Savoy Brown: Μια έκρηξη του Blues-Rock!

Savoy Brown: Μια έκρηξη του Blues-Rock!

 

Αρχικά αποκαλούμενοι Savoy Brown Blues Band, αυτό το γκρουπ μπορεί ορθώς να πάρει credits ως η μπάντα που έκανε τον αποχαιρετιστήριο ύμνο της Αγγλικής έκρηξης των blues των 60'ς, σε μία φόρμα μοντέρνου blues, που εύστοχα ονομάστηκε "Train to Nowhere". Ιστορικά όπως και μουσικά, αυτό το τραγούδι παραμένει μία λυπητερή υπενθύμιση ότι το 1969, εποχή που κυκλοφόρησε σαν single τα περισσότερα ορίτζιναλ blues δεν ήταν πιά βιώσιμα στην Αγγλία, καθώς ολοένα και περισσότερα blues κλαμπ έβαζαν λουκέτο.

 

Train to Nowhere (1969)

 

 

 

 

Με ηγέτη τον ιδρυτή και κιθαρίστα Kim Simmonds, οι Savoy Brown έγιναν ένα μεγάλο live σχήμα στην Αμερική, αν και η δημοφιλία τους στην πατρίδα τους ήταν περιορισμένη και ποτέ δεν κατάφεραν να αποδράσουν από τις σκηνές των κλαμπ. Ίσως η εγχώρια επιτυχία παρεμποδίστηκε από την συχνότητα αλλαγών στους μουσικούς καθώς ο Simmonds ήταν το μοναδικό μέλος που παρέμεινε συνεχόμενα καθ'όλη την διάρκεια ύπαρξης της μπάντας. Ωστόσο, αυτές οι συχνές αλλαγές στο lineup οδήγησαν επίσης σε μερικά αξιόλογα σχήματα. Πολλοί θεωρούν ότι οι ηχογραφήσεις που παρουσιάζουν τα πλούσια φωνητικά του Chris Youlden και την γραφή των τραγουδιών ενισχυμένη με jazz στοιχεία από τον Kim Simmonds μαζί με την ρέουσα blues κιθάρα ήταν η καλύτερη δουλειά των Savoy Brown. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα κομμάτια στα τέλη του '60, όπως το "She's Got a Ring on Her Hand" και το εντελώς διαφορετικό και περίλυπο groovy "Mr. Downchild". Οι αρχές του '70 επίσης είδαν μερικές ενδιαφέρουσες αλλαγές στα μέλη, συμπεριλαμβανομένης μίας συνεργασίας με τον Stan Webb από τους Chicken Shack, όταν η μπάντα ήταν επίσης γνωστή ως the Boogie Brothers).

 

Mr. Downchild (1968)

 

 

 

 

Στα νεανικά του χρόνια ο κιθαρίστας των Savoy Brown, Kim Simmonds ήταν πολύ επηρεασμένος από τον μεγαλύτερο αδελφό του Harry, ο οποίος ξεκίνησε να ακούει μουσική όταν ήταν 13, ιδιαιτέρως τον Bill Haley. Αργότερα ενδιαφέρθηκε για την R&B και τα blues, ιδιαιτέρως την μουσική του James Brown, Ike and Tina Turner, Jimmy Reed, Otis Rush και Muddy Waters. Συχνά αγόραζε Αμερικανικούς δίσκους εισαγωγής από ένα μικρό δισκοπωλείο στο Streatham, όπου σύχναζαν επίσης ο Dave Kelly και η Jo Ann Kelly. Ο Kim απορροφήθηκε στους δίσκους της συλλογής του μεγαλύτερου αδελφού του. "Ο αδελφός μου Harry, συνήθιζε να έρχεται σπίτι με όλους εκείνους τους δίσκους και εγώ δεν άκουγα τίποτα άλλο παρά blues", είπε στο Beat Instrumental. "Ήμουν κολλημένος εκεί". Ανάμεσα στις επιρροές του ήταν ο Howlin' Wolf (και ο κιθαρίστας του Hubert Sumlin), o Earl Hooker, o Freddy King, o Matt Murphy, o Otis Rush και ο Muddy Waters. Στα 13 του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και έμαθε να παίζει τα riff του Chuk Berry. Στα 15 ακόμα έπαιζε κιθάρα, αν και τότε παράτησε το σχολείο και ανέλαβε υπάλληλος στο Υπουργείο Άμυνας. Eνώ περίμενε έξω από ένα δισκάδικο στην Chinatown district, στο Λονδίνο, συνάντησε έναν άλλο οπαδό των blues, τον παίκτη της φυσαρμόνικας και γείτονα John O'Leary. Ο O'Leary έπιασε την φυσαρμόνικα, όταν είδε τον Cyril Davies να εμφανίζεται με τους Alexis Korner's Blues Incorporated. Οι δυό τους έγιναν φίλοι και ο O'Leary προσκάλεσε τον Kim και τον αδελφό του Harry για ένα τζαμ. "Πήγα χωρίς να περιμένω πολλά, αλλά ο Kim ήταν αλήθεια καλός", παρατήρησε ο Harry αργότερα. Ενθάρρυνε τον αδελφό του να σχηματίσουν μία μπάντα και όλοι συμφώνησαν ότι θα είχαν τον Harry για μάνατζερ. Το αρχικό lineup αποτελείτο από τον Kim Simmonds στην κιθάρα, τον O'Leary στην φυσαρμόνικα, τον Leo Manning στα ντραμς, στα φωνητικά τον Brice Portius και στο μπάσο τον Ray Chappell.

