Του φάνηκε φοβερό που ήτανε χωρίς ελπίδα.
Είχε την αίσθηση πως οι άλλοι στο καφενείο τον κοιτάζανε
κι άλλοι από το δρόμο σκέφτονταν και ψιθυρίζανε μεταξύ τους:
''Αυτός εκεί δεν έχει ελπίδα!''. Σαν να ήταν έγκλημα αυτό.
Σαν να είχε ένα σημάδι πάνω του που το μαρτυρούσε.
Σαν να ήταν γυμνός ανάμεσα σε ντυμένους.
Σκέφτηκε τα διηγήματα που είχε γράψει,
δίνοντας έτσι μια διέξοδο στην αγωνία του.
Άγγιζε θέματα του καιρού μας: τον πόλεμο, την κοινωνική δυστυχία.
Ωστόσο, δεν το αποφάσιζε να τα εκδώσει. Φοβότανε.
Φοβότανε την ετικέτα που θα του δίνανε σίγουρα οι μεν και οι δε.
Όχι, έπρεπε να τα βγάλει. Στο διάολο η ετικέτα!
Αυτός ήταν ένας άνθρωπος, τίποτε άλλο. Ούτε αριστερός, ούτε δεξιός.
Ένας άνθρωπος που είχε ελπίσει άλλοτε,
και τώρα δεν έχει ελπίδα, και που νιώθει χρέος του να το πει αυτό.
Βέβαια, άλλοι θα 'χουν ελπίδα, σκέφτηκε. Δε μπορεί παρά να 'χουν.
Ξανάριξε μια ματιά στην εφημερίδα:
η Ινδοκίνα, η ''Κοσμική Κίνησις''. το ρεσιτάλ πιάνου,
οι δύο αυτοκτονίες για οικονομικούς λόγους, οι ''Μικρές Αγγελίες''...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζιπ εν καλή καταστάσει...
ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικός...
Έβγαλε την αντζέντα του, έκοψε ένα φύλλο κι έγραψε με το μολύβι του:
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ελπίς
Ύστερα πρόσθεσε το όνομά του και τη διεύθυνσή του.
Φώναξε το γκαρσόνι. Ήθελε να πληρώσει,
να πάει κατευθείαν στην εφημερίδα, να δώσει την αγγελία του,
να παρακαλέσει, να επιμείνει να μπει οπωσδήποτε στο αυριανό φύλλο.
Αντώνης Σαμαράκης
........................................................................................................................
Απόσπασμα από το βιβλίο: ''ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ''