Δεν είναι καθόλου συνηθισμένο για μια δημοφιλή ροκ μπάντα, που ήταν μαζί για σαράντα περίπου χρόνια κι έχουν κυκλοφορήσει ένα πολύ μεγάλο αριθμό από άλμπουμ (στούντιο και live), να ορίζεται, στην μεγάλη πλειοψηφία των οπαδών της, από ένα και μόνο άλμπουμ. Αυτό να την στοιχειώνει και να γίνεται εμμονή - ακόμη και για τα ίδια τα μέλη της. Αλλά είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει με τους Wishbone Ash και το Argus.
Κι όμως. Ούτε η πρώτη τους - άρα και ‘σημαδιακή’, κατά έναν τρόπο – δουλειά ήταν, ούτε η τελευταία τους. Ήταν το τρίτο τους ΄παιδί’ και μάλιστα μετά τα αξιόλογα και πετυχημένα Wishbone Ash (1970) και Pilgrimage (1971). Ήταν όμως το Argus που έκανε τεράστια αίσθηση σε κοινό και κριτικούς. Έμεινε 20 εβδομάδες νo.3 στα Bρετανικά charts. Τα διόλου ευκαταφρόνητα κι έγκυρα περιοδικά, ‘Melody Maker’ και ‘Sounds’, μετά από ψηφοφορία των αναγνωστών, το ανακήρυξαν ‘Άλμπουμ της Χρονιάς’ για το 1972, στη Βρετανία. Κι αν νομίζετε ότι τα παραπάνω δεν ήταν και κάτι το εξαιρετικό ως διάκριση, θα έπρεπε να σκεφτείτε για λίγο τον συναγωνισμό που υπήρχε εκείνη την εποχή.
Τα μεγαθήρια Led Zeppelin, Deep Purple, Black Sabbath, βρίσκονται στο φόρτε τους, το progressive ρεύμα ανθεί (Yes, Genesis, E.L.P.), ενώ η λάμψη του glam rock (Bowie, Τ-REX, Roxy Music, Slade, Gary Glitter) κατακλύζει την γενέτειρά τους. Κι όμως το Argus καταφέρνει και υπερνικά τεράστια άλμπουμ της χρονιάς εκείνης, όπως (ενδεικτικά): Machine Head (Deep Purple), Exile On Main Street (Rolling Stones), Demons And Wizards (Uriah Heep), The Rise And Fall of Ziggy Stardust (David Bowie) ,Vol.4 (Black Sabbath), Close To The Edge (Yes), Foxtrot (Genesis), The Jeff Beck Group (Jeff Beck Group), Thick As A Brick (Jethro Tull) και πολλά πολλά άλλα. Κι όμως οι Wishbone Ash με το ‘Άργος’ τους, αν και σχετικά φρέσκο συγκρότημα, χωρίς frontman μάλιστα, τα κατάφεραν και βγήκαν νικητές στη μάχη με όλα τα παραπάνω ιερά τέρατα. Το πώς τα κατάφεραν, αποτελεί το θέμα του παρόντος άρθρου.
Time Was
Κυκλοφόρησε στις 28 Απριλίου του 1972 και θεωρείται ακόμη και σήμερα το καλύτερο έργο της μπάντας από τη συντριπτική πλειοψηφία των οπαδών και των κριτικών. Στηριζόμενο στο κλασικό line-up, Martin Turner (φωνητικά, μπάσο), Andy Powell (κιθάρα και φωνητικά), Ted Turner (κιθάρα και φωνητικά) και ο Steve Upton (ντραμς), το άλμπουμ ηχογραφήθηκε στα ‘De Lane Sea Studios’, στο Wembley (Βορειοδυτικό Λονδίνο), τον Ιανουάριο του 1972. Οι ηχογραφήσεις κράτησαν λιγότερο από έναν μήνα. Η παραγωγή, όπως και στα προγούμενα δύο, ήταν του Derek Lawrence. “Με την υπογραφή μας στην MCA, ο Derek μπήκε στη σύμβαση ως παραγωγός για τρία άλμπουμ”, εξηγεί ο Martin Turner. "Ήταν ένας σπουδαίος τύπος, αλλά όχι ένας μεγάλος παραγωγός με τη σύγχρονη έννοια. …Είχε μια καλή αίσθηση της μουσικής και ήταν καλός για τους ανθρώπους που διαχειριζόταν, μουσικούς και δημιουργικούς ανθρώπους, όταν τα πράγματα έμοιαζαν λίγο ζορισμένα”. O Lawrence ήταν που είχε κάνει παραγωγή και τα τρία πρώτα LPs των Deep Purple. Ως μηχανικό ήχου, ο Derek εδώ επέλεξε ξανά τον Martin Birch, γνωστό μας από τις δουλειές του, εκτός των Purple, με τους Iron Maiden, Rainbow, Black Sabbath, Blue Öyster Cult, κ.α.