 

Ο Manning και ο Portius ήταν μαύροι, ενώ τα άλλα μέλη ήταν λευκοί πράγμα που έκανε τους Savoy Brown ένα από τα πρώτα διαφυλετικά γκρουπ που έπαιξαν σε Αγγλικά κλαμπ. Ο πρώτος πιανίστας τους Trevor Jeavons, σύντομα αντικαταστάθηκε από τον Bob Hall (ο οποίος έγινε ένα από τα μακροβιότερα-αν και part-time μέλη). Προηγουμένως, ο Hall ήταν μέλος των John Lee's Groundhogs (αργότερα the Groundhogs), που είχαν το 1964 κάνει την backing μπάντα στον John Lee Hooker, κατά την περιοδεία του. Επίσης είχε παίξει για τον Jimmy Reed και τον Little Walter. Τον καιρό της πρώτης ηχογράφησης των Groundhogs, ωστόσο, ο Hall αποχώρησε επειδή δεν μπορούσε να συμβιβάσει τον χρόνο του με την πρωινή του δουλειά. Το νέο γκρουπ αποφάσισε να πάρει το όνομα Savoy Brown Blues Band για να δώσουν έμφαση στο ρεπερτόριό τους, που αποτελείτο από Σικάγο blues. Πήραν το Savoy από την Αμερικανική δισκογραφική Savoy Records, που νόμιζαν ότι ακουγόταν εκλεπτυσμένο και το Brown επειδή θεώρησαν ότι είναι τόσο απλό, όσο ακούγεται. Δεμένες μαζί οι λέξεις δημιούργησαν μία ισορροπία αντιθέσεων. Όπως πολλές μπάντες, βρήκαν δυσκολίες στο να κλείσουν δουλειές αρχικά, αλλά αντίθετα με άλλες μπάντες οι αδελφοί Simmonds απλά αποφάσισαν να ανοίξουν το δικό τους blues κλαμπ, Kilroy's, τον Μάιο του 1966. Το Kilroy's εντοπίστηκε στον πάνω όροφο της Nag's Head Tavern στο York Road στο Battersea. Ο Kim περιέγραψε το κλαμπ στο Relix: "Συνήθιζαν να το έχουν ως folk κλαμπ μία νύχτα κάθε εβδομάδα και καθώς η folk πέθαινε τότε τους πλησιάσαμε ζητώντας να έχουμε χώρο για blues κλαμπ κάθε Δευτέρα βράδυ. Συνηθίζαμε να κάνουμε πρόβες εκεί. Από όσο μπορώ να θυμηθώ μοιράζαμε φυλλάδια στο Λονδίνο και το κλαμπ άρχισε να υφίσταται. Στην αρχή μόνο ελάχιστοι άνθρωποι ήρθαν και μετά παίζαμε εκεί κάθε εβδομάδα και άρχισε να "πιάνει", ώσπου τελικά έγινε ένα κλαμπ αριστούργημα".

 

All I Can Do (1971)

 

 

 

 

Οι Fleetwood Mac έπαιξαν εκεί και ο Freddie King και όλα τα είδη καλλιτεχνών. Ο Harry εκείνο τον καιρό εργαζόταν ως ταχυδρόμος και θα έπαιρνε την μπάντα για να την μεταφέρει με το βαν του ταχυδρομείου. Το Kilroy's έγινε ένα τοπικά επιτυχημένο κλαμπ και σύντομα προσέλκυσε την προσοχή του Mike Vernon. Μαζί με τον παιδικό του φίλο Neil Slaven ήταν εκδότες του μουσικού περιοδικού των blues και της soul, R&B Monthly και εκείνο τον καιρό ο Vernon ήταν παραγωγός στη Decca. Είχε ιδρύσει μαζί με τον αδελφό του Richard την δισκογραφική Blue Horizon, η οποία περιλάμβανε δύο θυγατρικές την Purdah και την Outa-Site. Καθώς ο Vernon εξήγησε στις εσωτερικές σημειώσεις του LP History of British Blues, "μίλησα στον Harry Simmonds, τον μάνατζερ τους για να ηχογραφήσω την μπάντα για ένα single που ήθελα να κυκλοφορήσω στην Purdah". Ηχογράφησαν τέσσερα τρακ τον Αύγουστο του 1966 με τον Vernon στην παραγωγή. Ο Vernon έβγαλε μόνο τα δύο από αυτά, το "I Tried" και το "I Can't Quit You Baby" του Willie Dixon. Τα άλλα δύο "True Blue" και "Cold Blooded Woman" μπήκαν στον κατάλογο της Purdah αλλά δεν κυκλοφόρησαν. Τελικά εμφανίστηκαν στη σειρά Blues Anytime της δισκογραφικής Immediate. Η μπάντα γνώρισε την πρώτη δημόσια επιτυχία όταν ο Brian Wilcock, DJ στο κλαμπ Klook's Kleek του Λονδίνου και ένας φίλος του Harry Simmonds κανόνισαν για την μπάντα να παίξει σε ένα διάλλειμα των Cream που εμφανίστηκαν εκεί στις 2 Αυγούστου του 1966. Απ'όταν οι Cream έκαναν το ντεμπούτο τους στο 6ο φεστιβάλ Jazz and Blues την 31 Ιουλίου, αυτή ήταν η πρώτη τους εμπλοκή με κλαμπ, εκτός από μία εμφάνιση (ζέσταμα), που είχαν κάνει την 29 Ιουλίου στο Μάντσεστερ. Οι προσδοκίες για τους Cream ήταν υψηλές, έπαιξαν δύο σετ από τραγούδια, αλλά οι Savoy Brown πρόσφεραν τέτοια καταιγιστική εμφάνιση, που μάζεψαν αρκετές προσφορές για να αποκτήσουν δικό τους full-time χρόνο. Τελικά ο Wilcock έγινε ο μάνατζερ στις περιοδείες τους το Σεπτέμβριο του 1967. Η μπάντα άρχισε να εξαπλώνει τον κατάλογο συναυλιών για να συμπεριλάβει το Tiles Club, το Flamingo, το Marquee και το Metro στο Μπίρμιγχαμ. Ο Kim είπε κάποτε για αυτά τα αρχικά σόου: "Αρχίσαμε να παίζουμε σε μέρη όπως το Metro, που είναι σαν ένα μεγάλο soul κλαμπ, αλλά καταφέραμε να ευχαριστήσουμε τον κόσμο επειδή είχαμε τον Brice Portius, ένα μαύρο τραγουδιστή και τον συσχέτιζααν με τον Geno Washington, αν και εμείς παίζαμε blues".

