα πάλι. Αυτό οδήγησε στο ερώτημα: Τι θα κάνουμε? Όλο αυτό συνέβαινε τον καιρό του Music From Big Pink (των the Band). Αυτό ήταν μια μεγάλη επιρροή, συγκλονίστηκαν από αυτόν το δίσκο. Ήταν τόσο εδραιωμένος στις Αμερικανικές παραδόσεις που αισθάνθηκαν ότι αν θα μπορούσαν να φτιάξουν ένα είδος μουσικής που να είναι τόσο Αγγλική, όσο εκείνος των the Band ήταν τόσο Αμερικάνικος, αυτό θα δικαιολογούσε ένα ανασχηματισμό τους ως γκρουπ. Είχε ήδη αρχίσει να γίνεται ενδιαφέρον κατά την διάρκεια του Unhalfbricking με το "A Sailor's Life", μία εντεκάλεπτη ηλεκτρική version του παραδοσιακού folk σκοπού που παρουσίαζε το μελλοντικό μέλος Dave Swarbrick στο βιολί. Αλλά δεν τους προέκυψε στ'αλήθεια να το ξεπεράσουν εντελώς. Αυτή ήταν η ιστορία που πυροδότησε την αλλαγή". Ο Swarbrick ήταν στο line up των Fairport που έκανε το Liege and Lief, το οποίο μετακίνησε την επικέντρωση του γκρουπ από το αυθεντικό/σύγχρονο υλικό στο rock της παραδοσιακής Αγγλικής folk. H Denny συγκεκριμένα έριξε φως στην μοριτάτ (murder ballad) "Matty Groves" και στον μοιραίο ύμνο του Halloween "Tam Lin".
Fairport Convention - Tam Lin (1969)
Αυτό θα μπορούσε να είναι η πιο φημισμένη παρουσίαση των Fairport. Το 1977 λίγο πριν το θάνατό της, η Denny γκρίνιαξε στον συγγραφέα Colin Irwin, "Αν πρέπει να τραγουδήσω ακόμα μια φορά το "Matty Groves" θα πηδήξω από το παράθυρο". Ο μπασίστας Dave Pegg που έπαιξε δίπλα στην Denny στα μέσα του '70, νομίζει ότι "φανερά το φόρτε της ήταν να τραγουδάει παραδοσιακή μουσική. Είχε τόσο καλή αίσθηση για αυτό, είχε ξοδέψει την περισσότερη από την καριέρα της σαν ερμηνεύτρια απλά τριγυρίζοντας με την κιθάρα της και τραγουδώντας παραδοσιακά τραγούδια, πράγμα που έκαναν και όλοι όσοι σύχναζαν σε folk κλαμπ. Δεν υπήρχαν ποτέ ντραμς και μπάσο ή ηλεκτρική κιθάρα και ποτέ κανείς δεν τραγούδησε όπως εκείνη. Ήταν σοκαριστικό πολύ για τους οπαδούς της folk στην Αγγλία. Βέβαια δεν το διασκέδαζαν όλοι. Πολλοί συνήθιζαν να μουρμουράνε γι'αυτό. Όμως αυτό ήταν η επιρροή που είχε αλήθεια. Είναι μια επιρροή που είχε συμβεί επίσης σε κορυφαίες folk ερμηνεύτριες προ του '70, όπως η Maddy Prior των Steeleye Span και η June Tabor.
O Pegg ανιχνεύει λίγο Sandy σε μια απίθανη μάλλον Kate Bush". Για περισσότερο από τις περασμένες 3-4 δεκαετίες το είδος της προσέγγισης που υπήρξε στο Liege and Lief υπήρξε βούτυρο στο ψωμί των Fairport. Αλλά η Denny για το μεγαλύτερο μέρος δεν θα ήταν εκεί γύρω πια, αφήνοντας το γκρουπ κοντά στα τέλη του 1969, για να ιδρύσει μια μπάντα με τον μέλλοντα σύζυγό της και κιθαρίστα Trevor Lucas. Ο Αμερικανός Jerry Donahue θα ήταν ο κιθαρίστας στους Fotheringay, μετά από την αποχώρηση του Albert Lee. Η Denny μόλις είχε κερδίσει την ψηφοφορία της Melody Maker ως κορυφαία Αγγλίδα τραγουδίστρια και ο Joe Boyd σύμφωνα με τον Donahue "θα έβλεπε ότι ήταν ξεκάθαρα μια καλή ευκαιρία για αυτήν να κεφαλοποιήσει την αγάπη των ακροατών της πηγαίνοντας σε σόλο καριέρα. Και έβαλε τα δυνατά του να την πείσει να το κάνει. Αλλά αυτή ήταν ανένδοτη μιας και πρόκειτο να ξεκινήσει μια μπάντα με τον Trevor. Θα ήταν ικανοί να γράφουν μαζί και πιθανόν θα είχε περισσότερο έλεγχο όσον αφορούσε τι θα έμπαινε και τι όχι, πολύ περισσότερο από ότι στους Fairport όπου υπήρχαν τόσες άλλες φωνές". Το μοναδικό άλμπουμ των Fotheringay (από το 1970) ήταν για την Denny κίνηση προς τα πίσω στην μίξη των αυθεντικών
σύγχρονων διασκευών και των Αγγλικών παραδοσιακών τραγουδιών. Ενώ δεν ήταν τόσο εντυπωσιακός όσο οι δίσκοι των Fairport στα τέλη του '60, ήταν μια υποσχόμενη έναρξη, ιδιαιτέρως το "Banks of the Nile" ένα άλλο παραδοσιακό έπος στις ίδιες γραμμές με το "Tam Lin" και το "Matty Groves".