Ο Steve Upton είχε την ιδέα να ονομάσει το άλμπουμ “Argus” από το μυθικό Άργο τον Πανόπτη, τον γιγαντιαίο φρουρό με τα χίλια μάτια, της ελληνικής μυθολογίας, που του είχε ανατεθεί η προστασία της Ιούς, της ερωμένης του Δία. Για το εξώφυλλο επιστράτευσαν την κορυφαία καλλιτεχνική ομάδα των ‘70s, την Λονδρέζικη ‘Hipgnosis’ (υπεύθυνη στη συνέχεια για δεκάδες αξέχαστα εξώφυλλα των Zeppelin, Floyd, E.L.O., Genesis, U.F.O., Yes, Scorpions, Alan Parsons Project, Peter Gabriel, κλπ). Χάρη στα χέρια του υπεύθυνου σχεδιασμού, του φημισμένου Storm Thorgerson, ο δίσκος ντύνεται με ένα από τα υποβλητικότερα εξώφυλλα της ιστορίας: Ένας ενιαίος ‘ζωγραφικός πίνακας’ - που εκτείνεται και στο οπισθόφυλλο - όπου δεσπόζει κάποιος πολεμιστής της αρχαίας Ελλάδας. Αυτός, φορώντας κόκκινη κάπα, επιβλέπει υπομονετικά, νωρίς το πρωί ένα μουντό τοπίο. Το πρόσωπο, καθώς και η προοπτική ματιά, το τί ή πού στην πραγματικότητα ατενίζει, δεν αποκαλύπτεται (παρά αφήνεται στη φαντασία του κατόχου του δίσκου να τα συμπληρώνει ξανά και ξανά), ταιριάζει αρμονικά με τον πλούτο του περιεχομένου αυτού του δίσκου.
Για την ιστορία, η εικονιζόμενη περιοχή βρίσκεται στο φαράγγι του Verdun στην Προβηγκία. Επίσης το κοστούμι του πολεμιστή, η ‘Hipgnosis’ το δανείστηκε από τη γκαρνταρόμπα της κινηματογραφικής ταινίας “The Devils” (1971), με πρωταγωνιστές τον Oliver Reed και την Vanessa Redgrave, σε σκηνοθεσία Ken Russell. Μέχρι στιγμής δεν έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα του ατόμου που φοράει τη στολή, αν και ο Martin Turner - προφανώς χαριτολογώντας – δήλωσε σε συνέντευξή του ότι “στην πραγματικότητα είμαι εγώ” ! Όπως επίσης έχει ειπωθεί (και από τον Andy Powell) ότι ο ‘σκοτεινός ιππότης’ του εξώφυλλου ήταν η έμπνευση για τον χαρακτήρα του Darth Vader (!) στην κινηματογραφική σειρά “Star Wars”. Καθόλου απίθανο θα ‘λεγα. Σίγουρα υπάρχουν ομοιότητες. Ένα άλλο μυστήριο που περιβάλλει το έργο τέχνης, είναι η εικόνα ενός διαστημοπλοίου που φαίνεται να πετάει μακριά. ‘Η σημασία στη λεπτομέρεια’, θα’ λεγα εγώ, αλλά ίσως κάποιος σκεφτεί ότι έτσι μπαίνει και μια ‘πινελιά’ του Φανταστικού! Το σκάφος είναι ορατό στο πίσω μέρος της αρχικής έκδοσης βινυλίου, αλλά έχει αφαιρεθεί, όταν το 2002 επανεκδόθηκε ο δίσκος. Τέλος, στο gatefold-εσώφυλλο, οι φωτογραφίες των τεσσάρων μελών, παρμένες σε κάποια από τα αναρίθμητα live τους, είναι συγκεχυμένες, με τα φυσικά τους χρώματα αλλοιωμένα από το φως της σκηνής, σαν πορτραίτα από κάποιο εικονογραφημένο βικτωριανό μυθιστόρημα. Δεν είναι μυστήριο λοιπόν, γιατί το εξώφυλλο αυτό, αποτελεί κάτι σαν επίσημο σημείο αναφοράς του γκρουπ, ένα logo ισχυρότερο ακόμη κι από το ‘γούρικο κοκαλάκι’ (του πρώτου κι ομώνυμου άλμπουμ), που παραπέμπει άμεσα στη λέξη ‘Wishbone’.
