Η εμφάνιση ενός σχήματος όπως οι Sons of Sunday, με μια σύνθεση από αναγνωρισμένα ονόματα της σύγχρονης χριστιανικής μουσικής σκηνής, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα μοναδικό φαινόμενο στο χώρο της γκόσπελ ροκ. Αντιθέτως, εντάσσεται σε μια μακρά παράδοση όπου καταξιωμένοι μουσικοί, συχνά με προσωπικές καριέρες ή επιτυχημένες συνεργασίες, ενώνουν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν κάτι που υπερβαίνει το άθροισμα των μερών του. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ας πούμε η περίπτωση των Audio Adrenaline, οι οποίοι, αν και ξεκίνησαν ως ένα "κανονικό" συγκρότημα, με την πάροδο του χρόνου είδαν αλλαγές στη σύνθεσή τους, με μέλη από άλλα γνωστά σχήματα να συμμετέχουν.
Ο τρόπος που οι Sons of Sunday φέρνουν κοντά φωνές από τους Maverick City Music (Chandler Moore) και Elevation Worship (Chris Brown) θυμίζει έντονα τη δυναμική που αναπτύχθηκε και σε άλλες κολλεκτίβες, όπου ο στόχος ήταν η δημιουργία ενός "σούπερ-γκρουπ" για να ενισχύσει το μήνυμα και να διευρύνει την απήχηση. Επίσης, η έμφαση στα φωνητικά και η πολλαπλή παρουσία τραγουδιστών (Steven Furtick, Brandon Lake, Chandler Moore, Chris Brown, Leeland Mooring, Pat Barrett) παραπέμπει σε σχήματα που δίνουν προτεραιότητα στην πολυφωνία και τη χορωδιακή διάσταση της λατρείας, χωρίς όμως να χάνουν τον ροκ δυναμισμό. Στο παρελθόν, συγκροτήματα όπως οι Jars of Clay ή ακόμα και οι Third Day σε κάποιες από τις πιο ευαγγελικές τους στιγμές, κατάφεραν να συνδυάσουν την πνευματική θέρμη με μια άρτια μουσική εκτέλεση, δημιουργώντας έναν ήχο που ήταν ταυτόχρονα ευπρόσιτος και βαθιά θρησκευτικός.
Ο Brandon Lake, με την αναμφισβήτητη εμπορική και καλλιτεχνική του επιτυχία, τα πέντε Grammys δεν είναι αμελητέα, φέρνει στο σχήμα μια αναγνωρισιμότητα και μια λάμψη που θυμίζει την παρουσία κορυφαίων προσωπικοτήτων σε ανάλογα εγχειρήματα. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί μια αντιστοιχία με τον τρόπο που ο Michael W. Smith ή ο Steven Curtis Chapman έχουν κατά καιρούς συνεργαστεί σε ευρύτερα πρότζεκτ, προσδίδοντας κύρος και αναγνωρισιμότητα, παρόλο που αμφότεροι δεν ήταν μέλη ενός "σούπερ-γκρουπ" με την έννοια των Sons of Sunday, οι φωνές τους συγχωνεύονταν σε συνεργασίες, υπογραμμίζοντας την ιδέα ότι η συνένωση αναγνωρισμένων ταλέντων μπορεί να οδηγήσει σε κάτι μεγαλύτερο. Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα ντεμπούτο στούντιο άλμπουμ με τον τίτλο της κολλεκτίβας, υποδηλώνει μια δήλωση παρουσίας.
Είναι μια κίνηση που συχνά παρατηρείται σε καλλιτέχνες που, έχοντας ήδη δοκιμαστεί και αναγνωριστεί, επιλέγουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους σε ένα νέο πλαίσιο, προσφέροντας ένα έργο που είναι ταυτόχρονα συνέχεια και τομή. Η επιλογή του «Holyghost» ως ένα από τα πρώτα σε κυκλοφορία τραγούδια, υποδηλώνει μια σαφή θεολογική κατεύθυνση, κάτι που είναι ενδεικτικό του είδους. Συνολικά, οι Sons of Sunday δεν εφευρίσκουν εκ νέου τον τροχό της γκόσπελ ροκ. Αντιθέτως, πατούν πάνω σε μια δοκιμασμένη συνταγή, με στόχο να προσφέρουν έναν ήχο που είναι άρτιος, μελωδικός και, κυρίως, βαθιά ριζωμένος στην πνευματική του αποστολή. Μένει να ακούσουμε την ολοκληρωμένη δουλειά τους για να κρίνουμε το βάθος της προσφοράς τους, αλλά οι προϋποθέσεις για μια τουλάχιστον ενδιαφέρουσα καλλιτεχνική προσέγγιση είναι σίγουρα εδώ.
Oι Wolf Alice αποτελούν ένα από εκείνα τα σχήματα που, καθ' όλη τη διάρκεια της πορείας τους, αρνούνται να εφησυχάσουν. Αυτό είναι, ένα χαρακτηριστικό που εκτιμώ ιδιαίτερα σε έναν καλλιτέχνη. Από την εποχή του ντεμπούτου τους, «My Love Is Cool», μέχρι και σήμερα, υπάρχει μια αίσθηση συνεχούς μετεξέλιξης, σαν κάθε νέα τους κυκλοφορία να αντιπροσωπεύει μια πιο ολοκληρωμένη, πιο τολμηρή εκδοχή του εαυτού τους. Η βασική τους σύνθεση παραμένει αμετάβλητη, αλλά αυτό που αλλάζει είναι η αυτοπεποίθηση, η φιλοδοξία και, φυσικά, η μουσική τους παλέτα. Θυμάμαι την εποχή του «Visions Of A Life», του δίσκου που τους χάρισε το Mercury Prize.
Εκεί, η αιχμηρή indie προσέγγισή τους εμπλουτίστηκε με ένα θολό "θόρυβο" χωρίς να είναι τυχαίος, αλλά μια σχολαστικά δομημένη ηχητική αισθητική που αποτελεί μέρος της καλλιτεχνικής τους ταυτότητας, ένα πέπλο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που προσωπικά με είχε εντυπωσιάσει. Κατόπιν, το «Blue Weekend» (2022) πρόσθεσε ακόμα πιο κινηματογραφικές διαστάσεις και μια τάση για πειραματισμό, δείχνοντας ότι το συγκρότημα δεν φοβάται να εξερευνήσει νέα ηχητικά μονοπάτια. Αυτή η αναμενόμενη «μουσική αναγέννηση» είναι εμφανής και τώρα, με την επιστροφή τους και την κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου τέταρτου άλμπουμ τους, «The Clearing», το οποίο έχει την υπογραφή του Greg Kurstin στην παραγωγή – ένας παραγωγός με ένα εκτεταμένο βιογραφικό που περιλαμβάνει συνεργασίες από την Adele μέχρι τους Foo Fighters, οπότε η επιλογή του και μόνο υποδηλώνει μια διάθεση για κάτι πραγματικά μεγάλο. Και κάπου εδώ έρχεται το «Bloom Baby Bloom», το πρώτο δείγμα από τον δίσκο, το οποίο, ομολογουμένως, είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό.
Είναι ένα τραγούδι που σε συνεπαίρνει, όχι μόνο λόγω του ήχου του, αλλά και λόγω της φιλοδοξίας που εκπέμπει. Δεν είναι απλά ένα ακατέργαστο, δυναμικό ροκ κομμάτι που ξεχειλίζει από ενέργεια και αυτοπεποίθηση, ένα τραγούδι που σου δίνει την αίσθηση μιας άμεσης, ισχυρής κρούσης, όπως έχουμε ακούσει και στο παρελθόν από τους Wolf Alice αρκετά. Εδώ, η προσέγγιση είναι διαφορετική από το πιο «βαρύ» «Visions Of A Life» ή το καταιγιστικό punk του «Play The Greatest Hits». Στο "Bloom Baby Bloom", οι Wolf Alice αντλούν έμπνευση από τη χρωματική παλέτα των ‘70ς, όχι τόσο ηχητικά ως προς τις δομές, όσο ως προς την αίσθηση μιας ζεστασιάς και ηχητικού πλούτου. Υπάρχει μια θαλπωρή στον ήχο τους, ακόμα και όταν η Ellie Rowsell εκφέρει τις πιο τραχιές της κραυγές.
Είναι ένα τραγούδι γεμάτο μικρές πινελιές που το κάνουν να ξεχωρίζει: το ευέλικτο κιθαριστικό σόλο του Joff Oddie, ένα σύντομο ξέσπασμα στα τύμπανα από τον Joel Amey, η μπάσο γραμμή του Theo Ellis που διαπερνά τη γέφυρα για να χτίσει αυτή την κρίσιμη ένταση και να οδηγήσει αβίαστα προς την εκρηκτική είσοδο του ρεφρέν. Όλα αυτά συνεισφέρουν σε ένα αρμονικό σύνολο. Όσο για την Rowsell, ακούγεται καλύτερη από ποτέ. Η φωνή της φτάνει σε σημεία απίστευτης ομορφιάς το ένα λεπτό, για να παραμορφωθεί και να συστραφεί το επόμενο. Κάθε συλλαβή είναι γεμάτη συναίσθημα, τίποτα δεν ακούγεται ως περιττό. Όταν τραγουδάει «Fucking baby, baby man» στον πρώτο στίχο, το «Fuck» βγαίνει σαν ένας τεράστιος, αγανακτισμένος αναστεναγμός, πριν επιστρέψει αμέσως σε ένα τρεμάμενο falsetto. Αργότερα, όταν δηλώνει «so sick and tired of trying to play it hard», καταφέρνει να κάνει την απόλυτη απογοήτευση να ακούγεται θεϊκή. Αυτή η ικανότητα να μεταπηδάει μεταξύ της ευθραυστότητας και της δύναμης, της τραχύτητας και της μελωδίας, είναι κάτι που την καθιστά μια από τις πιο ενδιαφέρουσες φωνές της γενιάς της.
Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει κάποιες συγκλίσεις με την εκφραστική γκάμα της Karen O των Yeah Yeah Yeahs, μια πιο «αιθέρια» εκδοχή, της Liz Fraser των Cocteau Twins, ίσως την εκφραστική ποικιλία της Dolores O'Riordan των Cranberries ή ακόμα και της PJ Harvey, αν και με έναν δικό της, αναγνωρίσιμο τρόπο. Το «Bloom Baby Bloom» είναι, λοιπόν, ένα άκρως ταιριαστό τραγούδι για την επιστροφή των Wolf Alice. Μιλάει για την ενηλικίωση, την ανάδυση μέσα από το χάος της ζωής και την εμφάνιση με απόλυτη αυτοπεποίθηση. Μετά από τρία άλμπουμ συνεχούς δόμησης και επέκτασης του μουσικού τους κόσμου, και έχοντας βιώσει τα πάνω και τα κάτω της μουσικής βιομηχανίας, το συγκρότημα μοιάζει έτοιμο να διεκδικήσει τη θέση του ως ένα από τα σημαντικότερα της γενιάς του. Αναμφίβολα, οι Wolf Alice βρίσκονται σε πλήρη ανθοφορία. Το άλμπουμ "The Clearing" αναμένεται στις 29 Αυγούστου.