Fotheringay - Banks of the Nile (1970)
Οι Fotheringay ήταν στα μέσα της ηχογράφησης ενός δεύτερου άλμπουμ όταν η Denny ξαφνικά ανακοίνωσε την αποχώρησή της για να ακολουθήσει σόλο καριέρα. "Η Sandy ήταν στο control room με δάκρυα στα μάτια", θυμάται ο Donahue. "Αγαπούσε ότι κάναμε, ήταν τόσο ενθουσιασμένη για τα κομμάτια που είχαμε κάνει μέχρι τότε". O Jerry προσθέτει ότι ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι ο Boyd είχε στην καρδιά του τους Fotheringay ωστόσο. "Συνήθιζε να διαβάζει εφημερίδα με τα πόδια πάνω στο γραφείο". Σύμφωνα με τον Donahue η Denny πληροφόρησε την μπάντα ότι ο Boyd είχε απορρίψει μια προσφορά να ηγηθεί στο τμήμα της κινηματογραφικής μουσικής της Warner Brothers στο Λος Άντζελες, με την προοπτική ότι η ίδια θα ξεκίναγε σόλο καριέρα. "Ήταν τόσο κατάπληκτη από την θέλησή του να κάνει αυτό και την προφανή εμπιστοσύνη που είχε στην καριέρα της. Αισθάνθηκε ότι ήταν σαν να τον χαστούκιζε, αν γυρνούσε τις πλάτες της σε κάτι που αυτός επιθυμούσε τόσο ώστε να απορρίψει τόσα πολλά για να πάει πιο μακριά την δική της καριέρα. Η πίεση εξαπλώθηκε τόσο που αισθάνθηκε ότι δεν υπήρχε τρόπος να αρνηθεί. Η καρδιά της της έλεγε ωστόσο να μείνει στους Fotheringay. Αλλά η λογική, συλλογικά, και η επίδειξη τιμιότητας και εμπιστοσύνης του Joe την έκαναν βασικά να κάνει ότι αυτός ήθελε αυτή τη φορά, σε αυτό που τόσο ανένδοτα είχε αντισταθεί ένα χρόνο πριν. Ασφαλώς θα υποστήριζα την απόφασή της όταν θα διαπίστωνα την σημασία της κατάστασης και τον τρόπο που παρουσιαζόταν σε αυτήν από τον Joe", λέει ο Donahue. Ο Pegg προσφέρει μια άλλη εκδοχή. "H Sandy είχε πολύ απόδοση. Μερικά πράγματα που έγραφε εκείνο τον καιρό και συνολικά η προσέγγισή της στην μουσική-υπήρχαν ένα σωρό στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τροφοδοτηθούν αν έπαιζε με μπάντα. Είμαι σίγουρος ότι ήταν πεπεισμένη ότι έπρεπε να κάνει κάτι μόνη της επίσης.