Warrior
Όλα όμως τα παραπάνω αποτελούν ασήμαντες λεπτομέρειες μπροστά στο περιεχόμενο του άλμπουμ, το μεγαλείο της μουσικής, της σοφής δομής των κομματιών και την μετέπειτα επιδραστικότητά του. Πρόκειται για ένα αρχέτυπο μουσικής σύνθεσης, ενορχήστρωσης και πειραματισμού που συνδυάζει progressive δομές, hard rock χρωματισμούς και folk περάσματα, μέσα σε επτά κομμάτια. Με στίχους και μελωδίες προερχόμενες κατά κύριο λόγο από τον μπασίστα Martin Turner, ακουμπούν ζητήματα όπως το πέρασμα του χρόνου (“Time Was”), η ένωση του ανθρώπου με τη φύση (“Leaf And Stream”), η μάχη σαν δίοδος προς τη δικαίωση και την προσωπική ανεξαρτησία, κυρίως μέσα από παραβολές και εικόνες μεσαιωνικού ρομαντισμού (“Warrior”, “The King Will Come”). Υπάρχει μια παράξενη αλχημεία που ενώνει όλα αυτά τα είδη στα κομμάτια τους. Αλλά το κύριο χαρακτηριστικό, αναμφισβήτητα, είναι το λαμπρό έργο του Powell και του Ted Turner στην κατασκευή ονειρικών μελωδιών με τις κιθάρες τους, οι οποίες συνδέονται με πολύπλοκες αρμονίες, που οδηγούν τελικά τον ακροατή σε άλλες διαστάσεις. Κατά τη γνώμη μου, και χωρίς καμία αμφιβολία, το ‘Αrgus’ είναι το μηδέν σημείο των δίδυμων κιθάρων. Παρόλο που κάποιες μπάντες είχαν ήδη βιώσει αυτό το χαρακτηριστικό στους ήχους τους, σε αυτό το άλμπουμ, η έννοια καθορίστηκε με σταθερό και οριστικό τρόπο. Μιλάμε τουλάχιστον για την Βρετανία, αν θεωρήσουμε ότι στην Αμερική αυτό έγινε πιο πριν, π.χ. με τους Allman Brothers. Τώρα, εδώ, θέτουν τις βάσεις οι Ash, δίνοντας βήμα κατόπιν σε μπάντες όπως οι Thin Lizzy, Iron Maiden, κλπ. Αυτό που ξεχωρίζει άμεσα στο ‘Argus’ είναι οι γραμμές του μπάσου του Martin Turner. Σε αντίθεση με πολλούς rock bassists αυτής της εποχής, ο Μ.Turner δεν ακολουθεί μόνο τις κιθάρες αλλά κάνει το δικό ‘παίξιμο’ - άλλο ένα πρωτοποριακό act - προσθέτοντας μια επιπλέον διάσταση σε κάθε τραγούδι του άλμπουμ.
Αναμφίβολα, μοιάζει με ‘best of’ – ένα γνώρισμα που μόνο τα μνημειώδη άλμπουμ παρουσιάζουν. Όλα ρέεουν αβίαστα εδώ. Οι επικές συνθέσεις με την πρωτοποριακή ενορχήστρωση, οι ευφάνταστες μουσικές φράσεις, παραμορφωμένες ή μη, οργνώνονται άψογα υπό το μεσαιωνικό κλίμα της θεματολογίας των στίχων. Και τα τραγούδια: ένα κι ένα! Ψάχνει με κόπο να βρει κανείς τον - κατά τι – ‘αδύναμο κρίκο’. Το LP ανοίγει με το 9λεπτο "Time Was" και την όμορφη, μελωδική ακουστική εισαγωγή του, το οποίο χρησιμεύει ως βάση για τα φωνητικά του Martin και του Ted Turner. Στο μισό του τραγουδιού ο ρυθμός αλλάζει και γίνεται πιο γρήγορος, οδηγώντας σε ένα μεγάλο φινάλε με μερικά πολύ ωραία διπλά σόλο κιθάρας. Ο Andy Powell δήλωσε κάποτε ότι ήταν ένα τραγούδι εμπνευσμένο από τους Who. "Υπήρχε πολύ Keith Moon στο τύμπανο του Steve”, είπε.
