Η Acid Jazz το 2025
Από τον Θοδωρή Φαχουρίδη
Η τελευταία δεκαετία σηματοδοτεί μια εντυπωσιακή αναγέννηση της τζαζ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Καλλιτέχνες όπως οι Ezra Collective, Nubya Garcia, Moses Boyd, The Comet Is Coming και Shabaka Hutchings (Sons of Kemet / The Comet Is Coming) έχουν δημιουργήσει ένα δυναμικό οικοσύστημα που συνδυάζει afrobeat, UK funky, dub, reggae, hip-hop και πειραματική jazz. Η σκηνή προέκυψε ως φυσική εξέλιξη της αστικής μουσικής κουλτούρας του Λονδίνου, με έντονο πολιτισμικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Η νέα σκηνή διαμορφώνεται από μουσικούς που έχουν βαθιά γνώση της jazz, αλλά επιλέγουν να την ενσωματώσουν σε σύγχρονες φόρμες, με έμφαση στον ρυθμό, τον αυτοσχεδιασμό και την πολιτική έκφραση. Η τζαζ σκηνή της μητρόπολης είναι ένα από τα πιο ζωντανά και ανατρεπτικά μουσικά φαινόμενα της τελευταίας δεκαετίας, με καλλιτέχνες που επαναπροσδιορίζουν το είδος και το φέρνουν σε επαφή με τις πολυπολιτισμικές ρίζες της πόλης. Η εμφάνιση αυτής της σκηνής συνδέεται με τη δημιουργία κοινοτήτων στη νότια πλευρά του Λονδίνου, σε χώρους όπως το Total Refreshment Centre και το Steam Down, όπου η τζαζ συναντά την αμεσότητα του grime, την ένταση του afrobeat και την ατμόσφαιρα της ηλεκτρονικής μουσικής. Εκεί, νέοι μουσικοί, συχνά παιδιά μεταναστών, έφεραν τις προσωπικές τους ιστορίες και τις πολιτικές τους ανησυχίες μέσα στη μουσική, δημιουργώντας ένα είδος που δεν είναι απλώς αναβίωση, αλλά μια νέα γλώσσα. Η καθιέρωση ήρθε με τον συλλογικό δίσκο «We Out Here» (2018), σε παραγωγή του Shabaka Hutchings, που παρουσίασε στο κοινό τα πιο δυνατά ονόματα της σκηνής. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, ο Moses Boyd με το «Dark Matter» (2020) έδειξε πώς η τζαζ μπορεί να συνομιλήσει με την ηλεκτρονική και το drum’n’bass, ενώ η Nubya Garcia με το «Source» (2020) ανέδειξε την πνευματικότητα και την αφροκαραϊβική κληρονομιά της. Ο Theon Cross με το «Fyah» (2019) έφερε το τούμπα σε πρώτο πλάνο, δίνοντάς του μια απροσδόκητη δύναμη, και ο Joe Armon-Jones με το «Turn to Clear View» (2019) έδειξε πώς η soul και η funk μπορούν να ενσωματωθούν οργανικά στη σύγχρονη τζαζ. Παράλληλα, ο Alfa Mist με το «Bring Backs» (2021) πρόσφερε μια πιο εσωτερική, μελαγχολική διάσταση, ενώ η Ego Ella May με το «Honey for Wounds» (2020) και η Sheila Maurice-Grey (γνωστή και ως Ms Maurice, μέλος των Kokoroko με το «Kokoroko EP» του 2019) έφεραν φωνές που γεφυρώνουν τη neo-soul με την τζαζ. Τα χαρακτηριστικά αυτής της σκηνής είναι η διαρκής μίξη ειδών, η κοινοτική αίσθηση και η πολιτική συνείδηση. Δεν πρόκειται για μουσικούς που παίζουν σε αποστειρωμένα κλαμπ, αλλά για συλλογικότητες που δημιουργούν χώρους συνάντησης, όπως το Steam Down του Ahnansé, όπου κάθε εβδομάδα η μουσική γίνεται τελετουργία και κοινωνικό γεγονός. Οι επιρροές τους εκτείνονται από την αφρικανική διασπορά και την τζαζ της δεκαετίας του ’60, μέχρι το hip hop και την ηλεκτρονική κουλτούρα του Λονδίνου. Το μέλλον της σκηνής φαίνεται να είναι λαμπρό. Η νέα γενιά δεν φοβάται να πειραματιστεί, να συνεργαστεί και να φέρει την τζαζ σε επαφή με το παρόν. Η μουσική τους δεν είναι νοσταλγία, αλλά αναγέννηση: μια τζαζ που μιλάει για την ταυτότητα, την αντίσταση και την κοινότητα, και που ήδη έχει αρχίσει να επηρεάζει σκηνές σε Ευρώπη και Αμερική. Αν η τζαζ κάποτε θεωρούνταν μουσική των κλειστών κύκλων, στο Λονδίνο του σήμερα γίνεται ξανά φωνή των δρόμων και υπόσχεται να παραμείνει εκεί για καιρό.
