Η Κατερίνα Γώγου. η χαριτωμένη κοπέλα που έπαιζε πάντα δεύτερους ρόλους με μεγάλη επιτυχία δίπλα στη Βουγιουκλάκη, στην Κοντού και στην Καρέζη...
Από το 1978, όμως, μέχρι και το 1993 -οπότε και αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή της- διατηρούσε και την ιδιότητα της ποιήτριας, αφήνοντας μετά το θάνατό της μια σπουδαία παρακαταθήκη για την ελληνική λογοτεχνία. Οι στίχοι της πραγματεύονται κυρίως κοινωνικά ζητήματα και θίγουν έντονα συναισθήματα όπως η μοναξιά.
Παρακάτω 5 από τα ποιήματά της που μας άγγιξαν και μας έκαναν να την αγαπήσουμε >>
1) Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα βγω στους δρόμους
όπως και χτες.
Και δεν θα συλλογιέμαι παρά
ένα κομμάτι από τον πατέρα
κι ένα κομμάτι από τη θάλασσα
–αυτά που μ’ άφησαν–
και την πόλη. Την πόλη που τη σάπισαν.
Και τους φίλους μας που χάθηκαν.
Ένα πρωί θα ανοίξω την πόρτα
ίσα ολόισα στη φωτιά
και θα μπω όπως και χτες
φωνάζοντας «φασίστες!»
στήνοντας οδοφράγματα και πετώντας πέτρες
μ’ ένα κόκκινο λάβαρο
ψηλά να γυαλίζει στον ήλιο.
Θ’ ανοίξω την πόρτα
και είναι –όχι πως φοβάμαι–
μα να, θέλω να σου πω, πως δεν πρόλαβα
και πως εσύ πρέπει να μάθεις
να μην κατεβαίνεις στο δρόμο
χωρίς όπλα όπως εγώ
– γιατί εγώ δεν πρόλαβα–
γιατί τότε θα χαθείς όπως και εγώ
«έτσι» «αόριστα»
σπασμένη σε κομματάκια
από θάλασσα, χρόνια παιδικά
και κόκκινα λάβαρα.
Ένα πρωί θ’ ανοίξω την πόρτα
και θα χαθώ
με τ’ όνειρο της επανάστασης
μες την απέραντη μοναξιά
των δρόμων που θα καίγονται,
μες την απέραντη μοναξιά
των χάρτινων οδοφραγμάτων
με το χαρακτηρισμό –μην τους πιστέψεις!–
Προβοκάτορας.
2) Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σούχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ
3) Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
-σταμάτα να σου πω-
Μη βιάζεσαι και με λες ψεύτρα.
Είναι τώρα που δε μπορώ να ξεχωρίσω πια
Και μπερδεύω πού σταμάταει τ’όνειρο
Και που αρχίζει η αλήθεια …
4) Μόνο που εμείς είχαμε αποφασίσει
ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
κι αυτό δεν γίνεται με εξοχή.
Τόχαμε πει αυτό.
Ψάχναμε να βρούμε όπλα
ξέραμε
πως όλοι πεθαίνουνε
αλλά υπάρχουνε θάνατοι που βαραίνουνε
γιατί διαλέγουμε οι ίδιοι τον τρόπο.
Και μείς αποφασίσαμε
το θάνατο στο θάνατο
γιατί αγαπάγαμε πολύ τη ζωή.
5)Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές – αγκαλιά απ’ τη μέση
μετρήσαμε τ’ αμέτρητα τ’ άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο –παιδιακίσια πράγματα–
τον Ιούλιο κάποτε
γι’ αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’ αυτό αν τύχει και μ’ αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’ αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ.
Κι εκεί.
Επιμέλεια: Δάφνη Τσάρτσαρου
Πηγή: https://www.thessalonikiartsandculture.gr/vivlio/36738/