Και τι δεν έχουν πει για αυτούς: ”Aπό τις πιο σημαντικές μπάντες του Heavy Metal (H.M.), αυτές που καθόρισαν τον ήχο του, από τη γέννησή του μέχρι σήμερα “. “Χωρίς αυτούς η εικόνα του H.M. ήχου θα ήταν πολύ διαφορετική σήμερα“. “Ολόκληρα υπο-είδη του H.M. (όπως το αμερικάνικο Power Metal, το Death ή και το Thrash) δεν θα υπήρχαν ίσως χωρίς αυτούς“. “Αν το Η.Μ. είναι ένα οικοδόμημα, τότε η μία από τις κολόνες που το βαστάνε θα ήταν αυτοί”. “Είναι ο σκελετός του metal, το βαθύτερο DNA του”. “Υπήρξαν οι πρώτοι εκπρόσωποι του λεγόμενου N.W.O.B.H.M.”. “Έφεραν τον όρο ‘metal’ δίπλα στον όρο ‘heavy’. Για την ακρίβεια, αν ο όρος ‘heavy’ ανήκει στους Black Sabbath, o όρος ‘metal’ ανήκει δικαιωματικά σ’ αυτούς”. “Αυτοί έπαιξαν πρώτοι καθαρό Η.Μ.”. “Αυτοί γέννησαν το Η.Μ.“… Δεν πάμε πουθενά όμως έτσι. Μπορώ να απαριθμώ τέτοιου είδους ‘ύμνους’ για ώρες. Και για να σας πω την αλήθεια, το βρίσκω κάπως γελοίο να προσπαθώ να σας πείσω για την προσφορά, την επιρροή και γενικά την σχέση με το Heavy Metal που έχουν οι JUDAS PRIEST (J.P.)
Και δεν είναι φυσικά αυτός ο σκοπός του άρθρου.
Όλα τα παραπάνω …μπλα μπλα τα βρίσκει κανείς εύκολα σε οποιοδήποτε ‘αρθράκι’ για τους Priest. Αυτά, συν τις μακροσκελείς αναλύσεις για την επιρροή τους στο outfit του - τότε και του σημερινού - metalhead. Με όλα αυτά τα καρφιά, τα δερμάτινα, την ιδιαίτερη γκαρνταρόμπα τους, ειδικά του Halford. Ή ακόμη την αμφιλεγόμενη (μέχρι να δηλωθεί απ΄τον ίδιον επίσημα το ΄93) σεξουαλικότητα του τελευταίου. Ωραία και πικάντικα όλα αυτά, όμως όχι για τούτο εδώ το άρθρο. Εδώ θα επικεντρωθούμε στην ίδρυση του γκρουπ, στα πρώτα δύσκολα χρόνια της ύπαρξής του, στην αρχή της δισκογραφίας του, στη μουσική εκείνης της πρώτης εποχής, με έμφαση στα κομμάτια του πρώτου τους άλμπουμ. Ας αρχίσει η ιστορία…
Το Birmingham είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική ζώνη της Αγγλίας. Και δυστυχώς μία απο τις βιαιότερες πόλεις της Ευρώπης. Σε αυτό το περιβάλλον οι σχολικοί φίλοι, οι K.K. Downing και Ian ‘Skull’ Hill, ύστερα από αρκετό καιρό που έπαιζαν μαζί, αποφασίζουν να δημιουργήσουνε μια μπάντα οδηγούμενοι από την λατρεία τους προς την μεγάλη σχολή του βρετανικού blues και φυσικά τον Jimi Hendrix. Ακούνε επίσης Who, Cream, Yarbirds και Bob Dylan. Ο Ian παίζει μπάσο και ο Ken κιθάρα. Αρχικά παίζουνε μαζί με τον ντράμερ John Ellis, προβάροντας πρωτόλειες συνθέσεις και παίζοντας αρκετές διασκευές σε κοινότητες νέων στο West Bromwich. Την μπάντα τους θα την ονομάσουν - αρχικά - Freight. Μια μέρα καθώς έπαιζαν έξω από το μέρος όπου έκαναν πρόβα, πέρασε ο καταξιωμένος σχετικά, στην μικρή τοπική σκηνή τραγουδιστής, Al Atkins. Η μανία και η ενέργεια με την οποία έπαιζαν τον άφησε έκπληκτο και αποφάσισε στη στιγμή να ενταχθεί στο σχήμα, φέρνοντας (κι επιβάλλοντας) μαζί του το όνομα της προηγούμενης του μπάντας, Judas Priest. Το όνομα, για την ιστορία, ήταν μια ιδέα του πρώην bandmate του Atkins, Bruno Stapenhill, ο οποίος την εμπνεύστηκε από το τραγούδι, του 1967, “The Ballad of Frankie Lee and Judas Priest”, του Bob Dylan. Έτσι ξεκίνησαν να κάνουν μικρές περιοδείες και να παίζουν σε μικρά club. Η πρώτη εμφάνισή τους γίνεται σε μια pub στο Essington, το “St. John's Hall”, στις 16/3/1971, μπροστά σε 7 θεατές! Το set-list περιλάμβανε κάποια δικά τους τραγούδια όπως και αρκετές διασκευές. Μάλιστα ηχογράφησαν κι ένα demo, το οποίο όμως δεν στάθηκε ικανό να τους κάνει να υπογράψουν σε κάποια δισκογραφική εταιρεία.
