Roy Harper: Ο άνθρωπος του Have A Cigar και ο «μύθος του»...

Roy Harper: Ο άνθρωπος του Have A Cigar και ο «μύθος του»...

Οι περισσότεροι που αρχίσατε να διαβάζετε τούτες τις σειρές έχετε γνωρίσει σίγουρα τον Roy Harper μέσα από κάποιες δουλειές του. Κάποιοι άλλοι ίσως τον ξέρουν μόνο από την συμμετοχή του στο “Have A Cigar” των Pink Floyd ή από το τραγούδι του άλμπουμ Led Zeppelin III, “Hats Off to (Roy) Harper”. Τέλος, θα υπάρχουν κι αυτοί που έχουν σχετική άγνοια. Σε κάθε περίπτωση το κείμενο που ακολουθεί απευθύνεται σε όλες τις κατηγορίες. Θα μιλήσουμε για τον μεγάλο αυτόν μουσικό, τις επιρροές του, την “θεωρία” του, την μεγάλη επιδραστικότητα που είχε, καθώς και για τα άλμπουμς της ζωής του – όχι απαραίτητα δικά του.

Τα παιδικά του χρόνια δεν τα λες και ευχάριστα. Γεννήθηκε σε ένα προάστιο του Manchester πριν 77 χρόνια. Μεγάλωσε με τον πατέρα του και την μητριά του, η οποία τον πίεζε να γίνει μάρτυρας του Ιεχωβά, σαν κι εκείνη. Αυτό ήταν που τον έκανε τόσο αντιδραστικό στα θέματα θρησκείας, πράγμα που θα φανεί έντονα και στο έργο του. Για να ξεφύγει απ΄όλο αυτό, το σκάει από το σπίτι, στα 15 του και κατατάσσεται στην αεροπορία. Κι εδώ όμως θα τα βρει σκούρα. Δεν μπορούσε να αντέξει την έντονη και υποτακτική ζωή του στρατιωτικού. Η μόνη του διέξοδος ήταν να προσποιηθεί ψυχική ασθένεια. Μάλιστα υπέστη και εξαντλητικές ηλεκτροθεραπείες προκειμένου να πάρει οριστική απαλλαγή. Τελικά, κάπου στο 1961, θα προσπαθήσει να ξεπεράσει όλες τις παραπάνω κακουχίες, περιδιαβαίνοντας μεταξύ Αφρικής κι Ευρώπης για μερικά χρονάκια.

Γύρισε στην πατρίδα του αποφασισμένος να αφιερώσει τη ζωή του σε αυτά που αγαπούσε περισσότερο: την ποίηση και το τραγούδι. Ο ίδιος έγραφε ποιήματα από 12 ετών. Είχε μεγάλη εκτίμηση σε ποιητές, όπως o Shelley, ο Keats αλλά και ο Kerouac. Κι από εδώ πήγαζε κι η ανάγκη να μάθει μουσική: για να μπορεί να μελοποιεί ποιήματα. Στα 15 του ήδη είχε γράψει τις πρώτες του συνθέσεις. Και την μουσική την είχε πάντα μέσα του. Άκουγε από μικρό παιδί ήχους παλαιότερης εποχής, κυρίως κλασική μουσική. Μάλιστα κόλλαγε το αφτί του στο ραδιόφωνο, ακόμη και σε αγώνες πατινάζ, για να ακούσει την Συμφωνία Νο.4 του Tchaikovsky! Ήταν επίσης οπαδός της jazz. Μεταξύ 16 - 18 έκανε μαθήματα σύγχρονης jazz. Κάπου εκεί ανακάλυψε και το άλμπουμ Porgy and Bess. Με αγαπημένο το τραγούδι “Summertime”. Σύμφωνα με τον ίδιο: “Tεράστια επίδραση για μένα ήταν ο Miles Davis. Μου άρεσε ολόκληρο το άλμπουμ κι ειδικά αυτό το κομμάτι. Περιγράφει ακριβώς αυτό που νιώθει κανείς για το καλοκαίρι. Έμαθα πολλά για την μουσική και τη δομής της, απ΄αυτό…”.

Miles Davis - Summertime

Μέσα στις πρώτες του μουσικές επιρροές συγκαταλέγονται και oι bluesmen Lead Belly, Big Bill Broonzy και Josh White. “Δεν είχαμε ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο”, είπε αργότερα ο Harper. “Φαινόταν να είναι από διαφορετικό πλανήτη (η μουσική). Αλλαξε τον κόσμο μας από την μια μέρα στην άλλη”. Άλλος ήρωάς του ήταν ο folk τραγουδιστής Woody Gurthie.

Με τέτοιο ιστορικό δεν αποτέλεσε έκπληξη ότι γύρω στο 1964/65, που άρχισε η επαγγελματική του καριέρα, εγκαταστάθηκε στην κυριολεξία στο φημισμένο folk club του Soho, “Les Cousins”. Εκεί είδε κι άκουσε ιερά τέρατα της μουσικής, όπως τον Alexis Korner και τον Paul Simon και γνωρίστηκε αργότερα με άλλους καλλιτέχνες, όπως ο Nick Drake και η Joni Mitchell. Εκείνη την εποχή του κάνει φοβερή εντύπωση και χαράκτηκε για πάντα μέσα του, το L.P. του Richard & Mimi Farina, Reflections In A Crystal Wind (1965). Εξακολουθεί να το ακούει μέχρι σήμερα και μάλιστα, όπως λέει : “κάθε φορά που έρχομαι σε ραδιοφωνικό σταθμό και μου ζητούν να παίξω κάτι, το τραγούδι “Bold Marauder” του άλμπουμ, είναι πάντα η πρώτη μου επιλογή. Μου μιλάει στη γλώσσα μου…”.

Richard & Mimi Farina - Bold Marauder

Το 1966 ο Roy υπογράφει στην Strike Records κι αμέσως βγάζει το πρώτο του άλμπουμ Sophisticated Beggar. Φοβερό κι εξεζητημένο, συνδυάζοντας progressive και baroque folk, με όλα τα κομμάτια να αγγίζουν τον ακροατή. Ο Harper αποδεικνύει από την πρώτη κιόλας δουλειά του ότι θα παίξει πρωτεύοντα ρόλο στη συγκρότηση της folk-prych σκηνής της περιόδου, κινούμενος στον δικό του, προσωπικό δρόμο. Αυτός δεν θα ήταν ίδιος με εκείνον του Donovan ή των Jansch και Renbourn, αλλά όμως συνδύαζε την ποιητική διάθεση του πρώτου με την κιθαριστική τέχνη των δεύτερων, ανακατωμένες με μια δόση …ελεγχόμενης “παράνοιας”, τύπου Syd Barrett - άλλος ένας λόγος που οι Floyd έπιναν νερό στο όνομά του.

Το 1968, κυκλοφορεί το δεύτερό του άλμπουμ, απ’ την Columbia αυτή την φορά, το Come Out Fighting Ghengis Smith. Η μεγάλη επιτυχία που προσδοκούσε η εταιρεία, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κομμάτια, ήταν το (σχεδόν) 11λεπτο “Circle”. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τον Harper διαχειρίστηκε ο Αμερικανός μουσικός επιχειρηματίας Jo Lustig, μάνατζερ τότε και των Pentangle.

Αλλάζει και πάλι δισκογραφική και το 1969 κυκλοφορεί το L.P. Folkjokeopus, από την Liberty Records. Η “κύρια δήλωση”, του άλμπουμ, σύμφωνα με τον Roy, ήταν το παρατεταμένο 18λεπτο κομμάτι με τίτλο “McGoohan’s Blues”. Το θεωρούσε μια μορφή επανάστασης, αφού ο ίδιος έδειχνε να μη συμμορφώνεται στα, φιλικά προς το ραδιόφωνο, τρίλεπτα τραγουδάκια της εποχής.

McGoohan’s Blues

Εκείνη την εποχή, έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τους Led Zeppelin και την μουσική τους. Μιλάει για το κομμάτι που τον “σύστησε” στον Jimmy Page: “ Άκουσα αυτό το κομμάτι (σ.σ. το “Dazed and Confused”) την πρώτη φορά που τους είδα να παίζουν ζωντανά, στο φεστιβάλ του Bath. Σκέφτηκα ότι ήταν ένα γιγαντιαίο βήμα που είχε γίνει από την μπάντα, μια εκπληκτική, συναισθηματική εμπειρία. Δεν ήξερα πολλά για τον Page εκείνη την εποχή. Ήταν απλώς ένα όνομα. Με εκπλήσσει το γεγονός ότι ήταν οπαδός μου”. Αλλά και οι Zeppelin, σύμφωνα με τον Page, θαύμαζαν τον τρόπο με τον οποίο ο Harper έμενε πιστός στις αρχές του και δεν υπέκυψε στις εμπορικές πιέσεις. Από τότε θα υπάρξουν μεταξύ τους πολλές αμοιβαίες εκτιμήσεις της δουλειάς, φιλοφρονήσεις και συνεργασίες. Χαρακτηριστικό είναι π.χ. ότι οι Zeppelin αποτίουν φόρο τιμής στον Roy (εκτός απ’ την περίπτωση του Led Zeppelin III, που αναφέρθηκε) με το παραδοσιακό τραγούδι “Shake ‘Em on Down”.

Με τη φήμη του ολοένα να αυξάνεται, ο Peter Jenner, παραγωγός των Pink Floyd, τον πείθει να υπογράψει στην Harvest της EMI. Για τα επόμενα δέκα χρόνια ο Jenner - και η EMI - θα βρίσκονται στο πλευρό και στην παραγωγή των άλμπουμ του.

Το 1971 λοιπόν, κυκλοφορεί το Stormcock, το μεγάλο αριστούργημα του Harper κι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών, χωρίς υπερβολή. Ήταν ένα πραγματικό έπος τεσσάρων τραγουδιών – αλλά τι τραγουδιών; Το εναρκτήριο “Hors D'Oeuvres” αποτελεί μια κριτική στην αστική δικαιοσύνη. Ο αρχικός τίτλος του ήταν “The Critic” και προέρχεται από ένα ποίημά του που το είχε ξεχάσει στο συρτάρι. Όταν είδε ότι τα άλλα τραγούδια που έπαιζε ζωντανά και προόριζε για το album, δεν ταίριαζαν, αποφάσισε να ανατρέξει ξανά στο ξεχασμένο ποίημα και να του κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις ώστε αυτό να αποτελέσει την κατάλληλη εισαγωγή στο album. Το “Same Old Rock” δείχνει την απέχθεια του Harper για τις θρησκείες και όσους τις ακολουθούν τυφλά. Εδώ ξεχωρίζει η δεξιότητα του S. Flavius Mercurius - που στην πραγματικότητα είναι ο … Jimmy Page (!) - στην ακουστική κιθάρα. Το “Me and My Woman” αναφέρεται στις διαπροσωπικές σχέσεις και την υποκρισία και τους συμβιβασμούς που τις διέπουν. Και το “One Man Rock and Roll Band” είναι απλά - χωρίς εξηγήσεις – το ωραιότερο κομμάτι του άλμπουμ.

One Man Rock and Roll Band

Ένας απ΄τους μεγάλους θαυμαστές του Roy ήταν κι ο Ian Anderson. “Όλοι φθονούσαμε τον Roy, για την απλότητα και την αμεσότητά του, την ελικοειδή και κάπως χαοτική δημιουργικότητά του", έχει δηλώσει ο ηγέτης των Jethro Tull - και έχει δίκιο. Για την ιστορία το “Come Out Fighting Ghengis Smith” του Roy, είναι ένα από τα πρώτα βινύλια που αγόρασε ο Ian, το καλοκαίρι του 1968, την πρώτη βδομάδα αφότου απέκτησε πικάπ, ενώ είχε ήδη φτιάξει τους Jethro Tull. Ακόμη, ο Ian παίζει φλάουτo στα “Valentine” (1974) και “The Dream Society” (1998) albums του Roy και ο Roy έχει διασκευάσει το “Up the ‘Pool” του Ian.

Κι όμως ο Harper θεώρησε ότι ότι δεν υπήρχε η ανάλογη προώθηση από την δισκογραφική του εταιρεία. Αργότερα δήλωσε: “Μισούσαν το Stormcock. Δεν το προωθούσαν στο ραδιόφωνο. Έλεγαν ότι δεν υπήρχαν τα χρήματα… “. Παρ 'όλα αυτά, ο Stormcock θα παραμείνει ένα αγαπημένο άλμπουμ των οπαδών του και θα επηρεάσει τους μουσικούς για τις επόμενες δεκαετίες. Χαρακτηρίστηκε “έντονο, όμορφο και έξυπνο” όπως και “ο μεγάλος, κακός αδερφός του Honky Dory, του Bowie”.