Το επόμενο, το "Sometime World", αρχίζει ως μία ρομαντική μπαλάντα, άκρως νοσταλγική. Η αλλαγή του ρυθμού λίγο πριν τη μέση - γύρω στο 3:30 - γεμίζει τον ακροατή με πρωτόγνωρα συναισθήματα. Αναλαμβάνει τότε το μπάσο του Μ. Turner για να παραδώσει στην μουσική ιστορία μία από τις ομορφότερες μπασογραμμές, που στέκεται άνετα και μόνη της στο τραγούδι. Ο ρυθμός αυξάνεται και σύντομα ενώνονται και οι κιθάρες. Αρχίζει τότε ένα φανταστικό part που περιέχει μελωδικό, ‘τραγουδιστικό’ μπάσο, φωνητικές αρμονίες και ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή σόλο των ΄70s. ‘Ένα σόλο - κιθαριστική πανδαισία, με τους Andy και Ted να διδάσκουν τι σημαίνει ‘δισολία’ αλλά και ότι δεν είναι απαραίτητο κάποιος να παίζει γρήγορα την κιθάρα του για να κάνει θαύματα. Αναμφίβολα, το highlight του άλμπουμ.
Sometime World
Το “Blowin' Free”, ένα από τα πιο διάσημα κομμάτια της μπάντας, “άλλο ένα κομμάτι από το ‘Τommy”, σύμφωνα με τον Ted Turner. Aποτελεί αυτό που λέμε “classic - Ash”. Ένα mid tempo τραγούδι, που αρχίζει με ένα γρήγορο, απλό, επαναλαμβανόμενο και ‘κολλητικό’ riff και χαρακτηρίζεται για τα φωνητικά του που είναι μοιρασμένα στους δύο Turner και στον Powell - ως γνωστόν μόνο ο Upton δεν έχει credits στις φωνές. Ένας τέλειος ρυθμικός ύμνος, απαραίτητος σε κάθε set-list, τόσο της μπάντας κάποτε, όσο και των σχημάτων που φτιάχνουν κατά καιρούς κάποια μέλη.
Ίσως απ΄τα πιο γνωστά κι αγαπημένα τραγούδια εδώ είναι το “The King Will Come”, το πρώτο της Β’ πλευράς. Ένα πραγματικό έπος που δεν το βαριέσαι όσες φορές και να το ακούσεις. Αρχίζει με μια απλή κιθαριστική γραμμή που γρήγορα πλαισιώνεται με μία wah-wah κιθάρα. Παράλληλα ακούγεται όλο και αυξανόμενο ένα μαρς drumming. Μετά το πρώτο λεπτό ‘πέφτει’ το βασικό riff - βαρύ κι ασήκωτο - και το τραγούδι γίνεται ένα πραγματικό ροκ κομμάτι, πλημμυρισμένο με υπέροχα κιθαριστικά μέρη. Μartin και Andy μοιράζονται τα τέλεια εναρμονισμένα φωνητικά, συμβάλλοντας στην επική ατμόσφαιρα του κομματιού. Παύσεις και εναλλαγές ρυθμών απαραίτητες κι εδώ. Κι ένα μπάσο ΄βαρύ’ όσο δεν πάει άλλο, από τον Turner, αφήνει το στίγμα του. Με λίγα λόγια: μια λαμπρή σύνθεση και εκτέλεση !