Deep Freeze
Στο μεταξύ οι ντράμερ έδιναν κι έπαιρναν: ο Ellis αντικαταστάθηκε από τον Alan Moore και μέχρι το τέλος του έτους, ο Chris Campbell αντικατέστησε τον Moore. Τελικά, η δύσκολη ζωή ενός περιοδεύοντος συγκροτήματος και τα χρήματα που δεν έρχονταν ώθησαν τον τραγουδιστή Al Atkins στην αποχώρηση. Απογοητευμένος από την οικονομική του κατάσταση, και αφού έβλεπε ότι με την μπάντα δεν μπορούσε να ζήσει όπως θα ήθελε, εγκαταλείπει τους υπόλοιπους και βρίσκει μία κανονική δουλειά για να βγάλει τα προς το ζην.
Έτσι ορφάνεψε η θέση του τραγουδιστή. Αυτό ήτανε σοβαρό πλήγμα για την νεοσύστατη μπάντα και οι Downing και Hill σκέφτονται σοβαρά να το διαλύσουνε. Η λύση ευτυχώς δεν άργησε να βρεθεί: Ο Ian Hill εκείνη την περίοδο είχε σχέση με μία κοπέλα (την οποία αργότερα παντρεύτηκε), με το όνομα Sue Halford. Αυτήν είχε αδερφό κάποιον για τον οποίο ακουγόταν ότι ήταν ένας πολύ ικανός τραγουδιστής, μοιάζοντας τότε αρκετά στον Robert Plant των Led Zeppelin, αλλά με καθαρά δικό του χαρακτήρα και προσωπικότητα. Έβγαζε χαρτζηλίκι ως ‘βοηθός φωτισμού’ σε διάφορα - αμφιβόλου ηθικής – θέατρα. Το όνομα αυτού; Rob Halford! Ύστερα από μια πρόβα μαζί του οι Judas Priest τον ενσωμάτωσαν στην μπάντα, παίρνοντας επίσης και τον drummer John Hinch. Rob και John έπαιζαν μαζί στο προηγούμενο συγκρότημά τους, τους Hiroshima. Κάπως έτσι, από ένα τυχαίο γεγονός, οι Priest αποκτήσανε τη φωνή, ή πιο σωστά την… κραυγή, που θα τους έκανε διάσημους.
Dying to Meet You
Η μπάντα βρίσκεται και πάλι στο δρόμο, με συνεχόμενα live. Πραγματοποιούν την πρώτη τους περιοδεία στην ηπειρωτική Ευρώπη στις αρχές του 1974. Παίζουνε ζωντανά όπου και όσο πιο συχνά μπορούνε, ενώ έχουνε ήδη εμφανιστεί σε Ολλανδία, Γερμανία και Νορβηγία. Σε κάποια από τις εμφανίσεις τους, τους βλέπουνε οι άνθρωποι μιας μικρής ανεξάρτητης εταιρίας, της Gull Records, και τους προτείνουνε συνεργασία. Στις 06/04/74, επιστρέφοντας στην Αγγλία, οι Priest υπογράφουνε το πολυπόθητο συμβόλαιο με την Gull, ενώ ύστερα από παραίνεσή της προσλαμβάνουνε τον Glenn Tipton (προτεινόμενο από τον Downing) ως δεύτερο κιθαρίστα. Αυτός έπαιζε σε ένα συγκρότημα με το όνομα The Flying Hat Band. Ο Τipton λοιπόν εισχωρεί στο συγκρότημα και η γέννηση του πιο ιστορικού κιθαριστικού διδύμου είναι γεγονός.
