Στο βιβλίο του «Λυκόφως των ειδώλων» ο Νίτσε αναφέρει τέσσερα μεγάλα λάθη που κάνουν οι άνθρωποι. Είναι τα εξής:
Το λάθος της σύγχυσης αιτίας και αποτελέσματος. Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο λάθος από το μπέρδεμα της αιτίας με το αποτέλεσμα. Το ονομάζω πραγματική διαφθορά του λογικού. Κι όμως τούτο το λάθος εντάσσεται στις αρχαιότερες και στις νεότερες συνήθειες της ανθρωπότητας: είναι καθαγιασμένο και φέρει το όνομα της «θρησκείας» ή της «ηθικής». Οποια πρόταση διατυπωθεί από τη θρησκεία και την ηθική το περιέχει. Οι ιερείς και οι νομοθέτες ηθικών κανόνων είναι οι γεννήτορες τούτης της διαφθοράς του λογικού
Το λάθος της ψευδούς αιτιότητας. Οι άνθρωποι πάντα πίστευαν ότι γνωρίζουν τί είναι μια αιτία: από που παίρναμε όμως τη γνώση μας – ή ακριβέστερα, την πίστη μας ότι είχαμε αυτήν τη γνώση; Από τη σφαίρα των περίφημων «εσωτερικών γεγονότων», από τα οποία κανένα δεν αποδείχτηκε μέχρι σήμερα πως είναι όντως γεγονός. Πιστεύαμε ότι είμασταν αιτιώδεις στην πράξη της θέλησης: νομίζαμε πως τουλάχιστον εδώ συλλαμβάναμε την αιτιότητα επί το έργον. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως όλα τα προηγούμενα μιας πράξης, οι αιτίες της, έπρεπε να αναζητηθούν στη συνείδηση, και πως θα βρίσκονταν εκεί αν πράγματι αναζητούνταν – με τη μορφή «κινήτρων»: αλλιώς κανείς δεν θά ‘ταν ελεύθερος και υπεύθυνος για την πράξη αυτή. Τέλος, ποιος θα αρνιόταν ότι μια σκέψη προκαλείται από μια αιτία; Οτι το εγώ γίνεται αίτιο της σκέψης;
Το λάθος των φανταστικών αιτιών. Για να αρχίσουμε με τα όνειρα: κατόπιν εορτής, μια αιτία τοποθετείται λαθραία κάτω από μια αίσθηση (λόγου χάρη, την αίσθηση που δημιουργείται από το μακρινό πυροβολισμό ενός κανονιού) – συχνά η αιτία αυτή είναι ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ακριβώς αυτός που ονειρεύεται. Η αίσθηση διαρκεί στο μεταξύ, μ’ ένα είδος αντήχησης: περιμένει, ώσπου να της επιτρέψει το αιτιώδες ένστικτο νά ‘ρθει στην πρώτη σειρά, όχι πια σαν τυχαίο συμβάν, αλλά σαν «νόημα». Ο πυροβολισμός του κανονιού παρουσιάζεται μ’ έναν αιτιώδη τρόπο, μέσα σε μια φαινομενική αντιστροφή του χρόνου. Αυτό που είναι πραγματικά τελευταίο, το κίνητρο, βιώνεται πρώτο -συχνά με εκατοντάδες λεπτομέρειες που περνούν σαν αστραπή – και ο πυροβολισμός ακολουθεί… Τι συνέβη; Οι παραστάσεις που δημιουργήθηκαν από μια ορισμένη κατάσταση θεωρήθηκαν λανθασμένα αιτίες της.
Το λάθος της ελεύθερης θέλησης. Σήμερα δε νιώθουμε καμιά λύπηση για την έννοια της «ελεύθερης θέλησης»: ξέρουμε πολύ καλά τι είναι – το πιο ολοκληρωμένο κατασκεύασμα των θεολόγων που θέλει να κάνει «υπεύθυνη» την ανθρωπότητα με τη δική τους έννοια, δηλαδή να την κάνει να εξαρτάται απ’ αυτούς. Δίνω εδώ μόνο την ψυχολογία κάθε «απόπειρας υπευθυνοποίησης»…
Παντού όπου αναζητούνται ευθύνες, εκείνο που λειτουργεί συνήθως είναι το ένστικτο της επιθυμίας για κρίση και για τιμωρία. Το γίγνεσθαι χάνει την αθωότητά του όταν οποιοσδήποτε συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης αποδίδεται στη θέληση, σε σκοπούς, σε υπεύθυνες πράξεις: η θεωρία της θέλησης επινοήθηκε ουσιαστικά για το σκοπό της τιμωρίας, δηλαδή της επιθυμίας για εύρεση ενόχων. Ολόκληρη η παλιά ψυχολογία, η ψυχολογία της θέλησης, καθορίστηκε από το γεγονός ότι οι προπάτορές της, οι ιερείς που ήταν επικεφαλής των παλιών κοινοτήτων, ήθελαν να δημιουργήσουν για τους εαυτούς τους το δικαίωμα να τιμωρούν – ή ήθελαν νά δημιουργήσουν τούτο, το δικαίωμα για το Θεό… Οι άνθρωποι θεωρούνταν «ελεύθεροι» ώστε να μπορούν να κρίνονται και να τιμωρούνται – ώστε να μπορούν να γίνονται ένοχοι: κατά συνέπεια, κάθε πράξη έπρεπε να θεωρηθεί ηθελημένη, και η καταγωγή κάθε πράξης έπρεπε να θεωρηθεί πως βρισκόταν μέσα στη συνείδηση
Τι μπορεί νά ‘ναι η θεωρία μας; Η θεωρία μας είναι ότι κανείς δεν απονέμει στον άνθρωπο τις ιδιότητες του – ούτε ο Θεός, ούτε η κοινωνία, ούτε οι γονείς και οι πρόγονοί του, ούτε ο εαυτός του. (Η ανοησία της τελευταίας ιδέας διδάχτηκε ως «νοητή ελευθερία» από τον Καντ – ή ίσως κι από τον Πλάτωνα). Κανείς δεν είναι λοιπόν υπεύθυνος για το ότι είναι έτσι, για το ότι είναι φτιαγμένος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή για το ότι βρίσκεται σ’ αυτές τις συνθήκες ή σ’ αυτό το περιβάλλον. Η αδυσώπητη μοίρα της ουσίας του δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την αδυσώπητη μοίρα αυτού που υπήρξε και αυτού που θα υπάρξει. Ο άνθρωπος δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας ειδικής επιδίωξης, μιας θέλησης, ενός σκοπού’ ούτε είναι το αντικείμενο μιας απόπειρας προσέγγισης ενός «ιδανικού ανθρώπου» ή μιας «ιδανικής ευτυχίας» ή μιας «ιδανικής ηθικής». Είναι παράλογο να θέλουμε να αναθέσουμε την ουσία κάποιου στον ένα ή στον άλλο σκοπό. Επινοήσαμε την έννοια του «σκοπού»: στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκοπός.
Ο καθένας μας είναι αναγκαίος, είναι κομμάτι του μοιραίου, ανήκει στο όλον, είναι μέσα στο όλον δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να συγκρίνει ή να καταδικάσει το «είναι» μας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως θα έκρινε, θα μετρούσε, θα σύγκρινε ή θα καταδίκαζε το όλον.
Eπιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίτσε «Λυκόφως των ειδώλων» – Εκδοτική Θεσσαλονίκης