Τρύγος πρόσχαρα προβαίνει,
εορτάζ’ η οικουμένη,
η φλογέρ’ αχολογάει.
Το φθινόπωρο βοΐζει
χορευτά πανηγυρίζει
και τ’ αμπέλια του τρυγάει.
Βάλτε, φίλοι, μες στη βρύση
το κρασί μας να δροσίσει,
και στρωθείτε καταγής
στην αράδα ως τον πάτο,
εις τον ίσκιον αποκάτω
προς τα χείλη της πηγής.
Στρώστε φύλλα, στρώστε φτέρη
επιδέξια με το χέρι
κι από πάνω τεχνικά
το αρνάκι μας λιανίστε
και τον τρύγον μας αρχίστε,
να χαρούμε φιλικά.
Ας ρουφούμε το κρασάκι
στες αρχές απ’ ολιγάκι
και κινώντας βαθμηδόν
ας υψώνομε τη δόση,
ως ν’ ανάψει, να κορώσει
το κεφάλι μας σχεδόν.
Κι έτσι πλέον ζαλισμένοι
μες στα χόρτα κυλισμένοι
των πουλιών τον σφυριγμόν,
ξαπλωτά να τον ακούμε
και τον ίσο να βαστούμε
ως τον πρώτον νυσταγμόν.
Αθανάσιος Χριστόπουλος
(από τη συλλογή Βακχικά)