 

I Can't Quit You Baby (1966)

 

 

Video Url

 

 

 

Αρκετά σόου έπαιζαν σαν backing μπάντα στον Champion Jack Dupree. Όλοι ήταν μαζί, σε ένα σταθερό lineup, εκτός του Hall, ο οποίος πάλι είχε θέματα με την πρωινή δουλειά του, που αποτέλεσμα είχε να φύγει για λίγο, αλλά να επιστρέψει για part-time δουλειά, καθώς η αντικατάστασή του δεν δούλεψε για την μπάντα. O πρώην κιθαρίστας των Stone's Masonry, Martin Stone προστέθηκε, ενώ ο O'Leary αναχώρησε για να γίνει μέλος στους John Dummer's Blues Band. Η Decca υπέγραψε με την μπάντα με την σύσταση των Slaven και Vernon και στα μέσα του '67 το γκρουπ μας ήταν στα στούντιο West Hampstead στο Λονδίνο, ηχογραφώντας το πρώτο άλμπουμ τους με τον Mike Vernon στην παραγωγή. O Vernon συζήτησε τον συλλογισμό του για να υπογράψουν στην Decca, παρά σε μία από τις δικές του εταιρείες:

 

"Πρώτα-πρώτα η Blue Horizon ήταν ακινητοποιημένη τότε, και δεύτερον πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν ενδιαφερόμουν πολύ για τον Brice στα φωνητικά". Το πρώτο LP στη Decca ηχογραφήθηκε σε μόλις τριάντα ώρες κατά την διάρκεια τριών συνεχόμενων ημερών. Το Shake Down ήταν μία "ωμή" συλλογή από στάνταρ blues με μόνο ένα ορίτζιναλ του Martin Stone "The Doormouse Rides the Rails". Ανάμεσα στα τρακ ήταν το "Rock Me Baby" του B.B. King, το "It's All My Fault" του John Lee Hooker, τρία κομμάτια του Willie Dixon και το "Black Night" από τον Fenton Robinson. Το τρακ που ξεχωρίζει εδώ είναι το "Shake 'Em on Down", μία άγρια δουλειά να εκτείνεται πάνω από 6 λεπτά. Το Shake Down κυκλοφόρησε στην Αγγλία τον Σεπτέμβριο του '67, αλλά για άγνωστους λόγους το LP δεν εμφανίστηκε καθόλου στην Αμερική. Η μπάντα συνέχισε να εμφανίζεται εκτεταμένα ενώ το Shake Down ήταν στην παραγωγή, κάνοντας σαν να πρόκειτο για τιμωρία 24 εμφανίσεις σε μόνο 21 ημέρες σαν backing μπάντα στον John Lee Hooker. Επίσης πήραν μία καλοκαιρινή διαμονή στο Charlottenlund, βόρεια της Κοπενχάγης. Γύρω εκεί στην κυκλοφορία του Shake Down, σε μία παράξενη σύμπτωση η μπάντα πέρασε ένα πραγματικό shake down λόγω ναρκωτικών στην Barnstaple μία πόλη στο Devon, κατά την διάρκεια μιάς μικρής περιοδείας. Αυτό το περιστατικό οδήγησε τον Harry να διώξει τον αδελφό του από την μπάντα, αν και γρήγορα επανήλθε. Άλλες αλλαγές ακολούθησαν καθώς ο Chappell και ο Portius έφυγαν και αντικαταστάθηκαν από τον Bob Brunning στο μπάσο και τον Chris Youlden στα φωνητικά.

 

Ο Brunning υπήρξε στους Fleetwood Mac για κάτι εβδομάδες τον Αύγουστο του '67. Ο Youlden υπήρξε σε διάφορα σχήματα συμπεριλαμβανομένων τριών που λέγονταν Down Home Blues Band και Shakey Vick's Big City Blues Band και Cross Ties Blues Band. Ύστερα ο Manning παραιτήθηκε και αντικαταστάθηκε στα ντραμς από τον Hughie Flint, πριν στους Bluesbreakers, αλλά και στην μπάντα του Alexis Korner, Free at Last. Τελικά ο Stone αποχώρησε και ο Kim ζήτησε από τον O'Leary να επανέλθει στην μπάντα. Ο O'Leary αρχικά συμφώνησε, μετά άλλαξε γνώμη. Έτσι ο Stone αντικαταστάθηκε από τον "Lonesome" Dave Peverett. Ο Dave Peverett γεννήθηκε στο Dulwich αλλά μεγάλωσε στο Brixton. Ασχολήθηκε αρχικά με την μουσική, όταν άκουσε το "Rock Around the Clock" του Bill Haley and the Comets. Μετά άκουσε Jerry Lee Lewis, Little Richard, Fats Domino, Chuk Berry και Elvis πριν στραφεί στους blues μουσικούς Bo Diddley, Muddy Waters, Lightnin' Hopkins και John Lee Hooker. Στα 16 του αγόρασε την πρώτη του κιθάρα και με τον αδελφό του στα ντραμς μάζεψαν άλλους μουσικούς και σχημάτισαν μία μπάντα που έπαιξαν το πρώτο τους πάρτυ το 1963. Μετά από μία σειρά αλλαγών ονόματος το γκρουπ που περιλάμβανε τον Chris Youlden, τελικά καταστάλλαξε στο όνομα Cross Ties Blues Band. Το 1966 είχαν γίνει οι the Lonesome Jax Blues Band, (από το σκηνικό όνομα του Dave Peverett). Η μπάντα έπαιξε στο κύκλωμα των κλαμπ του Λονδίνου. Αργότερα ο David Peverett πήγε στο Ελβετικό γκρουπ Les Questions, με τους οποίους έπαιξε μέχρι τον Οκτώβριο του 1967, οπότε επέστρεψε στην Αγγλία με σχέδια να ξεκινήσει μία μπάντα μαζί με τον Youlden.

 

Αντί γι'αυτό πήγε στους Savoy Brown. Με μόνο τον Kim και τον Hall από το προηγούμενο lineup το γκρουπ εισήλθε στο στούντιο να ηχογραφήσει το επόμενο single του. Ο Youlden ξεπετάχθηκε ως η δημιουργική δύναμη μέσα στην μπάντα, συνεισφέροντας το φρενήρες "Taste and Try, Before You Buy," το οποίο έγινε η Α πλευρά της επόμενης κυκλοφορίας τους. Ο Kim είχε γράψει το κομμάτι στην flip side "Someday People". Το Record Minor επαίνεσε την μπάντα ότι παίζει "ένα στυλ των blues του Σικάγο που είναι εμπορικό και αυθεντικό" και παρατήρησε ότι ο Youlden ήταν "συχνά όπως ο Long John Baldry και ο Rod Stewart". Λίγο μετά το single νέες αλλαγές προσωπικού έλαβαν χώρα. Έφυγαν οι Brunning και Flint. Το 1968 ο Brunning έφτιαξε τους the Brunning Hall Sunflower Blues Band με τον Bob Hall και ο Flint πήγε στους McGuiness-Flint. Αφού δοκίμασαν διάφορες αντικαταστάσεις για τα ντραμς (συμπεριλαμβανομένου του Bill Bruford) και για μπάσο, η μπάντα αποφάσισε για τον Rivers Jobe και τον Robert Earl αντίστοιχα. Ο Jobe πριν ήταν μέλος των Anon με τα μελλοντικά ιδρυτικά μέλη των Genesis, Anthony Phillips και Mike Rutherford.

