Μανώλης Ρασούλης καθιέρωσε το δικό του προσωπικό ύφος στον στίχο
Ο Μανώλης Ρασούλης καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο ύφος στον στίχο, που τον ξεχώρισε μέσα στο ελληνικό τραγούδι. Μερικά βασικά στοιχεία του ύφους του:
1. Συνδυασμός λαϊκού λόγου με φιλοσοφική διάθεση
Οι στίχοι του συχνά πατούν πάνω στην καθημερινή εμπειρία, αλλά ανοίγουν πόρτες σε υπαρξιακά και κοινωνικά ερωτήματα. Είχε την ικανότητα να γράφει απλά λόγια με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.
2. Τολμηρές θεματικές
Ασχολήθηκε με θέματα ταυτότητας, έρωτα, κοινωνικής αδικίας, πνευματικότητας, πολιτικής και αυτογνωσίας, συχνά με πρωτοτυπία και χιούμορ.
3. Έντονη προφορικότητα
Χρησιμοποιούσε τη δημοτική γλώσσα, ιδιωματισμούς και εκφράσεις του δρόμου, πράγμα που έκανε τους στίχους του άμεσους και ζωντανούς.
4. Παιγνιώδης γλώσσα και λογοπαιγνία
Είχε μεγάλη ευχέρεια στη χρήση ρυθμού και παιχνιδιού με τις λέξεις, κάτι που φαίνεται σε γνωστά του τραγούδια όπως το «Όλα Σε Θυμίζουν» ή το «Αχ Ελλάδα Σ’ Αγαπώ».
5. Ανθρωποκεντρική ματιά
Στο επίκεντρο του λόγου του βρίσκεται ο άνθρωπος —με τις αδυναμίες, τις αντιφάσεις, αλλά και τη βαθύτερη δύναμή του.
Αυτά τα στοιχεία διαμόρφωσαν ένα ιδιαίτερο στυλ που τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς στιχουργούς της νεότερης ελληνικής μουσικής.
Ο Μανώλης Ρασούλης υπήρξε μία από τις πλέον ιδιαίτερες και πολυσχιδείς προσωπικότητες του ελληνικού τραγουδιού, ένας δημιουργός που σφράγισε τη λόγια παράδοση του στίχου μέσα από μια βαθιά ανθρωποκεντρική, ποιητική αλλά και κοινωνικά ανήσυχη ματιά. Γεννημένος το 1945 στο Ηράκλειο της Κρήτης, μεγάλωσε σε μια εποχή έντονων κοινωνικών μεταβολών, όπου η μουσική και η τέχνη λειτουργούσαν συχνά ως μέσα έκφρασης και αντίστασης. Από μικρή ηλικία έδειξε κλίση στον λόγο και στην καλλιτεχνική αναζήτηση, ενώ η κρητική γη, με τη μουσική και τη λαϊκή της παράδοση, άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στον τρόπο με τον οποίο αργότερα διαμόρφωσε το ύφος του.
Στα νεανικά του χρόνια εγκατέλειψε την Κρήτη και βρέθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε να συμμετέχει ενεργά σε καλλιτεχνικούς και πνευματικούς κύκλους. Η δεκαετία του 1960 αλλά και η περίοδος της δικτατορίας τον επηρέασαν βαθιά, τόσο πολιτικά όσο και υπαρξιακά. Υπήρξε ανήσυχο πνεύμα, αναζητούσε συνεχώς νέες μορφές έκφρασης, και αυτή η εσωτερική του κινητικότητα τον οδήγησε στη δημοσιογραφία, στο γράψιμο αλλά και στη δημιουργία θεατρικών παραστάσεων. Η ευκολία του λόγου του, το χιούμορ και η οξύτητα της σκέψης του γρήγορα τον έκαναν γνωστό σε διάφορα καλλιτεχνικά περιβάλλοντα.
Η πραγματική του καθιέρωση ήρθε από τη μουσική. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισε να γράφει στίχους για τραγούδια που γρήγορα ξεχώρισαν. Ο Ρασούλης δεν ήταν απλώς στιχουργός· ήταν ένας ποιητής που κατάφερε να μεταφέρει στο τραγούδι τη φιλοσοφική του ανησυχία, τη λαϊκή του σοφία και την κοινωνική του παρατήρηση. Συνεργάστηκε με μερικούς από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής: τον Νίκο Ξυδάκη, τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Μάνο Λοΐζο, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Σωκράτη Μάλαμα, καθώς και με κορυφαίους ερμηνευτές όπως ο Νίκος Παπάζογλου, η Χάρις Αλεξίου, ο Βασίλης Καζούλης, η Δήμητρα Γαλάνη και πολλοί άλλοι.