Η σκηνή του χιπ-χοπ, ιδίως αυτή της Ατλάντα, έχει μια διαχρονική ικανότητα να παράγει ενδιαφέρουσες συνεργασίες, και το «Sista Wives» του 2 Chainz, με τη συμμετοχή του Lil Yachty, έρχεται να το επιβεβαιώσει. Πρόκειται για το δεύτερο επίσημο single από το soundtrack της μικρού μήκους ταινίας του 2 Chainz, «Red Clay. Έρχεται αμέσως μετά το «Atlanta», μια συνεργασία με τους Ronald Isley & The Isley Brothers, και μια πρόσφατη υποψηφιότητα για Βραβείο BET στην κατηγορία Καλύτερου Συγκροτήματος, μαζί με τους Larry June και The Alchemist, δείγμα της ευρείας γκάμας και της αναγνωρισιμότητας του 2 Chainz. Το «Sista Wives», σε παραγωγή του Budda Bless This Beat, ένα όνομα που υποδηλώνει μια κάποια… ευλογία στον ήχο, είναι ένα γρήγορο, «μπάσο-βαρύ» κομμάτι, συμπυκνωμένο σε μόλις δυόμισι λεπτά αδιάκοπων ρίμων, «φλεξαρισμάτων» και μιας αλαζονικής αυτοπεποίθησης. Η συνολική αίσθηση είναι αυτή που περικλείει ο όρος δυναμίτης, που αν και κάπως απλοϊκός, αποδίδει την άμεση, εκρηκτική του φύση. Ο Lil Yachty είναι αυτός που δίνει τον τόνο στην αρχή, εισβάλλοντας στο κομμάτι με μια διάθεση αμφισβήτησης και πρόκλησης. «N**s don’t respect me», εκτοξεύει πάνω από το απειλητικό beat, απορρίπτοντας τους επικριτές του και ταυτόχρονα εδραιώνοντας τη θέση του.
Η «μαγκιά» του είναι αιχμηρή, στρωμένη με πνεύμα και εγωισμό. Εδώ, ο Yachty αγγίζει τις θολές γραμμές της φήμης, του φθόνου και των σχέσεων με μια αιχμηρότητα που μόνο εκείνος μπορεί να προσφέρει. Είναι μια παρατήρηση που δείχνει μια κατανόηση της δυναμικής του στο χιπ-χοπ, όπου η προσωπική ζωή συχνά διασταυρώνεται με τη δημόσια εικόνα, θυμίζοντας ίσως την ωμή, αυθόρμητη ειλικρίνεια που συναντάμε σε κάποιες από τις πρώιμες δουλειές του Ludacris ή ακόμα και του T.I., που επίσης προέρχονται από την Ατλάντα. Ο 2 Chainz εισέρχεται αβίαστα, ραπάροντας «Foreign car talkin’ to my watch just like Michael Knight» μια αναφορά στον εμβληματικό Knight Rider, συνδυάζοντας την πολυτέλεια με τη νοσταλγία. Κάτω από την επιφάνεια, όμως, ο Chainz υφαίνει μια δόση σκεπτικισμού, ραπάρει, προσγειώνοντας τον τόνο του τραγουδιού με μια δόση ρεαλισμού από τους δρόμους. Αυτή η διττή του ικανότητα να ισορροπεί ανάμεσα στον «φλεξαρισμένο» βίο και τον σκληρό ρεαλισμό, είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του 2 Chainz, και τον διαφοροποιεί από πολλούς συγχρόνους του.
Τον τοποθετεί κάπου ανάμεσα στην αιχμηρή παρατηρητικότητα ενός Pusha T και τον αμετανόητο γκάνγκστα γκλάμουρ ενός Rick Ross. Καθώς το κομμάτι εξελίσσεται, η χημεία μεταξύ των δύο ράπερ από την Ατλάντα εντείνεται. Ανταλλάσσουν ρίμες απρόσκοπτα, μεταπηδώντας ο ένας στους στίχους του άλλου με ακρίβεια και ενέργεια. Αυτή η αλληλεπίδραση είναι καθοριστική για την επιτυχία τέτοιων συνεργασιών, και εδώ επιτυγχάνεται με αξιοσημείωτη άνεση. Το κομμάτι κλείνει με το αναγνωρίσιμο «Tony!» του 2 Chainz, μια υπενθύμιση ότι, είτε φανταχτερός είτε σκληρός, αυτός έχει πάντα τον έλεγχο. Προτείνω το συνεχόμενο replay μέχρι το μυαλό να στοιχειωθεί από την θρίλερ αισθητικής ήχο των εγχόρδων…
Η εμφάνιση του Loaded Honey, ενός νέου μουσικού εγχειρήματος, με το ντεμπούτο τους single «Don't Speak», αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του πώς καλλιτέχνες, έχοντας ήδη καθιερωθεί σε ένα επιτυχημένο σχήμα, επιδιώκουν να εξερευνήσουν διαφορετικά μουσικά τοπία. Εδώ, έχουμε τους J Lloyd και Lydia Kitto από τους Jungle, δύο ονόματα που συνάντησαν ο ένας τον άλλον στο στούντιο και από αυτή τη συνάντηση προέκυψε μια βαθιά φιλία και, εν τέλει, μια νέα καλλιτεχνική σύμπραξη. Η σχέση τους, που εμβαθύνθηκε με το πέρασμα στην κοινή συγκατοίκηση, τους επέτρεψε να ανταλλάσσουν ιδέες και να συγχωνεύουν τις δεξιότητές τους, κάτι που, από ό,τι αντιλαμβάνομαι, συνέβη και κατά τις ηχογραφήσεις των δύο τελευταίων άλμπουμ των Jungle, «Volcano» και «Loving In Stereo». Αυτή η διαδικασία, λοιπόν, δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά μια φυσική εξέλιξη, όπου οι πιο «οικείες» συνθέσεις που ξεπερνούσαν το πλαίσιο των Jungle, βρήκαν τη δική τους στέγη υπό την ομπρέλα των Loaded Honey.
Το «Don't Speak», το επίσημο ντεμπούτο τους, είναι ένα κομμάτι που ακροβατεί με χάρη στην χορευτική ποπ. Αυτό που αμέσως τραβά την προσοχή είναι η χρήση μιας ήπιας breakbeat ρυθμολογίας και των λάγνων εγχόρδων, ένας συνδυασμός που, ομολογουμένως, φέρνει στο νου τις πρώιμες δουλειές της Philadelphia International Records της δεκαετίας του '70, που διαμόρφωσε τον ήχο της soul και της ντίσκο, με καλλιτέχνες όπως οι Harold Melvin & The Blue Notes ή οι The O'Jays, οι οποίοι έκαναν τέχνη του να συνδυάζουν τις ορχηστρικές ενορχηστρώσεις με ρυθμικές βάσεις που σε έκαναν να θέλεις να χορέψεις.
Τα φωνητικά που υποδηλώνουν ζωντάνια και μια σχεδόν «μεθυστική» ευφορία – προσδίδοντας στο κομμάτι μια καθαρά pop διάσταση. Είναι η στιγμή που η ποπ εκδηλώνεται σε όλο της το μεγαλείο, χωρίς να χάνει, όμως, τη νοσταλγική της χροιά. Αυτή η ισορροπία μεταξύ του ρετρό και του σύγχρονου είναι κάτι που προσωπικά πάντα με ενδιαφέρει. Το βίντεο, με την ρετρό αισθητική του, προσθέτει ένα επιπλέον επίπεδο στην αφήγηση. Αποτελεί το δεύτερο μιας σειράς 11 μονοπρόσωπων οπτικοποιημένων κομματιών που συνοδεύουν τη μουσική, μια προσέγγιση που δείχνει μια σκηνοθετική πρόθεση και μια προσοχή στη λεπτομέρεια που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα.
Αυτή η ιδέα παραπέμπει σε μια πιο κινηματογραφική ή αφηγηματική προσέγγιση της οπτικοποίησης, θυμίζοντας ίσως το πώς παλαιότεροι καλλιτέχνες ή ακόμα και σύγχρονοι, όπως η Lana Del Rey χτίζουν έναν ολόκληρο κόσμο γύρω από τη μουσική τους. Οι Loaded Honey, με το «Don't Speak», δεν φιλοδοξούν να ανακαλύψουν εκ νέου την ποπ. Αντιθέτως, χρησιμοποιούν τα δοκιμασμένα συστατικά του είδους, τους ρυθμούς, τις μελωδίες, τις ατμόσφαιρα και τα εμπλουτίζουν με μια εκλεπτυσμένη αισθητική και μια σαφή αναφορά σε αλλοτινές δόξες του πενταγράμμου. Ένα καλοδουλεμένο, ευχάριστο άκουσμα που έχει τη δυνατότητα να εξελιχθεί σε κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον.
Η σκηνή της κάντρι μουσικής, η οποία συχνά παραμένει πιστή σε παραδοσιακές αφηγήσεις και ηχητικές δομές, ενίοτε φιλοξενεί και εγχειρήματα που, διατηρώντας έναν σεβασμό στην κληρονομιά της, προσφέρουν μια φρέσκια οπτική. Σε αυτό το πλαίσιο, το ντουέτο Thelma & James, το οποίο αποτελεί το δημιούργημα της κάντρι τραγουδίστριας MacKenzie Porter και του συζύγου της, Jake Etheridge, φαίνεται να κάνει μια εντυπωσιακή είσοδο με το ντεμπούτο τους, «Happy Ever After You», μια ολόκληρη φουρνιά νέων τραγουδιών.
Το «Chain Smoking Memories» χαρακτηρίζεται από μια "δυσοίωνη" ατμόσφαιρα, όπως εύστοχα παρατήρησε ο Etheridge κατά την παρουσίασή του. Δεν πρόκειται για την «εύκολη» νοσταλγία που συχνά συναντάμε στην κάντρι μουσική, αλλά για μια πιο διεισδυτική ματιά στην ανθρώπινη ψυχή, στην αδυναμία του να αντισταθεί κανείς σε κάτι που, αν και γλυκόπικρο, είναι συνάμα εθιστικό. Η έμπνευση προήλθε από την έκφραση «chain smoking memories», δηλαδή, η ανάμνηση ενός πρώην εραστή, μία μετά την άλλη, σαν τσιγάρα. Η ιδέα του να μην μπορείς να αντισταθείς στο να "ταξιδέψεις" πίσω στον χρόνο με αυτό το πρόσωπο, παρόλο που γνωρίζεις ότι δεν είναι υγιές, είναι μια αλληγορία πάνω στον εθισμό. Αυτό το στιχουργικό εύρημα, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και δείχνει μια ωριμότητα στον τρόπο που προσεγγίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η αναφορά στο «cinnamon and nicotine» ως συνδυασμός, είναι μια αριστοτεχνική εικόνα που συμπυκνώνει την αντιφατική έλξη αυτού του εθισμού στην ανάμνηση. Επιπρόσθετα η επιλογή του να ανεβάσουν ελαφρώς το τέμπο τους, ενώ διατηρούν τον ήχο τους, είναι στα αυτιά μου ένα δείγμα καλλιτεχνικής ωριμότητας. Όσο για το φωνητικό μέρος, η αρμονική συνεργασία είναι το κλειδί για την επιτυχία του ντουέτου, καθώς οι φωνές τους συμπληρώνουν η μία την άλλη, προσδίδοντας βάθος και συναίσθημα. Η ικανότητα των Thelma & James να δημιουργούν "πλούσια αρμονικά" και "σύγχρονη αφήγηση" τους κάνει να ξεχωρίζουν. Το «Chain Smoking Memories» γράφτηκε από τους Porter και Etheridge μαζί με τους Jordan Minton, Jordan Reynolds και Parker Welling, με παραγωγό τον Lonas.
Οι Mt. Joy συνεχίζουν να εξερευνούν τα βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης εμπειρίας, και το νεότερο τους single, «Lucy», αποτελεί μια ακόμη γεύση από τον αναμενόμενο τέταρτο στούντιο δίσκο τους, «Hope We Have Fun», ο οποίος κυκλοφορησε μόλις στις 30 Μαΐου. Το «Lucy» ξεχωρίζει ως ένας οικείος διαλογισμός πάνω στο πένθος, ντυμένος με ψυχωμένα φωνητικά, κινούμενες γραμμές πιάνου και ένα ρουστίκ κιθαριστικό παίξιμο που παραπέμπει σε αυθεντικές, ριζωμένες ακουστικές παραδόσεις. Στην καρδιά του μουσικού τους ύφους βρίσκονται η indie folk rock και η λεγόμενη Americana. Η χρήση ακουστικών στοιχείων και η δομή των τραγουδιών τους, με τη σαφή αφήγηση, τους τοποθετεί σε ένα ευρύτερο φάσμα που εκτείνεται από τον Neil Young μέχρι τους The Lumineers, χωρίς ποτέ να χάνουν την προσωπική τους ταυτότητα. Ωστόσο, οι Mt. Joy δεν παραμένουν προσκολλημένοι αποκλειστικά σε αυτές τις ρίζες. Ενσωματώνουν συχνά μπλουζ και ψυχεδελικά στοιχεία, προσδίδοντας διττό χαρακτήρα στη μουσική τους.