 

The Doormouse Rides the Rails (1967)

 

 

 

 

Ο παραγωγός Mike Vernon κανόνισε για sessions για το επόμενο άλμπουμ του γκρουπ Getting to the Point, το οποίο έγινε τον Μάρτιο του 1968. Μαζί με τον Kim o Youlden ξεπετάχθηκε ως ηγέτης του γκρουπ και μαζί ή χώρια το ζεύγος συνέθεσε το περισσότερο από το υλικό. Ενώ στην Αγγλία η βερσιόν του άλμπουμ απεικόνιζε τον Kim να φοράει στρογγυλά γυαλιά, που στο κάθε τζάμι φαινόταν ένας μαύρος, η Αμερικανική βερσιόν έδειχνε ένα κολάζ. Ο Kim εξήγησε στην Melody Maker ότι το ορίτζιναλ εξώφυλλο προσπαθούσε να δείξει ότι "αν και είμαστε λευκοί, βλέπουμε τα πράγματα με τον ίδιο τρόπο που τα βλέπει κι ένας μαύρος, αλλά για κάποιο λόγο στην Αμερική αυτό άλλαξε". Με μόνο δύο διασκευές, και επτά ορίτζιναλ το άλμπουμ σηματοδότησε την μετάβαση των Savoy Brown Blues Band από σχήμα που έκανε διασκευές σε μία μπάντα που έδειχνε την δική της ταυτότητα. Highlights ήταν το moody "Mr. Downchild", το "Stay With Me Baby" και το "You Need Love" του Willie Dixon. Το Getting to the Point κυκλοφόρησε και Αμερική και Αγγλία τον Ιούλιο του '68 με θετικές κριτικές. To Disc Weekly έγραψε ότι το άλμπουμ "περικλείει την άψογη ορχηστρική τους ικανότητα (ιδιαιτέρως του κιθαρίστα Kim Simmonds) και καθαρό, σφιχτό ήχο. Ένα συναρπαστικό LP-είναι δύσκολο να κάτσεις ακίνητος ενώ παίζει και αυτό είναι όλο το θέμα με τα blues". Το Rolling Stone παρατήρησε "οι Savoy Brown δεν εμφανίζονται με πολύπλοκη τεχνική αρτιότητα και δεν προσπαθούν να μεγαλοποιήσουν την μουσική τους. Η δύναμη του άλμπουμ βρίσκεται στο δέσιμο του γκρουπ και στην δυναμική του. Ο vocalist Chris Youlden είναι ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές των blues που φάνηκαν στην Αγγλία. Η φωνή του έχει την αντήχηση και τον τόνο που είναι τόσο απαραίτητα για να δώσουν την δύναμη και το συναίσθημα, δηλαδή αυτό που είναι...τα blues".

 

Honey Bee (1968)

 

 

 

 

Τον Ιούνιο του 1968, το γκρουπ είχε κυκλοφορήσει το single "Walking by Myself" και στην άλλη πλευρά το "Vicksburg Blues". To "Walking by Myself" ήταν ένα δυνατό κομμάτι στο οποίο ο Bob Hall έπαιζε πιάνο, περιείχε το σολάρισμα του Simmonds και ντουέτο στα φωνητικά από τους Youlden και Peverett. Το γκρουπ είχε τώρα περικόψει το όνομά του σε Savoy Brown για αυτήν και τις επόμενες κυκλοφορίες. Από την 7 μέχρι την 9 Οκτωβρίου του 1968, η μπάντα ηχογράφησε το επιδραστικό "Train to Nowhere", το οποίο ένας κριτικός περιέγραψε ως "απαθές/υπνωτικό σαν αίσθηση". Ο Youlden έδωσε δυναμικά φωνητικά στην ηχογράφηση και η μπάντα χρησιμοποίησε ένα τμήμα χάλκινων για πρώτη φορά (λέγεται ότι περιλαμβάνονται πέντε τρομπόνια). Αργότερα κυκλοφόρησε σαν single με το Rolling Stone να λέει για αυτό "σίγουρα ένα από τα αληθινά κρυμμένα διαμαντάκια του 1969". Η ηχογράφηση επίσης παρουσίασε την εκλεπτυσμένη ικανότητα ως παραγωγού του Vernon, που κατάφερε να χτίσει ένταση κατά την διάρκεια του κομματιού. Τότε δύο μέρες ήταν μία ασυνήθιστα μεγάλη χρονική περίοδος για να περάσεις στο στούντιο ηχογραφώντας και μιξάροντας ένα μόνο κομμάτι, αλλά τα αποτελέσματα άξιζαν και αξίζουν πολύ περισσότερη κριτική και εμπορική έπαρση. Η flip side το στοιχειωτικό "Tolling Bells" ήταν ακόμα περισσότερο δυναμικό και ακόμα μία φορά το γκρουπ πέτυχε να δημιουργήσει μία επίμονη ένταση.

 

Tolling Bells (1969)

 

 

 

 