The King Will Come
Το υπέροχο "Leaf And Stream" αξίζει ιδιαίτερη μνεία ως η απόλυτη, μεσαιωνική folk-prog μπαλάντα – κι όχι μόνο του συγκεκριμένου άλμπουμ. Εντελώς ονειρικό, νοσταλγικό κομμάτι, χαλαρώνει τον ακροατή και τον ταξιδεύει σε άλλους τόπους και χρόνους. Χωρίς έντονη αίσθηση του μπάσου και των ντραμς – δεν τα καταλαβαίνεις ίσως καθόλου – το "Leaf And Stream", γραμμένο κι ερμηνευμένο από τον M. Turner, αποτελεί ένα folk αριστούργημα, με δεξιοτεχνικές κιθάρες και εύθραυστα φωνητικά. Κυριολεκτικά μια μεγάλη ευκαιρία για μυστικισμό και διαλογισμό.
Leaf And Stream
Φτάνοντας προς το τέλος, συναντάμε το πιο ρυθμικό και κλασικό ροκ κομμάτι του δίσκου, “ Warrior ”. To κομμάτι ακολουθεί τη μεσαιωνική θεματολογία, μια απλή ιστορία για αγρότες του παλιού καιρού, που παίρνουν τα όπλα για να πολεμήσουν έναν κοινό εχθρό. “ I'd have to be a warrior / A slave I couldn't be / A soldier and a conqueror / Fighting to be free”.(“Πρέπει να γίνω πολεμιστής, - σκλάβος δε θα μπορούσα…. Ένας στρατιώτης, ένας κατακτητής, αγωνιζόμενος να μείνω ελεύθερος”). Εδώ ακούμε ίσως τα πιο σκληρά και ‘τραγανά’ riffs του άλμπουμ. Σπουδαία μελωδικά tempos, εναλλασόμενα με ΄γεμάτα’ κιθαριστικά μέρη.
Το “Argus” ολοκληρώνεται με ιδανικό τρόπο. Το “Throw Down the Sword” αποτελεί δομικά, μουσικά και σύμφωνα με το concept, την φυσική εξέλιξη του “ Warrior ”. Ξεκινά με ένα επαναλαμβανόμενο μελωδικό riff κιθάρας και αυξανόμενης έντασης τύμπανα, έτσι ενορχηστρωμένα, ώστε να κάνουν τον ακροατή να αισθάνεται σαν να βρίσκεται ο ίδιος, μαχόμενος, σε ένα πεδίο μάχης. Τη στιγμή μάλιστα που έχεις το μεγάλο δίλημμα αν θα πρέπει να τα παρατήσεις όλα. “Throw down the sword / The fight is done and over / Neither lost, neither won. / To cast away the fury of the battle / And turn my weary eyes for home/ There were times when I stood at death's own door…”. Ένας επικός θρήνος, τραγικός και συνάμα τέλεια μελωδικός κι ονειρικός. Το μεγάλο του ατού όμως είναι το κιθαριστικό μέρος των Powell και Turner που κλείνει το κομμάτι κι αποτελεί και το τελικό εξόδιο του δίσκου. Οι δύο κιθαρίστες εναρμονίζονται άψογα, αν και παίζουν ταυτόχρονα σε διαφορετικές ‘γραμμές’. Διατηρούν μεταξύ τους τέλεια αρμονία, αν και συνεχώς συγκλίνουν κι αποκλίνουν, τέμνονται κι αλληλοσυμπληρώνονται. Στο φινάλε έχουμε ένα μεγαλειώδες και συγκλονιστικό σόλο δύο κιθάρων, ένα επίτευγμα που σπάνια μπορεί κάποιος να το πετύχει από τότε.
Throw Down the Sword
Ο αντίκτυπος του Argus ήταν άμεσος. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που ένα πολύ μεγαλύτερο ακροατήριο από το συνηθισμένο άρχισε να πηγαίνει στις συναυλίες της μπάντας, μετατρέποντας την περιοδεία για την προώθηση του δίσκου σε μία από τα πιο εμπορικές της διετίας 1972-1973. To άλμπουμ Live Dates, που κυκλοφόρησε το 1973, περιείχε 4 από τα 7 κομμάτια του Argus.
Το 1991 το άλμπουμ πρωτοεκδόθηκε σε CD, έχοντας ως bonus κομμάτι το “No Easy Road”. Το 2002 το άλμπουμ έκανε μία remastered επανέκδοση, και περιλάμβανε το σπάνιο EP Live from Memphis, το οποίο καταγράφηκε περίπου την εποχή της ηχογράφησης του Argus. Περιέχει τρία κομμάτια που επιμηκύνουν το άλμπουμ κατά 77 λεπτά, με τα τραγούδια: "Jail Bait" και "The Pilgrim" (από το δεύτερο άλμπουμ τους), καθώς και μια χορταστική, 17λεπτη έκδοση του μεγαλοπρεπούς "Phoenix" από το ντεμπούτο τους.