Αυτό φέρνει στο νου τη χαλαρή, αυτοσχεδιαστική διάθεση των Grateful Dead, αλλά με ένα σύγχρονο άρωμα και είναι κάθε άλλο παρά ένα τυχαίο εύρημα, καθώς ο ίδιος ο Matt Quinn έχει αναφέρει επιρροές από τους Grateful Dead, ακόμα και αναφέροντας τον Jerry Garcia σε τραγούδια τους όπως το «Astrovan». Το στοιχείο του τζαμαρίσματος είναι ιδιαίτερα εμφανές απ’ ότι διαβάζω στις ζωντανές τους εμφανίσεις, όπου τα τραγούδια αποκτούν συχνά μεγαλύτερη διάρκεια και πιο εξερευνητική διάθεση. Ο Matt Quinn, με την αναγνωρίσιμη συναισθηματική του χροιά, μετατρέπει τον πόνο του πένθους σε έναν ύμνο μνήμης. Οι στίχοι «I wanna live like Lucy died, living my life wire to wire» δεν είναι απλώς μια δήλωση, αλλά μια υπόσχεση – ένας φόρος τιμής σε μια φίλη που αντιμετώπισε το τέλος με απαράμιλλη γενναιότητα, χιούμορ και χάρη.
Αυτή η προσέγγιση, όπου το πένθος δεν οδηγεί στην παραίτηση αλλά στην ενδυνάμωση της ζωής, θυμίζει κάπως τον τρόπο που ο Bruce Springsteen ή ο Tom Petty κατάφεραν να ενσταλάξουν την ελπίδα και την ανθεκτικότητα σε τραγούδια που μιλούσαν για την απώλεια και τις δυσκολίες της ζωής. Υπάρχει κάτι το βαθιά αμερικανικό και ταυτόχρονα καθολικό σε αυτή την αφήγηση. Το τραγούδι παλεύει με την απώλεια, αλλά αγκαλιάζει ταυτόχρονα τη χαρά μιας ζωής που έζησε δυνατά, γεμάτη με «skydiving, dancing, drinking cheap champagne, and always chasing the light». Είναι μια υπενθύμιση ότι η ζωή, ακόμα και μπροστά στην αναπόφευκτη απώλεια, πρέπει να γιορτάζεται. Η έμπνευση για το κομμάτι προήλθε μια νύχτα μετά από μια sold-out συναυλία των Mt. Joy στο Madison Square Garden.
Ένα μέλος του συγκροτήματος συναντήθηκε με μια παλιά φίλη, η οποία μοιράστηκε τη θλιβερή είδηση της διάγνωσής της με πολλαπλούς όγκους στον εγκέφαλο. Προς υποστήριξη της πορείας της, το συγκρότημα συνεργάζεται με την Propeller, μια πλατφόρμα που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ καλλιτεχνών, φεστιβάλ, brands και μη κερδοσκοπικών οργανισμών, για μια κλήρωση δώρων για τους φανς που υποστηρίζουν την American Brain Tumor Association, μια αξιέπαινη κίνηση που συνδέει άμεσα την τέχνη με την κοινωνική προσφορά. Το «Lucy» εντάσσεται σε μια σειρά από τραγούδια που έχουν ήδη κυκλοφορήσει, όπως το «Highway Queen» (ένα ντουέτο με τη Maren Morris), το «God Loves Weirdos» και το «More More More», δημιουργώντας έναν συναισθηματικό και ηχητικό κόσμο για το ολόφρεσκο «Hope We Have Fun».
Το «Lucy» κυκλοφόρησε στον απόηχο μιας επιτυχημένης πορείας το 2024, που περιελάμβανε sold-out εμφανίσεις σε εμβληματικούς χώρους όπως το Madison Square Garden, το Red Rocks Amphitheater και το The Greek Theatre στο Λος Άντζελες, καθώς και μια περιοδεία 70 ημερομηνιών σε Βόρεια Αμερική και Ευρώπη που πούλησε πάνω από 180.000 εισιτήρια. Όσο για το άλμπουμ, είναι το επιστέγασμα σχεδόν μιας δεκαετίας περιοδειών, στο χάος της επιδίωξης ενός ονείρου. Με πάνω από ένα δισεκατομμύριο παγκόσμια streams, πετυχημένη πορεία στα αμερικανικά ραδιόφωνα με τα «Silver Lining» και «Lemon Tree», και επαίνους από έντυπα όπως το Rolling Stone, το NPR και οι New York Times, οι Mt. Joy έχουν εδραιωθεί ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα του σήμερα.
Ο Angus Stone, γνωστός για το ιδιαίτερο μουσικό του αποτύπωμα τόσο ως μέλος των Angus & Julia Stone όσο και μέσω του προσωπικού του εγχείρημα του Dope Lemon, φαίνεται να μην επαναπαύεται. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά τον τελευταίο δίσκο των Angus & Julia Stone και λιγότερο από δύο από το «Kimosabè», ο Stone επιστρέφει με το «Golden Wolf», ένα άλμπουμ που επιβεβαιώνει την καλλιτεχνική του σταθερή πορεία. Ενώ αναγνωρίζει πως προσφέρει κάποιους από τους γνώριμους indie-folk ήχους που οι θαυμαστές έχουν αγαπήσει , όπως στα κομμάτια «John Belushi» και «On the 45», είναι τίτλοι σαν το "Yamasuki — Yama Yama" και το «Maggie’s Moonshine» που αποκαλύπτουν μια διαφορετική, συναρπαστική πλευρά του τραγουδοποιού. Το «Golden Wolf» παρουσιάζεται ως ο ιδανικός δίσκος για τους φανς των Dope Lemon που επιθυμούν να αναπολήσουν το παρελθόν, αλλά και να ρίξουν μια ματιά στο μέλλον τους. Το γκρουπ έχει ήδη απολαύσει τους καρπούς της επιτυχίας του, με τις πρόσφατες κυκλοφορίες «Rose Pink Cadillac» (2022) και «Kimosabe» (2023) να του χαρίζουν δύο υποψηφιότητες για βραβεία ARIA (Australian Recording Industry Association) και πάνω από 13 εκατομμύρια streams σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Αυτή η αναγνωρισιμότητα οδήγησε ακόμα και συνεύρεση επί σκηνής με τον Post Malone στην αυστραλιανή περιοδεία του το 2023, όπου ερμήνευσαν μαζί το «Big Jet Plane», ένα τραγούδι από το πρώην project των Angus & Julia Stone, μια ενδιαφέρουσα συνεργασία μεταξύ των καλλιτεχνικών του ταυτοτήτων. Με όλη αυτή την απίστευτη απήχηση, η πέμπτη δουλειά των Dope Lemon, το «Golden Wolf», υποδηλώνει έναν πιο ανοιχτό και εσωστρεφή Angus. Λυρικά, το άλμπουμ διαπραγματεύεται τη θνητότητα και το τι αφήνουμε πίσω μας ως άνθρωποι, καθώς και το τι μεταφέρουμε στην επόμενη ζωή, διατηρώντας ταυτόχρονα τους συνήθεις χαλαρούς και καλοκαιρινούς τόνους των Dope Lemon. Μόνο που αυτή τη φορά, η καλοκαιρινή λάμψη μοιάζει να έχει ενισχυθεί ακόμα περισσότερο, με πολυτελή ενορχήστρωση και εκτεταμένα μουσικά τμήματα που ωθούν τη ψυχεδελική επιρροή της μουσικής τους στα άκρα.
Η μίξη του δίσκου είναι αριστοτεχνική, εφαρμόζοντας με προσαρμοστικότητα μια κομψή επίστρωση αντήχησης (reverb) και φωτεινότητας σε κάθε στιγμή. Αυτή η προσοχή στη λεπτομέρεια στην παραγωγή θυμίζει το πόσο σημαντική είναι η ατμόσφαιρα για καλλιτέχνες όπως οι Tame Impala ή ακόμα και οι Flaming Lips, οι οποίοι χτίζουν ολόκληρους ηχητικούς κόσμους γύρω από τις συνθέσεις τους. Ο ίδιος ο Stone περιγράφει τη δημιουργία του ομότιτλου κομματιού, «Golden Wolf», ως μια «μαγική απογευματινή» εμπειρία, όπου ένα «πανέμορφο ρεύμα χρυσού φωτός» πλημμύριζε το σαλόνι, σαν ο χρόνος να επιβραδύνει σε αυτές τις «υπερβατικές και αιθέριες στιγμές». Όλα «ξετυλίγονταν με τον πιο μαγικό τρόπο», ήταν ο «τέλειος συνδυασμός όλων των σωστών πραγμάτων», οι στίχοι «κυλούσαν από το στόμα του λυρικά, ποιητικά», και το δωμάτιο «μοιάζει να κρατούσε την ιστορία και τους ήχους που έγιναν αυτό το τραγούδι».
Αυτή η περιγραφή αποκαλύπτει μια σχεδόν μυστικιστική προσέγγιση στη δημιουργία, όπου η έμπνευση πηγάζει από μια σχεδόν μεταφυσική σύνδεση με το περιβάλλον. Ως προς τον τίτλο του άλμπουμ, «Golden Wolf», ο Stone διευκρινίζει ότι δεν πρόκειται για έναν χαρακτήρα όπως ο Smooth Big Cat, από το άλμπουμ του 2019, ούτε για το όνομα του αεροπλάνου στο εξώφυλλο. Συμβολικά, το «Golden Wolf» βασίζεται στην ιδέα του περάσματος στην επόμενη ζωή, τι μας οδηγεί εκεί, ποιος μας οδηγεί εκεί, και τι θέλουμε να πάρουμε μαζί μας, είτε πρόκειται για αυτή τη ζωή είτε για τη δημιουργία μιας νέας. «Είναι κάπως αυτό που αφήνεις πίσω σου και αυτό που μεταφέρεις, και τα μαθήματα που έχεις μάθει και τι μπορείς να κάνεις καλύτερα.
Υποθέτω ότι αγγίζει όλα αυτά τα θέματα που μας κάνουν μια ψυχή και αυτό που είμαστε στην ολότητά μας ως ανθρώπινα όντα». Αυτή η φιλοσοφική διάσταση τοποθετεί τον Angus Stone όχι απλώς ως έναν τραγουδοποιό, αλλά ως έναν στοχαστή που χρησιμοποιεί τη μουσική ως όχημα για να εξερευνήσει τα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Ενώ οι Dope Lemon διατηρούν την υπογραφή τους στους «χαλαρούς και καλοκαιρινούς τόνους», το «Golden Wolf» προσθέτει ένα βάθος που υποδηλώνει μια καλλιτεχνική ωρίμανση και μια επιθυμία να κοιτάξει πέρα από την επιφάνεια. Είναι ένα άλμπουμ που, παρά τη φαινομενική του χαλαρότητα, προσφέρει τροφή για σκέψη. Μια αξιοσημείωτη προσπάθεια, λοιπόν, που δείχνει πως η indie-folk μπορεί να είναι ταυτόχρονα ευχάριστη και βαθυστόχαστη.