Η συνεργασία του με τον Νίκο Ξυδάκη υπήρξε ιδιαίτερα καθοριστική. Από αυτή τη σύμπραξη γεννήθηκαν δίσκοι που θεωρούνται πλέον κλασικοί, όπως το «Η εκδίκηση της γυφτιάς» (με τον Νίκο Παπάζογλου και την Τάνια Τσανακλίδου), ένας δίσκος που ανέδειξε με πρωτόγνωρο τρόπο τις δυνατότητες του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού. Στο έργο αυτό, οι στίχοι του Ρασούλη συνδύασαν κοινωνική κριτική, βαθιά συναισθηματική φόρτιση και μια παιχνιδιάρικη αλλά και σοβαρή διαλεκτική με την πραγματικότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Πολλά από τα τραγούδια του πέρασαν στη συλλογική μνήμη και τραγουδιούνται ακόμη ως σύγχρονα “λαϊκά μοιρολόγια” ή ως ύμνοι για την ανθρώπινη εμπειρία. Τραγούδια όπως το «Αχ Ελλάδα σ’ αγαπώ», το «Όλα σε θυμίζουν», το «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε», το «Πότε Βούδας, πότε Κούδας», το «Δεν έχω αμάξι να σε πάω βόλτα», το «Τρελλός και παλαβός», έχουν αγαπηθεί όσο λίγα, χάρη στην άμεση γλώσσα, στη ζεστή ανθρωπιά και στη διαρκή υπενθύμιση ότι το τραγούδι μπορεί να είναι ταυτόχρονα διασκέδαση, ποίηση και κοινωνικό σχόλιο.
Ο Ρασούλης, ωστόσο, δεν ήταν μόνο στιχουργός. Υπήρξε επίσης συγγραφέας, δημοσιογράφος, ηθοποιός, τραγουδιστής και ένας άνθρωπος που διέθετε έντονη δημόσια παρουσία. Έγραψε βιβλία, άρθρα και δοκίμια, στα οποία αναπτύσσει τις απόψεις του για την πολιτική, τη θρησκεία, την πνευματικότητα, την ανθρώπινη συνείδηση και τη θέση του σύγχρονου ανθρώπου στον κόσμο. Επηρεασμένος από διάφορες πνευματικές παραδόσεις, μεταξύ των οποίων και η ανατολική φιλοσοφία, ο Ρασούλης προσπαθούσε να συνδυάσει το λαϊκό στοιχείο με το μεταφυσικό, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο φιλοσοφικό ύφος που χαρακτήριζε τόσο τα κείμενά του όσο και τους στίχους του.
Η ζωή του χαρακτηρίστηκε από έντονη περιπλάνηση. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες, έζησε σε διάφορα μέρη, αναζητώντας εμπειρίες, ιδέες και ανθρώπους. Αυτή η περιπλάνηση ήταν ταυτόχρονα εξωτερική και εσωτερική: ο ίδιος συχνά μιλούσε για το ταξίδι ως μια μορφή αυτογνωσίας. Η προσωπικότητά του ήταν πολύπλευρη και συχνά αντιφατική, όπως κάθε δημιουργού που ζει έντονα και ψάχνει αδιάκοπα το νόημα των πραγμάτων.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνέχισε να γράφει, να δημοσιεύει και να συμμετέχει σε παρουσιάσεις και συζητήσεις, χωρίς ποτέ να απομακρυνθεί από τον διάλογο με την κοινωνία και την τέχνη. Παρέμεινε ενεργός μέχρι τον θάνατό του, το 2011, αφήνοντας πίσω του ένα έργο που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από καλλιτεχνική αξία αλλά και από μια ιδιαίτερη πνευματική κληρονομιά.
Ο Μανώλης Ρασούλης θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς που ανέδειξε η μεταπολίτευση και η σύγχρονη ελληνική μουσική. Το έργο του εξακολουθεί να επηρεάζει νεότερους δημιουργούς και να συγκινεί το κοινό, γιατί μιλά στην καρδιά με τρόπο άμεσο, αληθινό και βαθιά ανθρώπινο. Κατάφερε να ενώσει το λαϊκό με το ποιητικό, το σοβαρό με το χιουμοριστικό, το προσωπικό με το συλλογικό, δημιουργώντας έναν λόγο που παραμένει ζωντανός και επίκαιρος.
Παρά τις περιπέτειες, τις αναζητήσεις και τις αντιφάσεις του, ο Ρασούλης άφησε ως παρακαταθήκη μια αίσθηση ζωντάνιας και πνευματικής εγρήγορσης. Η βιογραφία του δεν είναι μόνο μια διαδρομή καλλιτεχνικής επιτυχίας, αλλά και μια μαρτυρία για το πώς ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει με πάθος, να αμφισβητήσει, να αναζητήσει και τελικά να καταθέσει στο κοινό κάτι βαθύ και ουσιαστικό. Έτσι, το όνομά του παραμένει συνώνυμο με έναν λόγο αυθεντικό, που συνεχίζει να φωτίζει το ελληνικό τραγούδι και να εμπνέει όσους αναζητούν στο στίχο έναν δρόμο προς την αλήθεια και την ελευθερία.