Η acid jazz γεννήθηκε στα club του Λονδίνου τη δεκαετία του ’80, μέσα από την κουλτούρα του rare groove. Ο όρος εμφανίστηκε το 1987 από τον Chris Bangs και καθιερώθηκε από τον Gilles Peterson και τον Eddie Piller, ιδρυτές της δισκογραφικής Acid Jazz Records. Το είδος συνδύασε jazz, funk, soul και hip-hop, δημιουργώντας ένα υβριδικό ηχητικό τοπίο που απευθυνόταν σε ένα νεανικό, αστικό κοινό. Συγκροτήματα όπως οι The Brand New Heavies, Incognito, James Taylor Quartet, Jamiroquai και Us3 έδωσαν σχήμα σε αυτό το ρεύμα, ενώ στις ΗΠΑ, ο Guru με το «Jazzmatazz» και γκρουπ όπως οι Digable Planets το ενέταξαν στη ραπ κουλτούρα. Αποτέλεσε ένα ανοιχτό πεδίο πειραματισμού, όπου η jazz συναντούσε τον ρυθμό, την ψυχεδέλεια και την κοινωνική εμπειρία. Στις αρχές του 21ου αιώνα, το είδος συγχωνεύτηκε με το nu jazz και το jazz-funk, διατηρώντας την αισθητική του επιρροή.
Η αισθητική της νέας βρετανικής τζαζ σκηνής φέρει κοινά στοιχεία με το ρεύμα της acid jazz. Και τα δύο την προσεγγίζουν όχι ως ακαδημαϊκή φόρμα, αλλά ως ζωντανό, αστικό μέσο έκφρασης. Η χρήση οργανικών οργάνων, η έμφαση στον ρυθμό, η πολυπολιτισμική σύνθεση και η ανοιχτότητα προς άλλα είδη (funk, soul, electronica) αποτελούν κοινό έδαφος. Η acid jazz υπήρξε το ρεύμα που επανέφερε τη jazz στις πίστες. Η σύνδεση τους είναι αισθητική αφού, πρόκειται για δύο διαφορετικές εκδοχές του ίδιου νομίσματος. Η νέα τζαζ σκηνή του Λονδίνου δεν είναι άμεση συνέχεια της acid jazz, αλλά σίγουρα κουβαλάει την κληρονομιά της ως πνεύμα και αισθητική. Η σχέση τους είναι περισσότερο υπόγεια και πολιτισμική παρά μουσικολογικά ευθεία. Η acid jazz των ’90s άνοιξε τον δρόμο για μια τζαζ που δεν φοβόταν να μιλήσει στη νεολαία, να μπει στα κλαμπ και να συνδεθεί με την αστική κουλτούρα, κάτι που σήμερα βλέπουμε να αναβιώνει με διαφορετικά μέσα. Η διαφορά είναι ότι η acid jazz ήταν προϊόν μιας εποχής που ήθελε να κάνει την τζαζ πιο χορευτική και πιο εμπορική, ενώ η νέα σκηνή ενδιαφέρεται περισσότερο για την πολιτισμική ταυτότητα και την κοινοτική εμπειρία. Ωστόσο, η ιδέα ότι η τζαζ μπορεί να σταθεί δίπλα στο hip hop, στο funk ή στην ηλεκτρονική μουσική χωρίς να χάνει την ουσία της είναι μια κληρονομιά που περνάει από την acid jazz στη νέα γενιά. Ακόμα και η παρουσία του Peterson ως επιμελητή του «We Out Here» δείχνει αυτή τη συνέχεια. Ο ίδιος που προώθησε την acid jazz στα ’90s, σήμερα στηρίζει τους νέους καλλιτέχνες που φτιάχνουν το νέο πρόσωπο της βρετανικής τζαζ.
και στο YouTube:
Η σημερινή λίστα αποτελεί τεκμήριο της συνέχειας του ήχου της πειραγμένης τζαζ των 90ς. Οι κυκλοφορίες που περιλαμβάνει τιμούν το είδος, το επεκτείνουν και το επιβεβαιώνουν ως κλασική φόρμα. Από το «Drifting» του James Taylor Quartet μέχρι το «Feel Alright» των Club des Belugas με τον Antoine Villoutreix, η acid jazz διατηρεί την οργανική της ταυτότητα και την πολυσυλλεκτική της φύση. Οι Gerardo Frisina, Mo’ Horizons, Roy Ayers, De-Phazz, Eric Hilton, S-Tone Inc., Red Snapper, Omar, Jazzanova και Bird επιβεβαιώνουν ότι η acid jazz αγγίζει πλέον τα όρια του κλασσικού. Οι δίσκοι «Barb and Feather» των Red Snapper, «El Rocío» των The Bahama Soul Club, «Midnight Ragas» του Eric Hilton, «Reconnect» της Bird, «Can We Go Out?» του Omar, «Marca Passo» των βραζιλιανών μαθουσάλων Azymuth με τον Daniel Maunick, και «ITALIA» του Till Brönner το υπερθεματίζουν με τις διαπολιτισμικές τους μελωδίες (Αγγλία, ΗΠΑ, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Βραζιλία, Γαλλία) και με μια παραγωγή μια κλάση ανώτερη από πολλά που κυκλοφορούν σήμερα.
Η λίστα περιλαμβάνει 25 κυκλοφορίες από το 2025, καλύπτοντας ένα μεγάλο μέρος του έτους, ξεκινώντας με το «Ban-Di-To» των Red Snapper τον Απρίλιο και φτάνει μέχρι το «Drifting» του James Taylor Quartet τον Οκτώβριο. Ξεχωρίζουν συνεργασίες όπως το «Just A Good Beat» των Matahari Sons και Mo’ Horizons, το «Angel Dust» της Ludivine Issambourg με remix από τους Kyoto Jazz Massive, και το «Brand New Feeling» του θρύλου Roy Ayers σε παραγωγή Osunlade. Η παρουσία των Jazzanova, Brooklyn Funk Essentials, Freedust, Sarah Jane Morris, Mario Biondi, Antonia Hausmann και Clara Hill επιβεβαιώνει ως κερασάκι την πολυμορφία του είδους.