Η Jessie J, που κάποτε ταυτίστηκε με την εκρηκτική ποπ ενέργεια, επανέρχεται στο προσκήνιο, και η τρέχουσα φάση της ζωής της αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγχρονης, απαιτητικής πραγματικότητας για μια δημόσια προσωπικότητα. Μεταξύ μητρότητας, προώθησης της μουσικής της και των καθημερινών οικιακών αναγκών, μοιάζει να έχει «αποκρυπτογραφήσει» τον κώδικα του χάους της εποχής μας. Η κυκλοφορία του «No Secrets», του πρώτου της single μετά από τέσσερα χρόνια, σηματοδοτεί όχι απλώς μια μουσική επιστροφή με την παραδοσιακή έννοια, αλλά ως «γιορτή όλων όσων έχει κάνει μέχρι αυτό το σημείο». Αυτή η διαφορά στην οπτική είναι κρίσιμη: υποδηλώνει μια ωριμότητα, μια αποδοχή της πορείας της, χωρίς την πίεση της αναβίωσης. Για όσους έζησαν τις αρχές της δεκαετίας του 2010, η Jessie J (Jessica Cornish) θυμούνται κομμάτια όπως το «Domino» ή το «Do It Like a Dude» που την καθιέρωσαν ως μια ακομπλεξάριστη, εκρηκτική παρουσία.
Το «Price Tag» την εκτόξευσε, ενώ το «Bang Bang», σε συνεργασία με τις Ariana Grande και Nicki Minaj, την τοποθέτησε στην κορυφή ως μια φωνή που έδινε την εντύπωση ότι κάθε νότα έπρεπε να αποδείξει την αξία της. «Το Bang Bang ακόμα με στοιχειώνει γιατί πρέπει πάντα να το τραγουδάω, και είναι τόσο ψηλά», εκφράζει με μια νότα ειλικρίνειας. «Όσο υπέροχο κι αν είναι να έχεις αυτή την επιτυχία, είναι επίσης περίπλοκο… με τις μεγάλες επιτυχίες, πάντα νιώθεις ότι τις πολεμάς». Το «No Secrets» ανοίγει με μια φράση που είναι ταυτόχρονα συγκλονιστική και άμεση: «I lost my baby, but the show must go on». Εδώ, η Jessie J δεν προσποιείται. Η ίδια αναγνωρίζει ότι «υπάρχει ένα στοιχείο σε αυτή τη ζωή που σε κάνει να νιώθεις όχι και τόσο ανθρώπινος», μια παρατήρηση που, αν και σκληρή, είναι βαθιά αληθινή για πολλούς καλλιτέχνες που ζουν υπό το φως της δημοσιότητας.
Η πορεία της προς τη μητρότητα ήταν για αυτήν μια οδύσσεια που συνδυάστηκε και με άλλα προβλήματα υγείας. «Δεν με νοιάζει η φήμη και τα φανταχτερά πράγματα. Θέλω απλώς να είμαι παρούσα». Η εμπειρία της με τη BRIT School, το φημισμένο «φυτώριο» ταλέντων που έχει αναδείξει ονόματα όπως η Adele, η FKA Twigs και η Amy Winehouse, της έδωσε τα εφόδια για μια παγκόσμια καριέρα. Ωστόσο, η παρακολούθηση της επιτυχίας της RAYE στα περσινά BRIT Awards, της θύμισε τη δική της αρχή. «Το είδα να συμβαίνει σε αυτήν και μου θύμισε το 2010», λέει. Η κίνηση της να επικοινωνήσει με τη RAYE, προσφέροντας υποστήριξη και συμβουλές, δείχνει μια ωριμότητα και μια ενσυναίσθηση που είναι σπάνιες στον ανταγωνιστικό χώρο της μουσικής
. «Γίνομαι πολύ προστατευτική με τους καλλιτέχνες, γιατί ξέρω πώς νιώθεις – να είσαι νέος και να σε παρασύρει κάτι τεράστιο». Αυτή η αλληλεγγύη, ιδίως μεταξύ γυναικών καλλιτεχνών, είναι ένα θετικό σημάδι για την εξέλιξη της βιομηχανίας. Η πρόσφατη απομάκρυνσή της από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες το 2023, σηματοδοτεί μια συνειδητή επιλογή για αυθεντικότητα. «Δεν είμαι αλυσίδα εστιατορίων. Είμαι σπιτικό φαγητό!» δηλώνει με μια χαρακτηριστική ατάκα. Η περιγραφή του εαυτού της ως «Duracell Bunny» που ασχολείται με τα πάντα, από το μαγείρεμα μέχρι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπογραμμίζει έναν έλεγχο και μια αφοσίωση που δεν συμβαδίζουν πάντα με τις δομές των μεγάλων εταιρειών.
Τώρα, μετά από χρόνια στο Λος Άντζελες, η Jessie J επιστρέφει στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου μεγαλώνει τον γιο της και αγκαλιάζει έναν διαφορετικό ρυθμό. «Μου έλειψε η ειλικρίνεια, ο σαρκασμός», χαμογελάει. «Είμαι ακόμα σε προσαρμογή, αλλά είμαι έτοιμη – προσωπικά, ψυχικά, ενεργειακά – να επιστρέψω και να αντιμετωπίσω τη μουσική. Κυριολεκτικά». Η επιστροφή της στην πατρίδα της φαίνεται να λειτουργεί ως μια μορφή «γείωσης», μια αναζήτηση της ουσίας μακριά από τη λάμψη και τις πιέσεις που τη χαρακτήριζαν. Και αυτό, για μια καλλιτέχνη του βεληνεκούς της, είναι ίσως η πιο ειλικρινής και σημαντική δήλωση.
Η Suzanne Vega, επιστρέφει με το «Flying with Angels», το πρώτο της άλμπουμ με νέο υλικό μετά από μια δεκαετία – συγκεκριμένα από το «Tales from the Realm of the Queen of Pentacles» του 2014, και όχι το «Lover, Beloved» του 2016 που ήταν αφιερωμένο στην Carson McCullers. Η νέα της κυκλοφορία, στις 2 Μαΐου 2025 μέσω της Cooking Vinyl, πιθανότατα θα αιφνιδιάσει όσους την έχουν συνδέσει αποκλειστικά με την καθαρή folk αισθητική των «Luka» ή «Marlene on the Wall». Η Vega έχει ωριμάσει εμφανώς ως μουσικός και ως στιχουργός, προσφέροντας πλέον ένα πιο οξύ βλέμμα στις παρατηρήσεις της και μια ευρύτερη μουσική παλέτα. Ενώ η χρονική απόσταση μεταξύ των δίσκων της φαίνεται να αυξάνεται, η ικανότητά της να βρίσκει κάτι ουσιαστικό να πει παραμένει ανέπαφη. Η ίδια περιγράφει το λυρικό περιεχόμενο του άλμπουμ ως μια εξερεύνηση του «αγώνα»: «Κάθε τραγούδι στο άλμπουμ εκτυλίσσεται σε μια ατμόσφαιρα μιας πάλης. Αγώνα για να επιβιώσεις, να μιλήσεις, να κυριαρχήσεις, να κερδίσεις, να ξεφύγεις, να βοηθήσεις κάποιον άλλο, ή απλώς να ζήσεις».
Οι αναδρομικές της προσπάθειες στη δεκαετία του 2010, με την Americana και την ταρομαντεία του «Tales In The Realm Of The Queen Of Pentacles» (2014) και τον λογοτεχνικό κόσμο της δεκαετίας του '40 του «Lover, Beloved: Songs From An Evening With Carson McCullers» (2016), αν και αξιόλογες, ίσως την είχαν οδηγήσει σε μια μουσική στασιμότητα. Αντιθέτως, το «Flying with Angels» σηματοδοτεί μια απότομη στροφή, εμποτισμένη με μια ζωντάνια και μια πολιτική επιτακτικότητα που αντικατοπτρίζει το «τώρα». Κομμάτια όπως το «Speakers' Corner» (το οποίο κυκλοφόρησε ως single στις 4 Μαρτίου 2025) και το «Witch» τη βρίσκουν να αντιδρά στον χώρο της παραπληροφόρησης με έναν «κομψό γρυλισμό». Η φράση «We’re living in a state of permanent emergency» που τραγουδάει, περιβάλλει αιχμηρούς στίχους και έναν αυξανόμενο πανικό μέσα σε έναν ήχο από κιθάρες που «κουδουνίζουν» με παραμόρφωση.
Η παραγωγή του Gerry Leonard (γνωστού από συνεργασίες με τους Rufus Wainwright και Laurie Anderson) αποτυπώνει τόσο την έντονη απογοήτευση όσο και τον σπαρακτικό θρήνο. Η επιλογή στη λίστα, το «Love Thief», που περιγράφεται ως η δική της εκδοχή ενός Motown τραγουδιού της δεκαετίας του '70, αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα αυτής της διεύρυνσης. Γεμάτο με ανάλαφρες αρμονίες, έγχορδα και ένα funky backbeat, οι στίχοι του φαίνεται να έχουν μια διπλή σημασία: μια προσωπική ματιά στην ιδεολογία της αγάπης, αλλά ίσως και μια κριτική στην τυφλή λατρεία που αναζητούν πολιτικοί και «influencers». «I am the love thief, And I’m coming for you… I mean your heart And your conscience too. To these things be true. Tell me, how can you lose?», τραγουδάει. Αυτή η προσέγγιση, που συνδυάζει το προσωπικό με το κοινωνικό-πολιτικό, είναι χαρακτηριστική της οξύτητας της Vega.
Το τραγούδι, μάλιστα, αναφέρεται ότι είναι «πραγματοποιημένο (με μια ιδιοφυή έμπνευση) ως ένα αργό, διαστημικό soul jam», όπου μια «μυθική φιγούρα του Isaac Hayes» αγκαλιάζει την «άγχος-πληττόμενη folk» σε μια πνευματική αγκαλιά. Η ενσωμάτωση αισθησιακών ρυθμών και η ενίσχυση των φωνητικών της από την bluesy Catherine Russell, δείχνουν πόσο αβίαστα η Vega μπορεί να ενσωματώσει το R&B στην folk της ευαισθησία, δημιουργώντας κάτι μοναδικό. Άλλα κομμάτια που αξίζουν αναφορά είναι το «Rats» (κυκλοφόρησε ως single στις 17 Σεπτεμβρίου 2024), ένα «σκληρό» New Wave/Punk-ish τραγούδι εμπνευσμένο από τις σκοτεινές γωνιές της Νέας Υόρκης και την πανδημία, και το «Last Train from Mariupol», ένα θλιβερό κομμάτι εμπνευσμένο από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το «Chambermaid» είναι μια διασκευή του «I Want You» του Bob Dylan, από την οπτική γωνία της καμαριέρας. Το «Flying with Angels» είναι ένα άλμπουμ που βρίσκει τη Vega να έχει πολλά να πει, και το κάνει με έναν τρόπο που, ενώ αποτελεί μια απόκλιση από τις προηγούμενες δουλειές της, παραμένει απίστευτα συνεκτικό. Είναι μια συλλογή «μουσικών διηγημάτων» που, παρά την ενδεχόμενη αρχική «αναταραχή» λόγω των αλλαγών στα στυλ, αποδεικνύει ότι η Suzanne Vega, στα 65 της, παραμένει μια καλλιτέχνης στην κορυφή του παιχνιδιού της, σχετική και με ουσία. Ακόμα και αν ο χρόνος μεταξύ των κυκλοφοριών της φαίνεται να μακραίνει, ο κόσμος είναι σίγουρα ένα καλύτερο μέρος με ένα νέο άλμπουμ από τη Suzanne Vega.
Ο dublon, ο Νορβηγός παραγωγός που έχει διαγράψει μια αξιοσημείωτη πορεία στην ηλεκτρονική σκηνή, παρουσιάζει το ντεμπούτο του EP, «Nectar», μια κυκλοφορία που είδε το φως στις 18 Απριλίου. Αυτή η δουλειά, που ακολουθεί μια περίοδο δυναμικής ανόδου, δείχνει να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες, προσφέροντας έναν ήχο που συνδυάζει την οργανική ζεστασιά με την ηλεκτρονική ακρίβεια. Ο dublon, καταγόμενος από μια μικρή παραλιακή πόλη της νότιας Νορβηγίας, το Risør, προέρχεται από μια οικογένεια με βαθιές μουσικές ρίζες – η μητέρα του παίζει πιάνο και τραγουδά, ο πατέρας του ασχολείται με το μουσικό θέατρο, και τα αδέλφια του έχουν παίξει διάφορα όργανα. Ο ίδιος ξεκίνησε κλασικό βιολί στα επτά, πέρασε από τα τύμπανα και, στα 14, στράφηκε στην παραγωγή μουσικής στον υπολογιστή του. Αυτό το υπόβαθρο εξηγεί εν μέρει την έμφαση στην οργανική αίσθηση της μουσικής του.