Τέλος, κυκλοφόρησε το 2007 μια Deluxe έκδοση του άλμπουμ, με τρία κομμάτια bonus. Εκτός από το ήδη γνωστό “No Easy Road” και τις εκδόσεις του “The Pilgrim” και “Phoenix” (live από το Memphis), ο δίσκος έφερε έξι live κομμάτια που ηχογραφήθηκαν για λογαριασμό του BBC, το 1972. Τα “Time Was”, “Blowin' Free”(δις), “Warrior ”, “Throw Down the Sword”, “The King Will Come” και "Phoenix".
Blowin' Free
Για τη σημασία του άλμπουμ και για την επίδρασή του τόσο στους απανταχού μουσικόφιλους, όσο και στους κατοπινούς επίδοξους μουσικούς, τα λόγια ίσως περιττεύουν. Αναφέραμε ήδη παραπάνω ότι το Argus έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος πειραματισμός με διπλές κιθάρες, στην ανατολική πλευρά του Ατλαντικού. Επίσης, πολλές μπάντες και φτασμένοι μουσικοί τον επικαλέστηκαν για την βαθιά εντύπωση που τους έκανε, την έμπνευση που τους γέμισε, κι ακόμη, ως το άλμπουμ που τους άλλαξε τη ζωή. Για παράδειγμα, ο Steve Harris των Iron Maiden ήταν ανέκαθεν δηλωμένος φαν του Martin Turner και κατά δήλωσή του, τα άλμπουμ των Ash - κι ιδιαίτερα το Argus - υπήρξαν η έμπνευσή του να στήσει τη μελλοντική του μπάντα με πρωταγωνιστή το μπάσο και δύο lead κιθάρες. Και φυσικά δεν ήταν ο μόνος, έκτοτε, που το έκανε!
Όντας άκρως πρωτοποριακό, αυτό το άλμπουμ με το που βγήκε, έσπασε κάθε κατεστημένο. Εκτός από τον αξεπέραστο συνδιασμό rock ιδιωμάτων (prog, hard rock, southern rock, βρετανική folk, ηλεκτρική jazz,…) και την πολυπλοκότητα που αναδεικνύεται, ειδικά σ΄αυτό το LP, από τις ‘δίδυμες κιθάρες’, εδώ έχουμε και παγκόσμιες πρώτες: Αποτέλεσε ένα ορόσημο της progressive rock, αν και δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου πλήκτρα. Ένα ορόσημο του epic rock, πριν ακόμη αυτό ορισθεί ως είδος. Έθεσε τα μέτρα και τα σταθμά του τεχνοκρατικού λυρισμού, πριν ακόμη από πολλούς κατοπινούς εκπροσώπους του. Μην αρχίσουμε να λέμε και για την απόλυτη αναγνωρισιμότητα του εξώφυλλου, γιατί είπαμε: θεωρείται - μπροστά στο περιεχόμενο - λεπτομέρεια.
Σχεδόν μισό αιώνα μετά την πρώτη κυκλοφορία του και με δεδομένη την επανάκαμψη σε παγκόσμια κλίμακα στην προτίμηση του μουσικόφιλου κοινού του φυσικού φορέα της ροκ μουσικής, του βινυλίου, είναι πολύ πιθανόν ότι ακόμη και αυτή τη στιγμή, κάποιος, κάπου ανά την υδρόγειο, περιεργάζεται για πρώτη φορά μια πλήρη κόπια του Argus και ετοιμάζεται να καταδυθεί στον κόσμο του,“…only searching for an answer”.
Κι επειδή κάποτε τα λόγια πρέπει να σταματήσουν: Όλοι εμείς οι αμετανόητοι μύστες αυτού του δίσκου, γνωρίζουμε πάνω απ΄όλα, ότι έχει μπει βαθιά ‘μέσα’ μας, πλάστηκε με το ‘είναι’ μας και ρίζωσε για τα καλά στην καρδιά μας.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΕΡΜΗΓΚΑΣ
Πηγή: https://musicoversixcenturies.blogspot.com/