Θα ήταν μάταιο να συνεχίσουμε έτσι και με τα 32 άλμπουμς (!) που κυκλοφόρησε ο Harper (και μην ξεχνάμε: και τα 10 live). Η πορεία του, μετά το “Stormcock”, ήταν πλέον ανοδική. Για τρεις δεκαετίες, εκτός των άλμπουμς, ακολουθούν άπειρες εμφανίσεις και συνεργασίες. Ήδη έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους επιδραστικότερους τροβαδούρους και τεχνίτης της ακουστικής κιθάρας (ειδικά στο fingerstyle). Όλοι τον “έντυναν” με τα καλύτερα λόγια. Η Kate Bush π.χ. έλεγε: “Ο Roy είναι ένας από τους μεγαλύτερους άγγλους τραγουδοποιούς που έχουμε και οι άνθρωποι απλά δεν το συνειδητοποιούν… Είναι λαμπρός”. Η παγκόσμια αναγνώριση ήταν και είναι δεδομένη. Δεν είχε πια να αποδείξει τίποτε και σε κανέναν. Δυστυχώς, το μόνο που θα έπρεπε να αποδείξει – και τελικά πρόσφατα το απέδειξε – ήταν μία κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση από το 2013. Ευτυχώς, το 2015, αθωώθηκε ομόφωνα.

Pink Floyd - Have a Cigar

Είναι φυσικό ότι ,λόγω της φύσης των τραγουδιών του Harper, (συνήθως σύνθετες και μεγάλες σε διάρκεια μπαλάντες, όπως συνηθίζει ο καλλιτέχνης), ο πολύς κόσμος στις μέρες μας δεν τον γνωρίζει τόσο καλά - όσο τουλάχιστον θα ‘πρεπε. Ανέκαθεν υπήρξε “δύσκολος πελάτης”, όπως τον χαρακτηρίζουν οι πάμπολλες δισκογραφικές εταιρείες με τις οποίες συνεργάστηκε κατά καιρούς. Πέρασε μεγάλα διαστήματα λήθης, αποξένωσης και απομονωτισμού. Τα τελευταία χρόνια όμως όπως διαπιστώνει ο ίδιος, κάτι έχει αλλάξει. Παράδειγμα, ένα κύμα νέων folk καλλιτεχνών, όπως η Bonnie "Prince" Billy, οι Fleet Foxes και η Joanna Newsom, με βασικές επιρροές το Stormcock, άρχισαν να ψάχνουν και να πειράζουν το έργο του, βγάζοντάς τον απ΄την αφάνεια. Αυτό το γεγονός ήταν ίσως κι η αιτία, που ο Roy κυκλοφόρησε, το 2013, ένα νέο άλμπουμ. Ο τίτλος του είναι Man and Myth και λέγεται ότι το προετοίμαζε για 13 χρόνια

Και σ΄αυτό το άλμπουμ οι ανησυχίες του Harper είναι λίγο-πολύ οι ίδιες: η αγάπη ως πλαίσιο στα ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, για το πώς ζούμε και αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας, τις ιδιοτροπίες του χρόνου και τις παραποιήσεις της ιστορίας καθώς και το σχίσμα μεταξύ ανθρώπων και φύσης. Με αυτά τα ζητήματα (όπως και της θρησκείας) ο Harper ήταν και είναι εμμονικός. Ο άνθρωπος εξάλλου είχε βαθιά χαραγμένη μέσα του μια κοσμοθεωρία, αμετάβλητη στον χρόνο. Κι όπως ο ίδιος εξηγεί, “όλο το έργο τόσων ετών - όλα τα άλμπουμς, συμπεριλαμβανομένων και των πιο υποτιμημένων - έχει σχηματιστεί κι έχει πλήρως πάρει την φόρμα του, από την ηλικία των έξι ετών. Απλώς ήταν σε εμβρυϊκή μορφή. Όλα πήραν την τελική τους μορφή από τότε που ήμουν εννιά ή τα δέκα χρονών” !

The Stranger

https://www.youtube.com/watch?v=1f06hyQCMPg

Μετά από 55 χρόνια επαγγεματικής μουσικής πορείας, με όλη αυτή τη διαδρομή, ο Roy Harper δε νοιάζεται πια για υστεροφημία. Τον ενδιαφέρουν - εκτός από τα live που δίνει ακόμη - πλέον απλά, καθημερινά πράγματα, τα ίδια όμως που συνήθιζε και πριν πολύ πολύ καιρό: Να ηρεμεί, όταν έρχεται κουρασμένος στο σπίτι, με την αγαπημένη του σουίτα, το “Appalachian Spring” του Aaron Copland ή να χορέυει μόνος στο δωμάτιό του με το “Johnny’s Garden” των Manassas, του φίλου του, Stephen Stills.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ

Πηγή: https://musicoversixcenturies.blogspot.com/search?updated-max=2018-10-20T12:28:00-07:00&max-results=11&start=72&by-date=false