Ένα γκρουπ θα ήταν αρκετά περιοριστικό και απαγορευτικό για αυτήν να συνεχίσει αλήθεια, τον τρόπο που ξεκίνησε να γράφει. Νομίζω ήταν αναπόφευκτο να ξεκινήσει να κάνει πράγματα μόνη της". Το δεύτερο άλμπουμ των Fotheringay δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αν και μερικά κομμάτια εμφανίζονται στο Who Knows Where the Time Goes. O Boyd πραγματικά θα είχε την κατάληξη να μετακομίσει στην Καλιφόρνια για να δουλέψει στην Warner Brothers στις αρχές του '70. Η Denny καλύτερα ή χειρότερα ίδρυε τώρα μια σόλο καριέρα που θα την έβρισκε να κυκλοφορεί τέσσερα άλμπουμ μέσα στα επόμενα χρόνια. Οι γνώμες ποικίλουν πολύ σχετικά με το θέμα- οι φανατικοί των Fairport γίνονται ιδιαίτερα άγριοι και πιστοί όταν πρέπει να προασπίσουν τους ήρωές τους- αλλά για πολλούς ακροατές κανένας από τους σόλο δίσκους της δεν υπήρξε τόσο συνεπής, όσο αυτοί που είχε κάνει με τις προηγούμενες μπάντες και ιδιαίτερα με τους Fairport Convention. Οι ενορχηστρώσεις μερικές φορές είχαν μια απαλή μουσική αίσθηση της δεκαετίας του '70. Τα τραγούδια της Denny έτειναν να είναι καλύτερα όταν ήταν προσωπικά και ενισχύονταν οι μαγικές ιδιότητες της φωνής της. Υπάρχουν τέτοιες ηχογραφήσεις από τα '70'ς, όμως τείνουν να μην βρίσκονται στα σόλο άλμπουμ της, αλλά στις μεταδόσεις του BBC, στις οποίες συχνά εμφανίζεται να παρουσιάζει μόνη συνοδευόμενη από την κιθάρα ή το πιάνο της. Από εκεί στο "Bruton Town" ένα έντονο παραδοσιακό τραγούδι της, είναι σίγουρα μια από τις πιο μελαγχολικές εμφανίσεις της.
Bruton Town (1972)
Άλλες εμφανίσεις της υπήρχαν σε ένα επίσημο CD από το BBC, το οποίο έμεινε στην επιφάνεια για πολύ λίγο το 1977, πριν αποσυρθεί αμέσως για νομικούς λόγους. Οι πιο θετικές νότες που ακούστηκαν από τα σόλο άλμπουμ της ήταν οι αυξημένες ευκαιρίες να παρουσιάσει τα τραγούδια της και να αναπτυχθεί σαν συνθέτης. Οι συχνές αναφορές της σε ποτάμια και σε στοιχεία της φύσης-όπως στο πιθανώς περισσότερο παιγμένο στα FM κομμάτι της "Blackwaterside"-ενίσχυσε το image της ως ένα είδος φασματικής μητέρας-γης της folk-rock.
Sandy Denny - Blackwaterside (1971)
Σε μια συνέντευξη του BBC το 1972 τα σχόλια της Denny είτε ακριβή, είτε όχι, δεν αμαύρωσαν αυτήν την αντίληψη. "Είναι γραμμένα συνήθως από τις εμπειρίες μου από τον κόσμο. Δηλαδή σαν κάποιες φορές αυτό το είδος των μεταφορών για ποτάμια και ρεύματα θα μπορούσαν να αναφέρονται σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Πράγμα ασυνήθιστο να πούμε, ίσως , αλλά... μερικοί άνθρωποι πολύ εύκολα περιγράφονται με φυσικούς όρους... ο τρόπος που αισθάνομαι πάντα εξωτερικεύεται με κάποιο είδος περιγραφής κάποιας φυσικής δύναμης. Δεν ξέρω πως ακριβώς να το εξηγήσω. Εννοώ δεν μπορώ να εξηγήσω τόσα πολλά όσα το ίδιο το τραγούδι μπορεί". Σχολιάζει ο Pegg:"Η συγγραφή τραγουδιών αναπτύχθηκε στην Sandy, έχοντας την ευκαιρία να κάνει δείγμα ενός είδους φευδο-τζαζ και επίσης πράγματα με όλα τα έγχορδα με το πλεονέκτημα ενός σπουδαίου συνθέτη. Αυτή ήταν η διαφορά μεταξύ της σόλο δουλειάς και του υλικού που έκανε με τους Fairport αλήθεια. Μια μπάντα είναι ένα πολύ απαγορευτικό πράγμα. επειδή πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου την γνώμη όλων των άλλων. Και αν είσαι κάποιος με τέτοια προσωπικότητα όπως είχε η Sandy, καθένας από τους υπόλοιπους πρέπει να μένει στο παρασκήνιο. Πιστεύω πως πήρε μεγάλη ευχαρίστηση και ικανοποίηση ούσα ικανή να κάνει όλο αυτό το έργο". O Pegg θυμάται στοργικά την Denny, έχοντας θολώσει από το κρασί σε ένα εστιατόριο να οδηγεί αυθόρμητα την jazz μπάντα μέσα από μια εκδοχή του "Foggy Day in London Town". Της άρεσε όσο τίποτα άλλο να σηκώνεται και να τραγουδάει κάτι διαφορετικό. Στους περισσότερους Αμερικανούς ακροατές η Denny παρέμεινε όχι τόσο πολύ ως αίνιγμα αλλά ως ασήμαντο πρόσωπο. Η μοναδική φορά που οι περισσότεροι mainstream οπαδοί της ροκ την άκουσαν το '70 ήταν όταν έκανε backvocals στους Led Zeppelin στο "the Battle of Evermore" ή όταν τραγούδησε δυο στίχους σαν νοσοκόμα στην παραγωγή της Συμφωνικής του Λονδίνου στο Tommy των the Who.