Έτσι οι Judas Priest, κάνοντας κι αυτήν την προσθήκη, γίνονται το πρώτο hard rock - heavy metal συγκρότημα που παίζει με δύο κιθάρες. Σταδιακά ο Ken και ο Glenn θα αναπτύξουν μία ιδιαίτερη χημεία και μεταξύ τους θα υπάρξει μία ευγενής άμιλλα που σαν αποτέλεσμα θα έχει να τους κάνει και τους δύο καλύτερους κιθαρίστες. Τα συνεχώς εναλλασσόμενα riff, τα διπλά σόλο, ο hard rock ήχος και η μελωδία που μπορούν και ακούγονται την ίδια στιγμή, αποτελούν την τέλεια συνοδεία στη χαρισματική φωνή του Rob Halford. Όλα τα προηγούμενα επηρέασαν την μετέπειτα εξέλιξη της εν λόγω μουσικής σκηνής. Κι ο δρόμος για το πρώτο τους άλμπουμ είναι πλέον ανοιχτός.
Το υλικό ήταν λίγο πολύ έτοιμο. Η μπάντα περπατούσε στον πέμπτο της χρόνο. Κάποια κομμάτια υπήρχαν ακόμη από την εποχή του Atkins. Για παράδειγμα, τραγούδια όπως το “Never Satisfied”,"Caviar and Meths" και “Winter” ‘φωνάζουν’ από μακριά ότι δεν συμβαδίζουν με τη φωνή και το στυλ του Halford αλλά ταιριάζουν καλύτερα στον Atkins που τα έγραψε. Γενικά η μουσική κατεύθυνσή τους σ’ αυτό το άλμπουμ ήταν κάπως μπερδεμένη. Δεν το λες καθαρό, βαρύ metal, δεν είναι ακριβώς blues rock, υπάρχουν κομμάτια που φλερτάρουν με μπαλάντες, βρίσκεις μέχρι και prog στοιχεία, ακόμη και ίχνη ψυχεδέλειας.
One For The Road
Μπαίνουν στα Trident Studios και πιάνουν δουλειά. Χρειαζόταν φυσικά κι ένας έμπειρος παραγωγός για να τους κατευθύνει σ΄αυτή την πρώτη τους προσπάθεια. Επιλέγεται ο Rodger Bain, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τα πρώτα τρία album των συμπατριωτών τους Black Sabbath και των Budgie. Τα προβλήματά τους όμως αυξήθηκαν αντί να εξαληφθούν. Οι συνθήκες είναι άθλιες. Έρχονται για ηχογραφήσεις πολλές φορές ακόμη και νηστικοί. Το άυπνοι μάλλον εννοείται. Τα τεχνικά προβλήματα στο στούντιο επίσης δεν έλειπαν. Όλα τους έδειχναν ότι ο δίσκος θα είναι σαφώς κακής ποιότητας - και δεν έπεσαν έξω.
Ο ίδιος ο Bain τους κάνει τη ζωή μαρτύριο. ‘Κατακρεουργεί’ κάποια κομμάτια (όπως το δεκάλεπτο αρχικά "Caviar and Meths") ενώ άλλα που έπαιζαν στα live και άρεσαν στον κόσμο, όπως τα "Tyrant", "Genocide" και " The Ripper", τα απέρριψε απ΄το track-list – ευτυχώς οι Priest τα επανέφεραν στο επόμενό τους άλμπουμ. Το ίδιο συνέβη και με το “Whiskey Woman” - αργότερα ‘μεταμορφώθηκε’ σε …”Victims Of Change”! Οι J.P. φτάνουν στο σημείο, για διάφορους λόγους (ησυχία, ζέστη, απουσία του Bain), να έρχονται να ηχογραφούν νύχτα. Ο μύθος θέλει μάλιστα ολόκληρο το άλμπουμ να το ηχογραφούν, κάποια τέτοια νύχτα, live και μονοκοπανιά, σαν σε συναυλία και όχι κομμάτι κομμάτι, ξεχωριστά το κάθε όργανο, ξεχωριστά τα φωνητικά κτλ. Ακούγοντάς το σου δίνει σίγουρα αυτή την αίσθηση…
Caviar And Meths
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1974, λοιπόν, κυκλοφορεί το Rocka Rolla. Ένα άλμπουμ που απέτυχε πριν καν βγει στην αγορά, κυρίως για τους παραπάνω λόγους. Η παραγωγή είναι μέτρια και βέβαια δεν προμηνύει σε τίποτα την μετέπειτα εξέλιξη του συγκροτήματος. Η μουσική φαντάζει αινιγματική σε έναν φαν της μπάντας που το άκουσε μετά π.χ. το “British Steel” ή το “Screaming For Vengeance”. Ίσως πολύ bluesy, low ή πειραματική. Η αλήθεια είναι ότι ακολουθούσε τις τάσεις της εποχής εκείνης. Ενδιαφέρουσα μεν, όχι metal δε. Μια ‘μίξη blues με heavy rock ήχο’ θα ήταν μια σωστότερη προσέγγιση.