Τέλη του '68 το πρόγραμμα των Savoy Brown ήταν κλεισμένο με ποτέ λιγότερες από έξι εμφανίσεις κάθε εβδομάδα. Η αντίδραση του κοινού ήταν πάντοτε ενθουσιώδης καθώς ο Kim εξήγησε στο Beat Instrumental: "Από τότε που κάναμε το νέο lineup η μπάντα έχει δουλέψει ακόμα καλύτερα. Το ενδιαφέρον στο είδος της μουσικής που παίζουμε έχει αυξηθεί ραγδαία και τα πάμε πολύ καλά τώρα". Τον Νοέμβριο η μπάντα αποδέσμευσε τον μπασίστα Jobe και ζήτησε από τον πρώην Brunning να επανέλθει μόνιμα. Αυτός αρνήθηκε και έτσι πήγε ο Tone Stevens. Tην 6 Δεκεμβρίου του 1968, η μπάντα εμφανίστηκε στο City Of Leicester College of Education. Η παράσταση γράφτηκε με τον Dave Peverett να υποκαθιστά τον Chris Youlden που ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να τραγουδήσει καλά. Ηχογράφησαν το σετ, ωστόσο και τρία τρακς-το "May Be Wrong", το "It Hurts Me Too" και το "Louisiana Blues"-εμφανίστηκαν στον επόμενο δίσκο τους. Το "Louisiana Blues" ένα μεγάλο ορχηστρικό κομμάτι, θα έκλεβε την παράσταση στην επερχόμενη περιοδεία τους στην Αμερική. Τον Δεκέμβριο, η μπάντα επέστρεψε στο στούντιο να ηχογραφήσει δύο ακόμα κομμάτια, το "She's Got a Ring in His Nose and a Ring on Her Hand" και το "Don't Turn Me from Your Door". Tον Ιανουάριο του 1969 ηχογράφησαν το "Grits Ain't Groceries (All Around the World). To "Grits" ήταν σύνθεση του Titus Turner και με το όνομα "All Around the World" ήταν top ten χιτ το 1955 όπως διασκευάστηκε από τον Little Willie John. O Little Milton μετά αναβίωσε το κομμάτι το 1969 ως "Grits Ain't Groceries". Το τραγούδι παρουσίαζε ένα εκπληκτικό μέρος πνευστών και είχε ζευγαρωθεί με "κουδούνισμα" για την Αμερικάνικη αγορά. Οι Savoy Brown άρχισαν την δέκα εβδομάδων περιοδεία στην Αμερική τον Ιανουάριο. Έπαιξαν στο Fillmore East και στο Fillmore West και εμφανίστηκαν στην διαδρομή στο Σικάγο και στο Ντιτρόιτ. Στην πρώτη τους εμφάνιση στην Αμερική-ένα μικρό κλαμπ της Νέας Υόρκης που λεγόταν the Scene-το κοινό αντέδρασε ψυχρά. Έτσι εκεί και τότε αποφάσισαν να ζωντανέψουν την σκηνική τους παρουσία δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στον Youlden. Άρχισε να εμφανίζεται με ένα ψηλό καπέλο και ένα μεγάλο τσιγάρο στο στόμα. Βελούδινο παντελόνι και μαύρο γούνινο μπουφάν συμπλήρωνε την εικόνα του. Η μπάντα επίσης πρόσθεσε boogie στο σετ των τραγουδιών τους που σαν το "Louisiana Blues" εμφανίστηκαν να είναι αυτά που έκλεβαν την παράσταση και διασκέδαζε περισσότερο ο κόσμος. Αργότερα ο Kim περιέγραψε στο Disc and Music Echo την περιοδεία: "Μέχρι να φτάσουμε στο Ντιτρόιτ-γύρω στα μισά της διαδρομής-τα πράγματα δεν ήταν τόσο καλά. Μετά ξαφνικά εισπράξαμε τέτοια αντίδραση...που κι αν ακόμα πηγαίναμε σήμερα στο Ντιτρόιτ δεν θα μπορούσε να επαναληφθεί". Η περιοδεία αποδείχτηκε μεγάλη επιτυχία. Ο Harry εξήγησε: "Το καλό που τους έκανε ήταν τεράστιο. Εμπνεύστηκαν από την αντίδραση του μεγάλου κοινού. Εκεί που στην Αγγλία εμφανίζονταν με βρώμικα τζιν και απλά έπαιζαν μουσική, τώρα είχαν ξαφνικά βρεθεί σε ένα σόου. Ο Kim δεν κρυβόταν πιά πίσω στη σκηνή-αυτός και ο Chris ήταν μπροστά-μπροστά". Τον Μάιο του 1969, η μπάντα κυκλοφόρησε το επόμενο άλμπουμ της, Blue Matter. Αποτελούμενο από single που πριν είχαν κυκλοφορήσει, live κομμάτια ηχογραφημένα στο Leicester με τον Peverett στα φωνητικά και μία διασκευή του John Lee Hooker, το Blue Matter ήταν μία εντυπωσιακή προσπάθεια. Η Melody Maker το αποκάλεσε "ωραίο, αξιόλογο άλμπουμ και σίγουρα το καλύτερο που έχουμε ως εδώ από αυτό το γκρουπ".Και το Record Mirror είπε: "Αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο άλμα από τα twelve bar και μία εμβάπτιση σε ότι θα μπορούσε να ολοκληρωθεί τεντώνοντας τα απαρχαιωμένα όρια". Παρά τους επαίνους από τον μουσικό τύπο, το LP κόλλησε στο #182 στην Αμερική, ενώ δεν κατάφερε να μπεί στα chart στην Αγγλία. Αργότερα τον ίδιο μήνα η μπάντα έκανε sessions στα στούντιο για το επόμενο άλμπουμ (το τελευταίο με παραγωγό τον Mike Vernon), A Step Further. Aρχικά ονομάστηκε Asylum και κυκλοφόρησε στην Αμερική για να συμπέσει χρονικά με την δεύτερη Αμερικανική περιοδεία τους. Αυτή κράτησε 4 μήνες αρχίζοντας από τον Ιούνιο. Ένα τρακ το "Ι'm Tired", κυκλοφόρησε σαν single στην Αμερική και έφθασε το #74 στα chart.

 

I'm Tired (1969)

 

 

 

 