the Who-Tommy-It's a Boy (featuring Sandy Denny) (1972)
Επανενώθηκε με τους Fairport για δύο χρόνια στα μέσα του '70, ενώ συνέχιζε την σόλο καριέρα της. Αν και οι φαν και τα μέλη της μπάντας καλωσόρισαν την επιστροφή της, το line up υπολλειπόταν της μαγείας των πρώτων χρόνων, ιδιαιτέρως με την προ πολύ καιρού αποχώρηση του κιθαρίστα Richard Thompson. Ο Jerry Donahue μας λέει ότι η Denny και ο Lucas ήθελαν να αναβιώσουν τους Fotheringay στα μέσα του '70, αλλά ο Donahue, τότε στους Fairport Convention (όπως και ο Lucas) δυστυχώς αρνήθηκαν την προσφορά (αν και ο ίδιος, ο Lucas και η Denny θα έπαιζαν μαζί στους Fairport για δυό χρόνια). Μερικές απόψεις υπάρχουν ότι η Denny είχε πτώση στην απόδοσή της τα τελευταία της χρόνια. Αλλά αν και το υλικό και οι συνθέσεις της μπορεί να υπήρξαν ασταθή ένα πολύ καλό bootleg του τελευταίου σόου από τον Νοέμβριο του 1977 (One Last Sad Refrain-The Final Concert), επιδεικνύει πολύ καθοριστικά ότι τα φωνητικά της διατηρούσαν την χαρακτηριστική τους δύναμη αλλά και μυστήριο. Εκείνη την περίοδο η folk-rock ήταν σε σοβαρούς εμπορικούς μπελάδες, καθώς η punk και το new wave μονοπωλούσαν τα μίντια και είχαν αρχίσει να σπρώχνουν έξω από τα chart πολλά παλιότερα τραγούδια. Θα ήταν ενδιαφέρον να βλέπαμε πώς θα αντιμετώπιζε η Denny τις αλλαγές στις μουσικές τάσεις, αλλά η τραγωδία χτύπησε απροειδοποίητα, όταν έπεσε από τις σκάλες στο σπίτι ενός φίλου της τον Απρίλιο του 1978. Υποφέροντας από εγκεφαλική αιμορραγία και βυθισμένη σε κώμα πέθανε λίγες μέρες αργότερα σε ηλικία 31 χρόνων.
NICK DRAKE (ECCENTRIC RECLUSE)
Αν η rock έχει ένα ισοδύναμο με τους ρομαντικούς ποιητές των αρχών του 19ου αιώνα, ο Nick Drake θα μπορούσε να καλύψει απολύτως αυτή τη θέση. Η μελαγχολική νοσταλγία, ο γλυκόπικρος πόθος για το παρελθόν, το νέφος της απόγνωσης, πάντοτε απολύτως ταιριαστό στον ατελή υλικό κόσμο, ήταν εν ολίγοις αυτά που ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός έδωσε σε χαμηλούς μελωδικούς τόνους που απέκρυψαν την αστάθεια των στοχασμών του. Τραγικά, εκπλήρωσε άλλο ένα αξίωμα των ρομαντικών μύθων πεθαίνοντας σε νεαρή ηλικία σε περιστάσεις που υποδεικνύουν πιθανή αυτοκτονία.