Παρόλα αυτά υπήρχαν κάποιες καλές στιγμές στο άλμπουμ, οι οποίες έδειχναν κάποια ίχνη του ταλέντου των Priest, όπως το ομώνυμο, το οποίο προηγουμένως κυκλοφόρησε σε single, το instrumental “Caviar and Meths”, το “Cheater” και – ίσως - το καλύτερο του δίσκου, το “Run of the Mill”, στο οποίο ο Halford κάνει την πρώτη του μεγάλη ερμηνεία, ανεβάζοντας στο τέλος του τραγουδιού την φωνή σε πολύ υψηλά (για την εποχή) επίπεδα. Οι κραυγές του στο τέλος είναι ίσως κάποια από τα καλύτερα “wails” που έκανε ποτέ ο Rob! Το τρίλεπτο σόλο του KK όπως και αυτό του Glenn (μία από τις ελάχιστες συνεισφορές του στο “Rocka”) απογειώνει το κομμάτι, ίσως ένα από τα διαμάντια του άλμπουμ.
Run of the Mill
To “Cheater “ θα χαρακτηριζόταν ως το πιο ‘obscure’ κομμάτι, όχι μόνο του συγκεκριμένου άλμπουμ, αλλά της μπάντας γενικώς. Είναι το ένα από τα δύο κομμάτια των Priest που έχουν φυσαρμόνικα - βρείτε εσείς το άλλο. Θυμίζει ίσως και country. Οπωσδήποτε ακούγεται ως ένα κλασικό Priest τραγούδι και η γραμμή του είναι - αν μη τι άλλο – πιασάρικη.
Cheater
Το “Never Statisfied”, κομμάτι των Atkins και Downing, με βαρύ και ‘βρώμικο’ riff αλλά τελικά με πολύ αδύναμο ήχο στις κιθάρες. Θα ήταν ίσως ένα υπέροχο ροκ τραγούδι αν είχε περισσότερη δύναμη. Ακόμη όμως κι έτσι παραμένει ένα πολύ καλό κομμάτι.
Never Statisfied
Την “Τριλογία του Χειμώνα” απαρτίζουν τα κομμάτια "Winter", "Deep Freeze" και "Winter Retreat" τα οποία θα αποτελούσαν άνετα μια εννιαία ‘σουίτα’ (όχι όμως σε εκδόσεις CD). Τίποτε το ιδιαίτερο μπροστά στο ομώνυμο κομμάτι του άλμπουμ, που φαίνεται να είναι και το ‘δυνατότερό’ τους. Αν και σχετικά σύντομο, η κιθάρα μετά το πρώτο λεπτό το δικαιολογεί και ως πραγματικό ‘κομμάτι τίτλου’.
Rocka Rolla
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του άλμπουμ είναι και το αρχικό εξώφυλλο του δίσκου: Το γνωστό “καπάκι” που παραπέμπει μαζί με τον τίτλο σε δημοφιλές αναψυκτικό. Ήταν έργο του designer, John Pasche, γνωστού για τη δουλειά του με το πασίγνωστο logo των Rolling Stones (αυτό με την ΄γλώσσα΄). Περιττό να αναφέρουμε ότι υπήρξαν προβλήματα και δικαστικές διαμάχες με την Coca-Cola, αλλά έν τέλη όλοι βγήκαν κερδισμένοι. Αργότερα, στη δεκαετία του ’80, η μπάντα άλλαξε το εξώφυλλο στις επανακυκλοφορίες του άλμπουμ.