Μάλιστα, η ίδια η έμπνευση για το «Nectar» προήλθε από τα σκανδιναβικά καλοκαίρια και την κουλτούρα, σε αντίθεση με τους ψυχρούς νορβηγικούς χειμώνες που τον κρατούν στο στούντιο. Στο «Nectar», ο dublon συνεργάζεται με ταλαντούχους μουσικούς, όπως σαξοφωνίστες και πιανίστες, καθώς και με αναγνωρισμένους καλλιτέχνες όπως οι Tour-Maubourg, TABLE και η εξαιρετική Αμερικανίδα τραγουδίστρια Deza. Το αποτέλεσμα είναι ένα EP που ισορροπεί ανάμεσα στην κομψότητα και έναν ρυθμό που προκαλεί διακριτικά στον χορό. Όπως δηλώνει, η δημιουργία του «Nectar» ήταν μια προσπάθεια να «αιχμαλωτίσει την αίσθηση εκείνων των αυθόρμητων jazz sessions, όπου οι μουσικοί επικοινωνούν σχεδόν τηλεπαθητικά, και να το ενσωματώσει σε ένα ηλεκτρονικό πλαίσιο». Ο στόχος είναι να βρεθεί η «γλυκιά θέση ανάμεσα στη δομή και τον αυτοσχεδιασμό».
Η διαδικασία περιλαμβάνει πολύ «τζαμάρισμα», ηχογράφηση αυτών των στιγμών και στη συνέχεια σχολαστική επεξεργασία στο στούντιο. Συχνά, ξεκινά με τη δημιουργία ενός groove – θεωρώντας το θεμελιώδες για το house είδος – και μετά, στο πιάνο, αναζητά ακόρντα που ακούγονται «φρέσκα». Συχνά συνεργάζεται με τον πιανίστα Ole Petter, φέρνοντάς του grooves και ιδέες, πάνω στις οποίες ο Petter αναπτύπτει ακόρντα και σόλο. Κατά τη διάρκεια της σύνθεσης, ο dublon προσπαθεί επίσης να φανταστεί έναν τόπο ή ένα συναίσθημα, όπως ένα oyster bar ή μια καλοκαιρινή βραδιά στο Παρίσι. Αυτή η προσέγγιση, που συνδυάζει την οργανική αμεσότητα με την ηλεκτρονική παραγωγή, θυμίζει τη δουλειά καλλιτεχνών όπως ο Bonobo ή ο Floating Points, οι οποίοι επίσης γεφυρώνουν αποτελεσματικά τους δύο κόσμους. Η στροφή του προς τη jazz-house ξεκίνησε με μια DJ residency σε ένα ξενοδοχείο στο Όσλο, όπου αναζήτησε μουσική που θα ταίριαζε τόσο σε επίσημες εμφανίσεις όσο και σε μια χαλαρή βραδιά με ποτό. Καλλιτέχνες όπως οι Chaos in the CBD, Tour-Maubourg, St Germain και ο Berlioz υπήρξαν βασικές επιρροές σε αυτή την αναζήτηση. Το ομότιτλο κομμάτι, «Nectar», ξεχωρίζει ως ένα «ελαφρύ αλλά δυναμικό» κομμάτι, φορτωμένο με μια διακριτική αισιοδοξία.
Πρόκειται για club music που περισσότερο «χαμογελάει» παρά «φωνάζει», υποδηλώνοντας μια εκλεπτυσμένη προσέγγιση στον χορό, μακριά από υπερβολές. Αυτό το στυλ θυμίζει τις πιο soulful εκδοχές των Daft Punk ή ακόμα και τις εκλεπτυσμένες jazz-house στιγμές των St. Germain. Ο τίτλος «Nectar», για τον dublon, αντιπροσωπεύει την «καθαρή, συμπυκνωμένη ουσία» – το καλύτερο μέρος των στιγμών δημιουργίας, αποσταγμένο σε ήχο, την «γλυκύτητα στην απλότητα» και την προσφορά «κάτι ανεβαστικό χωρίς να είναι συντριπτικό». Το βλέπει ως club music για στοχαστικές στιγμές, όχι μόνο για την ώρα αιχμής. Ειδικότερα, η ατμόσφαιρα και η προσέγγιση του «Nectar» έχουν εμφανείς συνδέσεις με το στυλ του Aqua Bassino. Ο Jason Robertson, γνωστός ως Aqua Bassino, έχει διαμορφώσει έναν ήχο στην deep house και nu-jazz που ενσωματώνει οργανικά στοιχεία, όπως σαξόφωνο και πιάνο, προσδίδοντας μια «ζεστή» και «ταξιδιάρικη» διάθεση.
Η ικανότητά του να δημιουργεί ατμοσφαιρικά κομμάτια που διατηρούν τον χορευτικό τους χαρακτήρα, χωρίς να επιζητούν την έντονη δυναμική, αντικατοπτρίζεται στην κομψότητα και τη συγκρατημένη αισιοδοξία του «Nectar». Ο dublon, με αυτή την κυκλοφορία, εμφανίζεται ως ένας σύγχρονος εκφραστής αυτής της ηχητικής παράδοσης, φέρνοντας έναν εκλεπτυσμένο ήχο στην ηλεκτρονική μουσική. Όσο για τις συνεργασίες, η Deza έφερε «απίστευτη ζεστασιά και αφηγηματικό βάθος» στο «Salve». Ο Nathan Haines προσέθεσε μια «αδιαμφισβήτητη κλασική jazz ευαισθησία» στα «CPH» και «Breach», η πρόταση για σήμερα, χωρίς να ακούγεται ποτέ επιτηδευμένος ή ρετρό.
Ο Tour-Maubourg στο «Brush» «κατάλαβε ακριβώς τις λεπτές υφές» που επεδίωκε. Επίσης, τα αγόρια των TABLE από τη Σουηδία, τους οποίους θεωρεί επίσης πολύ εντυπωσιακούς σύγχρονους καλλιτέχνες, συνεισέφεραν στο EP. Ο dublon φιλοδοξεί οι ακροατές, ακούγοντας το «Nectar» από την αρχή μέχρι το τέλος, να νιώσουν «σαν να βρίσκονται σε μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα κάπου στην Ευρώπη, πίνοντας κρασί σε ένα μοντέρνο μπαρ με φίλους». Για το μέλλον, μπορούμε να περιμένουμε «πολλή νέα μουσική και συναρπαστικές συνεργασίες» τόσο με τραγουδιστές όσο και με παραγωγούς, καθώς και «συνεχείς περιοδείες σε όλο τον κόσμο σε club και φεστιβάλ». Ένας καλλιτέχνης που, χωρίς μεγαλοστομίες, φαίνεται να έχει βρει το δρόμο του.
Οι Cousin Kula, μας έρχονται από το Μπρίστολ του Ηνωμένου Βασιλείου. Το άλμπουμ τους «Vitamin D», που κυκλοφόρησε το 2024, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από μέσα όπως ο Guardian, ο Gilles Peterson και το CRACK. Η κυκλοφορία αυτή κατάφερε να αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον του κοινού χάρη στην ευρεία δημιουργικότητά τους, ηχογραφημένο στο κοινόβιο σπίτι τους στους ηλιόλουστους λόφους έξω από την καλλιτεχνική τους έδρα. Οι ζωντανές εμφανίσεις των Cousin Kula είναι ένα ηλεκτρισμένο προϊόν που εντυπωσίασε το κοινό καθ' όλη τη διάρκεια της σχεδόν sold-out ευρωπαϊκής τους περιοδείας. Παράλληλα με τα πρωτότυπα κομμάτια τους, εντυπωσιακές διασκευές του «Why Why Why Why Why» των SAULT και ένα αφιέρωμα στην Erykah Badu έχουν γίνει αγαπημένα του κοινού. Εδώ μια ακόμη διασκευ στο εμβληματικό «I Feel Love» της Donna Summer. Αυτή η διασκευή, η οποία κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 2024 μέσω της Rhythm Section International, αποδεικνύει την ικανότητά τους να προσεγγίζουν κλασικά κομμάτια με τον δικό τους διακριτικό τρόπο, ενσωματώνοντας το χαρακτηριστικό τους groove και τις «μαστουρωμένες» αρμονίες.
Πραγματικά, αν υπάρχει ένας παραγωγός που έχει κατορθώσει να χαράξει τη δική του διακριτή πορεία στον – συχνά πληθωρικό – κόσμο της tech house, είναι αυτός ο κύριος. Ο David Bissett, όπως τον γνωρίζει η μητέρα του, κατάγεται από το Μπέρμιγχαμ του Ηνωμένου Βασιλείου, με το καλλιτεχνικό του όνομα, Cloonee, να προέρχεται, περιέργως, από ένα σημείο για ψάρεμα στην Ιρλανδία. Από την μάλλον σημαντική του ανακάλυψη το 2019, ανεβαίνοντας κομμάτια όπως το «The Ciggie» και το διαμάντι «Be Good To Me» που εκτοξεύτηκε στην κορυφή των charts του Beatport, η τροχιά του Cloonee είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Έχει κυκλοφορήσει κομμάτια σε αρκετές δισκογραφικές εταιρείες, Solid Grooves Raw, Big Beat, Sola, Elrow, Repopulate Mars του Lee Foss, ακόμα και την Black Book Records του Chris Lake, με τον ίδιο τον Lake να λειτουργεί ως μέντορας για εκείνον. Και, με μια μάλλον έξυπνη κίνηση, το 2022 τον βρήκε να λανσάρει τη δική του εταιρεία, την Hellbent Records.
Ο ήχος του Cloonee είναι ξεκάθαρα δικός του. Χαρακτηρίζεται από δυνατά μπάσα που σε χτυπούν κατευθείαν στο στήθος, κολλητικά φωνητικά samples (τα οποία λατρεύει μάλλον, αφού δεν έχει τυπική μουσική εκπαίδευση και δεν παίζει όργανα, βασιζόμενος σε ένα κοφτερό αυτί), και μια ικανότητα να υφαίνει διάφορες επιρροές σε κομμάτια tech house που απλά ανάβουν την πίστα. Είναι υποστηρικτής της κομψής απλότητας στις παραγωγές του, ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι δεν χρειάζονται όλες οι καμπάνες και οι σφυρίχτρες για να φτιάξεις ένα υπέροχο κομμάτι για club – απλά ένα καλό αυτί και μια υγιής δόση διαίσθησης. Τα ζωντανά του σετ διαβάζω ότι είναι εξίσου συναρπαστικά, γεμάτα ενέργεια καθώς συνδυάζει επιδέξια house, techno και ηλεκτρονικά beats, κρατώντας τους πιστούς εντελώς μαγεμένους.
Ποιο πρόσφατο κεφάλαιο στον μύθο του το «X-RATED». Αυτό το μικρό διαμαντάκι, μια συνεργασία με τους θρυλικούς Funkdoobiest, που κυκλοφόρησε στις 16 Μαΐου. Το «X-RATED» ενσαρκώνει όλα τα στοιχεία που τον έχουν κάνει σταθερά αγαπημένο στους εκλεκτικούς γνώστες της χορευτικής μουσικής: Ξεκινάει με μια μάλλον ατμοσφαιρική εισαγωγή, χτίζοντας αργά μια απολαυστική αίσθηση προσμονής πριν απελευθερώσει την πλήρη του δύναμη. Έπειτα έρχονται οι γραμμές του μπάσου και αυτός ο ακαταμάχητος ρυθμός που σε αναγκάζει απλά να κινηθείς και φυσικά, τα έξυπνα τοποθετημένα samples. Σε αυτή την περίπτωση, είναι ευγενική προσφορά των Funkdoobiest, προσθέτοντας μια ξεχωριστή και, τολμώ να πω, κάπως «άγρια» πινελιά στο κομμάτι. Αυτό το «άγριο» και «ghetto funk» στοιχείο προέρχεται συγκεκριμένα από το τραγούδι τους «XXXFunk» (1995), από το άλμπουμ «Brothas Doobie». Οι Funkdoobiest είναι ένα αμερικανικό hip hop συγκρότημα από το Λος Άντζελες της Καλιφόρνια.
Δημιουργήθηκαν το 1989 και ανήκαν στην ευρύτερη ομάδα Soul Assassins, στην οποία συμμετείχαν και άλλα γνωστά ονόματα όπως οι Cypress Hill και οι House of Pain. Τα αρχικά μέλη του γκρουπ ήταν οι Jason «Son Doobie» Vasquez (ράπερ), Tyrone «Tomahawk Funk» Pacheco (ράπερ), και ο DJ Ralph «Tha Phunky Mexican» Medrano (DJ). Είναι γνωστοί για το «weed-happy» (δηλαδή, με αναφορές στην κάνναβη), «X-rated» (με τολμηρό περιεχόμενο) και West Coast boom-bap στυλ τους. Το πιο επιτυχημένο τους single, «Bow Wow Wow», από το ντεμπούτο άλμπουμ τους «Which Doobie U B?» (1993), έφτασε στο #89 των Billboard Hot 100 charts στις ΗΠΑ. Η μουσική τους έχει χρησιμοποιηθεί και σε κινηματογραφικές ταινίες, όπως το «Mi Vida Loca» (1994) και το «Friday» (1995). Το «X-RATED» έχει ήδη αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του σε αμέτρητα DJ sets και σε φεστιβάλ, αποτελώντας μια ακόμα απόδειξη της ικανότητας του Cloonee να καινοτομεί και να προσφέρει κομμάτια που κυριαρχούν στην πίστα.
Ο Ian Munsick, ένας καλλιτέχνης που έχει διαγράψει μια ιδιαίτερη πορεία στη σύγχρονη country σκηνή, προσφέρει με το «God Bless the West» μια ειλικρινή ωδή στην Αμερικανική Δύση. Το κομμάτι, μια συνεργασία με τον Cleto Cordero των Flatland Cavalry, συνδυάζει τη ζωντανή αφηγηματική του ικανότητα με τον χαρακτηριστικό Western ήχο του Munsick. Πρόκειται για έναν φόρο τιμής στην άγρια ομορφιά της Δύσης και μια έκκληση για τη διατήρηση του πνεύματός της. Από την εμφάνισή του το 2017 με το ομότιτλο EP του, που χαρακτηριζόταν από τον ήχο του βιολιού και την απόκοσμη «κραυγή κογιότ», ο Ian Munsick μεταφέρει τους ήχους της Δύσης στον υπόλοιπο κόσμο.
Από το ντεμπούτο του άλμπουμ, «Coyote Cry» (2021), μέχρι το ξεχωριστό «White Buffalo» (2023), ο καλλιτέχνης από το Wyoming έχει δημιουργήσει ένα κατάλογο που διαφέρει από αυτόν των άλλων mainstream country καλλιτεχνών. Η μουσική του είναι εμποτισμένη με πλούσια ενορχήστρωση και μια ατμοσφαιρική απεραντοσύνη, τόσο μεγάλη και ανοιχτή όσο η περιοχή που αποκαλεί σπίτι του. Στις αρχές του 2025, ο Munsick ανακοίνωσε την κυκλοφορία του τρίτου του άλμπουμ, «Eagle Feather», στις 18 Απριλίου. Το καλλιτεχνικό παιδί του των 20 τραγουδιών περιλαμβάνει ήδη γνωστές κυκλοφορίες όπως τα «Horses Not Hearts», «Caroline» και «Cheyenne», καθώς και δύο συνεργασίες: μία με τη Lainey Wilson και μία με τον Cleto Cordero των Flatland Cavalry. Το «God Bless the West», το οποίο είναι γραμμένο από τον Munsick, τον Jerry Spillman και τον Casey Beathard, είναι ένα τραγούδι που υμνεί το Δυτικό τοπίο και τη διαρκή του γοητεία, ακόμα και καθώς αυτό αλλάζει με τον καιρό.
Ο Munsick εκφράζει την ελπίδα του ότι η Δύση θα διατηρήσει την «άγρια γοητεία» της. Ο Cleto Cordero των Flatland Cavalry, ο οποίος δηλώνει ότι «αμέσως τον τράβηξε το τραγούδι» και ήταν ενθουσιασμένος με τη συνεργασία, αποτελεί την ιδανική προσθήκη. Η «μεταξένια ομαλή» φωνή του Cordero «καλπάζει» παράλληλα με το «γοητευτικό φαλτσέτο» του Munsick στα ρεφρέν, δημιουργώντας ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα. Το κομμάτι βρίσκεται στο άλμπουμ «Eagle Feather», αναδεικνύει το εύρος της δυτικής Αμερικής, εκτεινόμενο από την πολιτεία της Ουάσινγκτον μέχρι το Δυτικό Τέξας. Διαβάζοντας και ακούγοντας το τραγούδι, μοιάζει με μια ερωτική επιστολή σε όλους αυτούς τους ανοιχτούς χώρους. Η latin-εμπλουτισμένη του διάσταση το καθιστά μια αξιόλογη προσθήκη στην αναπτυσσόμενη δισκογραφία του Munsick.
Εν μέσω των 20 κομματιών του «Eagle Feather», το «God Bless the West» σίγουρα ξεχωρίζει ως μια γλυκιά «παραφωνία». Ενώ άλλα τραγούδια χαρακτηρίζονται από τις γνωστές ακουστικές, με βάση το βιολί, country συνθέσεις του Munsick, το «God Bless the West» είναι πλημμυρισμένο με ισπανικές κιθάρες και μια «μεγάλη, σαρωτική» παραγωγή, η οποία επιμελήθηκε από τον Munsick, τον Jerry Spillman και τον Jared Conrad. Αυτή η επιλογή στην παραγωγή, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης προγραμματισμένων drums και ενός φαλτσέτου φωνητικού στυλ, έχει προκαλέσει κάποιες συζητήσεις, καθώς κάποιοι κριτικοί το χαρακτηρίζουν ότι ακούγεται περισσότερο σαν pop μουσική παρά παραδοσιακή Western μουσική. Ωστόσο, αυτή η «απόκλιση» μπορεί να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια εξέλιξης και διεύρυνσης του ήχου του Munsick, κάτι που είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο σε έναν καλλιτέχνη. Σε κάθε περίπτωση, το «God Bless the West» αποτελεί μια συγκινητική και ατμοσφαιρική συμβολή στην αγάπη για τη Δύση, προσφέροντας έναν ήχο που, αν και προκαλεί σχόλια για την κατεύθυνσή του, δεν παύει να είναι μια ειλικρινής έκφραση.
Όταν κανείς πιστεύει ότι έχει δει τα πάντα στη σύγχρονη country μουσική, ο ERNEST έρχεται με μια συνεργασία με τον Snoop Dogg που είναι τόσο «απαλή» όσο η Cadillac DeVille του. Μία από τις πιο εμβληματικές, και ίσως απροσδόκητες, συνεργασίες που προηγείται αυτής είναι το «Over and Over» (2004) του rapper Nelly με τον country σταρ Tim McGraw. Αυτό το τραγούδι, αν και δεν ήταν αμιγώς country-rap, καθώς είχε ένα πιο R&B ύφος, κατάφερε να φτάσει ψηλά στα charts, αποδεικνύοντας ότι το κοινό ήταν δεκτικό σε τέτοιου είδους συνδέσεις. Η επιτυχία του έγκειτο στο πώς οι δύο καλλιτέχνες συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον φωνητικά, δημιουργώντας μια συναισθηματική μπαλάντα που ξεπέρασε τα όρια των ειδών. Σε αντίθεση με το «Gettin’ Gone», το οποίο διατηρεί μια πιο χαλαρή και «chill» διάθεση με το hip-hop στοιχείο να λειτουργεί ως προσθήκη στο country υπόβαθρο, το «Over and Over» ήταν μια πιο ξεκάθαρη συγχώνευση δύο διαφορετικών κόσμων.
Πιο πρόσφατα και με σαφώς μεγαλύτερο αντίκτυπο, η συνεργασία του Lil Nas X με τον Billy Ray Cyrus στο «Old Town Road» (2019) άλλαξε ίσως το σκηνικό. Αυτό το κομμάτι, αρχικά μια ανεξάρτητη κυκλοφορία, εκτοξεύτηκε στην κορυφή των charts και προκάλεσε εκτεταμένες συζητήσεις για τα όρια της country μουσικής, ειδικά μετά την αμφιλεγόμενη αφαίρεσή του από το country chart του Billboard. Παραδόξως στην τωρινή περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά λειτουργικό. Το «Gettin’ Gone» αποτελεί την πρώτη κυκλοφορία από την νεοσύστατη DeVille Records, θέτοντας τον πήχη ψηλά με ένα διασκεδαστικό vibe και μια θα έλεγα αίσθηση γοητείας. Το κομμάτι, το οποίο συνυπογράφει ο ίδιος ο ERNEST, μαζί με τους Snoop Dogg, Ben Hayslip, Rhett Akins και Mark Holman, συνδυάζει την χαλαρή αφηγηματική διάθεση της country με μια συμμετοχή του Snoop Dogg που δεν μοιάζει με απλό «τρικ», αλλά με μια αυθεντική σύζευξη δύο καλλιτεχνών που απολαμβάνουν τις καλές στιγμές και τα ωραία αυτοκίνητα.
Το επίσημο μουσικό βίντεο επισφραγίζει αυτή την αίσθηση, δείχνοντας το απρόσμενο δίδυμο να οδηγεί αμέριμνα στο Nashville μέσα στην αγαπημένη Cadillac του ERNEST, περνώντας από τα Castle Recording Studios και την Broadway, σαν να ταξιδεύουν μαζί από πάντα. Η ατμόσφαιρα είναι ανεπιτήδευτη, «cool» και χωρίς σοβαροφάνεια. Το «Gettin’ Gone» ήταν απλώς μια πρώτη γεύση από το «Cadillac Sessions» (το οποίο κυκλοφορησε στις 9 Μαΐου), ένα project σε στυλ mixtape που συνδυάζει honky tonk, Western swing, country των ’90s και άλλα υποείδη, όλα φιλτραρισμένα μέσα από τη «μπλέντερ» οπτική της DeVille Records.