Το Rolling Stone έδωσε έμφαση στα "απίθανα φωνητικά" του Youlden και στον "ερεθιστικό ρυθμό" του τραγουδιού. Το άλμπουμ συνέχισε την φόρμουλα των προηγούμενων LP μία live πλευρά και μία στουντιακή. Τα καλύτερα υπήρχαν στη στουντιακή: Το "Ι'm Tired", το moody "Life's One Act Play" και η σύνθεση του Youlden "Made Up My Mind". H live πλευρά ήταν ένα ατέλειωτο boogie με την Melody Maker να την αποκαλεί:"τελείως βαρετή, αποτελούμενη από ένα riff ηχογραφημένο live", αν και παραμένει αγαπημένη από τους φαν των Savoy Brown. Ο ίδιος ο Kim ήταν ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, λέγοντας στo Beat Instrumental: "Νομίζω το τελευταίο άλμπουμ A Step Further, εξέπληξε πολύ κόσμο στο ότι ήταν πολύ πιό heavy από οτιδήποτε είχαμε κάνει πριν". Το άλμπουμ έφτασε στο #71 στην Αμερική. Κατά την διάρκεια των sessions για το A Step Further, ο Hall, o Peverett, o Stevens και ο Earle άρχισαν να τζαμάρουν σε κάποια παλιά rockabilly. Χωρίς να το γνωρίζουν ο μηχανικός ηχογραφούσε αυτό το ανεπίσημο και ξεκάρφωτο τζάμ. Αφού άκουσαν το αποτέλεσμα, η τετράδα αποφάσισε να δημιουργήσει ένα rockabilly άλμπουμ και ηχογράφησαν ακόμα κάποια τραγούδια στο ίδιο μοτίβο, συμπεριλαμβάνοντας τα κλασικά rock 'n' roll "Shake, Rattle and Roll", "Matchbox" και "Keep a Knockin'". Αυτές οι ηχογραφήσεις έκαναν το The World of Rock and Roll άλμπουμ του 1969, με credits ως Warren Phillips and the Rockets. Η δεύτερη Αμερικανική περιοδεία τους παγίωσε την αρχική τους επιτυχία. Τα πλήθη στο Ντιτρόιτ γοητεύτηκαν ιδιαίτερα και οι Savoy Brown έγιναν το μεγαλύτερο σχήμα εκεί μαζί με τους Cream. Με την άφιξή τους στην πατρίδα τους, η μπάντα πήγε σε μία Αγγλική περιοδεία με τους Jethro Tull και τον Terry Reid, από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Οκτώβριο του 1969. Ο Harry ξανά έδιωξε τον αδελφό του Kim τον Δεκέμβριο του '69 και η μπάντα έπαιξε στα sessions του BBC χωρίς αυτόν. (Ο Kim επανήλθε λίγο αργότερα). Τέλη του 1970, οι Savoy Brown επιβιβάστηκαν για την τρίτη τους περιοδεία στην Αμερική, μετά από την οποία επέστρεψαν στην Αγγλία να ηχογραφήσουν τα κομμάτια για το επόμενο άλμπουμ τους, Raw Sienna (σε παραγωγή Kim και Youlden). Το άλμπουμ ήταν πιό πολύπλοκο από τα προγενέστερα και ο Kim εξέφρασε την ικανοποίησή του με το τελικό αποτέλεσμα: "Το Raw Sienna είναι ένα προσωπικό κατόρθωμα για μένα", είπε στην Melody Maker. "Και ως προς την παραγωγή και μουσικά. Είναι το καλύτερο άλμπουμ μέχρι τώρα εν μέρει επειδή ο καθένας μας είχε τόση ελευθερία ενώ ηχογραφούσαμε". Οι συνθέσεις του Youlden ακόμα μία φορά παρείχαν τα highlights. To άλμπουμ είχε περισσότερα χάλκινα, και πιό jazz ενορχηστρώσεις όπως το "A Hard Way to Go", "Needle and Spoon" και "I'm Crying".

 

I'm Crying (1970)

 

 

 

 

Το New Musical Express εξήρε το LP γράφοντας: "Ένας πλούσιος, βαθύς blues ήχος ιδιαίτερα από το μπάσο (Stevens) με τον Chris Youlden να παράγει τον σωστό ήχο στα φωνητικά και τον Kim Simmonds ένα δυναμικό κιθαρίστα". Παρά όλα αυτά το LP έφτασε μόνο μέχρι το #121 στα chart της Αμερικής. Εμπορική αδιαφορία και επίσης η κούραση του να στέκεται γύρω από τα κιθαριστικά σολαρίσματα του Kim, οδήγησαν τον Youlden να αφήσει τους Savoy Brown τον Μάιο του 1970. Ο Kim προσπάθησε να δώσει την καλύτερη ερμηνεία λέγοντας στην Melody Maker: "Ήταν ένα υγιής χωρισμός...και ο Chris ήθελε να τραβήξει τον δρόμο του. Ενώ ήταν στο γκρουπ, το έβρισκε ολοένα και δυσκολότερο να συμβιβαστεί, πράγμα που πρέπει να κάνεις όταν ανήκεις σε ένα γκρουπ". Ο Kim επίσης συζήτησε την αποχώρηση του Youlden με το Beat Instrumental: "Δεν είναι το είδος του προσώπου που βρίσκει εύκολο το να κάνει συμβιβασμούς. Ίσως αυτό είναι ότι κάνει κάποιον επιτυχημένο και αυτός και η μπάντα πήγαιναν σε πολύ διαφορετικές κατευθύνσεις. Νομίζω έγραψε τα τραγούδια του έχοντας μία ιδιαίτερη αντιμετώπιση μέσα στο μυαλό του, ενώ η μπάντα τους έδωσε ένα διαφορετικό στυλ. Είναι κοντύτερα σε ανθρώπους όπως ο Jimmy Witherspoon παρά μία heavy μπάντα. Το γνώριζα ότι θα έφευγε". Ο Youlden δεν αντικαταστάθηκε και ο Peverett άρχισε να κάνει τα φωνητικά. Ο Kim εξήγησε στο Record Mirror ότι περισσότερες αλλαγές ήταν να γίνουν: "Τώρα που ο lead singer μας έχει αφήσει το γκρουπ, πρέπει στο μέλλον να αυξήσουμε την μπάντα. Προς στιγμήν εμφανιζόμαστε σαν κουαρτέτο και φαίνεται ότι τα πάμε καλά στις εμφανίσεις μας σε όλη την Αγγλία". Η μπάντα έπαιξε σε 14 συναυλίες στην Αγγλία μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου, επιστρέφοντας μετά στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το επόμενο άλμπουμ τους. Με την απώλεια του βασικού τους τραγουδοποιού, τα υπόλοιπα μέλη έπρεπε να μαζέψουν τα μπόσικα. "Αφού ο Chris άφησε το γκρουπ, όλοι μας αναμιχθήκαμε περισσότερο στο γράψιμο", είπε ο Tone Stevens στο Record Mirror. "Το νέο single μας είναι ένα θέμα που που έγραψα εγώ που λέγεται "Poor Girl" και είναι ένα είδος αντανάκλασης από τις περιοδείες στην Αμερική των κοριτσιών που συνάντησα". Το άλμπουμ Lookin' In κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1970, μόλις 4 μήνες μετά τον προηγούμενο. Το Lookin' In πρόσφερε μία επιστροφή στα βασικά, αποφεύγοντας τα χάλκινα και τις περίπλοκες συνθέσεις για χάρη των πιό heavy riff δομών στα τραγούδια. Τα καλύτερα τρακς ήταν το μακροσκελές "Leavin' Again", το "Poor Girl" του Stevens και το ομώνυμο κομμάτι. Το πιό εμπορικά επιτυχημένο άλμπουμ τους μέχρι σήμερα, έφτασε το #39 στα Αμερικανικά chart.