Όπως ηταν λογικό δεν πήγε και πολύ καλά. Πούλησαν μόνο λίγες χιλιάδες αντίτυπα. Και συνέχιζαν να περιοδεύουν με ένα δικό τους φορτηγάκι από πόλη σε πόλη και μάλιστα κάποια φορά έπαιξαν και σε μια ελληνική ταβέρνα ! Το καλό ήταν ότι τελικά οι Priest, σκληροτράχηλοι καθώς ήταν, δεν πτοήθηκαν. Συνέχισαν να παίζουν, να ταξιδεύουν, να γράφουν, κάνοντας σχέδια για το επόμενό τους άλμπουμ, που το φαντάζονταν καλύτερο. Ίσως το “Rocka Rolla” να αποτελούσε το πρώτο, αναγκαστικό, ‘μέτριο’ βήμα για να υπάρξει το επόμενο. Εξάλλου όλοι από κάπου αρχίζουν, όχι πάντα πετυχημένα. Το ντεμπούτο χρησίμευσε ίσως περισσότερο για να υποδείξει τις δυνατότητες του γκρουπ, παρά να κάνει κλικ στην υψηλότερη ταχύτητα που θα χρησιμοποιήσουν αργότερα για να κατακτήσουν τον κόσμο.
Τα υπόλοιπα είναι γνωστή ιστορία. Εν συντομία: Το 1976 κυκλοφορούν το Sad Wings of Destiny (με τον Alan Moore στα ντραμς). Ωστόσο, η έλλειψη πωλήσεων τους έφερε σε μια άθλια οικονομική κατάσταση, η οποία διορθώθηκε με ένα νέο συμβόλαιο με την CBS Records. Το Sin After Sin (1977) βρίσκει τον Simon Phillips να αντικαταστεί τον Moore . Ο δίσκος έλαβε θετικές κριτικές και η μπάντα αναχώρησε για την πρώτη αμερικανική περιοδεία τους, με τον Les Binks αυτή τη φορά στα τύμπανα. Επιστρέφοντας στην Αγγλία, οι J.P. ηχογραφούν το Stained Class (1978), άλμπουμ που τους καθιέρωσε ως μια διεθνή δύναμη στο metal. Μαζί με το Hell Bent for Leather (κυκλοφορεί ως Killing Machine στο Ηνωμένο Βασίλειο), καθόρισαν το νεοσύστατο ‘New Wave Of British Heavy Metal’.
Ένας σημαντικός αριθμός συγκροτημάτων υιοθέτησε την εικόνα των Priest με δερμάτινα και σκληρό ήχο, καθιστώντας τη μουσική τους πιο ‘δύσκολη’, γρηγορότερη και πιο δυνατή. Μετά την κυκλοφορία του “Hell Bent for Leather”, η μπάντα κατέγραψε το live άλμπουμ Unleashed in the East (1979) στην Ιαπωνία κι αυτό έγινε το πρώτο τους πλατινένιο στην Αμερική. Κι ακόμη δε φτάσαμε καν στο 1980, στο επόμενο άλμπουμ τους, British Steel, που τους έφτασε στα ουράνια και τους έκανε πραγματικούς Metal Gods με κομμάτια όπως τα "Breaking the Law" και "Living After Midnight". Ο δρόμος για την απόλυτη επιτυχία ήταν ορθάνοιχτος μπροστά τους. Και το Heavy Metal έβρισκε τους σύγχρονους - και διαχρονικούς - εκφραστές του. Ειρωνεία! Το συγκρότημα που είχε ξεκινήσει πριν δέκα χρόνια, δίπλα από τα εργοστάσια μετάλλων του Birmingham.
Κι όπως έλεγε κι ο Halford : “Μεγάλωσα σε μια γειτονιά που το μόνο που άκουγα ήταν o ήχος από τα σφυριά και τα πιστόνια δίπλα μας. Για να πάμε στο σχολείο περνούσαμε μέσα από εργοστάσια που έλιωναν τα μέταλλα. Έκανα φιλολογικά μαθήματα και η τάξη κουνιόταν από τα κτηνώδη μηχανήματα. Τι μουσική περιμένετε να παίξω;”
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