J.J. Cale έκανε πιο πολλά από όσα ξέρουμε
Ο J.J. Cale ήταν ένας από εκείνους τους μουσικούς που έδρασαν περισσότερο «στις σκιές», αλλά η επιρροή του απλώθηκε παντού. Δεν είχε ποτέ τη δημοσιότητα ενός Clapton ή ενός Knopfler, όμως η αισθητική του – το laid-back “Tulsa sound” – έγινε θεμέλιο για ολόκληρα ρεύματα στο ροκ, το μπλουζ και την κάντρι.
Λίγα πράγματα που πολλοί δεν γνωρίζουν:
-
Ήταν ο συνθέτης πίσω από κλασικά κομμάτια όπως το “After Midnight” και το “Cocaine”, που έγιναν διάσημα από τον Eric Clapton.
-
Το “Call Me the Breeze” το διασκεύασαν οι Lynyrd Skynyrd, και έγινε νότιο ροκ ύμνος.
-
Πολλοί κιθαρίστες (Knopfler, JJ Grey, Neil Young κ.ά.) έχουν δηλώσει ότι ο τρόπος που έπαιζε κιθάρα – ήρεμα, οικονομικά, χωρίς επίδειξη – τους επηρέασε βαθιά.
-
Ήταν πρωτοπόρος στην οικιακή ηχογράφηση· πολλά του άλμπουμ φτιάχτηκαν σε προσωπικά στούντιο, με έναν ήχο ανεπιτήδευτο και φυσικό, πολύ πριν γίνει «μόδα» το lo-fi.
Ο J.J. Cale υπήρξε ένας από τους πιο διακριτικούς, αλλά και πιο καθοριστικούς καλλιτέχνες της αμερικανικής μουσικής του 20ού αιώνα. Γεννημένος ως John Weldon Cale το 1938 στην Οκλαχόμα, ο Cale δεν επιδίωξε ποτέ τη δόξα ή τα φώτα της δημοσιότητας. Αντίθετα, κινήθηκε πάντα στο περιθώριο της βιομηχανίας, δημιουργώντας έναν ήχο τόσο χαρακτηριστικό και αυθεντικό, που έμελλε να επηρεάσει γενιές μουσικών πολύ πέρα από το άμεσο ακροατήριό του. Ο λεγόμενος «Tulsa sound» – ένας συνδυασμός ροκ, μπλουζ, κάντρι και ρυθμών R&B με μια ανεπιτήδευτη, χαλαρή αίσθηση – είναι ουσιαστικά δικό του δημιούργημα.
Η καριέρα του ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, όταν μετακόμισε στο Λος Άντζελες και εργάστηκε ως ηχολήπτης και κιθαρίστας. Παρά τις ταπεινές του αρχές, σύντομα βρέθηκε να γράφει τραγούδια που θα άλλαζαν την πορεία της ροκ μουσικής. Το “After Midnight”, που έγινε γνωστό μέσα από τη διασκευή του Eric Clapton το 1970, άνοιξε τον δρόμο για τη διεθνή αναγνώριση του Cale. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Clapton διασκεύασε και το “Cocaine”, μετατρέποντάς το σε ένα από τα πιο γνωστά ροκ κομμάτια όλων των εποχών. Παρά ταύτα, ο ίδιος ο Cale παρέμεινε πιστός στην ήσυχη του στάση. Δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τη φήμη των τραγουδιών του· προτιμούσε να ζει απλά και να ηχογραφεί μουσική με τον δικό του ρυθμό, συχνά μόνος του σε μικρά στούντιο.
Το ύφος του ήταν μοναδικό. Η κιθάρα του έβγαζε έναν «γλιστερό» ήχο, με ελάχιστο vibrato και ένα σχεδόν ψιθυριστό τραγουδιστικό ύφος που ταίριαζε απόλυτα με τους ρυθμούς του. Η μουσική του ήταν χαμηλότονη, χωρίς έντονα ξεσπάσματα, αλλά γεμάτη βάθος και αίσθηση. Ο ίδιος έλεγε πως του άρεσε να «αφήνει τον ήχο να μιλάει», χωρίς υπερβολές ή τεχνικές επιδείξεις. Αυτή η απλότητα ήταν και η μεγάλη του δύναμη. Ο Mark Knopfler των Dire Straits, για παράδειγμα, έχει δηλώσει ότι ο Cale τον επηρέασε όσο λίγοι μουσικοί, ακριβώς λόγω αυτής της λιτότητας και της οικονομίας στο παίξιμο.
Πέρα από τον Clapton και τον Knopfler, πολλοί άλλοι καλλιτέχνες αναγνώρισαν την επιρροή του. Οι Lynyrd Skynyrd διασκεύασαν το “Call Me the Breeze”, οι Widespread Panic το “Ride Me High”, ενώ ο Neil Young συχνά τον ανέφερε ως έναν από τους αγαπημένους του τραγουδοποιούς. Ακόμη και μουσικοί από εντελώς διαφορετικά είδη, όπως η Bonnie Raitt ή ο Beck, έχουν αναγνωρίσει στοιχεία του ύφους του στη δική τους δουλειά.
Ο Cale δεν ήταν μόνο κιθαρίστας και τραγουδοποιός, αλλά και τεχνικός πρωτοπόρος. Ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν drum machines και πολυκάναλη ηχογράφηση στο σπίτι, δημιουργώντας δίσκους με έναν σχεδόν οικείο, «χειροποίητο» ήχο. Τα άλμπουμ του, όπως τα “Naturally” (1972), “Troubadour” (1976) και “Shades” (1981), αποτελούν μικρά διαμάντια του αμερικανικού ροκ, γεμάτα κομμάτια που δεν έγιναν εμπορικά χιτ, αλλά παραμένουν διαχρονικά για όσους τα ανακαλύπτουν.
Η σχέση του με τον Eric Clapton κράτησε δεκαετίες και το 2006 κυκλοφόρησαν μαζί το άλμπουμ “The Road to Escondido”, το οποίο κέρδισε βραβείο Grammy. Ο Cale παρέμεινε ενεργός μέχρι τον θάνατό του το 2013, αφήνοντας πίσω του μια δισκογραφία που συνεχίζει να ανακαλύπτεται από νεότερους μουσικούς.
Ο J.J. Cale απέδειξε ότι δεν χρειάζεται να φωνάζεις για να σε ακούσουν. Με τη διακριτικότητα, την αυθεντικότητα και τη σεμνότητά του, έγινε υπόδειγμα για όσους πιστεύουν ότι η μουσική αξίζει περισσότερο όταν παραμένει αληθινή. Το έργο του είναι μια υπενθύμιση ότι οι πιο σπουδαίες συνεισφορές συχνά προέρχονται από εκείνους που δεν επιδιώκουν να φανούν, αλλά απλώς να παίξουν – και να αφήσουν τη μουσική να μιλήσει από μόνη της.