 

Poor Girl (1970)

 

 

 

 

Η μπάντα μετά ζήτησε από τον Bob Hall, ακόμα part-time μέλος μέχρι τότε να γίνει μόνιμο μέλος. Αλλά ο Hall, που συνέχισε την πρωινή του δουλειά, αρνήθηκε και δεν αντικαταστάθηκε. Όπως εξήγησε ο Kim στο Beat Instrumental: "Κάποτε ο Bob θα ερχόταν σε μία μας εμφάνιση και θα μπορούσε να ταιριάξει απόλυτα. Ήρθε όμως ο καιρός που ήμασταν τόσο πολύπλοκοι για αυτόν να το κάνει πιά, εκτός κι αν γινόταν full-time μέλος". Με τον Hall να μην έχει αντικατασταθεί, ο Kim μερικές φορές θα έπαιζε πιάνο κατά τις εμφανίσεις τους. Επίσης έφεραν ένα παίκτη του konga τον Owen Finnegan, αν και η θητεία του ήταν σύντομη. Τον Νοέμβριο του 1970, το γκρουπ άρχισε την 5η Αμερικανική περιοδεία του (πλην Finnegan). Ενώ το γκρουπ βρήκε καλή ανταπόκριση στην Αμερική, ο Kim και τα άλλα μέλη συμφώνησαν αμοιβαία ότι το γκρουπ θα έπρεπε να διαλυθεί μόλις επιστρέψουν στην Αγγλία. Ο Kim συζήτησε με την New Musical Express: "Επιθυμώ να διευρύνω την μουσική εμβέλεια της μπάντας και αυτό το lineup είναι τόσο περιοριστικό". Από την μεριά τους οι Peverett, Stevens και Earle ήταν πρόθυμοι να πορευθούν μόνοι τους και ενώνοντας δυνάμεις με τον Rod Price σύντομα θα έπιαναν το στάτους των σταρ στο rock 'n' boogie γκρουπ των Foghat. O Kim ακόμα κι αν είχε απολύσει όλη την μπάντα, αποφάσισε να μην διαλύσει τους Savoy Brown, αλλά να αλλάξει πλήρως το lineup φέρνοντας τον ντράμερ Ron Berg, τον keyboard player Paul Raymond, τον μπασίστα Andy Pyle και τον τραγουδιστή Pete Scott. Ο Berg ήταν πριν στους Bloodwyn Pig, ο Raymond ήταν μέλος των Chicken Shack και των Plastic Penny και ο Pyle στους Bloodwyn Pig και στους McGregor's Engine. Τα νέα μέλη πρόβαραν από τα τέλη Δεκεμβρίου έως αρχές Ιανουαρίου, προετοιμάζοντας την 6η Αμερικανική περιοδεία των Savoy Brown. Επίσης ηχογράφησαν τέσσερα τραγούδια σε ένα session στο BBC ,το οποίο περιλάμβανε το πρωτότυπο "Street Corner Talking". Από τον Φεβρουάριο του 1971, η μπάντα έκανε περιοδεία στην Αμερική μαζί με τους the Faces. Μη ικανοποιημένος, ο Kim αποφάσισε ξανά να ανανεώσει το lineup, ώστε να αναζωογονήσει την μπάντα, έτσι με το τέλος της περιοδείας ο Pyle και ο Berg έφυγαν για να πάνε στους Juicy Lucy και ο Kim τους αντικατέστησε με τον Andy Silvester και τον Dave Bidwell, πρώην μπασίστα και ντράμερ στους Chicken Shack. Ο πρώην τραγουδιστής των Idle Race, Dave Walker επίσης πήγε σαν αντικαταστάτης του Scott. (Ο Scott εμφανίστηκε στο άλμπουμ των Beggars Opera, Beggars Can't Be Choosers (1975). Ο Kim εξήγησε την αλλαγή στο Circus: "Η πρόοδος μας ήταν μηδενική και δεν κερδίζαμε καλές κριτικές, ιδιαίτερα στην West Coast. Ήθελα να μείνω όσο ελεύθερος ήταν δυνατόν και αντίθετα αισθάνθηκα εγκλωβισμένος". O Kim επίσης αισθάνθηκε ότι η μπάντα χρειαζόταν απελπισμένα μία νέα κατεύθυνση και αποφάσισε ότι μία επιστροφή στα βασικά ήταν ότι καλύτερο. Το γκρουπ ηχογράφησε το άλμπουμ Street Corner Talking σε τέσσερα 12-ωρα sessions. Σε παραγωγή Neil Slaven, ήταν μία συνεκτική και προσεγγίσιμη συλλογή. Το "Tell Mama" έγινε το κομμάτι-υπογραφή του γκρουπ και μικρό χιτ (#83).

 

Street Corner Talking (1971)

 

 

 

 

Το New Musical Express χειροκρότησε το single λέγοντας: "Είναι ανέμελο και ζωηρό, για συνεχόμενο άκουσμα και είναι κομμένο και ραμμένο για τις ντισκοτέκ". Άλλα highlights ήταν το "Let It Rock" και μία διασκευή του χιτ των the Temptations, "I Can't Get Next to You". Το Street Corner Talking κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1971 και έφτασε στο #75 των Αμερικανικών chart. Γενικά, το νέο LP απέσπασε κυρίως θετικές κριτικές. To Disc and Music Echo έγραψε: "Είναι ένα καλό άλμπουμ-με καλή σύνθεση και παραγωγή. Τα κομμάτια ποικίλουν, ροκάρει, υπάρχει κάποια blues κιθάρα εδώ κι εκεί". Το Rolling Stone το αποκάλεσε "το πιό περιεκτικό διασκεδαστικό άλμπουμ", προσθέτοντας "το Street Corner Talking σηματοδοτεί την αναγέννηση των Savoy Brown. Οι αλλαγές προσωπικού που έφεραν το γκρουπ στην τωρινή του μορφή είναι επίσης υπεύθυνες για την νέα ζωή των Savoy Brown ως rock γκρουπ, που φαίνεται να διαρκεί πολύ καιρό και να είναι κερδοφόρο". Το γκρουπ έκανε δύο ακόμα περιοδείες στην Αμερική το 1971. Τον Φεβρουάριο του 1972 κυκλοφόρησαν το έβδομο άλμπουμ τους, Hellbound Train, πάλι σε παραγωγή Nick Slaven. Αν και όχι ένα από τα καλύτερά τους άλμπουμ, ειρωνικά έγινε το πιό επιτυχημένο τους φτάνοντας στο #34 των Αμερικανικών chart. Το Rolling Stone περιέγραψε την κυκλοφορία ως "μέτρια επιτυχία από μία ευχάριστη να ακούς μπάντα. Αυτό είναι ένα ήρεμο, διασκεδαστικό LP για την μία πλευρά και την άλλη μισή. Μετά έρχεται το ομώνυμο κομμάτι, ένα μακρύ ιμπρεσιονιστικό θέμα. Η μπάντα έκανε περιοδεία στην Αγγλία με τους Chicken Shack πριν ξεκινήσουν την 8η περιοδεία τους στην Αμερική.