Day Is Done (1969)
https://www.youtube.com/watch?v=jzzq7RMh7b0
Ακόμα υπάρχει πολύς διάλογος για το εάν ο θάνατος του Drake το 1974 στα 26 του χρόνια προήλθε πράγματι από το δικό του χέρι. Όλοι όμως θα συμφωνούσαν ότι ο folk-rocker δεν ήταν "εξοπλισμένος" για μια χαρούμενη υπόσταση σε αυτόν τον κόσμο, αφημένος σε μια μοναχική επιβίωση στον εκρηκτικό κόσμο της pop (popular) μουσικής. Ανίκανος να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με άλλα ανθρώπινα όντα, εκτός δια μέσου της μουσικής του, έκανε τρία λαμπρά άλμπουμ στα τέλη του '60 και αρχές του '70 που βρήκαν μερικούς ακροατές κατά την διάρκεια της ζωής του. Στα χνάρια μιάς εξίσου βασανισμένης Αγγλικής ιδιοφυίας της μουσικής, του Syd Barrett, αυτά (τα άλμπουμ) δημιούργησαν ένα cult κοινό ανάμεσα σε παλαιές και νεώτερες γενιές, που απλώς μεγάλωνε και μεγάλωνε χωρίς να φθίνει. Πρώιμες ηχογραφήσεις στο σπίτι του στα τέλη του '60 δείχνουν ένα υποσχόμενο Άγγλο folkie του είδους του Donovan και λιγότερο διάσημου Άγγλου κιθαρίστα, όπως ο Bert Jansch να αναμιγνύει διασκευές των '60'ς όπως το "Let's Get Together" με τις δικές του πιο ιδιόμορφες συνθέσεις. Αφού είδε τον Drake να παίζει υποστηριγκτικά στον Country Joe McDonald στο Rounhouse του Λονδίνου, ο Ashley Hutchings των Fairport Convention συνέστησε τον μαθητή του Κέμπριτζ στον Joe Boyd. Δια μέσου της δουλειάς του στους Fairport Convention και στους Incredible String Band μεταξύ άλλων, ο Boyd, ένας νέος Αμερικανός με έδρα το Λονδίνο, είχε ήδη χτίσει μια πετυχημένη καριέρα ως παραγωγός στην Αγγλική folk-rock σκηνή.
Ο Drake υπέγραψε και ο Boyd κάθησε στην καρέκλα του παραγωγού για το πρώτο άλμπουμ του Nick, Five Leaves Left (1969). Αυτό ήταν ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο για ένα παιδί 21 χρόνων με μια ακόμα μεγαλύτερη συνθετική και μουσική επιτήδευση από τις ακουστικά προσανατολισμένες μελωδίες στις πρώιμες ηχογραφήσεις του στο σπίτι. To χρέος στον Donovan, τον Tim Buckley και τον Van Morrison ήταν έκδηλο, όμως δια μέσου ενός παράξενου Αγγλικού φίλτρου και τα με jazz χροιά, ξέπνοα φωνητικά του Drake. Δουλεύοντας με ένα σχήμα session μουσικών συμπεριλαμβανομένου του Danny Thompson (Pentangle) και σε ένα κομμάτι του Richard Thompson, ο Drake τραγούδησε με ένα μουντό, μετρημένο τόνο που δεν υπαινισσόταν αποστασιοποίηση από μία ομιχλώδη μελαγχολία. Οι στίχοι είχαν μια καταθλιπτική επιθυμία στο μεταίχμιο της απόγνωσης. Αλλά συνδυαζόμενα με πολύ όμορφες μπαρόκ ενορχηστρώσεις, τα τραγούδια έγιναν κάτι περισσότερο από πολύπλοκα και ενδιαφέροντα. Σπανίως τόσο πικρό γεύμα σερβίρεται σε ένα τόσο καταπραυντικό τραπέζι.
Cello Song (1969)
Ο Boyd προσέχει να εξαίρει μια συχνά υποτιμημένη πλευρά της μουσικής του Nick Drake: "Όταν άφηνες στην άκρη το τραγούδι, τους στίχους τις ενορχηστρώσεις και κάθετι άλλο και άκουγες μόνο την κιθάρα να παίζει, μπορούσες να ακούσεις ότι ο Nick ήταν ένας εξωπραγματικός μουσικός με πολύ πολύ δυνατή τεχνική, με μεγάλα και δυνατά χέρια. Η κιθάρα που παίζει ήταν εκπληκτικά καθαρή και ακριβής και ευρηματική. Μερικοί ακόμα δεν έχουν καταλάβει κάποιες από αυτές τις μελωδίες του". Αν και η καριέρα του Drake περιέλαβε μόνο τρία άλμπουμ, η δισκογραφία είναι αξιοσημείωτη αφού κάθε ολοκληρωμένη του δουλειά είναι εντελώς διαφορετική από τις άλλες. Επίσης αν μαζέψεις σε ένα δωμάτιο αφοσιωμένους οπαδούς του και τους ρωτήσεις να επιλέξουν ποιόν δίσκο του θα διάλεγαν ως καλύτερο οι ψήφοι θα μοιραστούν ομοιόμορφα ανάμεσα στα τρία άλμπουμ. Οι κριτικές προσδιορίζουν την κορύφωση του Drake, ριψοκίνδυνα αλλά το Bryter Later (1970) ήταν η πιο προσιτή του δουλειά. Είναι η πιο ποικιλόμορφη δουλειά του με τον Dave Pegg και τον Dave Mattacks των Fairport Convention να παρέχουν το μεγαλύτερο ρυθμικό μέρος και εμφανίσεις από τον John Cale και τον Richard Thompson. Οι τραγουδίστριες της soul Doris Troy και Pat Arnold κάνουν backing vocals στο "Poor Boy" ενώ ο Robert Kirby (συμμαθητής του Drake στο Κέμπριτζ) προσθέτει μερικές όμορφες με κλασική επιρροή ενορχηστρώσεις. Η σαστισμένη, μελωδική μεγαλοπρέπεια της αλλόκοτης μελαγχολίας του Drake παραμένει απεριόριστη. Ο τραγουδιστής/τραγουδοποιός πήρε την πιο ασυνήθιστη ευκαιρία, να μοιράσει τους στίχους και την φωνή μαζί σε μερικά ορχηστρικά κομμάτια που αξιολογούνται ανάμεσα στις πιο ελκυστικές επιλογές του δίσκου.