Η παραγωγή του τραγουδιού επιμελήθηκε από τον Jacob Durrett. Ο ERNEST, υποψήφιος τέσσερις φορές στα ACM Awards και τρεις φορές νικητής του CMA Triple Play, έχει συνεργαστεί με τον Snoop Dogg για αυτό το νέο τραγούδι, το οποίο σηματοδοτεί την πρώτη κυκλοφορία στην νεοσύστατη DeVille Records, την οποία λάνσαρε σε συνεργασία με την Big Loud Records. Τα τελευταία χρόνια, ο ERNEST έχει καθιερωθεί μια μηχανή επιτυχιών, όπως τα «Flower Shops» και «Cowgirls» (και τα δύο με τη συμμετοχή του Morgan Wallen). Παράλληλα, έχει γράψει επιτυχίες για καλλιτέχνες όπως οι Morgan Wallen, Post Malone, Kane Brown, Diplo, Chris Lane και Florida Georgia Line. Το 2023, λάνσαρε επίσης την εκδοτική επιχείρηση μουσικής ERN’s Cadillac Music.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ο Snoop Dogg κινείται στον χώρο της country. Ο θρύλος της rap έχει συνεργαστεί πρόσφατα με τον rapper που έγινε country σταρ, Jelly Roll, για το «Last Dance With Mary Jane», μια διασκευή του κλασικού τραγουδιού του Tom Petty «Mary Jane’s Last Dance». Το δίδυμο παρουσίασε το τραγούδι πέρυσι κατά τη διάρκεια της συναυλίας του Jelly Roll στο Bridgestone Arena. Επίσης φέτος, ο Snoop Dogg έκανε μια έκπληξη εμφάνιση στο Nashville venue Losers Bar and Grill, και πιο πρόσφατα άφησε το δικό του αποτύπωμα στο κέντρο του Nashville με το νέο μπαρ, Still G.I.N. Lounge by Dre and Snoop, στην 2nd Avenue στο Nashville…
Η φετινή χρονιά είναι αναμφίβολα κομβική για την Cynthia Erivo. Η αναγνωρισμένη καλλιτέχνις, η οποία υποδύθηκε την εμβληματική Elphaba στην ταινία «Wicked» του Jon M. Chu, ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην φετινή τελετή των Όσκαρ. Η απαράμιλλη φωνητική της ικανότητα αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίοι επιχείρησαν να αναπαράγουν το «άλλοκοσμο» φωνητικό της μέρος στο τέλος του τραγουδιού «Defying Gravity». Ωστόσο, η Erivo δεν έχει τελειώσει ακόμα με τις εκπλήξεις. Σε αποκλειστική συνέντευξη στο Billboard, η Erivo μίλησε για το ολοκαίνουργιο single της, «Replay», το οποίο κυκλοφόρησε την Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου και σηματοδοτεί την πρώτη της σόλο κυκλοφορία από το 2021. Η Erivo εξηγεί ότι «πάντα ήθελε να είναι μουσικός καλλιτέχνης πέρα από το να είναι ηθοποιός, και το ταξίδι της σε αυτό ήταν απλά διαφορετικό».
Πιστεύει ότι «κάποιοι φτάνουν σε αυτό αρκετά νωρίς και κάποιοι όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, και αυτή είναι η στιγμή για εκείνη». Με αυτό κατά νου, η 38χρονη καλλιτέχνις επιθυμεί να συστηθεί μουσικά με τους δικούς της όρους, καθώς η παραγωγή του «Replay» οδηγεί τους ακροατές μακριά από τις μπαλάντες που μπορεί να την έχουν συνηθίσει να ερμηνεύει για ταινίες στο παρελθόν, με την ελπίδα να δουν την Erivo ως Cynthia, και όχι ως κάποιους από τους διάσημους ρόλους της στην οθόνη. «Νομίζω ότι ο κόσμος με έχει συνηθίσει να τραγουδάω με έναν συγκεκριμένο τρόπο και συγκεκριμένα τραγούδια, αλλά αυτά τα τραγούδια είναι άλλων ανθρώπων», δηλώνει. «Η δουλειά πάνω σε αυτή τη μουσική ήταν κάτι σαν «ροή συνείδησης» που κατέληξε στη σελίδα». Επισημαίνει ότι «μερικές φορές αποδίδουμε ένα είδος σε ένα άτομο, ενώ το άτομο δεν μας έχει δώσει στην πραγματικότητα το είδος που είναι. Απλώς τυχαίνει να λατρεύω να τραγουδάω, αλλά μερικές φορές δεν θέλεις να κάνεις μεγάλους ήχους, και στην πραγματικότητα θέλεις απλώς να πεις μια ιστορία, και αυτό ήταν το «Replay»».
Συνεχίζει, «Είναι σχεδόν σαν ένα προσωπικό νανούρισμα που λέει στους ανθρώπους ποια είμαι και ότι είμαι κι εγώ άνθρωπος, όπως όλοι οι άλλοι». Πέρα από το σχετικό και έξυπνο στιχουργικό της περιεχόμενο, η παραγωγή του «Replay» ήταν εξίσου προσωπική για την Erivo, εμπνευσμένη από την Brit-pop των ’90s με την οποία μεγάλωσε. «Ως Βρετανίδα, ήθελα να φέρω κάτι που να είναι ιδιαίτερα αγγλικό, από την εποχή μου, γιατί ένιωθα ότι δεν έχουμε ακούσει κάτι τέτοιο εδώ και καιρό», εξηγεί η γεννημένη στο Λονδίνο καλλιτέχνις. «Όλα όσα ακούτε εκεί μέσα — όλα τα backing vocals, όλα τα pads, όλο το σφύριγμα, ακόμα και κάποια από τα κρουστά — αυτά είμαι εγώ», προσθέτει ενθουσιασμένα. Ενώ η Erivo ανοίγει νέα μουσικά μονοπάτια, η φετινή χρονιά την βρήκε επίσης να χάνει την τελευταία της ευκαιρία να γίνει το νεότερο πρόσωπο που κατακτά το EGOT (δηλαδή να κερδίσει ένα Emmy, ένα Grammy, ένα Όσκαρ και ένα Tony) στην ηλικία των 38 ετών.
Η Erivo, η οποία άνοιξε την τελετή με ένα εντυπωσιακό medley μαζί με τη συμπρωταγωνίστριά της Ariana Grande, έχει ήδη στην κατοχή της τα βραβεία Emmy, Grammy και Tony. Η 97η τελετή απονομής των Βραβείων Όσκαρ της προσέφερε την τρίτη ευκαιρία να προσθέσει το Όσκαρ, με την υποψηφιότητά της για την Καλύτερη Ηθοποιό για την ερμηνεία της ως Elphaba στο «Wicked». Ωστόσο, το βραβείο κατέληξε στην Mikey Madison για την ταινία «Anora», ενώ υποψήφιες ήταν επίσης η Demi Moore («The Substance»), η Fernanda Torres («I'm Still Here») και η Karla Sofía Gascón («Emilia Pérez»). Η ηθοποιός είχε προηγουμένως διπλή υποψηφιότητα το 2019, σε ηλικία 32 ετών, για Καλύτερη Ηθοποιό και Καλύτερο Πρωτότυπο Τραγούδι, το «Stand Up», και τα δύο για την ταινία «Harriet». Τελικά, έχασε από τη Renée Zellweger και το στιχουργικό δίδυμο Elton John και Bernie Taupin στις αντίστοιχες κατηγορίες.
Τα άλλα τρία βραβεία της οφείλονται όλα στη δουλειά της ως Celie στην αναβίωση του 2015 του μιούζικαλ «The Color Purple» στο Broadway. Κέρδισε το Tony για την Καλύτερη Πρωταγωνίστρια σε μιούζικαλ για την παραγωγή το 2016. ένα Daytime Emmy για την Εξαιρετική Μουσική Ερμηνεία σε Πρωινό Πρόγραμμα για μια παράσταση του «Color Purple» σε ένα talk show το 2017 και ένα Grammy για το Καλύτερο Άλμπουμ Μουσικού Θεάτρου για την ίδια παράσταση το 2017. Για την ιστορία, ο νεότερος που το έχει πετύχει είναι ο Robert Lopez που έχει κατακτήσει το EGOT, ολοκληρώνοντας το σε ηλικία 39 ετών και 8 ημερών. Είναι μάλιστα ο μοναδικός που έχει κερδίσει και τα τέσσερα αυτά βραβεία περισσότερες από μία φορές, έχοντας πετύχει ένα "διπλό EGOT". Με το πάθος της για το «Replay» τόσο εμφανές, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Erivo ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, το οποίο άρχισε να δουλεύει τον Αύγουστο του 2023 και καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Wicked».
Οι O & The Mo, το ψυχεδελικό / σόουλ ντουέτο αποτελούμενο από τους Alvin Bartley και Olive Gallagher, παρουσιάζουν το πολυαναμενόμενο νέο τους άλμπουμ «Make Way For The Sun», την πρώτη τους νέα δουλειά μετά από πέντε χρόνια. Αυτή η κυκλοφορία, η οποία ακολούθησε δύο σίγκλ, συνιστά έναν συνδυασμό ψυχεδελικής folk/rock, balearic ρυθμών και μιας διακριτικής «αλά Μορικόνε» αύρας. Σε στιγμές, το άλμπουμ θυμίζει έναν συγγενή των Khruangbin από την Ωκεανία, διατηρώντας σταθερά ένα υψηλό επίπεδο καθ' όλη τη διάρκεια, όπως στα ήδη γνωστά «The High» και το ομότιτλο κομμάτι.
Το «Make Way For The Sun» είναι μια εξερεύνηση της εξέλιξης και της προόδου, καθοδηγούμενη από το επίμονο θαύμα των πνευματικών επιδράσεων της φύσης. Ηχογραφήθηκε στην απομόνωση, σε «μια μικρή καλύβα κρυμμένη στην γαλήνια κοιλάδα Wakapuaka», βόρεια του Nelson της Νέας Ζηλανδίας, όπου βρίσκεται το οικιακό στούντιο του ζευγαριού. Το ομότιτλο κομμάτι, «Make Way For The Sun», αποτελεί ένα από τα κεντρικά σημεία της δουλειάς τους. Με μια διάθεση που θυμίζει έντονα την αιθέρια και ενδοσκοπική ατμόσφαιρα του «Dreams» των Fleetwood Mac, το «Make Way For The Sun» προσφέρει μια παρόμοια αίσθηση αιωρούμενης μελωδίας και λυρικής εμβάθυνσης. Όπως το κλασικό κομμάτι των Fleetwood Mac βασίζεται στην υποβλητική φωνή της Stevie Nicks και μια επαναλαμβανόμενη, υπνωτική δομή, έτσι και εδώ, η Gallagher τραγουδάει: «I lose control, spinning and swimming in the dark», πάνω από μια κομψή και μελωδική βάση από κιθάρες και synth «πινελιές».
Οι Marcus King Band που δημιουργήθηκαν το 2013 αποκαλύπτουν μια πρώτη γεύση από τη νέα τους μουσική με το κομμάτι «Honky Tonk Hell. Το «Honky Tonk Hell» είναι ένας ύμνος «για όσους εκεί έξω, όπως κι εγώ, έχουν παλέψει με τη μονιμότητα της νηφαλιότητας – εκείνους που φοβούνται την σκέψη ότι δεν θα ουρλιάξουν ξανά στο φεγγάρι», δηλώνει ο King. «Αυτό το τραγούδι για μένα λειτουργεί ως υπενθύμιση να το παίρνω μέρα με τη μέρα». Ο Marcus King, γεννημένος στο Greenville της Νότιας Καρολίνας και με έδρα το Nashville, άρχισε να παίζει δίπλα στον πατέρα του, μπλουζ κιθαρίστα, όταν ήταν μόλις οκτώ ετών. Έκανε το σόλο ντεμπούτο του με το «El Dorado» (2020), σε παραγωγή του Dan Auerbach των The Black Keys. Το άλμπουμ έτυχε ευρείας αναγνώρισης, με το Associated Press να το χαρακτηρίζει «αναμφίβολα ένα από τα κορυφαία σημεία του 2020».
Στη συνέχεια, του χάρισε την υποψηφιότητα για Grammy στην κατηγορία Καλύτερο Americana Άλμπουμ στα 63α Ετήσια Βραβεία Grammy. Την επιτυχία του «El Dorado» διαδέχθηκε το «Young Blood» (2022), επίσης σε παραγωγή του Auerbach. Το δεύτερο άλμπουμ του έκανε ντεμπούτο στο #1 των Billboard’s Top Blues Albums Chart. Πέρυσι, ο King επέστρεψε με το τρίτο του άλμπουμ, «Mood Swings», σε παραγωγή του Rick Rubin. Το κομμάτι του blues-rock σχήματος, το οποίο κυκλοφόρησε μέσω της American Records του Rick Rubin, αποτελεί την πρώτη τους ηχογράφηση από το άλμπουμ τους «Carolina Confessions» του 2018 και φτάνει ως το πρώτο δείγμα του νέου τους άλμπουμ. Η επιστροφή τους σηματοδοτεί μια περίοδο ανανέωσης και επιστροφής στον πυρήνα του ήχου τους. Ενώ φέτος, ο King θα περιοδεύσει με τους Chris Stapleton, Cody Johnson και Eric Church.