 

Lost and Lonely Child (1972)

 

 

 

 

Τον Ιούνιο του 1972, ο Silvester έφυγε για να αντικαταστήσει τον Pyle στους Juicy Lucy. O Pyle ήρθε στην θέση του Sylvester στους Savoy Brown. Το lineup αναθεωρημένο ηχογράφησε ένα κονσέρτο το καλοκαίρι του 1972 στο Central Park, που ψηφίστηκε ως το καλύτερο στην σειρά των κονσέρτων της Νέας Υόρκης από την Village Voice. Το σόου κυκλοφόρησε το 1989 ως Live in Central Park, ένα rock άλμπουμ που περιελάμβανε 4 τραγούδια από το επερχόμενο άλμπουμ τους Lion's Share, μαζί με το "Tell Mama" και το "Shot in the Head", από το Street Corner Talking. Τον καιρό που κυκλοφόρησε το Lion's Share τον Νοέμβριο του 1972, ο Walker είχε φύγει για να πάει στους Fleetwood Mac, για ότι θα έμελλε να είναι μία μικρή και δυσάρεστη παραμονή. Οι Savoy Brown τον αντικατέστησαν με τον βετεράνο μουσικό Jackie Lynton. Το Lion's Head περιείχε μερικά ενθυμητικά κομμάτια, ιδιαίτερα το "Shot in the Head" γραμμένο από τα πρώην μέλη των Easybeats, Harry Vanda και George Young και το "Second Try" του Kim, ένα εξαιρετικό rock. Το Lion's Share μόλις που σκαρφάλωσε στα Αμερικανικά hart φτάνοντας στο #151. Ο Kim Simmonds συνέχισε να ηχογραφεί και να κάνει περιοδείες με το όνομα Savoy Brown, κυκλοφορώντας το Jack and Toad (1973, U.S. #84), Boogie Brothers με τον Stan Webb και τον Miller Anderson (1974, U.S. #101), Wire Fire (1975, U.S. #153), Skin ΄n΄ Bone (1976) και Savage Return (1978). To 1978 o Kim μετακινήθηκε στην Αμερική, όπου συνέχισε να κυκλοφορεί δίσκους ως Savoy Brown, συμπεριλαμβανομένων των Just Live (1981, German ηχογραφημένο το 1970), Greatest Hits-Live in Concert (1981), Rock 'n' Roll Warriors (1981), Slow Train (1986), Live 'n' Kicking (1990, German), Let It Ride (1992), Bring It Home (1995), το σόλο ακουστικό Solitaire (1998) και το The Blues Keep Me Holding On (1999). To 2000 έκανε ένα σόλο δεύτερο ακουστικό CD, το Blues Like Midnight. O Chris Youlden ηχογράφησε δύο σόλο άλμπουμ, το Nowhere Road (1973) και το City Child (1974) και μετά άφησε την μουσική για να επιστρέψει στο σχολείο. Έκανε το Second Sight το 1991. Ο Dave Walker έμεινε στους Fleetwood Mac αρκετά για να ηχογραφήσουν το Penguin. Πήγε στους Black Sabbath το 1978, μένοντας μόνο μερικούς μήνες. Επανήλθε στους Savoy Brown τον Ιανουάριο του 1987 και έμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του 1991.

 

Bad Shape (1999)

 

 

 

 

Ο Jackie Lynton έφτιαξε τους Jackie Lynton's Grande, που έβγαλαν ένα άλμπουμ. Ένα δεύτερο κυκλοφόρησαν το 1980 με το όνομα Jackie Lynton Band. O Andy Pyle επανήλθε στους Bloodwyn Pig και αργότερα ήταν μέλος των the Kinks (από Νοέμβριο του 1976 μέχρι Απρίλιο του 1978). Επίσης έπαιξε με τον Alvin Lee και με τους Wishbone Ash. O Berg και ο Pyle έκαναν ομάδα ξανά στο άλμπουμ του Alvin Lee, Pump Iron το 1975. Το επόμενο πρότζεκτ τους ήταν μία μπάντα που έφτιαξαν το 1978, που λεγόταν Network, που επίσης περιλάμβανε τον πρώην των the Kinks, John Gosling. O Paul Raymond πήγε στους UFO καθώς και στο παρακλάδι τους Michael Schenker Group.
Ο αγέραστος bluesman Simmonds και οι Savoy Brown με την απέραντη δισκογραφία κυκλοφόρησαν τον τελευταίο τους δίσκο Witchy Feelin' το 2017. Γι'αυτόν τον δίσκο λοιπόν μας λέει: "Προσπάθησα να γράψω τραγούδια που είχαν μία προσωπική άποψη, αλλά που να μπορούν να ακουστούν και να αρέσουν στον καθένα. Στο 'Vintage Man', έγραψα για το είδος του τύπου που δεν αλλάζει καθώς γερνάει. Έγραψα για την δύναμη της αγάπης στο 'Why Did You Hoodoo Me'. Και με το 'Guitar Slinger', έγραψα ένα τραγούδι για κάποιον που βλέπει ένα μεγάλο κιθαρίστα σε ένα παλιό country bar-όπως συνέβη σε μένα όταν είδα για πρώτη φορά τον Roy Buchanan το '69."

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Πηγή: https://musicoversixcenturies.blogspot.com