Poor Boy (1970)
Ο Joe Boyd, ένας άνθρωπος που έκανε παραγωγή σε δίσκους των Pink Floyd, R.E.M., Richard Thompson και διαφόρων άλλων δεν λέει παρά " Είναι ένα από τα άλμπουμ που μπορώ να ακούσω χωρίς να σκεφτώ ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι άλλο. Μου αρέσει κάθε φορά που το ακούω". O Drake έφυγε από το Κέμπριτζ για να ακολουθήσει τη μουσική μετά το Five Leaves Left, αλλά ήταν σύντομα προφανές ότι ήταν μάλλον τόσο πολύ εσωστρεφής για να παίξει τον ρόλο του ποπ-σταρ. Σπανίως έπαιζε live για να υποστηρίξει το δίσκο, πιθανόν δεν έδωσε πάνω από δώδεκα συναυλίες μετά το ντεμπούτο του και ποτέ δεν έπαιξε ξανά στο κοινό μετά το 1970. Θα υπήρχε μόνο μια όχι και αποκαλυπτική του συνέντευξη στον μουσικό τύπο. Σε μια προσπάθεια ο Boyd να κάνει πιο ευρέως γνωστά τα τραγούδια του Drake στην μουσική βιομηχανία, επιστράτευσε τον Elton John-τότε που ήταν ένας ακόμα τραγουδιστής/τραγουδοποιός που πάλευε να βγει στην επιφάνεια-να τραγουδήσει demo διάφορα τραγούδια του Drake. Αρκετά παράξενα για ένα τόσο ασυμβίβαστο καλλιτέχνη, ο Drake έθεσε μια υψηλή αξία στην εμπορική επιτυχία και όταν το Bryter Later πούλησε σε πολύ μέτρια νούμερα, έπεσε σε βαριά κατάθλιψη. Ο εσωστρεφής μουσικός μετακόμισε πίσω στο πατρικό του σπίτι και άρχισε να αποσύρεται από κάθε λογής κοινωνική επαφή. Η πνευματική του ασθένεια προχώρησε περισσότερο, λιγότερο κραυγαλέα από αυτήν του Syd Barrett, ενός άλλου θρύλου της εποχής που επίσης αποσύρθηκε στην απομόνωση. Ο Drake θα καθόταν ακίνητος για ώρες στο τέλος ή θα περιπλανιώταν άσκοπα. Στην βιογραφία της η Γαλλίδα τραγουδίστρια της pop Francoise Hardy θυμάται πως ο Nick καθόταν στην γωνία, χωρίς να λέει κουβέντα παρακολουθώντας την να κάνει ένα session για ένα άλμπουμ της που έκανε στην Αγγλία το 1970. Ο Drake με λέξεις της Hardy "ήταν αλήθεια ο βασιλιάς της συστολής". Και ίσως χειρότερα από όλα δεν μπορούσε πια να γράψει περισσότερα τραγούδια. "Όταν κάναμε τον δίσκο της Francoise o Nick Drake εμφανίστηκε και κάθησε δίπλα μου στο control room", θυμάται ο Jerry Donahue. "Εγώ ξεκίνησα για να κάνουμε ένα φιλικό διάλογο. Ήταν πολύ ήρεμος μεταξύ των ερωτήσεων όμως υπήρχε ένα κενό.