Ο Sam Burchfield είναι ένας τραγουδοποιός που από μικρή ηλικία ανέπτυξε τις ικανότητές του στην κιθάρα, προσθέτοντας αργότερα και τη φωνή του. Με μια φωνή που μπορεί να είναι απαλή και αισθησιακή, ή γεμάτη από μια δυναμική ποτισμένη από την κληρονομιά του αμερικάνικου νότου,η μουσική του Sam Burchfield είναι γεμάτη πάθος. Έχει κυκλοφορήσει αρκετά άλμπουμ και EPs, ενδεικτικά των οποίων είναι τα: «Where To Run» (2014), «Unarmored» (2016), «Graveyard Flower» (2020), ένα άλμπουμ που επικεντρώνεται στην επανασύνδεση με τη φύση, εμπνευσμένο από το τοπίο των Απαλαχίων Ορέων όπου μεγάλωσε, «Scoundrel» (2022), «Me And My Religion» (2024, σε συνεργασία με τους The Scoundrels), «summer girls» (Μάρτιος 2025, EP). Έχει συγκεντρώσει ένα σημαντικό κοινό, με εκατομμύρια streams στις πλατφόρμες και χιλιάδες ακόλουθους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Burchfield είναι επίσης ιδιαίτερα ενεργός με ζωντανές εμφανίσεις, πραγματοποιώντας πάνω από 150 ετησίως και περιοδεύοντας στις ΗΠΑ.
Οι Lucius, ένα τετραμελές indie pop σχήμα, δραστηριοποιούνται από το 2007 και έχουν ήδη κυκλοφορήσει μια σειρά αξιόλογων ηχογραφήσεων. Ωστόσο, μετά την πρόσφατη κυκλοφορία του τέταρτου και ομώνυμου LP τους, παρατηρείται μια μετατόπιση της μπάντας από την κατηγορία των «αξιοπρόσεκτων» καλλιτεχνών προς την καθιέρωση στο ευρύτερο μουσικό στερέωμα. Το άλμπουμ, το οποίο περιλαμβάνει έντεκα συνθέσεις είναι δικιάς τους παραγωγής, διακρίνεται για την πληθώρα εθιστικών κομματιών, καθώς και για στιγμές γλυκιάς, συχνά αφοπλιστικής, ευαισθησίας.
Η δημιουργία του άλμπουμ λοιπόν υπήρξε μια αποκλειστικά «οικογενειακή» διαδικασία, με τον ντράμερ Dan Molad να αναλαμβάνει την παραγωγή και τα μέλη να επιλέγουν να διατηρήσουν τη συγγραφή και την ηχογράφηση εντός ενός στενού κύκλου. Πέραν του Molad, τη σύνθεση του συγκροτήματος συμπληρώνουν οι Holly Laessig και Jess Wolfe (αμφότερες στα φωνητικά και τα synthesizers), καθώς και ο Peter Lalish στην κιθάρα. Η πορεία των Lucius χαρακτηρίζεται από μια εξελισσόμενη καλλιτεχνική ταυτότητα. Μετά το ντεμπούτο τους, «Songs from the Bromley House» (2009), ακολούθησαν τα «Wildewoman» (2013) και «Good Grief» (2016), τα οποία απέσπασαν κριτική αναγνώριση για τον ήχο τους που συχνά παραπέμπει σε ένα κοριτσίστικο γκρουπ ήχους της δεκαετίας του '60. Το «Second Nature» (2022), σε παραγωγή των Dave Cobb και Brandi Carlile, παρουσίασε μια στροφή στον ήχο τους με επιρροές από την pop των '80s και ντίσκο στοιχεία, μετατρέποντας τις ανησυχίες της πανδημίας σε δυναμικά χορευτικά κομμάτια.
Το πρόσφατο άλμπουμ τους, «αυθεντικό» και «ειλικρινές», φέρει την αίσθηση της «επιστροφής στο σπίτι», αντικατοπτρίζοντας τις προσωπικές αλλαγές και την εγκαθίδρυση ριζών στη ζωή των μελών του συγκροτήματος. Συνεργασίες με καταξιωμένους καλλιτέχνες, όπως οι Joni Mitchell, Brandi Carlile, John Legend, The Killers, Harry Styles, Sheryl Crow, Roger Waters και The War on Drugs (με τον Adam Granduciel να συμμετέχει στο «Old Tape»), υπογραμμίζουν την ευελιξία και την αναγνώριση των Lucius στη σύγχρονη μουσική σκηνή. Η διατήρηση ενός οικογενειακού κλίματος εντός του συγκροτήματος υπήρξε καθοριστική για τη δημιουργία αυτού του άλμπουμ, το οποίο κλείνει δυναμικά με το «At The End Of The Day», μια μπαλάντα με πλούσια έγχορδα. Η συνεκτικότητα του έργου, σε συνδυασμό με την οργανική ενσωμάτωση νέων στοιχείων, επιβεβαιώνει το δρόμο της καλλιτεχνικής εξέλιξης που έχουν επιλέξει οι Lucius.
Η μουσική πορεία του Alan Walker χαρακτηρίζεται από ένα άθροισμα επιρροών που εκτείνονται από την ηλεκτρονική μουσική σκηνή έως τις κινηματογραφικές συνθέσεις. Ο ίδιος ο Walker έχει αναγνωρίσει ως σημαντική έμπνευση τον Ιταλό DJ David Whistle (γνωστό και ως DJ Ness), ο οποίος τον ώθησε στην παραγωγή μουσικής. Επιπλέον, ο Νορβηγός παραγωγός K-391 αποτελεί ένα είδωλο για τον Walker, με τον ίδιο να δηλώνει ότι ο K-391 «ήταν μια μεγάλη έμπνευση και με βοήθησε να δημιουργήσω τον ήχο μου». Η παραγωγή του ντεμπούτου single του, «Fade», επηρεάστηκε από τον ήχο του κομματιού «Nova» του Ολλανδού παραγωγού Ahrix, καθώς, όπως σημειώνει ο Walker, «η μελωδία και ο τρόπος που το τραγούδι εξελίσσεται είναι πολύ μοναδικά, κάτι που αργότερα με ενέπνευσε να κάνω το «Fade»». Οι κλασικές πτυχές των συνθέσεων του Walker φέρουν εμφανείς επιρροές από κινηματογραφικούς συνθέτες όπως ο Hans Zimmer και ο Steve Jablonsky, προσδίδοντας έναν επικό και ατμοσφαιρικό χαρακτήρα στην ηλεκτρονική του μουσική. Άλλες επιρροές περιλαμβάνουν τους Tiësto και Kygo.
Ο Alan Walker ξεκινά το 2025 με την κυκλοφορία του άλμπουμ «Walkerworld 2.0», ένα έργο που, εκ πρώτης όψεως, εμφανίζει ορισμένες προκλήσεις. Με είκοσι τρία τραγούδια και διάρκεια που υπερβαίνει τη μία ώρα, το «Walkerworld 2.0» λειτουργεί κυρίως ως μια συλλογή των επιτυχιών του από την τελευταία τριετία, εμπλουτισμένη με μια σειρά από νέα, συχνά άνευ περιεχομένου κομμάτια. Οι κριτικές είναι ανάμεικτες αλλά στο «Incommunicado» κάποιος μπορεί ν’ αναγνωρίσει τη διατήρηση του χαρακτηριστικού του ήχου και την παρουσία μελωδικών στοιχείων. Αν και η έκταση και η δομή του «Walkerworld 2.0» εγείρουν ερωτήματα ως προς τη συνοχή και την καινοτομία του, καθιστώντας το, για κάποιους, ένα δείγμα καλλιτεχνικής στασιμότητας παρά μια δυναμική εξέλιξη το τραγούδι που φιλοξενεί η σημερινή λίστα είναι από τις ευτυχείς στιγμές της νέας του δουλειάς.
Το RE:UM αποτελεί το προσωπικό project του πολυοργανίστα και παραγωγού Elliott Eriksen, με έδρα το Λονδίνο. Ο Eriksen δραστηριοποιείται υπό το ψευδώνυμο RE:UM από τις αρχές του 2019, δημιουργώντας αυτό που ο ίδιος περιγράφει ως «εικονικές ορχήστρες» και πειραματικές χορευτικές συνθέσεις που αψηφούν τα καθιερωμένα είδη. Η μουσική του συνδυάζει chill-out beats με στοιχεία R&B, soul και ambient ηλεκτρονικής μουσικής. Πριν από την έναρξη του project RE:UM, ο Elliott Eriksen είχε μια διαδρομή ως μπασίστας σε διάφορα συγκροτήματα.
Στη συνέχεια, επέλεξε να ασχοληθεί με την κιθάρα, επηρεασμένος από την ανεξάρτητη μουσική της εποχής, με αναφορές σε καλλιτέχνες όπως οι Bon Iver, Ben Howard και Sufjan Stevens. Αργότερα, η ενασχόλησή του με τον ηλεκτρονικό ήχο, αναμειγνύοντας στοιχεία φανκ και soul με downtempo και χορευτική μουσική, διαμόρφωσε την ηχητική ταυτότητα των κυκλοφοριών του ως RE:UM. Έχει σημειώσει αξιόλογη επιτυχία, με τις μουσικές του συνθέσεις να έχουν συγκεντρώσει εκατομμύρια streams σε πλατφόρμες όπως το TikTok, όπου οι ενορχηστρώσεις του έχουν ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια streams. Πρόσφατα, ο Eriksen κυκλοφόρησε το neo-soul τραγούδι «Drowning». Πέραν αυτού, ο Elliott Eriksen έχει κυκλοφορήσει και άλλα projects υπό το όνομα RE:UM, όπως το «The EP» (2022), το οποίο παρουσιάζει ένα ευρύτερο φάσμα του ήχου του, και singles όπως τα «Notions», «Two Palms», «Nighthawk», «Reverence», «Finger Trips», «Finding», «Golden Hour», «A Warm Night in Nyc», «Bliss», «Hillside» και «Stick Together».
Στο πρώτο τους ολοκληρωμένο άλμπουμ, «Memory Bank», οι Drew & Ellie Holcomb συνεργάζονται σε 13 νέα τραγούδια που υμνούν την αγάπη, την ελπίδα, τον ανοιχτό δρόμο, την ανθεκτικότητα της οικογένειας και τη δύναμη της μνήμης. Αν και έχουν συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν, με την Ellie να αποτελεί μέρος των The Neighbors (οι οποίοι συμμετέχουν εδώ ως backing vocals με τον Mickey Raphael στην φυσαρμόνικα), αυτό είναι επισήμως το πρώτο τους άλμπουμ ως ντουέτο.
Μουσικά, δεν αποκλίνει σημαντικά από αυτό που θα περίμενε κανείς από αυτούς, ξεκινώντας δυναμικά με το γεμάτο αυτοπεποίθηση rock 'n' roll ομότιτλο κομμάτι. Tο «High Seas» είναι ένα γοητευτικό 60s soul κομμάτι με κιθάρες και όργανο, ενώ το αισιόδοξο «Maybe You Will» είναι ένα πιο κάντρι αισθητική, ονειρικό κομμάτι με σφιχτό μπάσο και steel guitar. Εδώ υπάρχει και μια διασκευή του funky «Shut Up and Dance» των Walk the Moon, με μια τροπική αίσθηση που θυμίζει κάτι που θα μπορούσαν να είχαν κάνει οι Travolta και Newton-John. Διαλέγω όμως να ακούσουμε για επίλογο την soulful blues μπαλάντα «Rain or Shine» που αποτελεί ένα από τα κεντρικά σημεία του άλμπουμ. Το κομμάτι αναδεικνύει τη βαθιά τους σύνδεση και την αμοιβαία υποστήριξη, ανεξαρτήτως των συνθηκών, αναδεικνύοντας την ουσία της σταθερής και ανθεκτικής αγάπης που διατρέχει ολόκληρο το άλμπουμ.