Έπειτα θα έκανα άλλη μια ερώτηση. Και κάθε φορά που το έκανα τα φρύδια του θα σηκώνονταν πολύ ψηλά, τα μάτια του θα άνοιγαν διάπλατα και θα έμοιαζε όλο αυτό σαν να προσπαθούσε κατά κάποιο τρόπο να εκστομίσει μια απάντηση για να ικανοποιήσει την συζήτηση. Μετά αφού είχε επιτυχώς καταφέρει να απαντήσει θα αποτραβιόταν εκ νέου στην σιωπή μέχρι τη στιγμή που θα τον ρωτούσα κάτι άλλο και τότε συνέβαιναν τα ίδια ακριβώς γεγονότα με την ίδια συχνότητα. Ήταν πολύ παράξενο. Ποτέ δεν έτυχε να γνωρίσω κάποιον σαν αυτόν. Και ήταν φιλικός μπορώ να πω. Αλλά αισθανόσουν ότι τον έβαζες σε δοκιμασία κάνοντάς του ακόμα και την πιο απλή ερώτηση. Νομίζω πέρναγε πολύ δύσκολα με τον εαυτό του". Ο Boyd ήξερε τον Drake όπως ήξερε όλους τους μουσικούς συνεργάτες του, δηλαδή μέχρι ένα σημείο. "Ήταν εκφραστικός όμως πολύ ήσυχα και ντροπαλά. Ποτέ δεν συμπεριφερόταν όπως λέμε με εξωστρέφεια. H στάση του ήταν πολύ εσωστρεφής. Θα κοίταζε τα παπούτσια του, θα τραύλιζε μερικές φορές προσπαθώντας να πει κάτι. Ήταν πολύ ξεκάθαρος, όμως το όλο πλέγμα της συμπεριφοράς του ποτέ δεν ήταν εξωστρεφές. Δίσταζε ακόμα και να μιλήσει. Ο Boyd δεν θα ήταν πια διαθέσιμος να δουλέψει με τον Drake μετά το Bryter Later, έχοντας μετακομίσει στο Λος Άντζελες για να δουλέψει για την Warner Brothers. Ο λόγος που δεν ήταν επιτυχημένος κατά την διάρκεια της ζωής του ήταν ένας συνδυασμός από εντελώς απλά πράγματα. Πρώτα από όλα ποτέ δεν προετοίμασε ένα live ή μια περιοδεία.
Το παράδειγμα κάποιου που μαντεύω ήταν σε παράλληλο βίο με τον Drake αλλά δούλεψε σωστά ήταν ο Leonard Cohen. Οι δίσκοι του κυκλοφόρησαν στην Βορεια Αμερική. Ούτε αυτός περιόδευσε. Ούτε παρουσίασε τίποτα μέχρι τουλάχιστον να γίνει διάσημος. Επειδή οι δίσκοι του Nick δεν κυκλοφόρησαν στην Αμερική μέχρι τις αρχές του '70, ήταν στην Αγγλία να τον κάνω σταρ. Δυστυχώς έπεσε στην περίοδο του θανάτου του πειρατικού ραδιοφώνου. Όλα ότι είχες στη διάθεσή σου ήταν το BBC Radio One και στ'αλήθεια δεν υπήρχε πολύς χώρος για τραγούδια του άλμπουμ ή για καλλιτέχνες όπως ο Nick στο ράδιο στην Αγγλία. Εξαλείφοντας τα live, την έκθεση στο ράδιο, εννοώ δεν υπήρχαν πολλά μέσα για να υποστηρίξει αυτό που έκανε. Αλλά ταυτόχρονα είναι επίσης αλήθεια νομίζω, ότι η μουσική δεν έρχεται και πιάνει από τα πέτα τους ανθρώπους. Παίρνει λίγο χρόνο μέχρι να το συνηθίσεις. Νομίζω εκείνο τον καιρό στην Αμερική σε ένα είδος σεμνών, συνεσταλμένων Άγγλων μουσικών δεν επρόκειτο απαραίτητα να δοθεί πολύ προσοχή". Ο Drake "ξύπνησε" τον εαυτό του από την κατάθλιψη για να ηχογραφήσει το τελευταίο του άλμπουμ Pink Moon (1972) με τον John Wood, ο οποίος είχε δουλέψει ως μηχανικός στους δύο πρώτους του. Τα δέκα τραγούδια ηχογραφήθηκαν σε δύο sessions. Παρουσιάζοντας μονάχα τον Drake και την κιθάρα του, (υπήρχε μόνο ένα πιάνο που είχε προστεθεί στην αρχική ηχογράφηση στο ομώνυμο κομμάτι) δεν ήταν μόνο unplugged ο Nick, αλλά εντελώς γυμνός. Η προηγούμενη δουλειά του δεν περιγράφεται ως ρόδινη, αλλά αυτό ήταν σίγουρα η πιο θλιβερή προσπάθειά του. Το λιγότερο εμπορικά βιώσιμο άλμπουμ του είναι επίσης και αυτό που υποστηρίχθηκε περισσότερο από τους φαν. O Drake μάλλον υποψιασμένος ότι το άλμπουμ Pink Moon δεν θα πήγαινε για Top of the Pops, παρέδωσε τις κόπιες στον ρεσεψιονίστ της Island Records χωρίς να πει κουβέντα. Στην Island δεν συνειδητοποίησαν ότι είχαν το άλμπουμ, μέχρι που άνοιξαν το πακέτο αφού έφυγε ο Drake.
Things Behind the Sun (1972)
Λίγο μετά την κυκλοφορία του, μπήκε σε ψυχιατρική κλινική, όπου παρέμεινε για πέντε εβδομάδες. Από εκεί και μετά έγραψε λίγη μουσική και σπανίως τολμούσε να πάει κάπου, εκτός από το να δει φίλους όπως ο κιθαρίστας John Martyn, ο οποίος είχε περιγράψει τον Drake ως το πιο μονόχνοτο άνθρωπο που είχε ποτέ γνωρίσει. Ο Drake κατάφερε να βγάλει ακόμα τέσσερα τραγούδια,αλλά ένα πιθανό άλμπουμ θα έμενε σε εκκρεμότητα. Η Francoise Hardy μια φορά του ζήτησε να γράψει για αυτήν, αλλά δεν έγινε τίποτα. Τον Νοέμβριο του 1974, με την μοίρα του τέταρτου άλμπουμ του απροσδιόριστη, ο Drake βρέθηκε νεκρός στην κρεβατοκάμαρά του στο πατρικό του σπίτι μετά την λήψη υπερβολικής δόσης αντικαταθλιπτικών χαπιών. Δεν άφησε κανένα σημείωμα και ο ιατροδικαστής οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ήταν αυτοκτονία, αν και η ετυμηγορία αμφισβητήθηκε από συγγενείς και φίλους. Η cult φιγούρα του Drake έχει πια μεγαλώσει, έχοντας πουλήσει περισσότερους δίσκους μετά θάνατον, από όταν ήταν εν ζωή.
Διάσημοι μουσικοί όπως ο Jackson Brown, ο Peter Buck (R.E.M.) και ο Tom Verlaine εκφράζουν τον θαυμασμό τους για την δουλειά του Drake. Αλλά ο όγκος των επιδοκιμασιών προέρχεται από την εναλλακτική ροκ σκηνή, η οποία βρήκε μια άμεση σχέση με την ανικανότητα του Drake να ενταχθεί στον κόσμο, όπως τον ξέρουμε οι υπόλοιποι, αν και κάποιοι μπορούν ή θέλουν να μιμηθούν τον μοναχικό του ήχο. "Ο λόγος που είναι επιτυχημένος τώρα είναι επειδή είναι πολύ καλός για να μην είναι" λέει ο Boyd. "Υπάρχουν πολλά πράγματα που μοιάζουν να είναι μέρος της εποχής τους και έχουν ένα έντονο ενδιαφέρον για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αλλά νομίζω ότι η μουσική του Nick δεν είναι μέσα σε αυτά. Τα τραγούδια του πολύ σπάνια διασκευάστηκαν πράγμα που νομίζω στηρίζεται εν μέρει στην μοναδικότητά του και στο γεγονός πως ότι κι αν έκανε ήταν εντελώς έξω από τάσεις και κινήματα. Μοιάζει σαν να είναι έξω από όλο αυτό που λέμε χρόνο τελος πάντων, έτσι δεν μπορεί να χρονολογηθεί. Ένας άνθρωπος, αν κάποια φορά κάτσει κάτω ήσυχα-ήσυχα και ακούσει ένα δίσκο του Nick Drake, πολύ σπάνια θα χάσει το ενδιαφέρον του για αυτόν".
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Είναι σαν λαβύρινθος, αυτοί οι σκονισμένοι διάδρομοι της rock 'n' roll ιστορίας, καλυμμένοι με πόστερ να διαφημίζουν συναυλίες πολυ-ζητημένες και συλλογές δίσκων απεσταλμένες σε αυτό το μεγάλο παζάρι που λαμβάνει χώρα στον ουρανό. Αν συνεχίζετε να ταξιδεύετε αντίθετα στο ρεύμα, ακολουθώντας τις πολύπλοκες διακλαδώσεις και τις άπειρες παραλλαγές θα φτάσετε σε ένα μονοπάτι που δεν έχει διέξοδο. Πολλοί το αποκαλούν αδιέξοδο. Αλλά κάποιοι άλλοι γνωρίζουν ότι είναι ένα ζωντανό ξεκίνημα, ένα παράθυρο που οδηγεί στην ψυχή των καλλιτεχνών που αποκαλούνται μοναδικοί. Ιδιαίτεροι.
Βασίλης Παπακωνσταντίνου